Συνέντευξη στον Μάκη Γεφυρόπουλο
«Κανένας αγώνας όμως δεν πάει χαμένος, κάθε αγώνας αφήνει στίγματα. Αφήνει δείγματα γραφής, παρακαταθήκες για τους επόμενους, δεν πάει τίποτα χαμένο»
Ο Γιάννης Κουζής μιλάει στο Νόστιμον Ήμαρ για την κατάτμηση της εργασίας, για την αναγκαιότητα της συνδικαλιστικής δράσης, ενώ εξηγεί πως συνδέονται τα φαινόμενα του φασιμού και του κοινωνικού ρατσισμού στο πλαίσιο της εργοδοτικής ασυδοσίας που προάγουν οι νεοφιλελεύθερες δοξασίες.
Οικονομική κρίση, μνημόνια και ανταγωνισμός με κάθε μέσο στο όνομα της «ελεύθερης» και «υγιούς» επιχειρηματικότητας. Στο βωμό του κέρδους θυσιάζονται εργασιακά και ανθρώπινα δικαιώματα, ενώ ολόκληρες κοινωνικές ομάδες περιθωριοποιούνται ως μη παραγωγικές και επομένως στιγματίζονται με τη ρετσινιά του «δυσλειτουργικού».
Κοινωνίες οδηγούνται ολοταχώς στην εξαθλίωση και οι συλλογικές δράσεις «δαιμονοποιούνται» κάτω από την άτεγκτη μπότα των οικονομικών δεικτών μίας παγκόσμιας καπιταλιστικής αρχής που ζέχνει απανθρωπιά, πόνο και ρατσισμό.
Πολίτες μπροστά στο φάσμα της ανέχειας και της οικονομικής ένδειας εξωθούνται σε απονενοημένα διαβήματα, βάζοντας τέλος στα όνειρα και τη ζωή τους. Οικογένειες επιβιώνουν με το ζόρι σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας, άστεγοι δε μπορούν να βρουν ούτε παγκάκι για να περάσουν τη νύχτα τους, την ίδια στιγμή μάλιστα που το κοινωνικό κράτος της πολυπόθητης ευμάρειας αδυνατεί να αναχαιτίσει τη λαίλαπα της κοινωνικής αποδιάρθρωσης που απειλεί να συμπαρασύρει με τα κοχλάζοντα ύδατα της μία σειρά από χώρες.
Ο μεγαλύτερος όμως τρόμος που αντιμετωπίζει η δυστοπική μας πραγματικότητα είναι ότι όλα αυτά συμβαίνουν σε ένα περιβάλλον κοινωνικοπολιτικής απάθειας, με μεγάλη μερίδα του κόσμου να έχει αποδεχτεί τη «κακή της μοίρα», χωρίς να παράγει την παραμικρή αντίδραση στις επιταγές του εξουσιαστικού κεφαλαίου. Στα χρόνια του κοινωνικού αυτοματισμού, η αδρανοποίηση έρχεται και δίνει το καθοριστικό πλήγμα, μπήγοντας το μαχαίρι της σήψης βαθύτερα στον ιστό του κοινωνικού σώματος.
Η συζήτηση με τον κ. Γιάννη Κουζή, Καθηγητή των Εργασιακών Σχέσεων στο Τμήμα της Κοινωνικής Πολιτικής και Κοσμήτορα της Σχολής των Κοινωνικών Επιστημών, στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, είναι άκρως διαφωτιστική για όλους όσους επιθυμούν να μάθουν τους λόγους για τους οποίους το συνδικαλιστικό κίνημα έχει οδηγηθεί στην πλήρη απαξίωση, καθώς επίσης και όλες εκείνες τις πολιτικές που καταστρατηγούν με επιδέξιο και κατευθυνόμενο τρόπο τα εργασιακά δικαιώματα.
Μέσα από τη συζήτηση γίνεται δυστυχώς για μία ακόμα φορά αντιληπτό ότι «οι κρίσεις προφανώς και ευνοούν τον ακροδεξιό παράγοντα και οι πολιτικές λιτότητας ανατροφοδοτούν με τη σειρά τους τα ακροδεξιά σχήματα, όπως και τον φασισμό», με τον φασισμό να «έχει ανέκαθεν χρησιμοποιηθεί σαν ένα εργαλείο αντιμετώπισης του εργατικού κινήματος».
Όπως άλλωστε επισημαίνεται και από τον εξαίρετο γνώστη, κ. Κουζή, η οικονομική κρίση δεν είναι παρά το αποτέλεσμα μίας κρίσης πολιτισμού. Μίας ευρύτερης κρίσης αξιών που με τη σειρά της οδηγεί σε οικονομική και κοινωνική ένδεια, φαινόμενο το οποίο οφείλει να λάβουν σοβαρά υπόψη τους όλες εκείνες οι Δημοκρατικές δυνάμεις που αγωνίζονται για το κοινό καλό.
Σε μία εποχή όπου η δέσμευση των Μνημονίων θα διαρκέσει για ένα περίπου αιώνα με ό,τι άθλιο και αν αυτό συνεπάγεται για την ελληνική κοινωνία, σε μία περίοδο που η καταστολή σε παγκόσμιο επίπεδο έχει καταστεί ολοένα και περισσότερο δυσδιάκριτη εξαιτίας του υπόγειου τρόπου με τον οποίο τα συμφέρονταν των κεφαλαιοκρατικών ελίτ επιβουλεύονται αδιαλείπτως τα κοινωνικά αγαθά και τα αναφαίρετα δικαιώματα του λαού για μία ποιοτικότερη ζωή, είναι λοιπόν πια επιτακτικότερη από ποτέ η ανάγκη για συλλογική δράση. Για ατομική εξέγερση.
Η εμπειρία της ζωής για να βιωθεί στο απρόσκοπτο έπακρο, πρέπει να υπερβαίνει τα όρια μίας ασθμαίνουσας διαβίωσης, μίας διαβίωσης δηλαδή που στηρίζεται ενίοτε στις «φιλανθρωπικές διαθέσεις» και στα ξεροκόμματα πόρων που πετούν οι εκάστοτε οικονομικοπολιτικές ελίτ ως προπέτασμα καπνού, ενώ μοναδικός τους στόχος στην πραγματικότητα να μην είναι άλλος από την καταπράυνση του κοινωνικού αναβρασμού.
Η ζωή όπως και η ελευθερία προϋποθέτει κόπο, ιδρώτα και μεγάλες αντοχές έτσι ώστε να αντέξει ο αγώνας που γίνεται –όταν γίνεται- για το συλλογικό καλό, όχι μόνο των μελλοντικών κοινωνιών, αλλά κυρίως για την προάσπιση του βαλλόμενου, από παντού, παρόντος.
Ο αγώνας κάνει τη ζωή να αναπνέει με αισιοδοξία, οραματιζόμενη έτσι ένα δικαιότερο αύριο.
Κάτω από ποιες ιστορικές συνθήκες και αίτια συστάθηκε το ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα και ποια είναι η αγωνιστική του διαδρομή στο πέρασμα των χρόνων; Ποια είναι τα γεγονότα-ορόσημα στην εξέλιξη και τη γιγάντωση του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος;
Το ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα παρουσιάζει ως προς την εμφάνιση και ανάπτυξη του μία στέρηση σε σχέση με τα συμβαίνοντα στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο. Αυτή η χρονική στέρηση οφείλεται κυρίως στο γεγονός της καθυστέρησης στη βιομηχανική ανάπτυξη, φαινόμενο που συμπαρασύρει και την εμφάνιση της εργατικής τάξης, όπως επίσης την ανάπτυξη και τη δημιουργία των πρώτων συνδικάτων.
Αυτό που χρειάζεται να επισημάνουμε είναι ότι σε μία σειρά από ευρωπαϊκές χώρες ήδη έχουμε την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και της βιομηχανίας. Τα πρώτα συνδικάτα παρουσιάζονται από τον 17ο και 18ο, αλλά παρατηρούμε ότι χρειάστηκε μία διαδρομή όχι μόνο δεκαετιών, αλλά και αιώνων από την εμφάνιση δηλαδή των πρώτων συλλογικοτήτων της εργατικής τάξης προκειμένου να γίνει η νόμιμη αναγνώρισή τους, κάτι που συνέβη κυρίως προς το τελευταίο τρίτο του 19ο.
Στην Ελλάδα έχουμε μετά από μία μακρόχρονη μη νόμιμη παρουσία συνδικάτων, την εμφάνιση του πρώτου συνδικάτου το 1879, στα ναυπηγεία και στα ξυλουργεία της Σύρου. Το στοιχείο αυτό δείχνει τη χρονική στέρηση. Έκτοτε έχουμε μία ανάπτυξη των συνδικάτων στη τότε ελληνική επικράτεια, η οποία παρουσιάζει μία σειρά από σημαντικούς σταθμούς στην ιστορία του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος.
Για παράδειγμα στα τέλη του 19ο και στις αρχές του 20ο έχουμε τα γεγονότα του Λαυρίου. Έχουμε επίσης έντονη την πίεση για τη δημιουργία των ενώσεων συντονιστικού οργάνου του συνδικαλιστικού κινήματος μέσα από τα διάφορα εργατικά κέντρα, τα οποία και δημιουργούνται στην πορεία των χρόνων, κυρίως μετά την ένταξη σημαντικού μέρους από το βόρειο τμήμα της χώρας με το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων.
Υπό την πίεση της Φεντερασιόν στη Θεσσαλονίκη έχουμε την ενίσχυση της παρουσίας των συνδικάτων στη νέα ελληνική επικράτεια και την αναγνώριση από μεριάς Ελευθέριου Βενιζέλου της νόμιμης συνδικαλιστικής δράσης, το 1914. Το 1918 έχουμε την ίδρυση της ΓΣΕΕ και την εμφανή απόπειρα από την πλευρά του Βενιζέλου να ελέγξει πολιτικά τις εξελίξεις στη συνδικαλιστική δομή, μία προσπάθεια που αν και πέτυχε να περάσει από τον έλεγχό του μία διοίκηση, δεν επιτυγχάνει ωστόσο να αποφευχθεί η αναγνώριση μίας βασικής αρχής της πάλης των τάξεων, με τη δράση της ΓΣΕΕ που γίνεται και καταστατική αρχή από το πρώτο κιόλας ιδρυτικό συνέδριο.
