(Το ακόλουθο διήγημα έγραψε ο Γιάννης Ζερβός, απόφοιτος του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής και φίλος.
Είναι μια ιστορία για τον έρωτα, όπου εμπλέκεται ο ποιητής Δάντης, ο ντέλα Σκάλα, ηγεμόνας της Βερόνα, κι ο ζωγράφος Τζότο. Είναι κάπως μεγάλη για τα διαδικτυακά δεδομένα, αλλά είναι και πολύ όμορφη.)
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
«Έχεις υπόψη σου το παρεκκλήσι της Αγίας Ελένης, στη βορειοδυτική πλευρά του καθεδρικού της Βερόνα;»
Η ερώτησή του με ξάφνιασε. Ήταν ώρες τώρα που λαγοκοιμόταν στο κάθισμά του. Προφανώς, λόγω της αρρώστιας, το μακρύ ταξίδι τον είχε εξαντλήσει. Αναζήτησα το βλέμμα του, όμως τα μάτια του ήταν στραμμένα προς το παράθυρο της άμαξας. Προσπαθούσε να αφήσει το νου του ελεύθερο να περιπλανηθεί στο πανέμορφο τοπίο, νομίζω όμως πως δεν τα κατάφερνε.
Ήταν ένα ήρεμο σούρουπο του Σεπτεμβρίου, και κατευθυνόμασταν με αργό ρυθμό προς τη Ραβέννα. Όπως τα υπολόγιζα, θα χρειαζόμασταν μία μέρα ακόμη για να φτάσουμε στον προορισμό μας. Έπρεπε λοιπόν να διανυκτερεύσουμε σε κάποιο πανδοχείο και να συνεχίσουμε το δρόμο μας το επόμενο πρωινό.
«Ξέρεις ποιο παρεκκλήσι λέω, εκείνο με το πολύ παλιό ψηφιδωτό δάπεδο, θα είναι και χιλίων ετών…»
Τον Dante Alighieri τον είχα γνωρίσει μόλις πριν από μερικές ημέρες, όταν με προσέλαβε ως βοηθό του. Μολονότι, όπως έμαθα αργότερα, ήταν σπουδαίος ποιητής, εγώ δεν τον είχα ούτε ακουστά. Με είχε επιλέξει γιατί γνώριζα γραφή. Μάλιστα, παρότι τότε ήμουν μόλις δεκαοκτώ ετών, είχα σκαρώσει και κάποια ποιήματα. Όπως μου είχε εξηγήσει, μοναδική δουλειά μου θα ήταν να καταγράφω όσα θα μου υπαγόρευε, καθώς εκείνος δεν είχε πλέον τις απαιτούμενες δυνάμεις.
Τον καθεδρικό της Βερόνα, την Santa Maria Matricolare, φυσικά και τον γνώριζα. Ήταν μια πανέμορφη βασιλική, περίπου δύο αιώνων. Βέβαια, δεν είμαι και τόσο παρατηρητικός: θυμόμουν το παρεκκλήσι, όχι όμως και το ψηφιδωτό. Παρ’ όλ’ αυτά, επειδή δεν ήθελα να φανώ αδαής, προσποιήθηκα ότι γνώριζα για ποιο πράγμα μιλάει και έκανα κάποιο αόριστο σχόλιο για τα χρώματα των ψηφίδων.
«Εκεί είχε πάει να ξεκουραστεί από τη δουλειά του ο Ambrogiotto, ο ζωγράφος. Από εκεί, λέει ότι τα είδε και τα άκουσε όλα.»
Αναρωτήθηκα για ποιο πράγμα να μιλάει, όμως δεν θέλησα να τον διακόψω. Έχω καλό μνημονικό, προσπάθησα λοιπόν να ακούσω προσεκτικά όσα θα έλεγε, ώστε να τα καταγράψω αργότερα στο πανδοχείο.
«Ο επίσκοπος Teobaldo του είχε αναθέσει μια νωπογραφία με θέμα τη ζωή του Αγίου Βαλεντίνου, και ο Ambrogiotto είχε περάσει όλη την ημέρα στον καθεδρικό, δουλεύοντας πυρετωδώς. Μου είπε πως, εκείνο το πρωινό, είχε παρακολουθήσει ένα συμβάν: έξω από το παρεκκλήσι, ο εντεκάχρονος βοηθός του επισκόπου, ο Rolanduccio, ήρθε σε σύγκρουση με έναν δόκιμο μοναχό με το όνομα Zohane. Μιλούσαν χαμηλόφωνα και ο Ambrogiotto δεν γνωρίζει τι ειπώθηκε, όμως ένιωσε ότι ο μοναχός πίεζε τον νεαρό βοηθό να κάνει κάτι, και εκείνος αρνούνταν. Κατά κάποιο τρόπο λοιπόν, δεν ήταν έκπληξη για τον Ambrogiotto όταν είδε αργότερα, μπροστά στην είσοδο του καθεδρικού, τον Rolanduccio να στέκεται θαρρετά μπροστά στον επίσκοπο Teobaldo.
Με βλέμμα καθαρό, του ανακοίνωσε ότι δεν σκόπευε πλέον να τους υπηρετεί. Όμως ο Teobaldo αντέδρασε με δυσαρέσκεια, ή ακόμη σωστότερα με οργή.
– Πού νομίζεις ότι μπορείς να πας; Και μάλιστα χωρίς να έχεις πάρει άδεια από μένα;
– Δεν τη χρειάζομαι, απάντησε με αφέλεια ο Rolanduccio. Με τη θέλησή μου ήρθα εδώ, με τη θέλησή μου φεύγω.
