Κείμενο: Μουντούρης Παναγιώτης
ΣΤΑΥΡΟΣ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ
Στ’αμπέλια
εκδ. ΠΟΛΙΣ
Αν «το αρχικό βήμα στην ψυχανάλυση δεν είναι η αποκάλυψη εκείνου που λέει ο ασθενής, αλλά του τόπου από τον οποίο ομιλεί» όπως πολύ ωραία είπε ο Ζακ Λακάν, έτσι και ο τόπος από τον οποίο γίνεται η ανάγνωση του βιβλίου του Σταύρου Ζουμπουλάκη “Στ’αμπέλια” είναι τα καλοκαίρια της παιδικής ηλικίας στο χωριό των προγόνων μας.
«Έφτανα στ’αμπέλια λίγες μέρες μετά το κλείσιμο των σχολείων και γύριζα λίγο πριν ξανανοίξουν [… ] η ακριβής ημέρα της αναχώρησης για το χωριό εξαρτιόταν από το πότε θα κατέβαινε κάποιος συγγενής για να με πάρει μαζί του. Το ίδιο και η μέρα της επιστροφής στην Αθήνα».
Η ιστορία του Σταύρου Ζουμπουλάκη, που αν και αυτοβιογραφική είναι σαν να διηγείται με απόλυτη ακρίβεια και σαφήνεια τα παιδικά καλοκαιριά του καθένα, αναδιφεί τη σκληρή και συνάμα νοσταλγική πάλαι ποτέ ζωή της ελληνικής επαρχίας. Είναι σαν το παλιό φωτογραφικό άλμπουμ που βρήκες τυχαία σε μια απρόσμενη επίσκεψη στο χωριό σου. Ένα άλμπουμ που ξεφυλλίζοντας το ξεδιπλώνεται εν ριπή οφθαλμού η ιστορία σου. Παλιές, ασπρόμαυρες, ξεθωριασμένες φωτογραφίες εναλλάσσονται η μια μετά την άλλη. Πρόσωπα, πρόωρα γερασμένα από την πείνα και τον κάματο, σκυθρωπά από ανείπωτα πένθη και τη θλίψη της ξενιτιάς, αποτέλεσαν τον καμβά πάνω στον οποίο ο συγγραφέας έπλεξε μέρος της ελληνικής αγροτικής κουλτούρας.
«Τις λίγες ώρες που περνούσα στο σπίτι της θείας μου, με εντυπωσίαζε το πλήθος των φωτογραφιών. Το ίδιο και στα άλλα σπίτια του χωριού, όποτε τύχαινε να βρεθώ. Ήταν γεμάτα φωτογραφίες των παιδιών και των συγγενών, σε διάφορες στιγμές της ζωής τους, των ξενιτεμένων, των πεθαμένων».
Τα αμπέλια δεν αναφέρονται σε αμπελώνες μήτε σε περιοχή ή ονομασία χωριού, αλλά στο μέρος στο οποίο έβγαζαν το καλοκαίρι οι κάτοικοι στη Συκιά της Λακωνίας γενέτειρα του Σταύρου Ζουμπουλάκη. Ο αναγνώστης συντροφεύει τις παιδικές αναμνήσεις του συγγραφέα στα υπαίθρια αυτοσχέδια καταλύματα, τα λεγόμενα καλύβια ή τσαρδιά, στα οποία οι κάτοικοι του χωριού, στενεμένοι οικονομικά και βιοπαλαιστές της σκληρής και κακοτράχαλης καθημερινότητας, συλλέγουν τους καρπούς της γης για τις βιοποριστικές τους ανάγκες. Και αυτό είναι το νόημα που αξίζει η ανάγνωση της αυτοβιογραφικής ιστορίας του Σταύρου Ζουμπουλάκη, η ανάδειξη της ανάγκης για το άχθος της επιβίωση σε μια εποχή δύσκολη, με αντίπαλο τη φύση, που τα προς το ζην έχουν μεγαλύτερη σημασία από την αισθητική.
«Ο άνθρωπος του αγροτικού πολιτισμού γενικώς δεν γνωρίζει την αισθητική στάση. Ένας τόπος δεν είναι για αυτούς ωραίος ή άσχημος, αλλά εύφορος ή άφορος. Φαντάζεται κανείς έναν αγρότη να αναφωνεί εκστατικός μπροστά σε μια νησιωτική ξεραΐλα τι πανέμορφος τόπος;»