Στην πορεία των χρόνων πρέπει να έχουμε υπόψη μας τους σημαντικούς σταθμούς στην ιστορία του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος, όπως είναι η παρέμβαση του Βενιζέλου το 1920, έτσι ώστε να μην συνδικαλίζονται στις ίδιες συνδικαλιστικές οργανώσεις, οι εργαζόμενοι στο Δημόσιο τομέα μαζί με τους εργάτες.
Η παρέμβαση αυτή αποτελεί την αφετηρία του ξεχωριστού τρόπου οργάνωσης των δημοσίων υπαλλήλων σε σχέση με το υπόλοιπο εργατικό σώμα. Αυτό έγινε για να μη «μολυνθούν» -χαρακτηρισμός της εισηγητικής έκθεσης του τότε νόμου- οι δημόσιοι υπάλληλοι από το «μικρόβιο» της ταξικής πάλης. Έκτοτε έχουμε τη διακριτή οργάνωση αναφορικά με τους δημόσιους υπαλλήλους και τους υπόλοιπους εργαζόμενους στον Ιδιωτικό τομέα.
Θα πρέπει να επισημάνουμε ακόμα ότι όλο αυτό το διάστημα, στο Μεσοπόλεμο και μετά τον Πόλεμο, η δύσκολη πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα συμπαρέσυρε τις εξελίξεις και στον συνδικαλισμό, με τις συνδικαλιστικές δυνάμεις που αντιμάχονταν τις εκάστοτε εξουσίες να βρίσκονται υπό διωγμό. Τα συγκεκριμένα φαινόμενα τα συναντάμε στην περίοδο του Μεσοπολέμου, με τα αλλεπάλληλα πραξικοπήματα, τη δικτατορία του Μεταξά, την κατοχή και μετά τον Εμφύλιο.
Στη διάρκεια της Κατοχής έχουμε σημαντικές παρεμβάσεις στο κίνημα, κυρίως από το εργατικό ΕΑΜ, όπως είναι η κήρυξη της πρώτης απεργίας στην Ευρώπη. Το διάστημα μετά τον Εμφύλιο είναι ταραγμένο, με τα συνδικάτα και τον ελληνικό συνδικαλισμό να βρίσκονται σε μία «μη ομαλή περίοδο» ακόμα και μετά την πτώση της Χούντας, της τελευταίας δηλαδή δικτατορίας. Έχουμε τον εκδημοκρατισμό του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος με το νόμο 1264/1982, με τον οποίο θα λέγαμε ότι «καθαρίστηκαν» τα μητρώα και κυρίως τα σωματεία σφραγίδες που αλλοίωναν τη σύνθεση της διοίκησης στα συνέδρια της ΓΣΕΕ.
Κρίση στα συνδικάτα έχουμε και την περίοδο 1985-86, με διαφωνίες και ρήξεις στο εσωτερικό του κινήματος σχετικά με τα μέτρα λιτότητας της τότε κυβέρνησης, η οποία αν και είχε συμβάλει στον εκδημοκρατισμό του συνδικαλιστικού κινήματος, παρεμβαίνει με αποτέλεσμα να έχουμε ουσιαστική διάσπαση στο εσωτερικό της ΓΣΕΕ. Το 1988 αποκαθίσταται η τάξη στο εσωτερικό του συνδικαλιστικού κινήματος και έκτοτε έχουμε την εικόνα που κατά κάποιο τρόπο ισχύει και σήμερα, με χαρακτηριστικό στοιχείο βεβαίως να είναι η υποχώρηση του συγκρουσιακού χαρακτήρα που είχαν τα συνδικάτα από παράδοση στην Ελλάδα.
Μετά τη δεκαετία του 90 έχουμε τη σταδιακή εισαγωγή συναινετικών στοιχείων που αλλοιώνουν το συγκρουσιακό χαρακτήρα, λογική που συμφωνεί και με το συναινετικό μοντέλο που ακολουθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση. Σήμερα μπορούμε επίσης να επισημάνουμε την εσωτερική κρίση του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος, κρίση που εκδηλώνεται με την αποσυνδικαλιστικοποίηση και τη μείωση της συνδικαλιστικής πυκνότητας, μαζί με την απαξίωση της ηγεσίας των συνδικάτων από μεγάλη μερίδα των εργατών.
Υπάρχουν ομοιότητες του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος με τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά; Αν υπάρχουν αποκλίσεις τότε ποιες είναι οι αιτίες εμφάνισής τους και ποια είναι η σημασία τους ως προς τον αγωνιστικό τρόπο δράσης από χώρα σε χώρα; Υπάρχουν ορισμένες ιδιότητες που χαρακτηρίζουν τον ελληνικό συνδικαλισμό και μονάχα αυτόν;
Ναι υπάρχουν αρκετές ομοιότητες και διαφορές. Μπορούμε να πούμε ότι το ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα χαρακτηρίζεται από μία ενιαία οργάνωση. Όλα τα ιδεολογικοπολιτικά ρεύματα που αναπτύσσονται στο εσωτερικό των συνδικάτων, συνυπάρχουν στην ίδια συνδικαλιστική οργάνωση, με μόνη διαφορά ότι έχουμε τη διάκριση όχι με βάση το ιδεολογικοπολιτικό στίγμα, αλλά ανάμεσα σε ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ που οργανώνουν και διαφορετικά καθεστώτα εργασίας. Η ΓΣΕΕ εκπροσωπεί τις σχέσεις εργατικού ιδιωτικού δικαίου, άρα τον Ιδιωτικό τομέα, τις δημόσιες τράπεζες και τις ΔΕΚΟ, ενώ αντίθετα η ΑΔΕΔΥ εκπροσωπεί τους δημοσίους υπαλλήλους.
Σε κάθε περίπτωση τόσο στη μία όσο και στην άλλη οργάνωση συνυπάρχουν όλα τα ιδεολογικοπολιτικά ρεύματα, κάτι που εμποδίζει μία ενιαία οργανωτική δομή, σε αντίθεση με πολλές ευρωπαϊκές χώρες, όπως είναι η Γαλλία, η Ιταλία, η Πορτογαλία, η Ισπανία, το Βέλγιο κλπ, που έχουν το πλουραλιστικό μοντέλο. Στο πλουραλιστικό μοντέλο, οι διαφορετικές ιδεολογικοπολιτικές τάσεις δημιουργούν πολλές συνδικαλιστικές οργανώσεις –πολλές ΓΣΕΕ θα λέγαμε-, γεγονός που συμβαίνει σε πολλές χώρες, τη στιγμή που στην Ελλάδα έχουμε μία συνδικαλιστική οργάνωση.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό είναι ότι υπάρχουν χώρες που έχουν ένα συναινετικό κοινωνικό σύστημα, μία λογική συναίνεσης που χαρακτηρίζει το συνδικαλιστικό τους κίνημα, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και τα συγκρουσιακά στοιχεία. Η συναινετική λογική συνδέεται με την ύπαρξη των θεσμών εκείνων που εξαντλούν τον διάλογο ανάμεσα στο Κεφάλαιο και την Εργασία και εφόσον αυτός δεν καταλήξει σε μία λύση, να ασκήσουν τότε το απεργιακό τους δικαίωμα, κάτι που χαρακτηρίζει παραδοσιακά τις Σκανδιναβικές χώρες και την Κεντρική Ευρώπη.
Στην Ελλάδα και τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου που έχουν παραδοσιακά συγκρουσιακή λογική, ένα άλλο χαρακτηριστικό του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος έχει να κάνει με τον πολυκερματισμό του. Το ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα διαθέτει ένα μεγάλο αριθμό από ομοσπονδίες και εργατικά κέντρα, ένας αριθμός που θα μπορούσε να είναι πολύ μικρότερος. Στη δύναμη της ΓΣΕΕ έχουμε γύρω στα 3500 εργατικά σωματεία (και 1500 στην ΑΔΕΔΥ), 75 περίπου εργατικά κέντρα και 80 ομοσπονδίες (και 50 στην ΑΔΕΔΥ), τη στιγμή που θα έπρεπε να έχουμε το πολύ 50 εργατικά κέντρα και 20-22 ομοσπονδίες. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει ένα σημαντικό στοιχείο πολυκερματισμού που δεν ευνοεί τον συντονισμό των συνδικάτων, όταν για παράδειγμα στον ίδιο Κλάδο μπορεί να έχουμε ένα μεγάλο αριθμό συνδικαλιστικών ομοσπονδιών (ακόμη και 12).
Ένα άλλο γνώρισμα είναι αυτό που αφορά την οικονομική αυτοδυναμία, την έλλειψη δηλαδή της οικονομικής αυτοδυναμίας που χαρακτηρίζει το ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα και ιστορικά συνδέεται με τη χρηματοδότηση του από μέρους της εργατικής εστίας. Η εργατική εστία ναι μεν έχει καταργηθεί σήμερα, αλλά οι πόροι που αφορούσαν σημαντικό μέρος από την οικονομική δύναμη της πάλαι ποτέ εργατικής εστίας, εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται και για τη χρηματοδότηση του συνδικαλιστικού κινήματος. Το φαινόμενο αυτό στερεί από τα συνδικάτα την οικονομική αυτοδυναμία υποτιμώντας τον ρόλο της συνδικαλιστικής συνδρομής και δημιουργεί όρους εξάρτησης με ότι αυτό μπορεί να συνεπάγεται στην όλη αποτελεσματικότητα της συνδικαλιστικής δράσης.
Υπάρχουν διαφορές στη δυναμική και τον παλμό των συνδικάτων στις μέρες μας συγκριτικά με εκείνα προηγούμενων γενεών;
Ναι όντως, υπάρχει μία ελάττωση της συγκρουσιακής λογικής, μία έλλειψη στην ένταση και τη συμμετοχή σε απεργίες, δηλαδή κάτι που συνέβαινε σε παλαιότερες δεκαετίες και κυρίως παίρνοντας παραδείγματα από τη νεότερη ιστορία της περιόδου από το 1975-90. Αν εξαιρέσει κανείς τις κινητοποιήσεις που έγιναν στις αρχές της δεκαετίας του 90, μετά έχουμε έναν περιορισμό της έντασης και της μεγάλης συμμετοχής στις απεργίες, με εξαίρεση αυτές που έγιναν για το ασφαλιστικό, το 2001, και βεβαίως μία σειρά από απεργίες που έγιναν την πρώτη περίοδο των Μνημονίων, από το 2010-12.