– Είσαι ορφανός, δεν είσαι από τα μέρη μας, η εκκλησία είναι η μόνη οικογένεια που έχεις. Μακριά από εμάς θα χάσεις το δρόμο σου.
– Ακόμα δεν ξέρω ποιος είναι ο δρόμος μου…
Άκουσα από τον Ambrogiotto την απάντηση που έδωσε ο μικρός, αλλά το φτωχό μυαλό μου δεν μπόρεσε να διακρίνει το φλογερό πνεύμα πίσω από τα λόγια. Επιπόλαια έκρινα πως, καθώς ο Rolanduccio ήταν ακόμη παιδί, είχε το πλεονέκτημα: η έλλειψη σύνεσης είναι συνήθης σε αυτή την ηλικία, και εύκολα μπορεί να εκληφθεί ως θάρρος. Όπως έμελλε όμως να αποδειχτεί, η κρίση μου ήταν όχι μόνο επιπόλαιη, αλλά και πολύ άστοχη. Όπως κι αν είχε, ο Teobaldo δεν θα μπορούσε ποτέ να αποδεχτεί τέτοια απαξίωση, και ξέσπασε με οργή.
– Όπου κι αν πας μικρέ, να θυμάσαι ότι όλοι οι δρόμοι οδηγούν στον Θεό! Όποιον δρόμο και αν πάρεις, θα με βρεις μπροστά σου!»
Ο Dante σταμάτησε να μιλά, μόρφασε, έπιασε την κοιλιά του και δίπλωσε από τον πόνο. Τον είχα ήδη δει πολλές φορές σε αυτή την κατάσταση και, παρότι τον συμπονούσα, είχα αρχίσει να το συνηθίζω. Ούτως ή άλλως, νομίζω πως η ασθένειά του είχε επηρεάσει τη διανοητική του κατάσταση. Όμως, ωσάν αυτό να μην ήταν αρκετό, συχνά υπέφερε και από κρίσεις. Πρώτα πόνοι στην κοιλιά και στους μυς, ίσως παραλήρημα, ύστερα λίγο κρασί με μπελαντόνα για ανακούφιση, προσωρινή ηρεμία, μετά παραισθήσεις από το ίδιο το φάρμακο, λήθαργος, και πάλι από την αρχή. Αυτή ήταν πλέον η μοίρα του μεγάλου ποιητή, καθώς πλησίαζε αναπόδραστα προς το θάνατο.
– Γιατί δεν αφήνεις τους γιατρούς να σε βοηθήσουν; τον ρώτησα. Αφού είπαν πως έχεις malaria…
«Malaria…» επανέλαβε σαρκαστικά. «Πιστεύεις πραγματικά πως εισέπνευσα κακό αέρα; Εγώ πάντως όχι… Κοίτα, βρίσκομαι σε προχωρημένη ηλικία, έχω εξασθενίσει από τους εμετούς, ο πονοκέφαλος είναι ακατάπαυστος, και οι πόνοι στο σώμα αφόρητοι. Ξέρω πως πλησιάζω στο τέλος. Πώς να βοηθήσουν οι γιατροί; Επειδή πρότειναν να μου ακρωτηριάσουν, έτσι χωρίς λόγο, ένα πόδι;… Α! Μου έδωσαν και εναλλακτική λύση, να γίνει λέει τρυπανισμός του κρανίου μου… Μεταξύ μας, φοβάμαι πως η ιατρική βρίσκεται πιο κοντά στη μαγεία παρά στην αλήθεια…»
Είχε πλέον σκοτεινιάσει, όμως πλησιάζαμε σε ένα χωριουδάκι. Ρώτησα τον οδηγό της άμαξας αν γνώριζε κάποιο κοντινό πανδοχείο, και μου ανέφερε ένα στις παρυφές του χωριού. Κοίταξα ερωτηματικά τον Dante και εκείνος, με ένα κουρασμένο νεύμα, συμφώνησε να διανυκτερεύσουμε.
Μια ώρα αργότερα η άμαξα ήταν πίσω από το πανδοχείο, τα άλογα στον στάβλο για να τα φροντίσει ο γιός του πανδοχέα, ο οδηγός τακτοποιημένος σε ένα δωμάτιο που είχε πληρώσει με γενναιοδωρία ο Dante, και ο ποιητής ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του. Εγώ, είχα πάρει θέση δίπλα του σε ένα πρόχειρο τραπεζάκι, με ένα κερί στα αριστερά μου να αποτελεί το μοναδικό φως του δωματίου. Άνοιξα την πάνινη θήκη που κουβαλούσα στη μέση μου, και έβγαλα την πένα και το μελανοδοχείο. Σημείωσα στα γρήγορα όσα μου είχε αναφέρει στην άμαξα, και ήμουν πλέον έτοιμος να καταγράψω τα λόγια του με κάθε λεπτομέρεια, ακόμη και αν θα χρειαζόταν να ξαγρυπνήσω όλη τη νύχτα.
«Είχα την πρόθεση, μόλις επιστρέψουμε στη Ραβέννα, να αφιερωθώ στην καταγραφή αυτής της ιστορίας. Όμως το νιώθω, δεν είναι αυτό το θέλημα του Θεού, ο θάνατος με προλαβαίνει. Ας είναι… Όπως κι αν γίνει, έχω ελάχιστη υποχρέωση να εξασφαλίσω ότι τα γεγονότα αυτά δεν θα λησμονηθούν: πέρασε πάνω από ένας χρόνος, η μνήμη του Rolanduccio χάνεται, και αυτή η αδικία με κατατρώει χειρότερα και από την αρρώστια, χειρότερα κι από το θάνατο. Κράτα λοιπόν σημειώσεις, γιατί πρόκειται για ιστορία που είναι τόσο απίστευτη, όσο και πραγματική. Μια ιστορία που δεν θα μπορούσε να έχει συμβεί, αν δεν τύχαινε να βρεθούν την ίδια στιγμή και στην ίδια πόλη, στη Βερόνα, δύο άνθρωποι με προσωπικότητες εμβληματικές: Ο Rolanduccio, και ο άρχοντας της πόλης, ο Cangrande della Scala».
