Κάποτε, σ’ έναν πλανήτη πέρα απ’ το γαλαξία της Μαρ Σάρα, ζούσε ένας ιππότης.
Μετά την ιπποτική ακαδημία είχε ξεκινήσει με μεγάλη όρεξη την ιπποτική ζωή, να σκοτώσει δράκους, ν’ αγοράσει ένα μεγάλο αστρόπλοιο και να ζήσει σ’ έναν εξωπλανήτη με την αγαπημένη του πριγκηπέσσα -που θα είχε σώσει.
Πάντα όμως τον προλάβαινε κάποιος άλλος.
Στο κάστρο του δράκου Μελ που βρήκε το σημείωμα: «Ο ιππότης Λάνσελοτ ήταν εδώ». Όταν πήγε να σώσει τη πριγκίπισσα Μπάτερφλυ τον πρόλαβε ο Δον Σπαθάριους.
~
Μια μέρα που έψαχνε στις αγγελίες για ιππότες έπεσε πάνω σε μια εξαιρετική προσφορά για παντόφλες. Τις αγόρασε και συνέχισε να ψάχνει.
Κάπου στην τέταρτη σελίδα είδε μια ανακοίνωση:
«Ζητείται ιππότης να βρει το Ιερό Πληκτροπότηρο. Νέα στοιχεία οδηγούν στον πλανήτη Κόρχαλ.»
Το Ιερό Πληκτροπότηρο ήταν ένας θρύλος που κρατούσε από τα παλιά, αλλά ακόμα κι οι καλύτεροι ιππότες δεν είχαν καταφέρει να το βρουν -και να επιστρέψουν ζωντανοί. Οπότε η διαγαλαξιακή επιστημονική κοινότητα αποφάσισε ότι δεν υπάρχει το Holy Keybrail.
«Τι είχαμε τι χάσαμε» είπε ο ιππότης στο πιστό του ρομπότ-με-προσωπικότητα, τον Σαντσ-01. «Σ’ αφήνω υπεύθυνο στο σπίτι».
Χωρίς να χάσει χρόνο, έβαλε τη στολή του, ζώστηκε το διηλεκτρικό του σπαθί και σκαρφάλωσε στο αστρόπλοιο.
Κάποια στιγμή αφού ταξίδεψε πολύ στην απεραντοσύνη του διαστήματος, αντίκρισε μπροστά του τον πλανήτη Κόρχαλ.
Προσγειώθηκε, σκαρφάλωσε βουνά, διέσχισε πεδιάδες, μέχρι που είδε μια γιαγιά σε μια ξυλοκαλύβα -που στεκόταν στο πόδι μιας κότας.
«Καλημέρα καλή γιαγιούλα, ψάχνω το Ιερό Πληκτροπότηρο, μήπως ξέρεις πού θα το βρω;»
«Είμαι η Μπάμπα Γιάγκα!»
«Και γω είμαι ο Ιππότης, θα μου πεις τώρα;»
«Εε εντάξει, αλλά αν με βοηθήσεις θα σου δώσω μια συμβουλή!»
«Πώς μπορώ να σε βοηθήσω γιαγιά;»
«Γέρασα καλό μου παιδάκι, τα πόδια μου κρυώνουν. Χρειάζομαι ένα αφέψημα από γαλάζια τριαντάφυλλα. Για να τα βρεις θα πρέπει να-»
«Πάρε αυτές τις χνουδωτές παντόφλες, τις είχε προσφορά τις προάλλες», τη διέκοψε κι έβγαλε τις παντόφλες από τη τσάντα του.
Η Μπάμπα Γιάγκα έμεινε λίγο σκεφτική. Δοκίμασε τις παντόφλες, κούνησε τα δαχτυλάκια της και αποφάσισε ότι ήταν ευχαριστημένη.
«Θα περπατήσεις μέχρι να φτάσεις στο γεφύρι και μετά από κει άλλο τόσο. Κι όταν δεις τις πύλες του κάστρου, θα φωνάξεις Ατς καπουγιού κι οι πόρτες θα ανοίξουν.»
~~
Έτσι λοιπόν ο ιππότης περπάτησε ως το γεφύρι και ύστερα άλλο τόσο και έφτασε μπροστά στις πόρτες του κάστρου. Πήρε μια βαθιά ανάσα και φώναξε:
«Ατς καπουγιού!»
Οι πόρτες άνοιξαν κι ο ιππότης μπήκε μέσα. Σ’ ένα γραφείο καθόταν μια όμορφη κοπέλα.
«Με τις υγείες σας» του είπε.
«Μα δε φταρνίστηκα, φώναξα το σύνθημα να ανοίξουν οι πόρτες.»
«Οι πόρτες ανοίγουν μόνες τους, έχουν αισθητήρα. Είστε σίγουρα ιππότης;»
«Μα η γιαγιούλα…»
«Αα, μάλλον θα σας κορόιδεψε η Μπάμπα Γιάγκα, το συνηθίζει με τους επισκέπτες.»
«Εχεμ» έβηξε αμήχανα ο ιππότης.
(Πάνε και οι χνουδωτές μου παντόφλες)
«Να σου πω όμως, ψάχνω το Ιερό Πληκτροπότηρο, μήπως ξέρεις να μου πεις που θα το βρω;»
«Βέβαια ξέρω» του απάντησε η κοπέλα. «Πρέπει να ανέβεις τα 500 σκαλοπάτια να διαβείς τη χρωματιστή πόρτα κι ύστερα άλλα 500 σκαλοπάτια και να πας στον πάνω όροφο. Επειδή όμως είσαι ρομαντικό παιδί και σε συμπάθησα, πάρε αυτό το καπέλο από αλουμινόχαρτο. Όταν δεις μεγάλες οθόνες να βγαίνουν, να το φορέσεις.»