Παρατηρείται μία μείωση της συνδικαλιστικής πυκνότητας, με την έννοια ότι οι εργαζόμενοι δεν επιλέγουν πια τόσο όσο θα χρειαζόταν τη συντονισμένη συλλογική δράση, με τον αντίκτυπο του εν λόγω φαινομένου να αφήνει ξεκάθαρα το στίγμα του στις διεκδικήσεις και τα εργασιακά αιτήματα. Γιατί συμβαίνει αυτό;
Η μείωση της συνδικαλιστικής πυκνότητας οφείλεται σε μία σειρά από λόγους , οι οποίοι είναι εξωγενείς, προέρχονται δηλαδή έξω από το συνδικαλιστικό κίνημα, αλλά υπάρχουν και οι υποκειμενικοί λόγοι που αφορούν στη λειτουργία των συνδικάτων. Ως προς τους εξωγενείς παράγοντες μπορούμε να πούμε ότι έχει παίξει σημαντικό ρόλο η μείωση της απασχόλησης στη βιομηχανία –το προπύργιο του συνδικαλισμού-, η υψηλή ανεργία είναι και αυτή ένας παράγοντας που επιδρά σημαντικά, η ευελιξία στις εργασιακές σχέσεις σε βάρος της πλήρους και σταθερής απασχόλησης με μία σειρά από ευέλικτες μορφές εργασίας που δε δημιουργούν τους όρους κοινωνικοποίησης της εργασίας, αλλά αντίθετα συμβάλλουν στην ανασφάλεια και την επισφάλεια του εργαζόμενου.
Άλλοι λόγοι είναι η ένταση στη διεθνοποίηση της οικονομίας, η οποία παίζει σημαντικό ρόλο στον επηρεασμό της πολιτικής των συνδικάτων, μιας και η ανάπτυξη των πολυεθνικών επιχειρήσεων και η δυνατότητα του κεφαλαίου να μεταφέρεται από τη μία πλευρά του πλανήτη στην άλλη, αδυνατίζει την αντιμετώπιση των προβλημάτων που έχει η εργατική τάξη, πόσω μάλλον που από την πλευρά της δεν έχει διεθνοποιήσει τη δράση της ώστε να συντονίσει σε διεθνές επίπεδο τη δραστηριότητά της.
Από την άλλη μεριά μπορούμε να επισημάνουμε βεβαίως ότι έχει παίξει σημαντικό ρόλο η άνοδος των νεοφιλελεύθερων δοξασιών, οι οποίες πλήττουν την έννοια της συλλογικότητας και της αλληλεγγύης υπέρ της ατομικότητας, κάτι που το παρατηρούμε να εκδηλώνεται με την αποδιάρθρωση του κοινωνικού κράτους, αλλά και με την αποδιάρθρωση της αγοράς εργασίας.
Φυσικά είναι σημαντικό και το πλήγμα που δέχονται οι συλλογικότητες που εκπροσωπούν τα συνδικάτα, ως κάτι μη παραγωγικό και μόρφωμα μίας άλλης εποχής, στη λογική πάντα της ανάδειξης σε κυρίαρχη αξία, της ατομικότητας που αφορά τον κάθε εργαζόμενο και απαιτεί από αυτόν να λειτουργεί σε ατομική βάση, στη κατεύθυνση της εξατομίκευσης των εργασιακών σχέσεων, ένα φαινόμενο που ενισχύεται καθημερινά με μέτρα που λαμβάνονται από την απορρύθμιση της εργασιακής νομοθεσίας.
Ζούμε σε χαλεπούς καιρούς όχι μόνο σε οικονομικό επίπεδο, αλλά και στο ευρύτερο αξιακό φάσμα που άλλωστε αλληλοεπιδράει και είναι συνυφασμένο με όλες εκείνες τις πτυχές που συγκροτούν μία λειτουργικά εύρυθμη κοινωνία. Ωστόσο, το συνδικαλισμένο και αγωνιζόμενο κομμάτι του λαού που κανονικά θα έπρεπε να παλεύει με νύχια και με δόντια για τη ζωή του, βρίσκεται σε μία κατάσταση παρατεταμένης νιρβάνας. Η αδρανοποίηση του ενέχει φόβο, αδιαφορία ή και τα δύο μαζί;
Αυτή τη στιγμή οι κοινωνίες βρίσκονται σε μία φάση που έχουν αποδεχτεί στοιχεία της νεοφιλελεύθερης αντίληψης, ενώ έχει δημιουργηθεί και η άποψη ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση, κατά συνέπεια οι κοινωνίες μπαίνουν σε ένα τέλμα. Ήδη αυτό που έχει επιδράσει σταδιακά και ολοένα και περισσότερο από τη δεκαετία του 1980, αλλά ακόμα πιο έντονα το διάστημα 1990-2010,την περίοδο των μνημονίων έπειτα και κυρίως μετά το 2015 είναι ότι δεν υπάρχει καμία εναλλακτική λύση, αυτό το TINA της Θάτσερ –σε αντίθεση με τις προεκλογικές εξαγγελίες των προηγούμενων χρόνων-.
Το στοιχείο αυτό έχει κυριαρχήσει σε πολύ μεγάλο βαθμό στην ελληνική κοινωνία με αποτέλεσμα αυτή να αντιμετωπίζει με μία ανοχή θα λέγαμε μία σειρά από αλλαγές που έχουν μειώσει σημαντικά τη ζωή του πολίτη. Το βασικότερο είναι ότι έχουμε μία σειρά από μέτρα που στοχοποιούν την ελληνική κοινωνία, ενισχύουν την ανασφάλεια και την επισφάλεια. Το γεγονός αυτό οφείλεται και στο ότι μέσα στο κοινωνικό σώμα έχει επιδράσει ένας νέος πολιτισμικός κώδικας αξιών, ο οποίος έχει εισχωρήσει σιγά σιγά στο κοινωνικό σώμα με αποτέλεσμα αυτός να δέχεται πιο εύκολα τις αλλαγές ως κάτι το επιβεβλημένο και αναγκαίο. Κάτι αντίστοιχο που αν το επιχειρούσαν στο παρελθόν θα είχε πολύ έντονες κοινωνικές αντιδράσεις.
Άρα λοιπόν αυτό που συμβαίνει στην εποχή μας είναι ότι η κοινωνία με λιγότερες αντιστάσεις πια δέχεται μία σειρά από αλλαγές που μεταβάλουν το περιεχόμενο της ζωής της. Οι αλλαγές αυτές, σε σημαντικό βαθμό έχουν δημιουργήσει το υπέδαφος ενός άλλου τρόπου σκέψης της κοινωνίας, η οποία πιο εύκολα πλέον αποδέχεται το περιεχόμενό τους σε σχέση με το παρελθόν.
Στην εποχή μας ο συνδικαλισμός όχι μόνο έχει απαξιωθεί στο νου μίας σημαίνουσας μερίδας του κόσμου, αλλά επίσης εξακολουθεί να βάλλεται από παντού. Επίσης δεν προσελκύει πια νέα μέλη και σταδιακά οδηγείται σε μία αναπόφευκτη αγωνιστική «γήρανση». Πώς καλλιεργήθηκε η παθητική «συνδικαλιστική απολιτικοποίηση»;
Εκτός από τις αντικειμενικές συνθήκες, τα ίδια τα συνδικάτα δεν είναι ελκυστικά σε νέες γενιές, σε γυναίκες, στις ομάδες αυτές δηλαδή που αποτελούν τα νέα κοιτάσματα της μισθωτής εργασίας. Τους νέους κλάδους της οικονομίας. Με τον τρόπο που λειτουργούν τα συνδικάτα απωθούν μεγάλη μερίδα των εργαζόμενων να ενταχθούν σε αυτές. Βεβαίως παίζει ρόλο η ένταση της κομματικοποίησης, της παραταξιοποίησης, φαινόμενα τα οποία υπήρχαν πάντα, αλλά σε συνδυασμό και με τους άλλους παράγοντες, δίνουν ένα ισχυρότερο πλήγμα στα συνδικάτα σήμερα.
Οι επιθέσεις κατευθύνονται, με το κεφάλαιο να επιχειρεί να πάρει μία ιστορική ρεβάνς απέναντι σε όλες τις παραχωρήσεις που αναγκάστηκε να κάνει σε άλλες περιόδους, υπό την πίεση του εργατικού κινήματος. Γεγονός το οποίο συμβαίνει τις τελευταίες δεκαετίες στο παγκόσμιο χώρο και όχι μόνο στην Ελλάδα. Η Πολιτική υποχωρεί ολοένα και περισσότερο χάρη των οικονομικών συμφερόντων. Οι κρατικές και νομοθετικές παρεμβάσεις γίνονται σε τέτοιο βαθμό ώστε μπορούμε να πούμε ότι το εργατικό δίκαιο χάνει την προστασία που παρείχε στους εργαζόμενους, κάνοντάς το λιγότερο ευέλικτο και περισσότερο προσαρμοσμένο στις ανάγκες των επιχειρήσεων.
Ο στόχος μείωσης του εργατικού κόστους και ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της αγοράς εργασίας, βρίσκει σύμμαχο τις κυβερνήσεις, με το Κράτος και τη νομοθετική εξουσία να νομοθετούν, δημιουργώντας νέους κανόνες λειτουργίας της αγοράς εργασίας και βεβαίως κανόνες που πλήττουν και μετατοπίζουν τις εργασιακές σχέσεις προς σε ένα σύστημα αποδιάρθρωσης των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συλλογικών συμβάσεων.
Παράλληλα θίγεται και ο πυρήνας του συνδικάτου. Θεωρώ ότι σε μία εποχή που τα εργασιακά και γενικότερα τα κοινωνικά δικαιώματα αποδυναμώνονται, έχουν κάθε συμφέρον τόσο η πλευρά του κεφαλαίου, όσο και οι κρατικές πολιτικές –οι οποίες ακολουθούν πολιτικές ενάντια στα εργασιακά δικαιώματα- να θέλουν να έχουν συμμάχους τους το συνδικαλιστικό κίνημα με μία γραφειοκρατικοποιημένη μορφή. Απαξιωμένο στη συνείδηση του κόσμου.
