του Γιάννη Γεράσιμου
«Δες πως μία και μόνο φλόγα σε ένα σπίρτο αψηφά και καθορίζει το σκοτάδι!»
Άννα Φρανκ
«Έκανε κρύο φοβερό, έπεφτε χιόνι πυκνό και είχε αρχίσει να νυχτώνει. Το βράδυ, το τελευταίο βράδυ του χρόνου, πλησίαζε. Αλλά παρά το κρύο και το σκοτάδι, ένα φτωχό κοριτσάκι, ξεσκούφωτο και ξυπόλυτο, γύριζε στους δρόμους. Όταν έφυγε από το σπίτι της φορούσε παντόφλες, αλλά ήτανε πολύ μεγάλες- αφού ανήκανε στη μητέρα της- και της έφυγαν από τα ποδαράκια κάποια στιγμή που διέσχιζε τρέχοντας το δρόμο για ν’ αποφύγει δύο άμαξες. Η μία παντόφλα χάθηκε, την άλλη την άρπαξε ένα παιδί που ήθελε να την κάνει κούνια για την κούκλα του. Έτσι, λοιπόν, το κοριτσάκι περπατούσε ξυπόλυτο και τα πόδια του είχανε μελανιάσει από το κρύο. Κρατούσε ένα ματσάκι σπίρτα στο χέρι, και στην τσέπη της φθαρμένης της ποδιάς είχε κι άλλα. Κανένας δεν είχε αγοράσει ούτε ένα σπίρτο όλη την ημέρα, κανένας δεν της είχε δώσει ούτε μια δεκάρα. Έτρεμε από το κρύο και την πείνα καθώς σερνόταν εδώ και εκεί- προσωποποίηση της δυστυχίας – το κακόμοιρο το κοριτσάκι. Νιφάδες χιονιού κάθονταν στα μακριά, ξανθά μαλλιά της που έπεφταν χυτά σε μπούκλες ως τους ώμους της, αλλά η μικρή δε σκεφτόταν το κρύο. Σε όλα τα παράθυρα έλαμπαν φώτα κι η μυρωδια της ψητής χήνας έβγαινε από μερικά σπίτια: ήτανε παραμονή Πρωτοχρονιάς και αυτό μόνο σκεφτότανε το κοριτσάκι».
Λένε πως στο μαγικό κόσμο των παραμυθιών κρύβονται συχνά μεταμφιεσμένες οι αθέατες όψεις του κόσμου των μεγάλων που μόνο η ευαισθησία της παιδικής ματιάς είναι σε θέση να αγγίξει και να καταλάβει. Την αλήθεια αυτή φαίνεται πως είχε καταλάβει από αρκετά νωρίς στη ζωή του και ο μεγάλος Δανός παραμυθάς και συγγραφέας Χανς Κρίστιαν Άντερσεν που τα παραμύθια του έχουν συντροφέψει την παιδική ηλικία πολλών ανθρώπων ανά τον κόσμο.
Γεννημένος στις 2 Απριλίου του 1805 στην πόλη Οντένσε της Δανίας και γιος ενός παπουτσή και μίας πλύστρας ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν θα μείνει ορφανός από πατέρα ήδη από τα 11 του και θα έρθει αντιμέτωπος από πολύ νωρίς με τις σκληρές κοινωνικές πραγματικότητες του κόσμου των μεγάλων. Ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν θα αναγκαστεί να εργαστεί ήδη από την παιδική του ηλικία και θα βιώσει τη φτώχεια και τις κοινωνικές ανισότητες του κόσμου των μεγάλων. Απέναντι στις κοινωνικές αυτές πραγματικότητες ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν θα βρει διέξοδο και καταφύγιο σε ένα μικρό κουκλοθέατρο δίνοντας παραστάσεις συνήθως σχετικές με τα έργα του Σαίξπηρ, που είχε προηγουμένως απομνημονεύσει, και αφηγούμενος ιστορίες. Ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν θα δυσκολευτεί να τελειώσει το σχολείο και θα φοιτήσει για ένα διάστημα στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης χωρίς όμως να ολοκληρώσει τις σπουδές του.
Το 1822 θα γράψει το πρώτο του βιβλίο και θα αφιερώσει τη ζωή του στη συγγραφή γράφοντας συνολικά 168 παραμύθια, αλλά και ποιήματα, θεατρικά έργα, λιμπρέτα για λυρικά έργα, μυθιστορήματα και ταξιδιωτικά λογοτεχνικά έργα. Από τα παραμύθια του τα πιο γνωστά και πιο πολυμεταφρασμένα είναι: «Η βασίλισσα του χιονιού», «Το ασχημόπαπο», «Το μολυβένιο στρατιωτάκι», «Το μικρό έλατο», «Η μικρή γοργόνα», «Τα καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα», «Το κοριτσάκι με τα σπίρτα» και «Η Τοσοδούλα». Στηριζόμενα κυρίως σε λαικούς θρύλους και παραδόσεις και χαρακτηριζόμενα από έναν έντονο ηθικό ρεαλισμό, τα παραμύθια του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν κρύβουν συχνά μέσα τους την κοινωνική ευαισθησία του ίδιου του Δανού συγγραφέα που βρέθηκε αντιμέτωπος ήδη από την παιδική του ηλικία με τις κοινωνικές πραγματικότητες της φτώχειας, της ανισότητας και των κοινωνικών αποκλεισμών του κόσμου των μεγάλων.
