του Ζ. Κ.
Απανθρωποποίηση ή στα αγγλικά dehumanization είναι λέξη που δηλώνει την εξάλειψη κάθε ανθρώπινης ή κοινωνικής ιδιότητας που έχει ένας άνθρωπος ή μια κοινωνική ομάδα.
Φέτος συμπληρώθηκαν 500 χρόνια από την έναρξη του δουλεμπορίου[1]. Πολύ πριν όμως οι δουλέμποροι ανακαλύψουν το τρίγωνο της κόλασης, πολύ πριν χρειαστούν σκλάβοι να καλλιεργήσουν τη γη, στην Αμερική ζούσαν οι γηγενείς τους οποίους οι κονκισταδόρες είχαν εξολοθρεύσει συστηματικά2. Αυτούς τους έλεγαν “ερυθρόδερμους”, “απολίτιστους” “άγριους που δεν κατανοούσαν την εκμετάλλευση της γης”.
Για τους “ανεπτυγμενους” της Δύσης που διψούσαν για δόξα και πλούτο, οι ιθαγενείς αποτελούσαν ένα εμπόδιο που έπρεπε να βγει από τη μέση έτσι ώστε οι ίδιοι να έχουν απρόσκοπτη πρόσβαση στα ορυκτά πλούτη της ηπείρου. Το παρακάτω απόσπασμα από την ομιλία του Αντριου Τζακσον, προέδρου των ΗΠΑ, στο αμερικανικό κογκρέσο στις 2/12/1833, είναι χαρακτηριστικό της αντίληψης που είχαν οι νέοι κάτοικοι για τους ιθαγενείς: “They have neither the intelligence, the industry, the moral habits, nor the desire of improvement which are essential to any favorable change in their condition. Established in the midst of another and a superior race….they must necessarily yield to the force of circumstances and ere [before] long dissapear”3. Με αυτή την αιτιολογία λοιπόν νομιμοποιήθηκαν οι οργανωμένες σφαγές εις βάρος των ιθαγενών της Β.Αμερικής.
Στους επόμενους αιώνες οι δουλέμποροι που μετέφεραν τους αφρικανούς ως σκλάβους από τις ακτές της δυτικής αφρικής σε λιμάνια της Μ.Βρετανίας ή των ΗΠΑ τους αποκαλούσαν “μαύρο κοπάδι” μια ρητορική η οποία παρουσίαζε τους μαύρους ως“ζώα”. Με αυτή τη λογική λοιπόν δικαιολογούνταν και οι άθλιες-απάνθρωπες συνθήκες υπό τις οποίες στοιβάχτηκαν οι αφρικανοί στα καράβια που τους μετέφεραν στη γη της σκλαβιάς.
Αυτή η ρητορική εκδηλώθηκε με πολλούς και διάφορους τρόπους αλλά και πρακτικές εις βάρος των μαύρων. Συγκεκριμένα στις νότιες πολιτείες των ΗΠΑ, όπου οι νόμοι του Τζιμ Κρόου ίσχυσαν απο το 1877 μέχρι και το 1965 δημιουργώντας έναν ξεκάθαρο και θεσμοθετημένο ρατσιστικό διαχωρισμό ανάμεσα στους μαύρους και τους λευκούς. Οι νόμοι του Τζιμ Κρόου προέβλεπαν από απαγορεύσεις πρόσβασης σε δημόσιους χώρους μέχρι λιντσαρίσματα (με πιο χαρακτηριστική ίσως αυτή του Έμμετ Τιλλ η οποία έπαιξε καθοριστικό ρόλο στον αγώνα για τα δικαιώματα των μαύρων στις ΗΠΑ)4.
Τα λιντσαρίσματα κάποιες φορές έπαιρναν και χαρακτηριστικά πανηγυριών, όπου ο όχλος που μαζευόταν έβγαζε φωτογραφίες χαμογελαστός και με εμφανή τα σημάδια της ικανοποίησης από το λιντσάρισμα του/των Nigger που είχε προηγηθεί. Για τους λευκούς αμερικάνους οι μαύροι ήταν αναλώσιμοι ως εργάτες στις βαμβακοφυτείες και φονεύσιμα “ζώα” σε περίπτωση που μετατρέπονταν σε “απειλή”. Ως απειλή μπορούσε να νοηθεί η διεκδίκηση βασικών δικαιωμάτων αλλά και η ασυνέπεια στην ενδεδειγμένη συμπεριφορά απέναντι στους λευκούς.
Η δημόσια ρητορική είχε περιβάλλει τους μαύρους με ένα πέπλο σκοτεινό και απειλητικό , θεωρήθηκαν “ανιαροί”, “τεμπέληδες” αλλα και εν δυνάμει βιαστές και απειλή προς τις λευκές γυναίκες. Οι λευκοί στην ουσία όριζαν τι θεωρείται έγκλημα και τι όχι και η οποιαδήποτε απειλή προς αυτούς τιμωρούνταν με την μεγαλύτερη αυστηρότητα.