Δεν είναι άστοχη η επισήμανση του γεγονότος ότι το ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα ενώ ηττήθηκε κατά κράτος στο διάστημα της κρίσης, η εσωτερική του λειτουργία, όσων δηλαδή συμμετέχουν στα συνδικάτα, εξακολουθεί να αναδεικνύει στις ηγετικές θέσεις πρόσωπα τα οποία συνδέονται με αυτή την ισοπέδωση των εργασιακών δικαιωμάτων στη χώρα. Θεωρώ ότι αυτό δεν είναι κάτι ανεξάρτητο από τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί έμμεσα και η εκάστοτε εξουσία προκειμένου να μην υπάρχει κοινωνική αντίδραση ή όταν υπάρχει, να θεωρείται απαξιωμένη για μία μεγάλη μερίδα του κόσμου. Επομένως έχουν κάθε λόγο να διατηρείται ένα απαξιωμένο και γραφειοκρατικοποιημένο συνδικαλιστικό κίνημα και μία απαξιωμένη συνδικαλιστική ηγεσία. Στοχεύουν σε μία ηγεσία αδύναμη που να μη βοηθάει στη συσπείρωση των εργαζόμενων κάθε φορά που αυτή θα καλεί σε κινητοποιήσεις.
Ποιος είναι ο τρόπος υγιούς χρηματοδότησης των συνδικαλιστικών φορέων έτσι ώστε να μη γίνονται κατεστημένο με εξασφαλισμένη τη χρηματοδότησή τους ανεξάρτητα από τα αποτελέσματα του έργου τους;
Ο υγιής τρόπος είναι η συνδικαλιστική συνδρομή. Τα μέλη πρέπει να συνδράμουν, να δημιουργούν ταμεία ανεξάρτητα. Να εισαγάγουν νέα στοιχεία. Να συμμετέχουν σε απεργίες και να έχουν τον έλεγχο της κινηματικής σχέσης. «Σου δίνω τη συνδρομή μου και ζητάω από σένα Συνδικάτο να παίξεις το ρόλο σου». Ελέγχω το συνδικάτο και με τη συνδρομή μου δημιουργώ σχέσεις δράσης-ανάδρασης μεταξύ των μελών και της ηγεσίας.
Η Ελλάδα είναι το κατεξοχήν πελατειακό κράτος, με τα δομικά-οργανικά γρανάζια της να κινούνται συνήθως μόνο έπειτα από το ανάλογο «λάδωμα» που διαδραματίζεται μεταξύ των πολιτικών θεσμών και των ψηφοφόρων. Η μάστιγα του εξαρτημένου πελάτη επικρατεί και στα εσωτερικά των συνδικάτων; Η Ελλάδα επίσης βρίθει από προέδρους κάθε είδους, καθώς φαίνεται ότι ο Έλληνας κυνηγάει με κάθε μέθοδο την κοινωνική του αναρρίχηση, ακόμα και αν πρώτα χρειαστεί να πατήσει επί πτωμάτων για να το καταφέρει. Οι εργατοπατέρες λοιπόν εμφανίζονται να έχουν πρωτεύοντα ρόλο και στον συνδικαλιστικό εκφυλισμό, ωστόσο συνεχίζουν να βλέπουν την ιδιότητά τους ωφελιμιστικά, έχοντας δηλαδή κυρίως ως στόχο τους την επιτυχημένη πολιτική σταδιοδρομία, από το να ακολουθήσουν συνειδητά και με εντιμότητα μέχρι τέλους, τον κοινωνικό τους ρόλο. Τι διαστάσεις παίρνει σήμερα, η λαίλαπα του πολιτικάντη «συνδικαλιστή»;
Ναι υπάρχουν περιπτώσεις που συνδικάτα υπό την πίεση κυρίως της παραταξιακής λογικής και των παρατάξεων που είναι στενά συνδεδεμένα με τους κομματικούς παράγοντες, όλα αυτά να επιδρούν στο εσωτερικό των συνδικάτων, φαινόμενο το οποίο το συναντάμε πιο έντονα στο Δημόσιο τομέα. Εκεί έχουν καταγραφεί φαινόμενα πελατειακού συνδικαλισμού, στην ευρύτερη πελατειακή λογική που καλλιεργεί για πολλές δεκαετίες η κρατική μηχανή.
Η λογική αυτή παρατηρείται επομένως να ισχύει και στα συνδικάτα. Είναι όμως επιβεβλημένο άνθρωποι που προέρχονται από το εργατικό κίνημα να αναλαμβάνουν ευρύτερους πολιτικούς ρόλους και να επηρεάζουν με την ιδιότητά τους αυτή. Άνθρωποι με συνδικαλιστική ιδιότητα πολιτεύονται όμως και με τρόπο που δε συμβαδίζει με αυτές τις «περγαμηνές», που έχουν αποκτήσει μέσα στα συνδικάτα, με τη συμμετοχή τους σε εργατικούς αγώνες. Αυτή η ανακολουθία είναι ένα πρόβλημα που πραγματικά έχει δημιουργήσει ένα σημαντικό πλήγμα στην αξιοπιστία των συνδικάτων, με τον συνδικαλισμό να χρησιμοποιείται ως ένα σκαλοπάτι για την πολιτική ανέλιξη ορισμένων προσώπων.
Το γεγονός αυτό απαξιώνει το συνδικαλιστικό κίνημα. Το πρόβλημα λοιπόν πράγματι υπάρχει, όμως δε θα πρέπει να φτάνει στο άλλο άκρο, να μην υπάρχει δηλαδή πολιτική εκπροσώπηση όσων προέρχονται από τον κόσμο της εργασίας, στα όργανα που βουλεύονται, γιατί με αυτό τον τρόπο έχουμε έναν ιδιότυπο ρατσισμό σε βάρος της εργασίας. Η εργασία άλλωστε αποτελεί τη συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου που συνθέτει και παράγει τον πλούτο σε μία κοινωνία.
Ο κρατικός παρεμβατισμός τόσο στη δομική λειτουργία όσο και στις αρχαιρεσίες των συνδικάτων έχει τις καταβολές του από την περίοδο του Ελευθέριου Βενιζέλου και τη ψήφιση, εκ μέρους του, του νόμου που ταυτίζει τα συνδικάτα με τα σωματεία. Η επιθυμία της εξουσίας να παρεμβαίνει στα εσωτερικά των εργαζόμενων είναι και θα είναι κυρίαρχη, ανεξάρτητα από τον βαθμό της έντασης με την οποία αυτή θα παρεμβάλλεται στα πράγματα και έχει να κάνει με τις εκάστοτε οικονομικοπολιτικές συγκυρίες. Η πάλη των τάξεων ποια κατεύθυνση οφείλει να πάρει αν θέλει να αποφύγει το μακρύ και άτεγκτο χέρι του κρατικού πατερναλισμού για να έχει μέλλον, τουλάχιστον με τη τωρινή της μορφή, αυτή δηλαδή της θεσμοθετημένης συλλογικής δράσης;
Θα πρέπει να έχουμε μία πολιτική ανάπτυξη μίας γνήσιας συνδικαλιστικής κουλτούρας και όταν λέμε γνήσια συνδικαλιστική κουλτούρα εννοούμε η ιδιότητα αυτή να προέχει οποιασδήποτε άλλης ιδιότητας, για όσους φυσικά θέλουν να ασχοληθούν με τον συνδικαλισμό. Για τον εργαζόμενο αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να τεθούν στο περιθώριο όχι μόνο οι πολιτικές του κεφαλαίου, με τις οποίες δεν πρέπει να έχει σχέση ο συνδικαλιζόμενος, δηλαδή να υπάρχει αυτονομία απέναντι στον εργοδότη.
Από την άλλη μεριά πρέπει να υπάρχει αυτονομία απέναντι στο Κράτος και στα πολιτικά κόμματα, ακόμα και στα κόμματα εκείνα που διατείνονται ότι διάκεινται ευνοϊκά στα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Ωστόσο, θεωρώ πως κάτι τέτοιο δεν σημαίνει ότι το συνδικάτο θα πρέπει να είναι και αυτόνομο ιδεολογικά μιας και οι ιδεολογίες είναι αναπόσπαστα δεμένες με τη κοινωνία.
Χρειάζεται να υπάρχει όμως μία αυτονομία στο οργανωτικό και λειτουργικό κομμάτι των συνδικάτων, κάτι που σημαίνει ότι τα συνδικάτα θα πρέπει να αποφασίζουν με βάση την ουσιαστική κυριαρχία των οργάνων τους, χωρίς άμεσες και έμμεσες εξωτερικές παρεμβάσεις.
Τα ΜΜΕ θεωρείτε ότι έχουν μεγάλο μερίδιο για τη εν γένει αρνητική στάση που κρατάει η κοινή γνώμη απέναντι στα συνδικάτα; Τελικά, πόση δύναμη διαθέτει η οργανωμένη προπαγάνδα; Τίνος τα συμφέροντα εξυπηρετεί;
Ο ρόλος των ΜΜΕ είναι προφανής και έχουν σημαντικές ευθύνες. Να μη ξεχνάμε πως τα ΜΜΕ ανήκουν σε μεγάλα οικονομικά συμφέροντα, με ιδιοκτήτες που έχουν κάθε λόγο να απαξιώσουν την έννοια και τον ρόλο των συνδικάτων.
