Θα γράψουν πάρα πολλοί για τον Γιάννη Μπεχράκη σήμερα, αύριο, τις μέρες, τα χρόνια που θα ακολουθήσουν. Έφυγε νωρίς… Αλλά πότε, αλήθεια, ένας άνθρωπος που αγαπιέται επειδή απλά υπάρχει και δίνει έτσι credits στην ομορφιά, δεν φεύγει νωρίς; Για οικείους και μη.
- του Δημήτρη Βεργίνη
Δε θα μιλήσω για την τέχνη του αν και ήταν ό,τι κοντινότερο σε αυτό που ο Σαλμάν Ρούσντι κάποτε στο “Η γη κάτω απ’ τα πόδια της” είχε περιγράψει περίπου (από μνήμης το μεταφέρω) ως “φωτογραφίζω γιατί βλέπω αυτό που οι άλλοι δε βλέπουν, λέω συνέχεια “-το είδες αυτό;” και κανείς δεν έχει δει ενώ ήδη έχω πατήσει το κλικ”. Ήταν ο άνθρωπος που στα κλικ του όριζε την “αποφασιστική στιγμή” του Καρτιέ-Μπρεσόν.
Από όσα έχει κάνει, ζήσει, φωτογραφίσει και δώσει σε όλους μας για να μην μπορούμε να πούμε ότι “δεν ξέραμε”, όπως αγαπούσε να λέει, κρατάω πάντα φυλαχτό αυτή τη φωτογραφία. Αυτήν παραπάνω.
Ήταν Σεπτέμβρης του 2015, στον πρώτο μήνα του το προσφυγικό μετά το ξέσπασμά του. Η Ειδομένη καν στημένη κι όλη η χώρα σε μια ημι-άγνοια, σε έναν ημι-παροξυσμό. Μόλις είχα επιστρέψει απ’ το νησί κι είχα ήδη πάει μια φορά ως τα σύνορα, σε πρώτη φάση “για να δω”. Την πέτυχα τυχαία μπροστά μου.
Αλλάζει μια φωτογραφία μια ζωή; Δεν ξέρω να πω αν την αλλάζει σε στροφή 180 μοιρών. Ξέρω όμως ότι μπορεί να την κάνει να διαλέξει δρόμο σε μια κρίσιμη στιγμή. Μια τέτοια ήταν τότε για μένα. Ένας πατέρας, ένα κορίτσι αγκαλιά, ένα αυτοσχέδιο αδιάβροχο, μια καταιγίδα. Ο δρόμος για την Ευρώπη, η σωτηρία, εν τέλει αυτό που τράφηκε μέρα τη μέρα, βήμα το βήμα από την αρχή: η ελπίδα. Το κλικ της αποτύπωσής της. Το “παρ’ όλα αυτά θα νικήσουμε, δεν έχει αλλιώς, δεν έχει πώς, θα τα καταφέρουμε, θα νικήσουμε αν εμείς μαζί”.
Με τα δικά του λόγια, δυο χρόνια μετά σε συνέντευξή του στον Γιώργο Αρχιμανδρίτη στην Καθημερινή αυτή η φωτογραφία ήταν αυτά:
“Ήταν στην Ειδομένη τον χειμώνα του 2015, όταν είδα αυτόν τον πατέρα που κουβαλούσε μέσα στη βροχή, για πολλά χιλιόμετρα, την κόρη του. Φορούσε μια αυτοσχέδια κάπα από σκουπιδοσακούλες για να προστατεύεται από τη βροχή. Και κάποια στιγμή, πηγαίνοντας προς αυτό που πίστευε ότι ήταν η ελευθερία και η λύτρωση, έσφιξε την κόρη του δυνατά στην αγκαλιά του και τη φίλησε. Όταν τον είδα να περπατά στη μέση του δρόμου έτσι με μια δύναμη και μια αγάπη, μου φάνηκε τεράστιος, σαν σούπερ ήρωας. Κι επειδή έχω κι εγώ μια κόρη στην ηλικία της δικής του, η σκηνή αυτή με συγκλόνισε. Λέω μάλιστα πολλές φορές χαριτολογώντας, ότι με αυτή τη φωτογραφία απέδειξα, ότι οι σούπερ ήρωες δεν υπάρχουν μόνο στη φαντασία μας. Υπάρχουν και στη ζωή. Μπορεί να είναι ένας απλός άνθρωπος, χωρίς μόρφωση, ένας φτωχός, ένας ζητιάνος, κάποιος που δεν του δίνεις ενδεχομένως καμία σημασία. Έρχεται όμως μια στιγμή, που αυτός ο άνθρωπος θα κάνει μια πράξη τόσο δυνατή, που θα σε αφήσει άναυδο με την ομορφιά της.”
Για μένα, απ’ την πρώτη στιγμή, απ’ το πρώτο μάγκωμα, το πρώτο δάγκωμα στο στομάχι, το πρώτο βούρκωμα, το πρώτο σοκ, την πρώτη συνειδητοποίηση του “τι ζούμε και τι πρόκειται να ακολουθήσει”, αυτή η φωτογραφία ήταν δυο λέξεις. Ακόμη και σήμερα δεν είμαι 100% σίγουρος αν αφορούσαν στον πατέρα ή τον φωτογράφο. Τείνω να πω και στους δύο: Ιδέ άνθρωπος!