Έτσι λοιπόν ξεκίνησε ο ιππότης να ανέβει τα 500 σκαλοπάτια. Μα όταν τα ανέβηκε κι έφτασε μπροστά στη χρωματιστή πόρτα, η πόρτα δεν είχε πόμολο, μόνο χρώματα που αναβόσβηναν.
«Χμμ, κοίτα να δεις που αυτό πρέπει να είναι χρωματικός κώδικας Νορς. Μας έλεγαν οι καθηγητές ότι θα μας χρειαστεί και δεν τους άκουγα. Τι κάνουμε τώρα;»
Έκατσε λοιπόν απελπισμένος στα σκαλιά κι άρχισε να κλωτσάει τον τοίχο, ώσπου ξαφνικά, μια απ’ τις πλάκες υποχώρησε και μια αρμαθιά από καλώδια ξεχύθηκε μπροστά του.
Μπορεί ο ιππότης μας να μη διάβαζε πολύ, αλλά πιάνανε τα χεράκια του και για να περάσει η ώρα έκατσε να τα ξεμπλέξει και να τα διορθώσει. Τα αποσύνδεσε όλα και τα ξανάβαλε προσεκτικά στη θέση τους. Κοίταξε ένα καλώδιο που έμεινε στα χέρια του.
«Πώς γίνεται κάθε φορά αυτό να περισσεύει κάτι;» σκέφτηκε από μέσα του και έβαλε το καλώδιο στην τσέπη του.
Μόλις έβαλε την πλάκα στη θέση της ακούστηκε μια φωνή από τα ηχεία:
«Ουφ, σε ευχαριστώ ιππότη, γινόταν γείωση και είχε χαλάσει η σύνδεση με τα ηχεία από την τελευταία φορά που πέρασε το συνεργείο καθαρισμού και σφουγγάρισε. Είμαι η Τεχνητή Νοημοσύνη του κάστρου και για το καλό που μου έκανες θα σου ανοίξω την πόρτα.»
Ο ιππότης χαρούμενος, ανέβηκε και τα υπόλοιπα 500 σκαλοπάτια και έφτασε σε μια μεγάλη αίθουσα. Στο βάθος, καθισμένη σε ένα θρόνο, ήταν μια πανέμορφη γυναίκα. Καθώς την πλησίαζε, μεγάλες οθόνες άρχισαν να βγαίνουν και τότε θυμήθηκε την κοπέλα και φόρεσε το καπέλο από αλουμινόχαρτο.
«Γεια σου ιππότη»
«Ναι γεια σας, για το πληκτροπότηρο ήρθα.»
«Αν περάσεις και από την τελευταία δοκιμασία το πληκτροπότηρο θα είναι δικό σου γενναίε ιππότη.»
«Ωραία πάμε, γιατί αύριο ξεκινάει και το πρωτάθλημα, κρίμα είναι.»
«Θα παίξουμε ένα παιχνίδι. Θα βάλεις κάτι στο μυαλό σου κι αν δεν το μαντέψω κερδίζεις. Εύκολο;»
«Πανεύκολο»
«Λοιπόν;» τον ρώτησε η γυναίκα.
«Χμμμ… Τι έχω στη τσέπη μου;» ρώτησε ο ιππότης.
«Στην τσέπη σου;; Εε, ένα δαχτυλίδι για μένα;»
«Έχασες! Ένα καλώδιο!»
«Τι; Μα γιατί δε λειτούργησαν οι ανιχνευτές σκέψης;;»
«Το πληκτροπότηρό μου;» ρώτησε ο ιππότης.
«Και δεν έφερες ούτε καν ένα δαχτυλίδι για μένα;; Ξες ποια είμαι; Είμαι η Δόνα Ινφλουέτζα!»
«Και γω είμαι ο Ιππότης. Το πληκτροπ-»
«ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΛΗΚΤΡΟΠΟΤΗΡΟ! Μας έσκασες πια, εγώ είμαι το έπαθλο, μα πόσο ρηχός μπορεί να είσαι.»
«Δεν υπάρχει;;»
«Όχι βέβαια. Από όλους τους ιππότες που πέρασαν από εδώ, αυτός έτυχε να τα καταφέρει; Μόνο αυτός είχε την ευγένεια να βοηθήσει τη Μπάμπα Γιάγκα, την υπομονή να διορθώσει τα καλώδια, την τύχη να βρει την πλάκα; Τζάμπα τους σκότωνα τους άλλους τόσο καιρό; Δηλαδή τι θα πω στις φιλενάδες μου, θα γελάνε μαζί μου, θα.. ιππότηηη, που είσαι ιππότη;;;»
Μα ο ιππότης είχε ήδη κατέβει κάτω.
~
«Έχω μια άδεια θέση στο αστρόπλοιο, είσαι για καμιά βόλτα; Ξέρω ένα ωραίο μαγαζί.» ρώτησε την όμορφη κοπέλα του γραφείου.
«Ναι αμέ, έρχομαι» του απάντησε.
Και μπήκανε στο αστρόπλοιο και καλά περάσανε και παντρευτήκανε και σ’ έναν εξωπλανήτη στήσανε το σπιτικό τους κι απ’ όσο ακούω περνάνε μέλι.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε ο Νικηφόρος Αντωνιάδης, παίρνοντας στοιχεία από την nonsense λογοτεχνία, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής
Την εικονογράφηση την έκανε η αδελφή του Νικηφόρου.
Η σελίδα του Γελωτοποιού στο facebook https://www.facebook.com/gelotopoios/