Του Άρη Κεραμάρη
Η πιο συγκλονιστική , ίσως, σκηνή στο 1900 είναι στο τέλος .
Όταν ο κομμουνιστής Ντεπαρτιέ παρεμβαίνει στο λαϊκό δικαστήριο, που έχει στηθεί στην αλωμένη βίλα, για τον αφημένο στην μοίρα του… πατρόνε Ντε Νιρο.
Η φράση πως “το αφεντικό πέθανε και πως ο Ντε Νίρο που κάθεται στο εδώλιο ενώπιον τους, είναι η μεγαλύτερη απόδειξη πως το αφεντικό πέθανε” ηχεί εξωπραγματική στα αυτιά των απλοϊκών χωρικών, που μέχρι εκείνη την στιγμή, μετά τα τραγούδια, με μνησικακές και ανεξίτηλες θύμησες είχαν καταδικάσει σε θάνατο το αφεντικό, ακόμα και στο όνομα δυο γενιών πίσω του. Πραγματικό θάνατο. Καπούτ.
Στα επόμενα λεπτά η λυρική αφήγηση της ταινίας παύεται καθώς εισέρχεται στον ώμο ρεαλισμό , με την εμφάνιση των καμιονιών (με κόκκινες σημαίες) της Επιτροπής Εθνικής απελευθέρωσης και το βίαιο μάζεμα των όπλων (σας θυμίζει κάτι;)
Η ανταλλαγή του όπλου με την σημαία, η μετατροπή του αντάρτη σε ψηφοφόρο και της συνέλευσης σε βουλή αντιπροσώπων γίνεται το ίδιο ωμά ρεαλιστικά, πριν να έρθει η ώρα.
Μαφίες, μαφίες, μαφίες.
Η σκηνή κορυφώνεται σαδιστικά, όταν αφού έχουν μαζευτεί τα όπλα , από τους υποτίθεται εχθρούς του, ο Ντε Νίρο σηκώνεται από την καρέκλα τακτοποιώντας τα ρούχα του και λέγοντας στον Ντεπαρτιέ πως “το αφεντικό ζει.”
Η ταινία τελειώνει δείχνοντας τους δυο τους ως τα βαθιά γεράματα, να αλληλοτραβιούνται για την φράση, την πουτάνα, που την έκαναν πουτάνα τα λεφτά του Ντε Νίρο, τους μελανοχιτώνες ή γιατί ξύπνησαν στραβά σαν δυο τίμια ξεμωραμένα γερόντια, ενώ το πλήθος έχει διαλυθεί χαρούμενο και μεθυσμένο κάτω από μια τεράστια κόκκινη μπαλωμένη σημαία.
Η ιστορία του μεσογειακού νότου, από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και μετά είναι πανομοιότυπη. Φτώχεια , αγροτιά, ένδοξοι πρόγονοι, δικτατορίες, αντάρτικο με αρχίδια, προδοτικά κόμματα, θεριεμένο παρακράτος, άρχουσα τάξη δοσιλογική και για αυτό εφτάψυχη, προσήλωση για χρόνια στο όραμα του κέρατος της Αμάλθειας μιας επιδοτούμενης σοσιαλδημοκρατίας, υδροκεφαλισμός, κρίση οικονομική, πανίσχυρη εκκλησία, γλυκές φωνές των ποιητών που έγιναν εμπορεύματα, εσωτερικά ταξίδια, μαφίες, μαφίες, μαφίες.
Η ομορφιά πληρώνεται ακριβά. Πολύ ακριβά.
Μαφίες, μαφίες, μαφίες.
“Είμαστε η συνέχεια της Βάρκιζας. φυτρώσαμε από το δάκρυ του αντάρτη και το μόνο βουνό που αγαπήσαμε ήταν τα στοιβαγμένα όπλα. Από παντού μαζεύουμε τα πράγματα μας, με το βλέμμα σε ένα μπαλκόνι στην Λαμία, μα δυστυχώς με νύξεις συνεννοούμαστε πάντα από το αντίκρυ πεζοδρόμιο.
Γλεντοκόποι επετειαστές…”