_ _ _
«Πάει σχεδόν ενάμισης χρόνος από τότε. Είχα βρεθεί και πάλι στη Βερόνα, προσκεκλημένος του Cangrande. Με εκτιμούσε πολύ, και ήθελε να ανανεώσουμε τη φιλία μας. Μάλιστα, τούτη ήταν η τρίτη φορά που βρισκόμουν κοντά του. Η πρώτη ήταν πριν πολλά χρόνια, το 1302, όταν είχα αναγκαστεί να φύγω εσπευσμένα από την πόλη μου, τη Φλωρεντία. Τότε, με είχε φιλοξενήσει ο μεγαλύτερος αδερφός του Cangrande, o Bartolomeo della Scala. Ο Cangrande ήταν πολύ νεαρός ακόμα, θα έλεγα περίπου δέκα-έντεκα ετών.
Τον πρωτογνώρισα με το πραγματικό όνομά του: Can Francesco. Βλέπεις, δεν είχε αποκτήσει ακόμη το προσωνύμιο «Cangrande». Παρ’ όλ’ αυτά, ο νεαρός Can Francesco με είχε εντυπωσιάσει από τότε με το πνεύμα του. Ήταν ιδιαίτερα ευφυής, και καταρτισμένος σε πολλά θέματα. Μάλιστα, είχε μια ιδιαίτερη κλίση προς τη θεωρητική σκέψη: σε ζητήματα λογικής, ηθικής ή και θεολογίας, ακόμη και όταν δεν είχε τις γνώσεις ώστε να στηρίξει την άποψή του με επιχειρήματα, είχε την ικανότητα να επιλέγει το σωστό ενορατικά. Ξέρεις, ο δρόμος προς τη σοφία δεν είναι το ίδιο μακρύς για όλους, και ο Can Francesco ήταν από εκείνες τις σπάνιες περιπτώσεις: κατά κάποιον τρόπο, έμοιαζε να έχει γεννηθεί σοφός.
Παρότι ήμουν σχεδόν τριάντα χρόνια μεγαλύτερός του, από την πρώτη στιγμή ο Can Francesco ανέπτυξε μαζί μου μια σχέση εμπιστοσύνης. Από την άλλη, ο Bartolomeo με εκτιμούσε απεριόριστα. Μου ζήτησε λοιπόν να παραμείνω ως φιλοξενούμενος, και να λάβω ενεργό μέρος στην εκπαίδευση του μικρού. Δυστυχώς όμως, είχα άλλες υποχρεώσεις. Έφυγα λοιπόν από τη Βερόνα, και δεν επέστρεψα παρά δέκα χρόνια αργότερα, ίσως και περισσότερο.
Αυτή τη φορά, πήγα ως επίσημος προσκεκλημένος από τον ίδιο τον Can Francesco. Ήταν πλέον είκοσι δύο ετών και είχε αναλάβει από καιρό την εξουσία. Όταν έφτασα, ανακάλυψα με θαυμασμό ότι ο κόσμος της Βερόνα, εντυπωσιασμένος από την πρώιμη πνευματική ανάπτυξή του, αλλά και από τη ρώμη του, τον αποκαλούσε με το όνομα με το οποίο είναι ως σήμερα γνωστός: Cangrande della Scala.»
Πήρα το θάρρος να διακόψω τη διήγησή του και να ρωτήσω.
– Για ποιο λόγο «Can-grande»; Κατανοώ γιατί διάλεξε το δεύτερο συνθετικό, «Μέγας», αλλά γιατί Σκύλος; Ακούγεται κάπως ειρωνικό…
Ο Dante χαμογέλασε. «Έχεις δίκιο, όμως δεν είναι έτσι. Γνωρίζεις εκείνη τη ντόπια φυλή σκύλου, τα mastino; Ε λοιπόν, δεν ξέρω γιατί, αλλά ο πρόγονος του Can Francesco, ο ιδρυτής της δυναστείας των Scaligeri, λεγόταν Mastino. Όταν λοιπόν ο Can Francesco έγινε δεκαοκτώ ετών, σκάρωσε αυτό το προσωνύμιο για τον εαυτό του. Ήταν ένα έξυπνο λογοπαίγνιο, και ταυτόχρονα ένας φόρος τιμής στον Mastino. Με διακριτικότητα, οι ακόλουθοί του φρόντισαν ώστε να διαδοθεί το όνομα στην πόλη. Οι κάτοικοι της Βερόνα, που τον αγαπούσαν αλλά και τον σέβονταν απεριόριστα, σύντομα το υιοθέτησαν. Έτσι, γεννήθηκε στην ψυχή τους ο Cangrande della Scala, ο ηγεμόνας.
Έμεινα στη Βερόνα για μερικά χρόνια, και ίσως ήταν τα πιο δημιουργικά χρόνια της ζωής μου. Ο Cangrande με είχε υπό την προστασία του. Με φιλοξένησε στο palazzo του, στην piazza dei Signiori. Έτσι, μπόρεσα να αφιερωθώ απερίσπαστος στη συγγραφή. Αυτός είναι και ο λόγος που στο τρίτο μέρος της Θείας Κωμωδίας, στον Παράδεισο, δεν τον αναφέρω απλά από υποχρέωση αλλά, αντίθετα, με ιδιαίτερα ένθερμους στίχους. Ένιωθα τότε γι’ αυτόν θαυμασμό και ευγνωμοσύνη.