Για να αναφερθούμε σε ένα πιο πρόσφατο παράδειγμα του ρόλου που παίζει η ρητορική θα μεταφερθούμε στις αρχές δεκαετίας 90′. Στην Ρουάντα την εξουσία πλέον έχουν αναλάβει οι Χούτου. Τις προηγούμενες δεκαετίες, και με την ευλογία των βέλγων αποικιοκρατών, κυβερνούσαν οι Τούτσι οι οποίοι ήταν μειοψηφία. Αυτό με τη σειρά του είχε δημιουργήσει έναν βαθύ διαχωρισμό στην κοινωνία της Ρουάντα, βασισμένο σε εθνοτικά χαρακτηριστικά. Οι Χούτου, όντας πλέον στην εξουσία και θέλοντας να “αποκαταστήσουν” τις αδικίες των προηγούμενων δεκαετιών ξεκίνησαν μια εκστρατεία ενάντια στους Τούτσι χρησιμοποιώντας κάθε διαθέσιμο μέσο. Από ραδιοφωνικές εκπομπές μέχρι και περιοδικά που ανήκαν στους Χούτου άρχισαν να χρησιμοποιούν τη λέξη “κατσαρίδες” για να αναφερθούν στους Τούτσι. Αυτή η προπαγανδιστική εκστρατεία λοιπόν καθιστούσε, στη συνείδηση εκείνων που επιθυμούσαν την αποκατάσταση των αδικιών με κάθε μέσο, τους Τούτσι ως φονεύσιμα όντα.
Η απανθρωποποίηση λοιπόν των Τούτσι, μέσα από αυτούς τους χαρακτηρισμούς, οδήγησε στην Γενοκτονία της Ρουάντα το 1994 όπου δολοφονήθηκαν άγρια πάνω από 1 εκατομμύριο Τούτσι αλλά και συμπαθούντες σε διάστημα λιγότερο από 100 μέρες. Ένα από τα πράγματα για τα οποία είναι γνωστή η γενοκτονία της Ρουάντα, είναι η αγριότητα με την οποία τελέστηκαν οι δολοφονίες. Η προπαγάνδα λοιπόν της απανθρωποποίησης, μέσα από τους συγκεκριμένους χαρακτηρισμούς, συνέβαλε καθοριστικά στην τέλεση αυτής της μαζικής σφαγής η οποία έγινε χωρίς αναστολές.
Στην Ευρώπη η ρητορική του μίσους έβρισκε και βρίσκει πάντα πρόσφορο έδαφος σε περιόδους κρίσης. Η ακροδεξιά, ως κατεξοχήν κατασκευαστής κοινωνικών στερεοτύπων, φροντίζει για τον στιγματισμό συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων,δημιουργώντας έτσι αποδιοπομπαίους τράγους. Οι ομάδες αυτές λοιπόν θεωρούνται απειλή για τη συνοχή του έθνους. Είναι αυτοί που “εισβάλλουν” για να “αλλοιώσουν τον πολιτισμό μας, είναι αυτοί που δεν υπακούν στις επιταγές της πατριαρχίας, της ετεροκανονικότητας και σε οτιδήποτε άλλο το κατεστημένο θεωρεί και επιβάλλει ως κανονικό.
Στα δικά μας, το πογκρόμ εις βάρος προσφύγων στη Λέσβο τον περασμένο Απρίλιο δεν ήταν ένα τυχαίο γεγονός, κάποιων παλαβών που βγήκαν στους δρόμους να πλακώσουν κόσμο, αλλά η συνέχεια μιας κλιμακούμενης αντιμεταναστευτικής ρητορικής που είχε αναπτυχθεί όχι μόνο στο νησί αλλά σε όλη τη χώρα από πολιτικούς και συστημικά ΜΜΕ από τότε που ξέσπασε η “μεταναστευτική κρίση”.
Ας πάρουμε τα πράγματα με μια σειρά. Ο Νίκος Δένδιας, υπουργός Δημόσιας Τάξης και εμπνευστής του κυνικού προγράμματος “Ξένιος Ζεύς” επέμενε στη χρήση του όρου λαθρομετανάστης αλλά και στην κατηγοριοποίηση των μεταναστών σε “ποιοτικούς” και “μη ποιοτικούς”. Χαρακτηριστικά, είχε μιλήσει για την “ατυχία” του να έχεις μετανάστες από το Αφγανιστάν και το Μπαγκλαντές, οι οποίοι κατά τη γνώμη του είναι “τραγικής ποιότητας”.
