του Δημήτρη Βεργίνη
Δε με νοιάζει τίποτα. Εννοώ στο μεταξύ μας. Θέλω μόνο να σου λέω. Να, απόψε ας πούμε, θέλω να σου πω γι’ αυτή τη διασκευή του “Bella Ciao”, που την περπατάει νότα τη νότα, η καμένη απ’ τη φωτιά της κόλασης, φωνή του Tom Waits.
Άρχισα να συνηθίζω το καινούριο σπίτι. Είμαστε οι πλάτες που αντέχουν το βάρος των τοίχων που επιλέγουμε να ζήσουμε, αφού φύγουμε από εκεί που σε συνεννόηση είχαμε αλλάξει τους νόμους της βαρύτητας. Είμαστε τα Σάββατα που μετακινούμε τα έπιπλα μόνοι κι οι Κυριακές που ξαπλώνουμε, λιώνουμε και μελαγχολούμε μέχρι Νοέμβρη, πάνω τους, πάλι μόνοι. Είμαστε οι αντοχές μας κι εν τέλει αυτό που είχαμε υποψιαστεί από την αρχή: οι συνήθειές μας.
Είδα την ταινία “Ονειρεύομαι σε άλλη γλώσσα”. Άφησα κομμάτια στις καρέκλες του θερινού. Κομμάτια απ’ το σώμα μου εννοώ. Με αποσυνέθεσε σε αισθήματα και αίματα και κλάματα που μου είχε πάρει χρόνια για να συντεθώ. Δεν το ‘χω με τους παππούδες πια. Κλαίω. Από όταν έχασα τους δικούς μου. Από όταν έχασα έναν ακόμη που έγινε δικός μου, δεν το ‘χω. Είναι νωρίς για να μπαίνω στα παπούτσια τους αλλά μπαίνω. Πόσο μάλλον όταν είναι δύο και δεν μιλιούνται μεταξύ τους. Πόσο μάλλον όταν θέλουν να μιλιούνται αλλά ένα πείσμα δεν τους αφήνει να δουν ότι λίγο ακόμη έχουν. Ότι σε κόσμους μη μαγικού ρεαλισμού οι παππούδες ακροπατάν στην άβυσσο κάθε πρωί που ξυπνάν και κάθε βράδυ που κλείνουν τα βλέφαρα.
Μπαίνω στα παπούτσια τους λοιπόν, φοράω τα ρούχα και τη σκούφια τους, κρεμάω το ντροβά και σε πείσμα των πραγματικών μου χρόνων, βαριαναστενάζω αιώνες. Αιώνες που πέρασαν με εμένα μέσα κι αιώνες που θα ‘ρθουν δίχως μου. Εκτός, εκτός κι αν όλα γίνονται στη Λατινική Αμερική. Τότε, όλα κυλάν αλλιώς. Τότε, τίποτα της απόλυτης λογικής δεν ισχύει. Μαγεία σου λέω. Δες την ταινία.
Έχω κι άλλο τραγούδι απόψε. Αλλάζω όμως τη ροή του κειμένου. Δε γίνεται να πω γι’ αυτό με το νερό του να τρέχει μόνο. Σαν κάτι μέρη που η γεωλογία, η βαρύτητα και ο μαγνητισμός αλλάζουν τη λογική που τρέχουν τα ποτάμια, έτσι κι ετούτη η κοπέλα, ετούτου του τραγουδιού, αλλάζει τα πάντα μου. Ξεκινώντας απ’ τις λέξεις μου.
Είναι παράξενη ετούτη η κοπέλα. Έχει μάτια που ακροπατάν στα όρια που έφτασε κάποτε η ανθρώπινη αισθητική κι έκφραση στο χαμόγελο που λυγάει, τα μεσημέρια, τη γραμμή του ισημερινού. Ο τύπος είναι ξεκάθαρα ερωτευμένος και θέλει να την προσεγγίσει. Και δεν ξέρει τι να πει. Καταπίνει και γλώσσα και διαύγεια στη σκέψη και τακτ κι ό,τι θα μπορούσε να τον κάνει έστω λίγο ελκυστικό. Την χτυπάει, νομίζει, πρόταση την πρόταση. Νομίζει.
“Είσαι κακοντυμένη. Πίνεις κορίτσι μου. Κάθεσαι μόνη σου. Πού είναι οι παρέες σου; Κλαις και σε βλέπω. Σε βλέπουν όλοι. Σταμάτα καλή μου. Πού λες θα φτάσεις έτσι; Δες τα άλλα κορίτσια τριγύρω. Ποιο άλλο είναι έξω τέτοια ώρα; Στο ξαναλέω: σταμάτα να πίνεις! Θα ‘ρθει μέρα που κανείς δε θα σε γουστάρει. Να σου πω το μέλλον σου; Στο λέω. Το ξέρω. Στην ψάθα θα πεθάνεις!”
Ο βλάκας. Αγόρια που δεν έκαναν ποτέ καλό σεξ, που δεν ήπιαν ποτέ για να απολαύσουν, που δεν οδήγησαν ποτέ για να φύγουν. Αγόρια που έχασαν στην πρώτη λέξη.
Οι παράξενες κοπέλες που ξέρουν το ιδιάζον τους, βγαίνουν Παρασκευή βράδυ και γυρνάν δυο αιώνες μετά, αφού βρήκαν έναν έστω λόγο να γυρίσουν. Πίνουν και χάνονται και σκέφτονται και χαμογελάν, πότε μόνες τους, πότε αρπάζοντας την ατάκα που τους δόθηκε για να χαμογελάσουν. Περιμένουν ένα τραγούδι, δεν έρχεται και σιγοψιθυρίζουν ένα άλλο και ουρλιάζουν ένα τρίτο. Αλλά μετά, όταν ανέλπιστα βολτάρουν τριγύρω οι νότες τους, φτιάχνουν ερωτεύσιμες απορίες και γίνονται οι επιλεγμένες, από τον μαέστρο χρόνο, δεύτερες φωνές.
Οι παράξενες κοπέλες είναι λόγοι να γράφονται τραγούδια και να μπαίνουν μετά στο ριπίτ. Αναπόδραστη η επανάληψή τους.