Γι αυτό και οι ήρωες στα έργα του Άντερσεν έρχονται αντιμέτωποι όχι με μυθολογικά στοιχεία βγαλμένα από τους λαικούς θρύλους και παραδόσεις, αλλά με τα ανθρώπινα πάθη της αδιαφορίας, της σκληρότητας, της εγκατάλειψης, του εγωισμού και της ματαιοδοξίας που ενσαρκώνουν οι χαρακτήρες που αντιμετωπίζουν. Με τον τρόπο αυτό ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν θα διασώσει και θα εκφράσει μέσα από τα παραμύθια του την κοινωνική ευαισθησία και παιδική αθωότητα που αναζητά έναν κόσμο κοινωνικής δικαιοσύνης και ανθρωπιάς.
Έτσι, ανάμεσα στα άλλα του παραμύθια ξεχωρίζει και μια χριστουγεννιάτικη ιστορία, αυτή του μικρού κοριτσιού με τα σπίρτα που έρχεται αντιμέτωπο με τη φτώχεια, την αδιαφορία και εγκατάλειψη του κόσμου των μεγάλων. Το μικρό κοριτσάκι με την αθώα παιδική του ματιά θα βιώσει τα αδιέξοδα και την υποκρισία του κόσμου των μεγάλων που πίσω από τα λαμπερά τζάμια των σπιτιών με τα χριστουγεννιάτικα έλατα και τα πλουσιοπάροχα τραπέζια με τις ψητές χήνες άφηναν ανθρώπους όπως εκείνη στο κρύο και στο χιόνι της ανθρώπινης αδιαφορίας και εγκατάλειψης.
Όπως θα γράψει ο Άντερσεν: «(Το κοριτσάκι) έτριψε και άλλο σπίρτο στον τοίχο, κι όταν άναψε, είδε να στέκεται μπροστά της η αγαπημένη της γιαγιά, ευγενική και τρυφερή, όπως πάντα, αλλά και γελαστή και χαρούμενη όσο δεν την είχε ξαναδεί ποτέ της. «Γιαγιάκα μου!», φώναξε η μικρή, «Αχ, πάρε με μαζί σου! Ξέρω ότι θα χαθείς κι εσύ μόλις σβήσει το σπίρτο, όπως χάθηκε η ζεστή φωτιά στη σόμπα και το υπέροχο πρωτοχρονιάτικο τραπέζι και το πανέμορφο χριστουγεννιάτικο δέντρο!» Κι άρπαξε όλα τα υπόλοιπα σπίρτα και τ’ άναψε για να μη χαθεί η γιαγιά της. Και τα σπίρτα έκαναν μια μεγάλη φλόγα και τα φώτισαν όλα γύρω σαν να ήταν μέρα μεσημέρι. Ποτέ η γιαγιά της δεν είχε παρουσιαστεί τόσο ψηλή και καλυντομένη, τόσο ωραία και ευγενική. Πήρε το κορτσάκι στην αγκαλιά της και πετάξανε μαζί χαρούμενες κι οι δύο, ψηλά, πολύ ψηλά, εκεί όπου δεν υπάρχει, ούτε κρύο ούτε πείνα ούτε βάσανα: στον Παράδεισο. Το άλλο πρωί βρέθηκε το κοριτσάκι κουρνιασμένο στη γωνία. Τα μάγουλά της ήταν ρόδινα, τα χείλη της χαμογελαστά, αλλά το κρύο της τελευταίας νύχτας του παλιού χρόνου είχε ξυλιάσει το κορμάκι της. Ο ήλιος της Πρωτοχρονιάς έλαμψε πάνω από το άψυχο παιδί, που έγερνε στον τοίχο μ’ ένα μάτσο καμένα σπίρτα στην αγκαλιά του. «Προσπαθούσε να ζεσταθεί το κακόμοιρο!» έλεγε ο κόσμος. Αλλά κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί τα υπέροχα πράγματα που είχε δει, ούτε ότι εκείνη την ώρα κάπου πολύ ψηλά η μικρή και η γιαγιά της χαιρόντουσαν την ωραιότερη Πρωτοχρονιά τους».