Του Άρη Κεραμάρη
Τους άκουσα πρώτη φορά στο “μαγικό βοτάνι”. Υπήρχαν πιθανόν χρόνια πριν, αλλά έτσι έφταναν τα νέα στην επαρχία τότε . Με το περιστέρι.
Ήταν μια μπάντα που έπαιζε κολασμένα, ήταν προφανές πως αγαπούσαν τον Μποντλερ , τον Πόε ,τον Ρεμπώ. Ίσως τον Καρούζο και τον Μπουκόφσκι . Σίγουρα τα ξερά φύλλα ,τα μάρμαρα, τους ευγενικούς τρόπους, το κρασί και ο τραγουδιστής ήταν ο δικός μας Cave. Τι άλλο δηλαδή; Τι άλλο;
Η “απώλεια” ήταν ένας, τουλάχιστον βιτριολικός δίσκος. Μια ταπείνωση μπροστά στην απελπισία αλλά και συνέχεια εγκαταλειμμένων ονείρων …με οποιοδήποτε ρίσκο. Φτιαγμένος για να παρενοχλεί τις νύχτες μας. Πιο πολύ συμπόσιο ήταν. Ποιος ήταν καλεσμένος; Τι σημασία έχει.
Ήταν η νύχτα, η συγκίνηση και λόγια μυρωμένα με αλκοόλ που βγαίναν με την ψυχή στο στόμα. Μπροστά μας ,στάθηκαν οι τύποι και μας κόλλησαν στον τοίχο. Μόνο τα χέρια μας άφησαν ελεύθερα για να καπνίζουμε και να πίνουμε, να πίνουμε, να πίνουμε.
Στα τέλη των 90ς, ήταν όταν τους είδα πρώτη φορά. Στην τελευταία χρονιά του μαντζατο.
Θέλω πάντα να λέω πως σε εκείνη την συναυλία ήμασταν 13 άτομα . Κάτι σαν την συναυλία των sex pistols στο Μάντσεστερ. Πάνω από 20 δεν ήμασταν.
Θυμάμαι ακόμα το Weeping Song που είχε βάλει ο DJ μόλις είχε τελειώσει η συναυλία και ήταν σαν να μην είχε αλλάξει τίποτε. Μια παρέα συνομηλίκων ήμασταν σε ένα δικό μας μαγαζί. Δεν ξέρω γιατί αλλά, ακόμα και τώρα τόσα χρόνια μετά, κάθε που σκέφτομαι εκείνη την βραδιά ,στο μυαλό μου έρχεται το passenger.
Την δεύτερη φορά που τους είχα δει , δεν χωρούσαμε στο μαγαζί. Ένοιωθα χαρμολύπη. Το μυστικό είχε φύγει από τα χέρια μας. Αν γεννά κάτι η καθημερινότητα, αυτό είναι δικαιολογίες. Αφού κλείσει πρώτα τον ήχο .
Κάπου εκεί στον τρίτο τους δίσκο ,τους άφησα. Γιατί; Δεν ξέρω . Εδώ και ο έρωτας κουράζει. Ίσως να είχαμε όλοι αλλάξει. Αν περάσουν κάπως τα χρόνια , δεν χτυπάς εύκολα πολλές πόρτες, ακόμα και για την μουσική.
Ίσως υποσυνείδητα να τους κατέταξα στις αναμνήσεις μου, με όλη την ιερότητα αυτής της πράξης κι έτσι να έμεινε ο ήχος που κάνει το γυαλί, όταν σηκώνεις νωχελικά το ποτήρι για να το τσουγκρίσεις ίσα ίσα με του διπλανού, η μυρωδιά της βότκας με χυμό πορτοκάλι, τα ποιήματα φαντάσματα που ειπώθηκαν πάνω από μπάρες και που δυστυχώς ποτέ δεν σημειώθηκαν.
Συνέχισαν πάντως σίγουρα, να έχουν σκόρπια διαμάντια στις επόμενες δουλειές τους.
Την τελευταία φορά που τον είδα ήταν στο Beatnik. Την συναυλία δεν την είχα προλάβει κι όταν μπήκα, αυτός πάλευε να βάλει μουσική κάνοντας φριχτές επιλογές, με φριχτές αλλαγές. Τον κοίταξα.
Ένας βασιλιάς καρνάβαλος ανάμεσα σε όλους εμάς τους πιωμένους παλιάτσους, μα μόνος. Μόνος. Αυτό σκέφτηκα. Δεν θα πω τίποτα άλλο για αυτό. Αυτά είναι πράγματα που τα λες με βαθιά ανάσα και μετά δεν μιλάει κανείς. Δεν γίνεται όταν μιλάς για μουσική. Τα σκέφτομαι όταν τον ακούω μόνος. Έτσι κι αλλιώς την μοναξιά μέσα σε μαύρους καθρέφτες την βλέπεις κι αυτός το βίωνε στα στερνά του.
Το να του πω ένα μεγάλο ευχαριστώ, για τις ιστορίες που διηγήθηκε θα ήταν τόσο απρόσωπο και ανόητο σαν να έκανα πως τον πενθώ, με πένθος μιας μέρας (τι κακό κι αυτό, να προσπαθεί κάποιος να επιβεβαιώσει την παρουσία του ακόμα και μέσα από θανάτους), όταν κι εγώ μέσα στους άλλους τον παράτησα ή να εύχομαι ανοησίες όπως «καλό παράδεισο».
Νοήμων άνθρωπος ήταν. Την κόλαση και τον παράδεισο του τα είχε ήδη ζήσει. Το πένθος είναι για τους οικείους. Οπότε που και που θα σηκώνω το ποτήρι και αυτό θα φτάνει. Την στεναχώρια δεν την αγγίζει ο χρόνος .
Τα κρίνα είχαν την τύχη να έχουν τον Ροδοστογλου. Τον κορυφαίο ποιητή μιας παρέας, δεν θα πω γενιάς, δεν στέκει η λέξη. Όμως αυτό είναι άλλο θέμα. Είναι φορές που νομίζω πως ήταν μια μεταφυσική επικοινωνία. Ένα ομαδικό κλείσιμό σε ασανσέρ. Η αίσθηση πως θα γυρίσουμε πίσω ένας λιγότερος (μήπως δεν συνέβη;).
Και αυτή ακριβώς είναι η λέξη “απώλεια” .
Τα κρίνα θα είναι πάντα σημαντικά για μένα, γιατί κάθε μεγάλη , κάθε σκληρή μου απώλεια με τραγούδια τους την έντυσα. Αυτά, όχι για παρηγοριά.
Τι άλλο είναι η παρηγοριά εκτός από συκοφαντία της στιγμής;