Τα συνδικάτα στην εποχή μας εμφανίζονται διασπασμένα σε πολλά μικρότερα μέρη, τα οποία όχι μόνο δεν οργανώνονται σε μία ενιαία δυνατή φωνή που θα φωνάξει για το δίκαιο των μισθωτών, αλλά αντίθετα αποκτούν έντονη συγκρουσιακή διάθεση αναμεταξύ τους. Η παραταξικοποίηση αυτή εμφανίζεται με τη σύμφωνη γνώμη των κομμάτων, δηλαδή με τη συμφεροντολογική αποκοτιά ορισμένων που έχουν μετατρέψει τον συνδικαλισμό σε επάγγελμα; Υπάρχει ταύτιση ανάμεσα στην αυθεντική πολιτική δράση και την κομματικοποίηση; Στην πράξη πώς αντιμετωπίζεται ο συνδικαλιστικός πολυκερματισμός;
Αυτό που κυριαρχεί πολλές φορές στην πράξη είναι τα συνδικάτα μέσα από την παραταξιοποίηση να καταναλώνουν πολύ περισσότερο χρόνο, κόπο και διάθεση στις διαδικασίες που αφορούν τις εσωτερικές αρχαιρεσίες που γίνονται δηλαδή μέσα στα συνδικάτα. Για παράδειγμα όταν γίνονται εκλογές υπάρχει ένας οίστρος από τα μέλη των συνδικάτων που συνδέεται με τις εσωτερικές συγκρούσεις που γίνονται στο πλαίσιο αυτών των αρχαιρεσιών. Αυτός ο οίστρος δεν υπάρχει στον ίδιο βαθμό όταν πρόκειται να κάνουν κινητοποιήσεις ή άλλες παρεμβάσεις που συνδέονται με τις αποφάσεις που τα ίδια έχουν πάρει στο πλαίσιο του ρόλου που έχουν αναλάβει. Άρα λοιπόν παρατηρούμε πολλή μεγαλύτερη κινητοποίηση στις εσωτερικές διεργασίες-αρχαιρεσίες που λαμβάνουν χώρα στο εσωτερικό των συνδικάτων για τη κυριαρχία της μίας ή της άλλης παράταξης και των προσώπων εκείνων που συνδέονται με τη κάθε παράταξη, ενώ βλέπουμε να δραστηριοποιούνται πολύ λιγότερο στην υλοποίηση αποφάσεων που έχουν πάρει αναφορικά με τις κινητοποιήσεις όταν αυτές αποφασίζονται.
Η ανισοβαρής οικονομική διαχείριση-αναδιανομή, αλλά και η διαρκής κοπιαστική προσπάθεια άντλησης των απαραίτητων εκείνων πόρων που κανονικά θα μεταφράζονταν σε αυτονομία, προκαλεί εξάρτηση, γεγονός που αποδεικνύεται περίτρανα από τον άρρηκτο συσχετισμό δυνάμεων που ενώνει ορισμένα συνδικαλιζόμενα τμήματα της μισθωτής εργασίας με τα αντίστοιχα κομματικά. Πράγμα που σημαίνει την υιοθέτηση κοινής πολιτικής γραμμής σε κρίσιμα θέματα. Γιατί συμβαίνει αυτό και πως θα μπορούσε ο εργαζόμενος να σπάσει τα δεσμά του οικονομικού πειθαναγκασμού, τον οποίο ορισμένοι επιχειρούν να του τον φορτώσουν με το ζόρι;
Χρειάζεται να αναπτυχθεί μία γνήσια συνδικαλιστική κουλτούρα, όπου ο συνδικαλιστής χωρίς να απεμπολεί την πολιτική του ιδιότητα, όταν ασχολείται με τον συνδικαλισμό θα πρέπει να καταλαβαίνει ότι είναι τα συνδικάτα και τα όργανά τους αυτά που θα αποφασίζουν για τη λειτουργία τους. Έτσι τα συνδικάτα δε θα γίνονται μεταφορείς αποφάσεων από άλλα κέντρα εξουσίας και η στάση αυτή εντέλει θα μπορούσε να βοηθήσει στην αυτονομία του συνδικαλιστικού κινήματος.
Θα μπορούσε να βοηθήσει προς αυτή τη κατεύθυνση επίσης, αν τα μέλη των συνδικάτων μέσα στα κόμματα στα οποία συμμετέχουν, ασκήσουν την πίεση εκείνη που χρειάζεται προς τις κομματικές ηγεσίες, προκειμένου να γίνει κατανοητή η ανάγκη τους αυτή για αυτονομία των συνδικάτων. Δε θα πρέπει δηλαδή να λειτουργούν με όρους βραχίονα του κόμματος, μέσα στα συνδικάτα οι εκάστοτε παρατάξεις και τα συνδικαλιστικά στελέχη.
Υπάρχουν τεράστια χάσματα μεταξύ του Δημοσίου και του Ιδιωτικού τομέα στην Ελλάδα; Που οφείλονται οι όποιες διαφορές; Θα αποτελούσε μέγιστη ουτοπία το όραμα της αγαστής συνεργασίας μεταξύ ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ, με κοινό στόχο την προάσπιση των εργασιακών συμφερόντων της πλειοψηφίας των εργαζόμενων που μάχονται αποξενωμένοι και γυμνοί απέναντι στα εργοδοτικά «θεριά»;
Η αγαστή συνεργασία ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ δεν υπάρχει, αν και έχουν υπάρξει αποφάσεις συνεδρίων για την ενοποίηση των δύο οργανώσεων, κάτι που συμβαίνει στον υπόλοιπο κόσμο. Εκεί βλέπουμε δηλαδή μία σειρά από διαφορετικές συνδικαλιστικές οργανώσεις, που παρόλα αυτά, ακόμα και αν έχουν διαφορετική δομή βρίσκουν τον τρόπο να συνεργαστούν.
Στην Ελλάδα νομίζω ότι είναι απαρχαιωμένη αυτή η διάσπαση που έχει γίνει σε ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ, άλλωστε η ολοένα και μεγαλύτερη σύγκλιση των δύο εργασιακών καθεστώτων, Ιδιωτικού και Δημόσιου τομέα, με όρους της συνολικής υποβάθμισης της εργασίας οδηγεί στην ανάγκη της συγχώνευσης αυτών των δύο οργανώσεων. Μία τέτοια προοπτική -αν και έχει παρθεί στις αποφάσεις κυρίως της ΑΔΕΔΥ- δε βλέπουμε στην πορεία να υλοποιείται για ευνόητους λόγους. Έχει να κάνει με παραταξιακούς συσχετισμούς, με προσωπικές επιδιώξεις. Έχει να κάνει με μία σειρά από εμπόδια που δεν οδηγούν προς σε αυτή τη κατεύθυνση και που είναι όμως ανάγκη πλέον.
Το μεγαλύτερο όπλο που διαθέτει ο εργαζόμενος στα συνήθως δεμένα από επιλογές χέρια του, είναι το απεργιακό δικαίωμα. Ποια είναι η εξέλιξη της απεργίας ως θεσμοθετημένης μορφής συλλογικής έκφρασης στην πορεία του χρόνου; Αν και η εποχή μας θα προμήνυε μία έντονη απεργιακή δράση, με την παράλληλη μαζική συσπείρωση του λαού απέναντι στην εξουσιαστική αδηφάγα μονομανία, παρατηρούμε αντιθέτως μία παθητική αντιμετώπιση των κακώς καμωμένων εργασιακών παθογενειών που ταλανίζουν την κοινωνία μας. Ειδικά αν φέρουμε στον νου μας, τα ύστερα χρόνια της δεκαετίας του 80 ή και ακόμα παλιότερα. Σε τι οφείλεται η ελάττωση του συγκρουσιακού χαρακτήρα που διέκρινε τους Έλληνες συνδικαλιζόμενους; Είναι ελληνικό παράδοξο ή παρατηρείται αντίστοιχα και στο εξωτερικό και έχει να κάνει με τη γενικευμένη οικονομική κατάρρευση που προκαλεί η ενδημική κρίση του σαθρού καπιταλιστικού οικοδομήματος;
Στην Ελλάδα έχει ατονήσει, μιας και έχουμε πολλά εμπόδια στην άσκηση της απεργιακής δράσης. Χρειάζεται μία σειρά από προϋποθέσεις για να είναι νόμιμη μία απεργία και αυτές οι προϋποθέσεις ακόμα και πρόσφατα ενισχύονται ώστε να δυσκολεύουν τις απεργίες όσο το δυνατό περισσότερο. Η πρακτική αυτή εντάσσεται στη λογική ότι υπάρχει κάθε συμφέρον εκτός από την αποδιάρθρωση της εργατικής νομοθεσίας, να αποδιαρθρώνεται και οτιδήποτε έχει να κάνει με τα συλλογικά εργασιακά δικαιώματα.
Έτσι λοιπόν ο συνδικαλισμός δέχεται ένα πλήγμα και μαζί του και οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, καθώς τα συνδικάτα είναι αυτά που υπογράφουν τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Με το πλήγμα των συλλογικών συμβάσεων πλήττονται παράλληλα και τα συνδικάτα, από τη στιγμή μάλιστα που πρυτανεύει η λογική ότι θα πρέπει να υπάρχει μία ελευθερία της επιχειρηματικής δράσης με όσα λιγότερα εμπόδια γίνεται στην άσκησή της.
Με αυτό τον τρόπο έχουμε διαρκείς παρεμβάσεις, οι οποίες θέτουν συνεχείς και περισσότερες προϋποθέσεις για την άσκηση του απεργιακού δικαιώματος, το οποίο και περιορίζουν σε τέτοιο βαθμό ώστε πάρα πολλές φορές να καταστέλλεται ουσιαστικά από μία σειρά από προϋποθέσεις και εμπόδια που μπαίνουν από τη μεριά της νομοθεσίας και των αποφάσεων των δικαστηρίων.
Ποιες είναι οι αλλαγές που έχουν συντελεστεί στον τομέα των εργασιακών σχέσεων και συνθηκών κατά τη διάρκεια των Μνημονίων και πόσο δυσμενέστερη είναι η θέση του Έλληνα εργαζόμενου συγκριτικά με τα χρόνια προ κρίσης;
Οι αλλαγές που συντελέστηκαν στα χρόνια των μνημονίων έχουν να κάνουν με μία σειρά από παρεμβάσεις. Δεν υπάρχει πτυχή της εργατικής νομοθεσίας που να μη χτυπήθηκε αυτό το διάστημα, όπου είχαμε παρεμβάσεις στο πεδίο της ενίσχυσης των ευέλικτων μορφών εργασίας σε βάρος της σταθερής απασχόλησης, με μία σειρά νομοθετικών παρεμβάσεων προς τη κατεύθυνση της ευελιξίας των ωραρίων εργασίας, της απελευθέρωσης των ατομικών και ομαδικών απολύσεων, αλλά και της αποδιάρθρωσης του συστήματος των συλλογικών διαπραγματεύσεων, στοιχεία που επηρεάζουν την πορεία των αμοιβών.
