Σήμερα συμπληρώνονται 45 χρόνια από την εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973 ενάντια στην Χούντα. Με αφορμή την επέτειο μιλήσαμε με τον Δημήτρη Παπαχρήστο, τον εκφωνητή του ραδιοφωνικού σταθμού της κατάληψης. Ο Δημήτρης Παπαχρήστος έχει και άλλες ιδιότητες πέρα από του ακτιβιστή. Του ποιητή, του λογοτέχνη, του σεναριογράφου, του ραδιοφωνικού παραγωγού, του δημοσιογράφου. Η εργογραφία του περιλαμβάνει 5 θεατρικά έργα, 3 ποιητικές συλλογές, 11 μυθιστορήματα και 3 συμμετοχές σε ομαδικές δουλειές. Συζητήσαμε για το τότε, για την δράση του αλλά και το τώρα, το πώς βλέπει την σημερινή κατάσταση και τι χρειάζεται να γίνει.
- Στον Κώστα Γκιώνη
Τι γίνεται την τελευταία ώρα, πριν πέσει το τανκ στην πύλη του Πολυτεχνείου και τι επακολουθεί;
Είναι μια εικόνα, μια στιγμή που αγγίζει την αιωνιότητα γιατί την έζησα. Αφού τα τανκς έκαναν ψυχρό πόλεμο με τα εκτυφλωτικά φώτα τους που έκοβαν σαν ξυράφια στραμμένα πάνω στην πύλη του Πολυτεχνείου, κι αφού είπα τον εθνικό ύμνο βγαλμένο μέσα από τα κόκκαλα της ελευθερίας τα ιερά, κι αφού είπα πως ο αγώνας συνεχίζεται με τα όπλα που διαθέτει ο καθένας μας, κατέβηκα να δω τι γίνεται. Γιατί δεν είχαν μπει ακόμα; Έγινα αυτόπτης μάρτυρας του μεγαλείου.
Πάνω στα κάγκελα νέα παιδιά, κορίτσια και αγόρια. Έξω στην Πατησίων μπάτσοι να ουρλιάζουν μανιασμένοι και να απειλούν. Τα φανταράκια με τα όπλα στα χέρια τους πεσμένα, σαν να τους είχαν πέσει τα πουλιά.
Τα συνθήματα και η ομορφιά των εξεγερμένων συναγωνιστών. Στην πύλη πάνω να ανεμίζει τη σημαία ο Γιώργος Κύρηκος απ’ την Ικαρία. Ο Σταμέλος ο Κυριάκος να έχει βγάλει το λευκό του πουκάμισο ως σημαία ειρήνης και διαπραγμάτευσης. Ο Λαλιώτης ο Κώστας απ’ έξω, εγώ βρέθηκα πίσω από την πύλη. Ο Στέλιος, η Ιωάννα, να με πιάσει απ’ τον λαιμό, τι ήταν αυτά που έλεγα στον σταθμό. Ο φόβος ο αληθινός. Κι όμως, τον μοιραστήκαμε, γι’ αυτό και τον υπερβήκαμε. «Ο Στρατός δεν διαπραγματεύεται», το τανκ καταπάνω στην πύλη κι εμείς από πίσω να σπρώχνουμε τη μερσεντές του πρύτανη Κοκκινόπουλου και τα χέρια μας ακούμπησαν τις ερπύστριες κι όσοι μείναμε όρθιοι σπρώχνουμε ακόμα.
Τραβηχτήκαμε για να ανασυνταχθούμε, μας σπρώχνανε να βγούμε έξω. Στην οδό Πολυτεχνείου μας περιμένανε τα λεωφορεία της αστυνομίας. Γλύτωσα γιατί ο αξιωματικός που με έπιασε, είδε έναν στη σημερινή μου ηλικία και μ’ άφησε βρίζοντάς τον «εσύ τι θέλεις εδώ, πουστόγερε;». Ξέφυγα και βρέθηκα σε μια πολυκατοικία στη Στουρνάρη που είχε ανοίξει και κρύφτηκαν πολλοί φοιτητές. Στο βιβλίο μου Ο ήλιος του Μουσείου μιλάω για την τελευταία στιγμή και ό,τι επακολούθησε. Το Πολυτεχνείο δεν έχει ιδιοκτήτες, ανήκει σε όλους εκείνους που συνεχίζουν να αγωνίζονται. Υπάρχει ως ζώσα μνήμη της ιστορίας.