Δεν ήμουν όμως ο μοναδικός προστατευόμενος του della Scala εκείνη την περίοδο. O Cangrande φιλοξενούσε στο palazzo του κι έναν σπουδαίο ζωγράφο, τον Ambrogiotto di Bondone. Ίσως τον έχεις ακουστά… είναι αυτός που ζωγράφισε στην Πάντοβα εκείνη τη διάσημη νωπογραφία με τη ζωή της Παρθένου και του Χριστού, στην Cappella degli Scrovegni. Ωραία χρόνια…» είπε, και στέναξε βαριά, με νοσταλγία. «Πολλές ώρες την ημέρα απομονωνόμουν στο δωμάτιό μου για να γράψω, συχνά όμως επισκεπτόμουν και τον Ambrogiotto στο εργαστήρι του. Και τα περισσότερα βράδια, μαζί με τον Cangrande, συζητούσαμε για τα θέματα της πόλης ή, με την ίδια σοβαρότητα, περί φιλοσοφίας ή τέχνης. Όμως, δεν ήταν και λίγες οι φορές που ο Cangrande δεχόταν για δείπνο διάφορους προσκεκλημένους. Σε αυτές τις περιπτώσεις, μου ζητούσε πάντοτε να παρευρίσκομαι κι εγώ, διότι μετά το φαγητό ανοίγαμε σοβαρές συζητήσεις επί παντός επιστητού. Αυτές οι συζητήσεις συνήθως κατέληγαν να μοιάζουν περισσότερο με διαγωνισμό ρητορικής και επιχειρηματολογίας. Αυτή ήταν, βλέπεις, η αγαπημένη ψυχαγωγία του Cangrande.
Κύλισαν έτσι έξι όμορφα χρόνια, όμως κάποια στιγμή η άνετη ζωή έκαμψε τη δημιουργικότητά μου. Παρότι τελικά η κάμψη αποδείχτηκε προσωρινή, είχα αρχίσει να φοβάμαι ότι έκανα κατάχρηση της φιλοξενίας του, καθώς δεν ήμουν πλέον παραγωγικός. Εκείνη ακριβώς την περίοδο, δέχτηκα πρόσκληση από το σημερινό αφεντικό μου, τον γνωστό σου Πρίγκηπα της Νάπολης. Μου πρότεινε να μου αναθέσει διοικητικό έργο και καθήκοντα ειδικού απεσταλμένου, και δεν αρνήθηκα.»
Τον ρώτησα αν η ιστορία που είχε να μου διηγηθεί εκτυλίχτθηκε κατά την πολύχρονη παραμονή του στη Βερόνα. Με ένα νεύμα, μου απάντησε αρνητικά. «Όλα έγιναν πριν από ενάμιση χρόνο, όπως σου είπα. Τότε, ο Cangrande έστειλε στη Ραβέννα ένα γράμμα και με ενημέρωσε ότι ο φίλος μου ο Ambrogiotto είχε επιστρέψει στη Βερόνα για λίγους μήνες. Θεωρούσε πως αυτό αποτελούσε εξαιρετική αφορμή για επανένωση, και με προσκαλούσε στην πόλη ώστε να περάσουμε λίγες εβδομάδες όλοι μαζί. Ενθουσιάστηκα. Σε λίγες μέρες είχα ξεκινήσει, αφού βέβαια είχα προηγουμένως εξασφαλίσει τη σχετική άδεια από τον Πρίγκηπα.»
Με δικιά μου πρωτοβουλία, οι σημειώσεις που κρατούσα ως εκείνη τη στιγμή ήταν κάπως συνοπτικές. Όμως, κατάλαβα ότι από εδώ και εμπρός θα ήθελε να καταγράφω τα λόγια του με ακρίβεια, οπότε τον παρακάλεσα να μου δίνει λίγο περισσότερο χρόνο. Έγνεψε καταφατικά, και συνέχισε.
«Κάπως έτσι λοιπόν, ένα πρωί πέρσι τον Μάιο, βρέθηκα να ετοιμάζομαι να περπατήσω για ακόμη μία φορά στους δρόμους της Βερόνα. Είχα φτάσει το προηγούμενο απόγευμα, και είχα τακτοποιηθεί στην piazza Erbe, στο ισόγειο ενός σπιτιού που μου παραχώρησε ο Cangrande για τη διαμονή μου. Το σπίτι βρισκόταν ψηλά, στη δυτική πλευρά της πλατείας, στο Borgoletto. Ξέρεις, τα σπίτια στο Borgoletto είναι χτισμένα πάνω σε ρωμαϊκά ερείπια. Νομίζω πως εκεί ακριβώς βρισκόταν κάποτε το καπιτώλιο, αλλά μπορεί και να κάνω λάθος, δεν έχει σημασία. Πάντως είναι γεγονός ότι, στον μπροστινό χώρο του σπιτιού, προέβαλλε από το δάπεδο ένα ογκώδες κομμάτι από χρωματιστό μάρμαρο, και είμαι βέβαιος ότι ήταν λείψανο από εκείνη την εποχή.
Το παράθυρο του σπιτιού έβλεπε προς την πλατεία. Άνοιξη· έμοιαζε όμορφο πρωινό. Ο ήλιος είχε ανατείλει πριν από καμία ώρα, όμως ακόμη δεν είχε νικήσει την πρωινή δροσιά. Ο κόσμος συγκεντρωνόταν ήδη στην πλατεία, η πόλη ζωντάνευε μπροστά στα μάτια μου. Βλέπεις, η piazza Erbe πάντα αποτελούσε το εμπορικό και πολιτικό επίκεντρο της πόλης.
