Κείμενο: Μουντούρης Παναγιώτης
ΠΕΛΑ ΣΟΥΛΤΑΤΟΥ
Ανάποδες στροφές
εκδ. ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
Ένας θυμωμένος και οργισμένος δεκαοκτάχρονος, ασθματικός, φυγόδικος και φυγόποινος σε όλη του την πορεία, με έντονη αίσθηση της ντροπής και με ένα τυραννικό συναίσθημα που τον κάνει να μην αντέχει την ίδια του την ύπαρξη. Η Μαρία, η μητέρα του Μανόλη, μετά το ναυάγιο της συζυγικής της ζωής και με την κρίση εγκατεστημένη ποικιλοτρόπως στην καθημερινότητά της, πνιγμένη στα χρέη, στερημένη και ανέγγιχτη από απολαύσεις, παραδομένη σε επιδερμικές σαρκικές περιπτύξεις.
Διαβάζοντας κανείς τη νουβέλα της Πέλας Σουλτάτου “Ανάποδες στροφές” ίσως δυσκολευτεί να καταλήξει ποιος είναι ο ήρωας της ιστορίας. Και ο λόγος για τον οποίο να είναι δύσκολο να καταλήξει κανείς στον πρωταγωνιστή της πρόζας, να είναι η συγχωνευτική σχέση μητέρας και γιου, η υπερβολική “έκθεση” της Μαρίας στον Μανόλη, η αδιάσπαστη εικόνα αυτής της δυαδικότητας λόγο της απουσίας ενός συμβολικού τρίτου.
Ο Μανόλης, λίγο πριν δύσει ο χρόνος, στο μεταίχμιο του παλιού με το νέο, αδυνατεί να ακολουθήσει την παρέα του στα μπουζούκια, και πως θα μπορούσε άλλωστε αφού στην τσέπη του υπάρχουν μόνο πέντε ευρώ. Για να τιθασεύσει τα αισθήματα οργής και ζήλειας προφασίζεται το πρόβλημα υγείας που έχει, είναι ασθματικός. Στην αδυναμία του να εμπεριέξει, να μεταβολίσει και να ενσωματώσει στο Εγώ του τον αποκλεισμό από τον Άλλον, τον φθόνο του για αυτό που έχει στην κατοχή και απολαμβάνει ο Άλλος, αποφασίζει να επιστρέψει σπίτι και να βρει τις οικονομίες της μητέρας του για την επικείμενη κατάταξή του στο στρατό «κοχλάζει τώρα στα τρίσβαθα, είναι μεγάλη ξεφτίλα όλοι γύρω να γιορτάζουν κι εσύ να μην έχεις, αν δεν το έζησες, δεν ξέρεις τι πάει να πει να είσαι στην απέξω, ειδικά τέτοιες μέρες, η άδεια τσέπη σε ξεφτιλίζει». Στην προσπάθειά του να ανακαλύψει το κομπόδεμα βρίσκεται μπροστά σε ένα ημερολόγιο – αμαρτολόγιο της μητρός. Αν θέλουμε να δούμε τον Μανόλη να καταρρέει ψυχικά, να παλινδρομεί, να χάνει τον έλεγχο του εαυτού του, να κλυδωνίζεται η ζωή του και να τρέμει στην προοπτική της τιμωρίας – έστω και για πρώτη φορά στη ζωή του – θα πρέπει να εμπιστευτούμε τη γραφή της Πέλας Σουλτάτου η οποία σκηνογραφεί μια παραλλαγή της τραγωδίας του Οιδίποδα.
Η κατάκτηση της υποκειμενικότητας στον Μανόλη φαντάζει διόλου ρεαλιστική και εφικτή. Η απουσία του πατέρα και η αδυναμία εγκαθίδρυσης μιας τριαδικής σχέσης με ξεκάθαρα όρια, αποστάσεις, ηθικούς φραγμούς και νόμους που τιθασεύουν τα ένστικτα και τις ενορμήσεις απουσιάζουν από το ψυχικό πορτρέτο του Μανόλη « θυμός, πολύς θυμός, έπαιρνε ανάποδες στροφές το μυαλό του, έβρισκε χαρά στα σπασίματα […] ποτέ δεν τη θυμάται να τον μαλώνει για τις σκανταλιές του». Για να μην εξελιχτεί σε έναν σύγχρονο Οιδίποδα «έψαχνε σπιθαμή προς σπιθαμή, κάθε πιθανή κρυψώνα, πρώτη φορά έπεφτε στα χέρια του φορεμένο βρακί της μάνας του, του’ρθε αυθόρμητα να το φέρει στη μύτη του, να δει πως μυρίζει το πράγμα που τον γέννησε» προσπαθεί να γίνει ένας σύγχρονος Τηλέμαχος που αναμένει και προσδοκά την επιστροφή του συμβολικού τρίτου, της πατρικής λειτουργίας, την εγκαθίδρυση της γενεαλογικότητας μέσα στην οικογένεια και την ανακούφιση από αρχέγονα αχαλιναγώγητα ένστικτα και επιθυμίες. Η επιστροφή του Οδυσσέα όμως δεν ήρθε ποτέ για τον Μανόλη.
Ποιο είναι αυτό το λεπτό σημείο που διαχωρίζει το παράλογο από τη λογική; τη νεύρωση από την ψύχωση; τη σκέψη από το πέρασμα στην πράξη; Αυτό το ερώτημα μοιάζει να ενεδρεύει πίσω από την “ασθματική” πλοκή σε αυτή τη νουβέλα και πολύ σύντομα η συγγραφέας θα δημιουργήσει, με ένα ευφυές “παπαδιαμαντικό” εύρημα, τις προϋποθέσεις για να απαντηθεί
Πρόκειται αναμφισβήτητα για μια νουβέλα που θα “ταρακουνήσει” το αναγνωστικό κοινό καθώς σε όλη την έκταση της πλοκής η συγγραφέας “μπαλατζάρει” τον αναγνώστη σε ένα λογοτεχνικό εκκρεμές. Ο παλιός ο χρόνος και η παράδοση της σκυτάλης στο νέο έτος, η λεπτή γραμμή ανάμεσα στη νεύρωση και την ψύχωση, η τραμπάλα μεταξύ λογικής και παράδοξου όπως και η εναλλαγή της γραφής σε αυτή της παραδοσιακής ντοπιολαλιάς της Κρήτης και αυτής της νεοελληνικής αργκό.