Εάν υποθέσουμε ότι σήμερα ήσουν 23 χρόνων, θα είχες τους λόγους να συμμετείχες σε ένα νέο Πολυτεχνείο; Με τις ιδιαιτερότητες βέβαια της εποχής, που σίγουρα είναι διαφορετικές ή μπορεί και όχι.
Τώρα υπάρχουν περισσότεροι λόγοι. Ζούμε μια «δημοκρατική οικονομική χούντα του κεφαλαίου» και τον «βιασμό της Ενωμένης Ευρώπης της Γερμανίας». Τότε φωνάζαμε έξι χρόνια είναι πολλά, δεν θα γίνουνε επτά, και τώρα οκτώ ολόκληρα χρόνια δεν ζούμε μόνο την πολιτικής της λιτότητας αλλά και τις παρακρούσεις της κρίσης που είναι πολιτιστικές και εξαχρειώνουν την κοινωνία. Και καθιστούν τους ανθρώπους αριθμούς και αθύρματα στους λογαριασμούς της παγκοσμιοποίησης που δεν έχει να κάνει μόνο με μας. Ζούμε τον καθημερινό πόλεμο, οικονομικό και κοινωνικό, και τον πραγματικό στη γειτονιά μας.
Φωνάζαμε «έξω το ΝΑΤΟ», «έξω οι Αμερικάνοι», «κάτω ο ιμπεριαλισμός». Πολεμήσαμε το καπιταλιστικό σύστημα που γεννάει χούντες και τώρα κάποιοι που νομίζουν πως κυβερνάνε στο όνομα της Αριστεράς τους έμπασαν από την πίσω πόρτα στη χώρα μας. Δεν αποκαταστάθηκε η Δημοκρατία στις 24 Ιουλίου 1974. Η Χούντα, μετά την προδοσία της Κύπρου, έπεσε στα μαλακά και στην αγκαλιά αυτών που την εξέθρεψαν και δημιούργησαν στρεβλή μεταπολίτευση που τη χρεώνουν στη «γενιά» του Πολυτεχνείου.
Το Πολυτεχνείο είναι ιστορικό γεγονός, είναι και συμβολικό. Δείχνει τον δρόμο στους νέους, είναι και σταθμός ανεφοδιασμού για να παίρνουν εφόδια να συνεχίσουν από ‘κει που δεν μπορέσαμε να φτάσουμε και να ξεπεράσουν τη μαύρη τρύπα που ρουφάει το παρελθόν και το μέλλον
Όλοι όσοι ήρθαν και μας συμπαραστάθηκαν έγιναν η ασπίδα μας. Νεκροί και τραυματίες έξω και μέσα στο Πολυτεχνείο. Φωνάζαμε «συμπαράσταση λαέ», «λαϊκή εξουσία», «κάτω το κράτος». Δημιουργήσαμε μια άμεση δημοκρατία με ανακλητούς εκπροσώπους. Μια συντονιστική επιτροπή. Ήρθαν οι εργάτες, η δική τους προκήρυξη ήταν πιο προχωρημένη από τη δική μας, ήρθαν οι αγρότες. Γίναμε από μια σπίθα η φωτιά και η ωραιότητα. Ξεπλύναμε τη ντροπή της ανοχής των πατεράδων μας. Είμαστε σημαδεμένοι, ακόμα κι αυτοί που δεν το παραδέχονται. Τα παιδιά το ζούνε, νοσταλγούνε κάτι που δεν έζησαν κι αυτό είναι μεγάλη ελπίδα.
Γράψαμε ιστορία χωρίς να το γνωρίζουμε όταν γράφαμε. Το Πολυτεχνείο είναι ιστορικό γεγονός, είναι και συμβολικό. Δείχνει τον δρόμο στους νέους, είναι και σταθμός ανεφοδιασμού για να παίρνουν εφόδια να συνεχίσουν από ‘κει που δεν μπορέσαμε να φτάσουμε και να ξεπεράσουν τη μαύρη τρύπα που ρουφάει το παρελθόν και το μέλλον. Το δικαίωμα στο ψωμί (δουλειά) και στην ελευθερία που είναι κάτι πιο πολύ από το ψωμί και στην παιδεία. Το Πολυτεχνείο δεν τελείωσε το ’73, φωνάζουν και σήμερα οι νέοι.