Βγήκα έξω, ανακατεύτηκα με τον κόσμο. Κάποιοι αργοπορημένοι έμποροι έστηναν τελευταίοι τους πάγκους με την πραμάτειά τους. Από τις συνομιλίες που άκουσα, κατάλαβα ότι ο κόσμος είχε καλή διάθεση. Οι δουλειές πήγαιναν καλά, τα εμπορεύματα ήταν άφθονα, όχι μόνο τρόφιμα αλλά και ακριβά υφάσματα, ακόμα και σπάνια μπαχαρικά. Ζητιάνοι στις γωνίες δεν υπήρχαν και πολλοί. Ήταν προφανές ότι, χάρη στον Cangrande, η πόλη ευημερούσε.
Διέσχισα την πλατεία με κατεύθυνση προς εκείνο το κακόγουστο κτίσμα, τον πύργο των Lamberti. Από εκεί πήρα τον βραχύ δρόμο που οδηγεί στην piazza dei Signiori, όπου βρίσκεται και το palazzo του Cangrande. Ήθελα να συναντήσω τον οικοδεσπότη μου.
Ο Cangrande εκείνη την ώρα λάμβανε το πρόγευμά του. Με υποδέχτηκε ιδιαίτερα ένθερμα, και με προσκάλεσε να καθίσω μαζί του. Η συζήτησή μας ήταν εγκάρδια, και τα νέα που είχαμε να πούμε πολλά.
– Και πότε θα μπορούσα να συναντήσω τον Ambrogiotto; τον ρώτησα με προσμονή. Θα δειπνήσουμε μαζί σήμερα το βράδυ;
– Και βέβαια, μου απάντησε. Όμως, αν θέλεις, μπορείς να πας να τον βρεις τώρα κιόλας. Του έχω παραχωρήσει ένα χώρο στην άλλη πλευρά του ποταμού, κοντά στο San Stefano. Βλέπεις, μου ζήτησε να στήσει το εργαστήρι του σε κάποια πιο ήσυχη περιοχή, μακριά από το κέντρο της πόλης…
Τον κοίταξα με απορία. Απ’ όσο ήξερα, ο Ambrogiotto όχι μόνο δεν αποστρεφόταν τον έντονο ρυθμό της ζωής στο κέντρο, αλλά μάλλον τον απολάμβανε. Έκανα να ρωτήσω τον Cangrande, αλλά διέκρινα στο βλέμμα του μια σκιά που υποδήλωνε ανησυχία. Ήταν προφανές ότι κάτι τον προβλημάτιζε σχετικά με τη συμπεριφορά του Ambrogiotto, αλλά δεν ήθελε να το προσδιορίσει με σαφήνεια. Προφανώς, σε αυτό το θέμα, προσδοκούσε τη συνδρομή μου.»
Παρατήρησα ότι ο Dante είχε μια ελαφριά δυσκολία στην αναπνοή. Χωρίς να είμαι και σίγουρος, την απέδωσα στον πυρετό, που προφανώς ανέβαινε. Σηκώθηκα, πήρα μια πετσέτα και την μούσκεψα με νερό από το λαβομάνο. Μετά την τύλιξα, τη σφούγγισα, και την ακούμπησα προσεκτικά στο μέτωπό του. Ανακουφίστηκε.
«Σου είμαι ευγνώμων… πρέπει όμως να συνεχίσουμε. Κάθισε να κάνεις τη δουλειά σου… Άφησα τον Cangrande να ασχοληθεί με τις υποχρεώσεις του και ξαναβγήκα στην piazza dei Signiori. Παρατηρώντας πιο προσεκτικά, εντυπωσιάστηκα από τον ρυθμό ανοικοδόμησης: μέσα στα δύο χρόνια της απουσίας μου, η πλατεία είχε αλλάξει όψη. Πηγαίνοντας προς το ποτάμι, τον Αδίγη, πέρασα και από το εργοτάξιο της Sant’ Anastasia. Μεγάλος ναός, φιλόδοξο σχέδιο, όμως και πάλι με εντυπωσίασε η πρόοδος των εργασιών. Ήταν φανερό πως η Βερόνα, κάτω από την ηγεσία του Cangrande, θα γνώριζε σημαντική ανάπτυξη, ίσως μάλιστα η επικράτεια να επεκτεινόταν και στις γύρω περιοχές.
Από εκεί, βγήκα στην όχθη του Αδίγη και πέρασα απέναντι, στην περιοχή του San Stefano. Ρωτώντας τον κόσμο, αναζήτησα το εργαστήρι του Ambrogiotto. Ένας γέρος πλανόδιος που πουλούσε πλεχτά καλάθια μου το υπέδειξε.
– Είναι εκεί απέναντι, το ισόγειο. Εκείνο που έχει μπροστά την ανθισμένη αμυγδαλιά.
Τον ευχαρίστησα, αλλά δεν συγκρατήθηκα και σχολίασα ότι είναι Μάιος μήνας και οι αμυγδαλιές δεν ανθίζουν τέτοια εποχή.
– Τί να σου πω, μου απάντησε. Κανονικά, δίκιο έχεις. Όμως, δεν πάει πολύς καιρός, με το Πάσχα θα ήταν, που άρχισε να έρχεται ο ζωγράφος με εκείνον τον νεαρό. Από τότε, πέταξε ένα σωρό λουλούδια.»