Παράλληλα έχουμε τη μείωση του κατώτατου μισθού και την αποδιάρθρωση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας που οδήγησαν στη σύγκλιση των υπόλοιπων μισθών προς τα γενικά κατώτατα όρια, με αποτέλεσμα σήμερα οι μισοί περίπου εργαζόμενοι του Ιδιωτικού τομέα να αμείβονται μέχρι τα επίπεδα εκείνα που έφταναν οι κατώτατοι μισθοί το 2012, όταν και άλλαξε ο τρόπος διαμόρφωσης των γενικών συλλογικών κατώτατων ορίων.
Άρα λοιπόν, είχαμε μία σημαντική παρέμβαση υποβάθμισης της εργασίας με καταιγίδα νομοθετικών παρεμβάσεων που έγινε στην περίοδο των μνημονίων και στα χρόνια της κρίσης. Θεωρώ άλλωστε ότι όλα αυτά τα μέτρα που πάρθηκαν συνδέονται με μία σημαντική παράμετρο που αφορούσε την πολιτική των μνημονίων και έχει να κάνει με τη δημιουργία ενός χαμηλού μισθολογικού κόστους μέσα στο Ευρώ και στη κατεύθυνση που προέκυψε από τη συμφωνία στο πλαίσιο του Β’ Μνημονίου.
Η συμφωνία αυτή επισημαίνει ότι όλοι οι μισθοί –ξεκινώντας από τους κατώτατους μισθούς- στην Ελλάδα θα πρέπει να συγκλίνουν με τους μισθούς των γειτονικών Βαλκανικών χωρών, κάτι που βλέπουμε ότι επιτυγχάνεται με ταχείς ρυθμούς όλη αυτή την περίοδο.
Στο βωμό μίας ακραίας ανταγωνιστικότητας που προβάλλεται όμως κάλπικα και στρατηγικά ως μία δεδομένη επιχειρηματική πολιτική, οι εργασιακές σχέσεις σήμερα μαστίζονται από πολλές μορφές ευελιξίας που διαμορφώνουν με τη σειρά τους έναν εργασιακό Μεσαίωνα, ευνοώντας καταφανέστατα την εργοδοτική αρχή έναντι των εργαζόμενων. Μπορείτε να μας περιγράψετε ποιες ήταν οι συνθήκες εκείνες που γέννησαν την «ανάγκη» για ευελιξία και με ποιες μεθόδους αυτή καταστρατηγεί το εργατικό δίκαιο;
Οι ανάγκες που γέννησαν την ευελιξία στην αγορά εργασίας, μία ευελιξία που πάντα υπήρχε στην αγορά εργασίας, αλλά έχουμε πια μία πρωτοφανή ενίσχυσή της τα τελευταία χρόνια στη λογική της μείωσης του εργασιακού κόστους, χάρη της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και κυρίως των επιχειρήσεων, καθίσταται πλέον σε κυρίαρχη αξία.
Κατά συνέπεια θα πρέπει να βρεθούν οι τρόποι εκείνοι προκειμένου να μειωθεί το εργασιακό κόστος για χάρη της ανταγωνιστικότητας και εκείνοι οι παράγοντες για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο είναι η αλλαγή της εργατικής νομοθεσίας που θα πρέπει να γίνει πιο «εύκολη», ώστε να χωρέσει αυτή την ευελιξία των χαμηλότερων δαπανών για την εργασία και ταυτόχρονα να πλήξει και μία άλλη πηγή του εργατικού δικαίου που είναι οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας.
Οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας διαμορφώνουν τον πυρήνα των δαπανών για την εργασία, που είναι ο μισθός, και επομένως η αποδιάρθρωση του συστήματος των συλλογικών συμβάσεων συμβάλει προς αυτή τη κατεύθυνση. Με τον τρόπο αυτό αποδομείται μία σημαντική πηγή του εργατικού δικαίου και εμμέσως πλην σαφώς αποδομείται και ο ρόλος των συνδικάτων, μιας και τα συνδικάτα είναι εκείνα τα οποία υπογράφουν συλλογικές συμβάσεις εργασίας.
Με ποιους τρόπους μπορεί να αντιδράσει στις μέρες μας ένας εργαζόμενος απέναντι στις αυταρχικές μεθόδους του διευθυντή του, ειδικά αν αναλογιστούμε την ακραία εξατομίκευση που έχει σκοπίμως καλλιεργηθεί με σκοπό την απομόνωση και τον διαχωρισμό των ατομικών διεκδικήσεων έναντι των -σαφέστατα πιο «επικίνδυνων»- συλλογικών;
Ο τρόπος αντίδρασης καθαρά είναι να ζητήσει όρους συλλογικής δράσης και να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις εκείνες για ένα νέο συνδικαλισμό και η συλλογικότητα είναι η μόνη λύση προς αυτή τη κατεύθυνση. Θα πρέπει να υπάρχει ένα νέο συνδικαλιστικό κίνημα πάνω σε νέες δομές και μία ενίσχυση της συνδικαλιστικής κουλτούρας. Είναι αναγκαίο η ένταξη του κόσμου της εργασίας σε συλλογικότητες και είναι στο χέρι του να βάλει στο περιθώριο αυτές τις αρνητικές παθογένειες που μαστίζουν τα συνδικάτα εδώ και δεκαετίες. Τα συνδικάτα είναι μια αναγκαιότητα που ακόμα και αν δεν υπήρχαν θα έπρεπε να τα ανακαλύψουμε. Ιδιαίτερα σήμερα.
Με τον πολυκερματισμό της συνδικαλιστικής δράσης και γενικότερα με τη κατάτμηση της εργασίας, θεωρείτε ότι έχει πληγωθεί ανεπανόρθωτα και η συλλογική εργατική συνείδηση μεταξύ των εργαζόμενων που προέρχονται από διαφορετικούς κλάδους; Η έλλειψη συνδικαλιστικής κουλτούρας και παιδείας φαίνεται να γεννά ακραία φαινόμενα όπως είναι αυτό του κοινωνικού αυτοματισμού.
Ο πολυκερματισμός, η κατάτμηση της εργασίας είναι όπλα, εργαλεία τα οποία στέλνουν στο περιθώριο τους εργαζόμενους. Εργαλεία θα λέγαμε που τους αποκοινωνικοποιούν και βεβαίως δεν δημιουργούν τους όρους μίας συνδικαλιστικής κουλτούρας, μιας και δεν ενισχύουν τη δημιουργία κοινών αντιλήψεων για τα συμφέροντα της εργατικής τάξης.
Αντίθετα ευνοούν αυτούς τους διαχωρισμούς που αναπτύσσονται ανάμεσα στους εργαζόμενους. Οι διακρίσεις αυτές γίνονται σε εργαζόμενους του Δημόσιου και Ιδιωτικού τομέα, σε «ευέλικτους» και «μη ευέλικτους» εργαζόμενους, σε αυτούς με πλήρη απασχόληση και μη, μεταξύ γηγενών και αλλοδαπών εργαζόμενων, ακόμα και ανάμεσα σε εργαζόμενους και ανέργους, για να μην πω ότι υπάρχει τεχνητή αντίθεση των επιδοτούμενων ανέργων –που δε ξεπερνούν το 10% επί του συνόλου- με το υπόλοιπο σώμα των ανέργων.
Άρα προφανέστατα και αυτή η κατάτμηση δημιουργεί όρους κοινωνικού αυτοματισμού που δεν ευνοεί σε καμία περίπτωση τη συσπείρωση του κόσμου της εργασίας.
Η ανεξέλεγκτη παραβίαση των εργατικών δικαιωμάτων από την πλευρά της εκάστοτε εξουσίας οδηγεί αναπόφευκτα στην καταπάτηση των κοινωνικών και τέλος στο ποδοπάτημα ακόμη και των στοιχειωδών ανθρώπινων κατακτήσεων. Το μαρτύριο που βίωσε η Κωνσταντίνα Κούνεβα αποτελεί ένα εφιαλτικό παράδειγμα που αποδεικνύει δυστυχώς ότι εκεί που τελειώνει η κεκαλυμμένη εργοδοτική επιθετική πρακτική αρχίζει η στυγερή κτηνωδία. Πως σχολιάζετε τα φαινόμενα της ανεύθυνης διευθυντικής βίας, όπως αυτή παίρνει σάρκα και οστά μέσω των εργατικών «ατυχημάτων»;
Πρόκειται για περιπτώσεις που συμβαίνουν σε χώρους όπως είναι αυτός του καθαρισμού. Είχα συμμετάσχει και εγώ σε μία έρευνα τότε, μαζί με την Κούνεβα, όταν ήταν ήδη συνδικαλίστρια και είχε αναδείξει το πρόβλημα των εργαζόμενων στη καθαριότητα και που δυστυχώς η περίπτωσή της αποτέλεσε την αφορμή για να γίνουν γνωστά τα πράγματα που συμβαίνουν σε ορισμένους εργασιακούς χώρους.
Έρευνες που έχω επιμεληθεί, έχουν δείξει ότι δεν υπήρχε πτυχή της εργατικής νομοθεσίας, πόσω μάλλον πτυχές των ανθρώπινων δικαιωμάτων, που να μην είχε παραβιαστεί από την εργοδοσία στους συγκεκριμένους εργασιακούς χώρους. Βλέπουμε άλλωστε ότι η γενικευμένη επισφάλεια, ανασφάλεια και ανεργία δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την περαιτέρω καταστρατήγηση των εργασιακών δικαιωμάτων, κάτι που υπήρχε παραδοσιακά στην Ελλάδα, αλλά την περίοδο της κρίσης το πρόβλημα αυτό εντάθηκε.