Πρόσφατα από το αρχείο της ΕΡΤ κυκλοφόρησε στο διαδίκτυο το εξαιρετικό ντοκιμαντέρ που έκανες το 1988, για τα 20 χρόνια από τον Μάη του ’68. Μπορείς να μας πεις για αυτό και τη συνάντησή σου με αξιόλογους ανθρώπους όπως ο Καστοριάδης, ο Μιχάλης Ράπτης (Πάμπλο) κ.α.;
Προσπάθησαν να απαξιώσουν τον Μάη του ’68 αλλά δεν το κατάφεραν. Όποια κι αν ήταν η πορεία των συντελεστών της εξέγερσης και της Γαλλίας, ο Μάης του ’68 δεν είναι όνειρο και ουτοπία, όπως και η εξέγερση του Πολυτεχνείου. Η πίστη στο όνειρο και στην ουτοπία έγιναν πραγματικότητα. Οι κοινωνίες της αφθονίας και της κατανάλωσης είναι γι’ αυτούς που βάζουν τα κέρδη τους πάνω από τους ανθρώπους. «Κάτω οι πυραμίδες, ζήτω οι κύκλοι» έγραφαν οι νέοι τότε στους τοίχους, που είχαν αυτιά.
Δεν θα απογοητευτούμε από την τροπή που πήραν τα πράγματα. Δεν θα φοβηθούμε τον νεοναζισμό και την ακροδεξιά που σηκώνουν κεφάλι, μπορούμε να τους το κόψουμε αρκεί να εμπνευστούμε από τους λαούς της Ευρώπης που δεινοπαθούν. Το ντοκιμαντέρ που έκανα και αυτά που είπαμε με τους Γάλλους συντρόφους αλλά και με τους δικούς μας, Πάμπλο, Καστοριάδη, Σταυρόπουλο, Κούνδουρο, Φέρη κ.λπ. δεν ήταν κουβέντες του αέρα, είναι σημερινές και αυριανές.
Μου είχες μιλήσει για τη συνάντησή σου με τον Χάρολντ Πίντερ. Πες μου κάτι παραπάνω γι’ αυτόν τον ενδιαφέροντα διάλογο.
Στην Αγγλία όταν πήγα να μιλήσω καλεσμένος από σχολεία ήταν τον καιρό που ο Ντενκτάς έκανε κράτος τη Βόρεια Κύπρο. Έγινε διαδήλωση έξω από την τουρκική πρεσβεία, μίλησα και έδωσα συνέντευξη στο BBC. Ζήτησα και από τη Μαρία Φαφαλιού να με πάει να δούμε το θεατρικό έργο του Πίντερ που παιζόταν τότε και στην Ελλάδα. Πού να φανταστώ πως θα ήταν εκεί. Με θαυμασμό και με τη βοήθεια της Μαρίας του είπα πόσο αγαπητός ήταν στην Ελλάδα, μιλήσαμε και για τη θέση που είχε για τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία και τη θέση του Ντεμπρέ.
Αν κάποιος δεν έχει διαβάσει τα βιβλία σου και ρωτούσε «από ποιο να ξεκινήσω», τι θα απαντούσες και γιατί αυτό;
Δεν μπορώ να πω ποιο βιβλίο μου. Όλα είναι γραμμένα με το αίμα μου. Όποιο δάκτυλο να διαλέξεις το ίδιο πονάει, και το μικρό και το μεγάλο. Ο Νηρέας ο Βάρας είναι ο αντάρτης, που μια σφαίρα στο γόνατο δεν τον άφησε να γονατίσει. Το τελευταίο μου είναι η Πλωτή πατρίδα που δεν έχει σύνορα και έχει για κατάρτι τον Παρθενώνα. Ταξιδεύει κόντρα στους καιρούς. Είναι η μνήμη που αντιστέκεται στα κύματα, στη φθορά του χρόνου και σε κάθε μορφή εξουσίας.