_ _ _
Ο Dante σταμάτησε τη διήγησή του και μου είπε ότι είχε ανάγκη να ουρήσει. Εντόπισα το δοχείο νυκτός σε μια γωνιά και του το πήγα. Όμως, δεν μπορούσε να αυτοεξυπηρετηθεί. Τον ανασήκωσα προσεκτικά από το κρεβάτι, έβαλα το δοχείο μπροστά του και απέστρεψα το βλέμμα. Όχι μόνο από διακριτικότητα, αλλά, το ομολογώ, και από αηδία. Όταν τελείωσε, πήρα το κερί να φωτίζει το δρόμο μου και έβγαλα το δοχείο στο διάδρομο. Με τρόμο διαπίστωσα ότι είχε κατουρήσει αίμα, και μάλλον δεν το γνώριζε. Αποφάσισα να μην του το αναφέρω. Επέστρεψα στο δωμάτιο, ακούμπησα το κερί στο τραπεζάκι και κάθισα στη θέση μου για να συνεχίσουμε.
«Ευχαρίστησα τον γέροντα με τα καλάθια και προχώρησα προς το σπίτι που μου είχε υποδείξει. Χτύπησα την ξύλινη πόρτα και, όσο περίμενα, έριξα μια ματιά τριγύρω. Το ανθισμένο δέντρο ήταν πράγματι αμυγδαλιά, και πολλά άνθη τα είχε σκορπίσει τριγύρω. Ασυναίσθητα, έσκυψα να μαζέψω ένα. Εκείνη τη στιγμή, άκουσα το τρίξιμο της πόρτας που άνοιγε. Έβαλα το άνθος σε μια τσέπη ραμμένη εσωτερικά στο πανωφόρι μου, και σήκωσα το βλέμμα. Ο παλιός μου φίλος, ο Ambrogiotto, δεν γνώριζε ότι βρισκόμουν στην πόλη και με αντίκρυζε έκπληκτος.
– Dante! Τι κάνεις εδώ; Μα πότε…
Με το γνώριμο, βλοσυρό του ύφος έριξε μια ματιά πίσω μου, σαν να ήθελε να διαπιστώσει αν κάποιος μας παρακολουθεί, και με κάλεσε μέσα. Ο προθάλαμος του σπιτιού ήταν κάπως σκοτεινός, όμως όταν προσαρμόστηκαν τα μάτια μου μπόρεσα να διακρίνω με ευκολία μια στοιχειώδη επίπλωση. Μου έκανε εντύπωση ότι, στον χώρο αυτό, δεν υπήρχε τίποτα που να υποδήλωνε ότι βρισκόμουν σε εργαστήρι ζωγράφου. Τον ρώτησα αν εξακολουθούσε να ασχολείται με την τέχνη του.
– Και βέβαια… μου απάντησε. Ίσως μάλιστα διανύω την πλέον ενδιαφέρουσα περίοδο της ζωής μου. Ήρθα στη Βερόνα για μια παραγγελία από τον επίσκοπο, τον Teobaldo. Ενδιαφέρων τύπος, αν και όπως θα καταλάβεις αμέσως, όχι και πολύ έντιμος. Μου υποσχέθηκε μία πολύ γερή αμοιβή για μια νωπογραφία στον καθεδρικό, την Santa Maria Matricolare. Όπως ξέρεις, οι νωπογραφίες ολοκληρώνονται πολύ γρήγορα. Σύντομα λοιπόν βρέθηκα στη Βερόνα έχοντας, όπως πίστευα, αρκετά χρήματα για να ξοδέψω. Όμως ο επίσκοπος καθυστερούσε την πληρωμή μου με διάφορα προσχήματα, μέχρι που αναγκάστηκα να καταφύγω στον Cangrande, και εκείνος δέχτηκε να με πάρει ξανά υπό την προστασία του. Όμως, καλέ μου Dante, πλησιάζουμε στα γεράματα… Θέλησα να ασχοληθώ με κάτι νέο στην τέχνη μου, με απασχολεί μια θεματολογία αρκετά ανατρεπτική…
Του έριξα ένα ερωτηματικό βλέμμα. Τι θεματολογία εννοούσε;
– Μπορώ να σε εμπιστευτώ; με ρώτησε.
Μου εξήγησε, χαμηλόφωνα, πως είχε παραμείνει στην πόλη με σκοπό να ασχοληθεί με ένα ιδιαίτερα ανατρεπτικό θέμα: την απεικόνιση του έρωτα. Και μάλιστα, είχε την ανάγκη να επιδοθεί στο έργο του χωρίς περιορισμούς από κανέναν. Γι’ αυτό και δεν μιλούσε για τη δουλειά του, ούτε επέτρεπε επισκέπτες στο εργαστήρι του. Κανείς δεν γνώριζε, ούτε καν ο Cangrande.
Του υπενθύμισα ότι ένας πάτρωνας δεν είναι μόνο χρηματοδότης του καλλιτέχνη, αλλά και ιδιοκτήτης των έργων που παράγονται. Θα έπρεπε να λοιπόν να είναι πολύ περισσότερο προσεκτικός.
– Το ξέρω, και είχα σκοπό να τον ενημερώσω. Όμως τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά. Βλέπεις, στα πλαίσια των νέων ενδιαφερόντων μου, σκέφτηκα να αναβιώσω τον cupido, τον θεό του έρωτα. Ίσως δεν το γνωρίζεις, αλλά για αιώνες είχε εξαφανιστεί από τις τέχνες. Φυσικά, δεν μπορώ να γνωρίζω όλα τα έργα ζωγραφικής και γλυπτικής που δημιουργούνται οπουδήποτε στον κόσμο, αλλά πιστεύω ότι, τουλάχιστον στα μέρη μας, οι πιο πρόσφατες απεικονίσεις του cupido ανάγονται στη ρωμαϊκή εποχή.