Ο Δημήτρης Χριστούλας, ο συνταξιούχος φαρμακοποιός, που έδωσε τέλος στη ζωή του στην πλατεία Συντάγματος, τον Απρίλιο του 2012, διαμαρτυρόμενος για την εξαθλίωση που προκαλεί η μνημονιακή πολιτική, αποτέλεσε δυστυχώς μία από τις χιλιάδες περιπτώσεις ανθρώπων που εξωθήθηκαν στα άκρα εξαιτίας της οικονομικής λαίλαπας. Η αυτοκτονία για λόγους οικονομικής δυσχέρειας είναι πια ένα θλιβερό και επονείδιστο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας. Πώς μπορεί να αντιμετωπισθεί;
Τί μπορεί να πει κανείς; Είναι ένα θέμα που αν δε μπει άμεσα ένα τέλος στη κρίση και τη λιτότητα, τα φαινόμενα αυτά δε θα μπορούν να αντιμετωπιστούν. Ένας άνθρωπος φτάνει σε αυτό το αποκορύφωμα, γιατί είναι η πολιτική που τον εξωθεί, στέλνοντάς τον στο περιθώριο. Τα βίαια πολιτικά φαινόμενα σημαίνουν αποδυνάμωση και αποδιάρθρωση και ενισχύουν το πέρασμα των ανθρώπων στο περιθώριο, την περίοδο της κρίσης.
Ακόμα και άνθρωποι που είχαν μία αξιοπρεπή ζωή, αυτή η απότομη αλλαγή στις συνθήκες διαβίωσης, μπορεί μέσα στην απελπισία τους να τους οδηγήσει σε απονενοημένα διαβήματα. Μία αλλαγή της πολιτικής λιτότητας θα μπορέσει να αντιμετωπίσει τα εν λόγω φαινόμενα.. Στον διεθνή χώρο είχαμε φαινόμενα αυτοκτονιών ανθρώπων που δεν έχασαν τη δουλειά τους, αλλά που απλά δε μπορούσαν να ανταποκριθούν στις δυσχερείς συνθήκες που τους επέβαλε η εργασία τους.
Και προ κρίσης ακόμα, η εργασία τους ήταν οργανωμένη πάνω στο πλαίσιο της έντασης για την επίτευξη αποτελέσματος με κάθε κόστος και θυσία, στο όνομα της επιχειρηματικής ανταγωνιστικότητας. Η ένταση αυτή προκαλεί ψυχική κατάρρευση που οδήγησε πολλούς ακόμη και στην αυτοκτονία. Επιχειρήσεις πολλών ευρωπαϊκών χωρών, αλλά και στην Ελλάδα, έρχονται σε επαφή με τις οικογένειες των θυμάτων, προσφέροντας κάποια κίνητρα προκειμένου να μην διαρρεύσουν οι περιπτώσεις αυτές προς τα έξω.
Η επίτευξη στόχων με κάθε τρόπο, παράλληλα με την οργάνωση της εργασίας μέσα στις επιχειρήσεις, αποκτηνώνουν τον άνθρωπο. Όταν δηλαδή είναι εντάξει αν ο πελάτης σου χάσει το σπίτι του αύριο, προκειμένου εσύ να πετύχεις το στόχο σου τότε είναι πιθανό να οδηγηθείς σε μία κρίση συνείδησης, με αποτέλεσμα να φτάσεις μέχρι και την αυτοκτονία.
Κάποιος άλλος δεν αντέχει απλά τους ρυθμούς εργασίας, ενώ πολλοί είναι εκείνοι που συνδέουν τη καθημερινότητά τους με αυτή των επιχειρήσεων και ενοχοποιούν τον εαυτό τους όταν δεν πετυχαίνουν κάποιους από τους στόχους που έχει θέσει η επιχείρηση. Η σύνδεση αυτή μεταξύ εργαζόμενου και επιχείρησης προκαλεί κατάρρευση και δημιουργούν τα φαινόμενα αυτοκτονιών. Στην Ελλάδα τα συγκεκριμένα φαινόμενα περνάνε υπογείως, χωρίς να διαρρέουν.
Ο καπιταλισμός και οι πολιτικές των ακραίων νεοφιλελεύθερων πρακτικών αποτελούν τα θεμέλια που συγκροτούν τις Δυτικές «ανεπτυγμένες» κοινωνίες. Κυοφορούν επίσης τον νεοφασισμό, τις κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες, όπως επίσης προάγουν τα «κοινωνικά πειράματα» με τα οποία εκφυλίζουν ολόκληρες χώρες σε πειραματόζωα που κυνηγούν την ουρά τους, λες και βρίσκονται αιχμάλωτες σε κάποιο ανήλιαγο και αποπνικτικό εργαστήριο. Θεωρείτε ότι τα εν λόγω φαινόμενα μπορούν να μεταφραστούν και ως απότοκα μίας εν γένει κρίσης, σε όλα τα επίπεδα, του καπιταλιστικού οικοδομήματος; Ποια είναι τα γενεσιουργά αίτια της παγκοσμιοποιημένης κρίσης και ποια τα μέσα που χρησιμοποιεί ο καπιταλισμός για να διατηρηθεί στη ζωή;
Αυτά είναι εύλογα φαινόμενα. Οι κρίσεις προφανώς και ευνοούν τον ακροδεξιό παράγοντα και οι πολιτικές λιτότητας ανατροφοδοτούν με τη σειρά τους τα ακροδεξιά σχήματα, όπως και τον φασισμό. Η οικονομική κρίση του 1929, ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος δημιούργησαν μία σειρά από ακραία καθεστώτα σε μία σειρά από χώρες στην Ευρώπη, όπως στη Γερμανία, την Ιταλία και όχι μόνο. Τηρουμένων των αναλογιών κάτι αντίστοιχο έχουμε την περίοδο που ζούμε τώρα με αποτέλεσμα τα μορφώματα που είχαν έναν περιθωριακό ρόλο στην ελληνική κοινωνία, να φτάσουν να είναι στη Βουλή σήμερα και με μία ισχυρή παρουσία που τείνουν να την αυξήσουν κιόλας.
Το φαινόμενο αυτό είναι απόρροια των πολιτικών λιτότητας και επομένως πρόβλημα του «δημοκρατικού τόξου». Βλέπουμε για παράδειγμα την συσπείρωση που συγκεντρώνει ο Μακρόν έναντι της ακροδεξιάς Λεπέν, χωρίς να καταλαβαίνουμε –και μαζί με μας και ένα μεγάλο τμήμα του γαλλικού πληθυσμού- ότι η πολιτική του Μακρόν εκτοξεύει τα ποσοστά της κάθε Λεπέν.
Είναι ένας φαύλος κύκλος από νεοφιλελεύθερες πολιτικές, οι οποίες με όρους στρουθοκαμηλισμού δεν «βλέπουν» πως τροφοδοτούν με δύναμη το ακροδεξιό φαινόμενο. Όλες οι πολιτικές δυνάμεις θα πρέπει να δουν σε βάθος τις πολιτικές τους, έτσι ώστε μέσα από αυτές να βρουν την αντιμετώπιση που θα μπει ανάχωμα στην άνοδο της ακροδεξιάς.
Ο σοβιετικός κινηματογραφιστής Μιχαήλ Ρομ χαρακτήρισε τον φασισμό ως ένα πρόβλημα της καθημερινότητας, ενώ από τη μεριά του ο Γκεόργκι Ντιμιτρόφ τον παρομοίασε με έναν εγγενή υποκριτή που τάζει βοήθεια στο απλωμένο χέρι του απελπισμένου και άρα ευάλωτου στην προπαγάνδα, εργάτη-μισθωτού, ενώ στην πραγματικότητα είναι επιφορτισμένος με το καθήκον να του το κόψει από τη ρίζα, δρώντας έτσι για λογαριασμό των αφεντικών του. Παραφράζοντάς τους λίγο θα λέγαμε ότι η φασίζουσα διευθυντική ασυδοσία είναι αυτή που δημιουργεί τη καθημερινή κόλαση για εκατομμύρια ανθρώπους. Κατά τη γνώμη σας η ανάδυση, όπως επίσης και η εδραίωση του νεοφασισμού στην Ελλάδα, καθώς και σε χώρες του εξωτερικού, συνδέεται με την εργοδοτική βίαιη πολιτική; Τελικά το φίδι του φασισμού είναι συνυφασμένο άρρηκτα με τις επιχειρηματικές ελίτ;
Αυτά είναι τα φαινόμενα που συνδέονται με τον νεοφασισμό στην Ελλάδα. Βεβαίως βλέπουμε ακροδεξιά στοιχεία και σωματεία να δημιουργούνται σε κάποιους χώρους, μετά από συνεννοήσεις με τα επιχειρηματικά συμφέροντα. Ανέκαθεν ο φασισμός έχει χρησιμοποιηθεί σαν ένα εργαλείο αντιμετώπισης του εργατικού κινήματος. Το βλέπουμε στην ιστορία. Κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Στην Ιταλία με την ανάδυση του φασισμού. Στη Γερμανία με το πώς «αγκάλιασε» τον Χίτλερ για την αντιμετώπιση και τη καταστολή του εργατικού κινήματος.
Προφανέστατα έχουμε να κάνουμε με ένα χώρο πολιτικό, ο οποίος θα λέγαμε ότι «χαϊδεύει» τον λαό, αλλά επί της ουσίας έχει ένα αντιλαϊκό προσωπείο που με τις πολιτικές του καταστέλλει κάθε έννοια δημοκρατικών ελευθεριών.
Η ελληνική πραγματικότητα μαστίζεται από μία συνολική κρίση αξιών, μια κρίση που ξεπερνάει τα κακώς κείμενα της οικονομικής παθογένειας και αγγίζει τον κεντρικό πυρήνα της κοινωνικής ψυχοσύνθεσης. Βία, ρατσισμός και μισαλλοδοξία είναι πλέον καθημερινές πρακτικές. Θεωρείτε ότι συμβάλει στη διόγκωση και στην περαιτέρω διαιώνισή τους η εργασιακή επισφάλεια;
Η οικονομική κρίση δεν είναι παρά το αποτέλεσμα μίας κρίσης πολιτισμού. Μίας κρίσης αξιών. Θα λέγαμε ότι η κρίση αξιών οδηγεί σε οικονομική και πολιτική ένδεια, γιατί απλούστατα μαθαίνουμε να σκεφτόμαστε διαφορετικά σαν κοινωνίες και αυτός ο διαφορετικός τρόπος σκέψης μας κάνει να αποδεχόμαστε πράγματα τα οποία είναι κοινωνικά επικίνδυνα.