Σχεδόν συνέχεια πηγαίνεις σε σχολεία και μιλάς στα νέα παιδιά. Τι είναι αυτό που τα συμβουλεύεις, αν και αδόκιμος ο όρος;
Δεν είμαι συμβουλάτορας, ούτε ινστρούκτορας. Και να ήξερα, δεν θα έλεγα. Αυτό που αξίζει είναι ο δικός τους δρόμος, να πετάξουν στην άκρη ό,τι τους βαραίνει και αν τους σταθούμε εμπόδιο να μας τσακίσουν.
Πόσο έχει αλλάξει ο Δημήτρης Παπαχρήστος από εκείνη τη βραδιά το 1973 που τον σημάδεψε και μας σημάδεψε;
Έχω αλλάξει τόσο πολύ για να μπορώ να παραμένω ίδιος, καθότι πάσχω από την αρρώστια της νιότης, από ύπαρξη και από την πίστη πως τίποτα δεν πάει χαμένο στη χαμένη μας ζωή. Ό,τι έχει υπάρξει αληθινά θα το βρούνε μπροστά τους οι έχοντες γνώση και μνήμη. Θέλει δουλειά πολύ για να γυρίσει ο ήλιος, όποιος αγωνίζεται δεν έχει καιρό να απογοητευτεί. Θέλει και η μνήμη τον καλλιεργητή της. Ειδάλλως υπάρχει κίνδυνος να γίνει χέρσο χωράφι ο εγκέφαλος και τότε θα φυτρώσουν γαϊδουράγκαθα και δεν θα υπάρχουν ούτε γαϊδούρια να τα φάνε.
Έχω γυρίσει όλη την Ελλάδα και την άλλη Ελλάδα στο εξωτερικό που ένιωσε τότε την εξέγερση των νέων παιδιών της και αισθάνθηκε και αισθάνεται και σήμερα υπερήφανη. Το Πολυτεχνείο ξεπέρασε τα σύνορα της πατρίδας μας, ανήκει στα μεγάλα παγκόσμια κινήματα των νέων.
Δεν κατόρθωσαν κάθε λογής παραχαράκτες να το σπιλώσουν, είναι επικίνδυνο γιατί είναι το αγκάθι στα μαλακά της υπνόζουσας κοινωνίας μας. Δεν ήμασταν η «γενιά», ήμασταν μια μειοψηφία, το αλάτι της γης και της ζωής, που θα έβγαινε από το Πολυτεχνείο και θα απλωνόταν παντού με αυτοοργάνωση και πολλαπλές συλλογικότητες. Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Γιάννενα, η σπίθα που έβαλε μπουρλότο. Αν ξημέρωνε δεν θα μπορούσαν να κυκλοφορήσουν τα τανκς, γι’ αυτό σκότωσαν για να παραμείνουν μέχρι την προδοσία της Κύπρου.
Το αίμα δεν ζητάει εκδίκηση αλλά τη δικαίωση και οι σημερινοί νέοι, που τους λένε «λαπτάκηδες» δεν γίνεται να μην ξεσηκωθούν, όχι μόνο γιατί δεν βρίσκουν δουλειά αλλά για να υπερασπιστούν το δικαίωμα στη ζωή με όπλο τον έρωτα και την ελευθερία. Ήδη δημιουργούνται συλλογικότητες σε όλη τη χώρα μας. Ανάγκες μεγάλες είναι να φτιαχτεί από τα κάτω, μέσα στην κοινωνία, ένα πολιτικό υποκείμενο για να συγκροτηθεί ένα κοινωνικό, ταξικό, πατριωτικό και απελευθερωτικό μέτωπο, γιατί ζούμε μια νέα οικονομική χούντα και κάτω από τη δικτατορία της ανάγκης που συντρίβει την καθημερινή ζωή και το δικαίωμα στη χαρά, στον έρωτα και στην απόλαυση.
Η Συμφωνία των Πρεσπών αφήνει ουρές αλυτρωτικές
Μίλησε μας για την εμπειρία σου όταν έγινες ανθρώπινη ασπίδα στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας.