Η παρατήρησή του δεν με ξένισε. Ένας ζωγράφος δέχεται παραγγελίες είτε από κάποιον ευκατάστατο αριστοκράτη, είτε από την εκκλησία. Με δεδομένο ότι ο θεός του έρωτα σημάδευε ελεύθερα όποιον ήθελε, θα ήταν παράξενο, αν όχι υπερβολικά τολμηρό, να επιδείξει την απεικόνισή του ένας αριστοκράτης. Πόσο μάλλον να την ανεχτεί ένας επίσκοπος. Δεν θέλησα όμως να τον διακόψω με τις σκέψεις μου, και άφησα τον Ambrogiotto να συνεχίσει.
– Χρειαζόμουν λοιπόν ένα μοντέλο για τον cupido. Διέδωσα στη γειτονιά πως αναζητούσα ένα αγόρι για να ποζάρει, και σύντομα δυό τρεις γυναίκες μου πρότειναν τα παιδιά τους. Κανένα όμως δεν μου ταίριαζε, ίσως γιατί είχα ήδη κάποιον συγκεκριμένο στο μυαλό μου.
Ρώτησα τον Ambrogiotto για ποιον επρόκειτο, και άρχισε να μου διηγείται ένα περιστατικό που είχε συμβεί λίγες εβδομάδες νωρίτερα, τις μέρες που δούλευε στη Santa Maria Matricolare, μεταξύ του επισκόπου και κάποιου παιδιού…»
Ο Dante διέκοψε τη διήγησή του με νόημα, και εγώ σταμάτησα να σημειώνω. Με περίμενε. Και τότε, τα συνδύασα όλα. Το παιδί που μου ανέφερε το απόγευμα στην άμαξα… αυτός που τόλμησε να αντιμιλήσει στον επίσκοπο… Ο Rolanduccio! Αναφώνησα. Ο ποιητής ικανοποιήθηκε με το μνημονικό μου.
«Ακριβώς αυτός… Ο Ambrogiotto λοιπόν μου είπε ότι, προς μεγάλη έκπληξή του, λίγες μέρες μετά από εκείνο το περιστατικό στον καθεδρικό, ο Rolanduccio του χτύπησε την πόρτα και τον ρώτησε αν θα μπορούσε να του είναι χρήσιμος σε κάτι. Ο Ambrogiotto τον δέχτηκε αμέσως, και του ζήτησε να δουλέψει γι’ αυτόν. Σε αντάλλαγμα, του πρόσφερε διατροφή και κάποιο χαρτζιλίκι. Από τότε όμως, δεν ζωγράφισε τίποτε άλλο εκτός από τον cupido. Τόσο αποκλειστικά, ώστε του έγινε εμμονή. Δεκάδες ημιτελείς πίνακες, αναρίθμητα προσχέδια… Τώρα, αν αναρωτιέσαι γιατί, ένα μόνο θα σου πω: το ίδιο αναρωτιόμουν κι εγώ, ώσπου συνάντησα τον Rolanduccio.»
Η διήγησή του είχε εξάψει την περιέργειά μου. Πώς μπορούσε ένα παιδί, όσο ιδιαίτερο κι αν ήταν, να αποτελέσει εμμονή για έναν ζωγράφο; Και μάλιστα, όχι οποιονδήποτε ζωγράφο, αλλά έναν τόσο αναγνωρισμένο μάστορα της τέχνης του, όπως παραδεχόταν o ίδιος ο Dante…
«Με μία κίνηση του χεριού, ο Ambrogiotto με παρότρυνε να μπω στο εργαστήρι. Ήταν ένας ενιαίος χώρος, με φωτισμό ανεπαρκή για έναν ζωγράφο. Τριγύρω, παντού έβλεπα πίνακες, όλοι ημιτελείς, αλλεπάλληλες προσπάθειες που προφανώς δεν ικανοποιούσαν τον δημιουργό τους. Στο βάθος, υπήρχε το μοναδικό παράθυρο. Το φως που έμπαινε έδινε ζωή σε ένα καβαλέτο, κατάλληλα τοποθετημένο ώστε να φωτίζεται από το πλάι. Φαινόταν ότι, από εκείνο το σημείο, ο ζωγράφος μπορούσε να βλέπει προς μια εσοχή που σχημάτιζε ο χώρος στο βάθος δεξιά. Προχώρησα προς τα εκεί, λίγο διστακτικά, και έμεινα αποσβολωμένος.
Με κοιτούσε ίσια στα μάτια, και το βλέμμα του ήταν τόσο δυνατό ώστε δεν θυμάμαι το χρώμα των ματιών του. Ξανθές μπούκλες έπεφταν προς το μέτωπό του και πλαισίωναν ένα πρόσωπο αγγελικό, με τόση ομορφιά, που ξεπερνούσε τη φαντασία του ανθρώπου. Στεκόταν γυμνός, κορμί στην προεφηβεία. Κορμί που, όπως και το πρόσωπο, διατηρούσε όλη την αγνότητα του παιδιού. Και, ταυτόχρονα, κορμί που υπόσχεται όλη την ομορφιά του ανθρώπινου σώματος, αντρών και γυναικών, και σε όλες τις εκφάνσεις της.
Στεκόταν γυμνός, όμως αιδώς δεν υπήρχε. Ούτε στο βλέμμα του, ούτε στο δικό μου. Ο ερωτισμός σκορπούσε απόκοσμος, υπερβατικός, τέτοιος που ακόμη και τα αντικείμενα έμοιαζαν να αποκτούν ιδιαίτερο νόημα. Και όμως, ο ίδιος έμοιαζε να μην έχει καμία επίγνωση της δύναμής του.
Και τότε, μου χαμογέλασε. Ένα χαμόγελο, τόση αισθαντική αθωότητα, που ένιωσα να λύνονται τα γόνατά μου. Προσπάθησα να του χαμογελάσω κι εγώ, αλλά χρειάστηκα δύναμη και δεν τη βρήκα. Χαμήλωσα τα μάτια και, το μόνο που κατάφερα, πισωπάτησα με δέος.