Πάνω σε αυτό το σκεπτικό βασίστηκε λοιπόν η δημιουργία χώρων “φιλοξενίας” μεταναστών, όπως αυτό της Αμυγδαλέζας, όπου άνθρωποι στοιβάζονταν μέσα σε κοντέινερ υπό απάνθρωπες συνθήκες. Με αυτόν τον τρόπο το κράτος έδινε το πράσινο φως σε φασίστες και κάθε λογής ακροδεξιούς για κακομεταχείριση των “μη ποιοτικών” μεταναστών. Αυτό το σκεπτικό θα είχαν πιθανότατα οι δολοφόνοι του Σαχζάντ Λουκμάν. Ο δολοφόνος δε του Παύλου Φύσσα ήταν σε συντεταγμένη υπηρεσία να σβήσει μια αντιφασιστική φωνή στον Πειραιά. Αυτές οι δύο τελευταίες δολοφονίες έγιναν κατά την περίοδο όπου τον έλεγχο του κράτους είχε η ακροδεξιά ομάδα του Αντώνη Σαμαρά με την αντίστοιχη αντιμεταναστευτική ρητορική.
Κάπως έτσι οδηγηθήκαμε και σε εκείνη την φασιστική επίθεση εις βάρος μεταναστών-εργατών γης στην Μανωλάδα. Το λιντσάρισμα του Ζακ Κωστόπουλου στο κέντρο της Αθήνας σηματοδοτεί την κορύφωση μιας στάσης απέχθειας που εκδήλωναν συμπολίτες μας αλλά και το κράτος προς τους «πρεζάκηδες» στην ευρύτερη περιοχή της ομόνοιας. Η εμμονή δεξιών-ακροδεξιών για την υποτιθέμενη ανομία που επικρατεί στα Εξάρχεια, τα περί απειλής για την ειρηνική διαμονή των κατοίκων με την αντίστοιχη ρητορική για «καθαρισμό» της περιοχής φαίνεται ότι βρήκαν υποστηρικτές στην περίπτωση των δολοφόνων του Ζακ. Η μανία με την οποία χτυπούσαν οι «νοικοκυραίοι» το θύμα είναι ξεκάθαρη συνέπεια αυτής της αντίληψης. Οι αστυνομικοί που έφτασαν επέβαλλαν τον νόμο και την τάξη με τον τρόπο που τον αντιλαμβάνονται οι ίδιοι και οι όμοιοι τους παντού, παίζοντας τον ρόλο τους στο λιντσάρισμα του θύματος.
Για πολλούς, αυτά τα περιστατικά, θεωρούνται «μεμονωμένα». Στην εποχή μας υπάρχει μια γενικευμένη επιμονή και πεποίθηση ότι στις μέρες μας δεν υπάρχει ρατσισμός, πατριαρχία, ή ομοφοβία. Δυστυχώς όμως οι ιστορίες του ρατσισμού, του αποκλεισμού και όσων συνεπάγονται από αυτά δεν έπαψαν ποτέ να υφίστανται. Έρχονται να μας το επενθυμήσουν με τον πλέον τραγικό τρόπο οι πρόσφατες δολοφονίες της Ελένης Τοπαλούδη και του Πετριτ Ζιλφε. Από τη μια η πατριαρχία και η ματσίλα που αυτή αναπαράγει και από την άλλη ο εθνικιστικός παροξυσμός.
Σήμερα, έχουμε τους “λαθρομετανάστες”, τους “πούστιδες” , τα “πρεζάκια”, τους “βρωμιάρηδες άστεγους”. Μπορεί το λεξιλόγιο να αλλάζει μέσα στους αιώνες αλλά το μίσος παραμένει ίδιο, αναλλοίωτο. Μίσος για τον άλλο, για αυτόν που δεν ανταποκρίνεται στα πρότυπα της εκάστοτε κοινωνικής νόρμας. Μίσος που όπλισε τους δολοφόνους του Λουκμάν, του Φύσσα αλλά και τους “νοικοκυραίους” της οδού Γλάδστωνος.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ-ΠΗΓΕΣ
- https://www.independent.co.uk/news/world/americas/transatlantic-slave-trade-voyages-ships-log-details-africa-america-atlantic-ocean-deaths-disease-a8494546.html
- Οι κονκισταδόρες ήταν ένα πολύχρωμο εθνικό και ταξικό μωσαικό που επεδίωκε, με τη συμμετοχή του στην εξερεύνηση της Αμερικής, μια σειρά απο στόχους. Από ανέλιξη στην αριστοκρατική ιεραρχία της ισπανικής αυλής μέχρι την κατάκτηση του Ελντοράντο, του μυθικού βασιλείου του χρυσού.
- https://www.history.com/news/native-americans-genocide-united-states
- https://www.mixanitouxronou.gr/i-agria-dolofonia-tou-14chronou-mavrou-amerikanou-emet-til-epidi-sfirixe-ironika-se-mia-lefki-gineka-ke-tin-apokalese-flertarontasmoro-mou/