Πήγαμε στη βομβαρδισμένη Γιουγκοσλαβία, δέσαμε τα χέρια μας πάνω από τις γέφυρες. Ναι, πήγα στον Πύργο και στον ποταμό Σάββα που πνίξανε τον Ρήγα Φεραίο και τους συντρόφους του. Του Ρήγα Φεραίου που έσπειρε την ελευθερία, που ναι μεν σκοτώθηκε αλλά το σπέρμα της ελευθερίας βλάστησε και είναι μέγα.
Σήμερα τα Βαλκάνια βρίσκονται σε χειρότερη κατάσταση από τότε. Κίνδυνος να αλλάξουν τα σύνορα και στο όνομα του ΝΑΤΟ και της Ενωμένης Ευρώπης να έχουμε κι άλλες βάσεις πάνω από το κεφάλι της πατρίδας μας και αυτό να θεωρείται επιτυχία. Η Συμφωνία των Πρεσπών αφήνει ουρές αλυτρωτικές όπως προβληματική είναι και η πρόθεση συμφωνίας με την εκκλησία – που τότε ζητούσαμε τη βοήθειά της και ο τότε γραμματέας, και έπειτα αρχιεπίσκοπος, ήταν απασχολημένος και δεν ήξερε για τα βασανιστήρια.
«Η ΑΓΝΟΙΑ ΔΕΝ ΒΟΗΘΑΕΙ»
Παραθέτουμε ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το τελευταίο βιβλίο του Δημήτρη Παπαχρήστου, την Πλωτή πατρίδα, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τόπος και έχουν την σημασία τους.
«Ο Μέλιος σιώπησε, δεν έκρυψε πως μελετούσε τον ενδότερο εαυτό του. Κι ήξερε την απάντηση. -Φώντα είναι αστείο, αυτοί οι άλλοι, οι απέναντι, περιμένουνε, εμάς τους από δω να κάνουμε την αρχή. Κι εμείς περιμένουμε αυτοί οι από κει να ξεκινήσουνε, και στο μεσοδιάστημα ανοίγεται μια χαράδρα περιμένοντας. Και πέφτουμε όλοι μέσα!»
Και πιο κάτω: «Η άγνοια δεν βοηθάει. Και για να μην κατηγορηθώ καλά κάνουμε, πρέπει να πάμε πέρα από την επιβίωση. Η όποια εξουσία θέλει να μας κρατάει δέσμιους της ανάγκης. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη τυραννία από την ανάγκη».
Και ακόμα: «Ξεράθηκε ο ασβέστης. Μισογκρεμισμένοι οι τοίχοι. Τα παραθύρια κλειστά. Μαράθηκαν τα λουλούδια, λέριασε το λευκό σεντόνι. Νίκελ, γυαλί και οξείδιο. Η μνήμη δεν σωπαίνει. Πάσα γη τάφος. Να βγούμε από τα μνήματα, Φρεντερίκο στην Πειραιώς τι γυρεύεις;
Ερείπια παντού. Πιο πολλά, αυτά πού δεν φαίνονται. Φουγάρα σβηστά, δόντια σπασμένα. Κανόνια στραμμένα στον ουρανό, στόματα ξεδοντιασμένα. Χαμόγελα πικρά, γαρούφαλλα στη κάνη του κόσμου, όλη η θλίψη, μια λίμνη στεγνή. Φρεντερίκο στη Πειραιώς, τι γυρεύεις;»
Εκείνη η βραδιά είναι πια ιστορία, ο Παπαχρήστος είναι μία από τις σημαίες της, η φωνή της, ο λυγμός της, το παράπονο της, η πίκρα της, η κραυγή της, το πάθος της, η καρδιά της. Εσύ, εγώ, ο άλλος μου ο εαυτός, ο Μέλιος, ο Φώντας, εμείς, οι πολλοί, πού η ανάγκη σαν σιδερένια πέτσα μας κρατάει καθηλωμένους, ανήμπορους και παρατηρητές, η φωνή του Παπαχρήστου, η φωνή της συνείδησης μας, μας προστάζει, να δραπετεύσουμε από την εσωτερική μας φυλακή, να ξεχυθούμε έξω όλοι μαζί και σαν πύρινη λαίλαπα να κάψουμε οτιδήποτε παλιό υπάρχει μέσα στα κεφάλια μας και λειτουργεί σαν εμπόδιο στο αύριο πού μας αξίζει να ζήσουμε!
Ένα, δύο τρία πολλά Πολυτεχνεία!