Πολλές φορές η κρίση αξιών σε συνάρτηση με όρους εύπεπτους για την κοινωνία, καθιστούν δύσκολο για την ίδια να αντιληφθεί το αντικοινωνικό περιεχόμενο των όρων αυτών και την επίδραση που έχουν στην καθημερινότητα της. Άρα λοιπόν εδώ υπάρχει όντως μία ευρύτερη κρίση αξιών που οδηγεί στα αποτελέσματα εκείνα ώστε να ισοπεδώνεται η κοινωνία με τις λιγότερες δυνατές αντιδράσεις. Όλο αυτό συμβαίνει γιατί η κοινωνία σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό έχει αποδεχτεί τα πράγματα όπως έχουν, παραγνωρίζοντας την αρνητική κατάληξη που ενδεχομένως αυτά θα έχουν για την ίδια.
Μπορεί να προχωρήσει και να διαλευκανθεί μία νοσηρή κατάσταση στα εργασιακά αν δεν υπάρξει έλεγχος με διασταυρώσεις, δικαιοσύνη και κοινή αντιμετώπιση των πολιτών από τη κεντρική διοίκηση του κράτους;
Σε ένα κόσμο που οι ανισότητες είναι κυρίαρχες, κάθε φορά που μιλάμε για δικαιοσύνη και μάλιστα με τον τρόπο που λειτουργεί και η κεντρική διοίκηση του Κράτους, δεν θα εννοούμε παρά την αντανάκλαση των κοινωνικών ανισοτήτων που υπάρχουν μέσα στη κοινωνία, οι οποίες και αντικατοπτρίζουν τους συσχετισμούς δύναμης μέσα σε αυτή. Οι διακρίσεις αυτές θα μαίνονται όσο δε θα βρίσκουμε από την κρατική εξουσία μία δικαιότερη πολιτική.
Aν δεχτούμε ότι η καχυποψία έχει πλέον πακτωθεί στην ελληνική κοινωνία κι έχει απονευρώσει το κοινό αίσθημα για συμμετοχή, δημόσιο ενδιαφέρον και συμφέρον ποια νομίζετε ότι είναι τα στοιχεία που θα μπορούσαν να την αντιστρέψουν σε εμπιστοσύνη; Βλέπετε να αναφαίνεται στην άκρη του δρόμου κάποιο φως, κι αν ναι, τότε από πού αυτό εκπορεύεται;
Το βασικό και το κύριο είναι οι κοινωνίες να έχουν γνώση του τι ακριβώς συμβαίνει. Θα πρέπει να μπούνε σε μία λογική αντιμετώπισης, αν και αυτό είναι ένα δύσκολο εγχείρημα με την παραπληροφόρηση που γίνεται. Με την κρίση αξιών, με την οποία βομβαρδίζεται η ελληνική κοινωνία. Οι κοινωνίες θα πρέπει να βρουν τα αντίδοτά τους. Αυτό βέβαια είναι αρκετά δύσκολο σε σχέση με τις περιόδους που έζησαν οι παλαιότεροι, αυτές της άμεσης καταστολής.
Σήμερα είναι πολύ πιο δύσκολο να αντιμετωπίσει κανείς τη καταστολή, σε σχέση με εκείνη την εποχή- της Δικτατορίας για παράδειγμα- που ήταν τόσο ακραία. Στις μέρες μας η καταστολή γίνεται με έναν έμμεσο τρόπο. Με έναν πιο «έξυπνο» τρόπο, κατά συνέπεια η ελληνική κοινωνία χρειάζεται να αναπτύξει τα αντανακλαστικά της προκειμένου να μπορέσει να αντιμετωπίσει αυτή τη κρίση αξιών με την οποία την έχουν περιβάλει.
Πώς θα γίνει αυτό;
Ο κόσμος πρέπει να έρθει σε επαφή με την αλήθεια. Να αναζητήσει την πραγματικότητα. Για παράδειγμα όταν λέγεται σε ευρεία κλίμακα ότι τελείωσε η κρίση στην Ελλάδα, ότι οι μνημονιακές συμβάσεις έχουν τελειώσει και όλα αυτά χωρίς να δούμε πρώτα τι έχει υπογραφεί σε αυτό το διάστημα, για μία πορεία δηλαδή 60 χρόνων που βάζει σε κίνδυνο όλη τη δημόσια περιουσία για τα επόμενα 100 χρόνια.
Ο κόσμος για να ξυπνήσει χρειάζεται να ξέρει όλη την αλήθεια. Να μπορεί να συνδυάσει τα γεγονότα που έγιναν κατά τη διάρκεια της μνημονιακής διαδρομής. Να πάρουμε ένα προς ένα όλα τα δάνεια, με τα οποία συνδέθηκε η ελληνική κοινωνία, όλες αυτές τις χιλιάδες σελίδες και να καθίσουμε να τις δούμε. Αν τις δούνε κάποιοι να τις δώσουν και στο ευρύ κοινό έτσι ώστε να μπορέσει να καταλάβει τι έχει γίνει.
Είναι δύσκολο για τον απλό κόσμο να καταλάβει.
Προφανώς είναι δύσκολο να καταλάβει, αλλά αν κάποιοι «ειδικότεροι» το έχουν καταφέρει, τότε να το αποκωδικοποιήσουν για να συνειδητοποιήσει ο κόσμος την αλήθεια. Τα Μνημόνια όντως τελείωσαν, αλλά η εφαρμοστικότητα των νόμων και των δεσμεύσεων που απορρέουν από αυτά θα κρατήσουν για μισό αιώνα και η υποθήκη της δημόσιας περιουσίας για 100 χρόνια.
Στον σοσιαλισμό οι εργαζόμενοι αμείβονται ανάλογα με την εργασία τους, ενώ στον κομμουνισμό σύμφωνα με τις ανάγκες τους. Μέχρι και αν ποτέ φτάσουμε τελικά σε μία πιο ανθρωποκεντρική κοινωνία, οι εργαζόμενοι θα επαφίονται στις «καλές προθέσεις» των εργοδοτών τους και θα συνδέουν τη ζωή τους με τη τύχη των εκάστοτε πολυεθνικών κολοσσών. Είναι όντως ουτοπικό να αποζητούμε κάτι περισσότερο για εμάς και τις οικογένειες μας; Μήπως είμαστε φυλακισμένοι από τις καρμικές επιταγές και επομένως κάθε αγώνας ανατροπής των συγκεκριμένων δεδομένων, είναι a priori χαμένος, μιας και στρέφεται ενάντια στην ίδια τη «μοίρα»; Μπορούμε να αισιοδοξούμε για ένα καλύτερο μέλλον, ευελπιστώντας παράλληλα σε ένα δικαιότερο παρόν;
Όχι δε θεωρώ ότι είναι ουτοπικό. Ο Καπιταλισμός είναι ένα σύστημα το οποίο έχει εξαντλήσει τα όρια του. Το θέμα είναι πως η σημερινή συνείδηση της κοινωνίας θα μπορέσει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της εκμετάλλευσης των ανθρώπων, για να μία μετάβαση σε κάτι άλλο. Απαιτεί πολύ χρόνο ακόμα για να αναπτυχτεί η συνείδηση των κοινωνιών προς αυτή τη κατεύθυνση. Ένα θετικό στοιχείο στις κοινωνίες είναι να καταλάβουν ότι ο τρόπος που ζουν δεν τους αρκεί. Και πράγματι όλο και περισσότεροι είναι αυτοί που βλέπουν να χειροτερεύουν επικίνδυνα οι όροι διαβίωσής τους.
Αυτή η αίσθηση όμως δεν έχει φτάσει ακόμη στο σημείο εκείνο που θα αμφισβητήσει ανοιχτά τις κυρίαρχες κοινωνικοοικονομικές δομές. Αυτό είναι κάτι που θα προκύψει. Προς το παρόν δε φαίνεται να είμαστε σε μία τέτοια κατεύθυνση. Κανένας αγώνας όμως δεν πάει χαμένος. Κάθε αγώνας αφήνει στίγματα. Αφήνει δείγματα γραφής. Παρακαταθήκες για τους επόμενους. Δεν πάει τίποτα χαμένο.
Υπάρχουν πράγματα στην ελληνική κοινωνία που δημιούργησαν μία σοβαρή βάση. Το κάναμε την περίοδο της κρίσης με τις κινητοποιήσεις. Από το 2015 πάντως δε θα έλεγα ότι ο κόσμος βρίσκεται σε νιρβάνα, αλλά σε μία κατάσταση που έχει αποδεχτεί ως ένα βαθμό τη μοίρα του. Καινούρια ζητήματα θα προκύψουν στο προσκήνιο, ειδικά με τη συζήτηση που γίνεται για το τέλος των μνημονίων, ότι μεταβαίνουμε δηλαδή σε μία άλλη εποχή. Ωστόσο κάθε άλλο παρά τελειώνει κάτι, καθώς για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα το μέλλον της ελληνικής κοινωνίας έχει υποθηκευτεί.
Θεωρώ ότι υπάρχει το υπόβαθρο με όλα αυτά που έχει ζήσει η ελληνική κοινωνία τα προηγούμενα χρόνια, με τη κρίση, την ανασφάλεια και την ένταση της φτωχοποίησης για να υπάρξει η απαρχή για νέες καταστάσεις. Θα έλεγα ωστόσο ότι δεν πρέπει να κοιτάμε μόνο την ελληνική πραγματικότητα, αλλά χρειάζεται να εξετάσουμε και τον διεθνή ορίζοντα.
Όσα συμβαίνουν στον διεθνή χώρο, τα προβλήματα γίνονται ολοένα και περισσότερο κοινοί στόχοι για όλες τις κοινωνίες. Έχει μεγάλη σημασία λοιπόν να παρατηρούμε με προσοχή τις εξελίξεις στην παγκόσμια σκηνή. Τις κινητοποιήσεις στη Γαλλία και όχι μόνο.
Είναι ελπιδοφόρα σημάδια ακόμα και αν δεν θα έχουν τη συνέχεια που θα θέλουμε, αλλά είναι παρακαταθήκες που μπαίνουνε σιγά σιγά στο σώμα των κοινωνιών, που δοθείσης της ευκαιρίας κάποια άλλη στιγμή θα ξαναβγούν δυναμικότερα στην επιφάνεια.