Καθώς η όψη του χάνονταν και πάλι πίσω από τη γωνιά, στην εσοχή του δωματίου, προσπάθησα να ανασυγκροτήσω τη σκέψη μου. Παρακολούθησα τον Ambrogiotto. Σαν υπνωτισμένος, ετοιμαζόταν να πάρει τη θέση του μπροστά στο καβαλέτο. Τον συμπόνεσα, γιατί ήξερα πως είχε αναλάβει έργο που ξεπερνούσε τις δυνάμεις του ανθρώπου. Και ταυτόχρονα τον θαύμασα γιατί, παρά την ανυπέρβλητη δυσκολία, είχε την τόλμη να προσπαθήσει.
Σκέφτηκα να του θυμίσω ότι το βράδυ ήμασταν προσκεκλημένοι στο palazzo του Cangrande για δείπνο, αλλά προτίμησα να σιωπήσω. Τους άφησα στο έργο τους και, αλαφροπατώντας, προχώρησα προς την έξοδο.»
_ _ _
Άκουσα ένα διακριτικό χτύπημα στην πόρτα και του ζήτησα να διακόψουμε. Σηκώθηκα από τη θέση μου να ανοίξω, ήταν ο γιος του πανδοχέα. Μου είχε φέρει ψωμί και ένα κομμάτι σαλάμι, που είχα παραγγείλει. Έκλεισα πάλι την πόρτα και, παρότι πεινούσα πολύ και θα τα καταβρόχθιζα όλα μόνος μου, από ευγένεια προσφέρθηκα να μοιραστούμε το γεύμα. Ούτως ή άλλως ήξερα ότι θα μάλλον θα αρνούνταν, το στομάχι του Dante ήταν σε άθλια κατάσταση και δεν μπορούσε εύκολα να δεχτεί τροφή. Πράγματι, αρνήθηκε ευγενικά.
«Το ίδιο βράδυ, νωρίς, προτού δύσει ο ήλιος, ξεκίνησα για την piazza dei Signiori, ώστε να φτάσω έξω από το palazzo των della Scala πριν από τον Ambrogiotto. Είχα σκεφτεί ότι καλό θα ήταν να τον ρωτήσω τι γνώριζε για το παρελθόν του μικρού, προτού συναντήσουμε στο δείπνο τον Cangrande.
– Ουσιαστικά τίποτα, απάντησε ο Ambrogiotto. Ο Rolanduccio είναι πολύ πρόθυμος στη δουλειά, αλλά καθόλου ομιλητικός. Ξέρεις, του πρόσφερα και διαμονή μαζί μου, όμως αρνήθηκε. Κανείς δεν γνωρίζει πού περνά τις νύχτες του, κι ας είναι ακόμη παιδί… Ξέρω μόνο όσα λέει ο κόσμος, και αυτά που λένε είναι προφανώς μυθοπλασίες. Ξέρεις πώς είναι οι άνθρωποι σε αυτόν τον τόπο… μπορούν να δημιουργούν ολόκληρες φανταστικές ιστορίες από το τίποτε. Λένε λοιπόν ότι ο Rolanduccio, βρέφος ακόμη, βρέθηκε από κάποια γυναίκα εγκαταλειμμένος κάπου στα περίχωρα της πόλης. Αυτή τον πήγε στο σπίτι της για λίγες μέρες, όμως δεν τόλμησε να τον κρατήσει και τον παρέδωσε στον τοπικό ιερέα. Εκείνος, με τη σειρά του, τον έφερε στην πλατεία του Duomo και για τρεις ημέρες μιλούσε στον κόσμο, προσπαθώντας να βρει κάποιον να τον υιοθετήσει. Όμως, αυτό το βρέφος διέφερε από τα άλλα: δεν έκλαιγε, δεν πεινούσε, δεν διψούσε, κάποιοι λένε πως ούτε καν λερωνόταν. Και καθώς δεν ήξεραν τι να του προσφέρουν, τελικά κανείς δεν δέχτηκε να τον πάρει σπίτι του. Πέρασαν τα χρόνια και, κανείς δεν ξέρει πώς, ο Rolanduccio συνέχισε να μεγαλώνει. Εμφανιζόταν περιστασιακά κάποια πρωινά στην πόλη, όμως πάντα ασυνόδευτος. Ούτε ξέρουν πώς βρέθηκε τους τελευταίους μήνες βοηθός στον καθεδρικό. Και προφανώς, κανείς δεν τολμά να ρωτήσει τον επίσκοπο. Τώρα, αν με ρωτάς αν τα πιστεύω όλα αυτά, προφανώς όχι…
Δεν μίλησα. Μέσα μου όμως, ένιωθα σοβαρή αμφιβολία. Όχι φυσικά για το κατά πόσο αυτά που μου είχε αναφέρει ήταν αληθή, αφού ήξερα ότι η φαντασία του κόσμου δεν έχει όρια. Αμφέβαλλα όμως για το αν ο ίδιος ο Ambrogiotto πραγματικά δεν πίστευε τίποτε από εκείνη την ιστορία. Αυτό ισχυριζόταν, βέβαια, όμως ο τρόπος που μιλούσε πρόδιδε κάτι διαφορετικό.
Θυμήθηκα ότι στο πανωφόρι μου κουβαλούσα ακόμη το άνθος που είχα μαζέψει εκείνο το πρωί. Το έβγαλα από την τσέπη, του το έδειξα και τον ρώτησα αν αναγνώριζε από τι δέντρο είναι.
– Αμυγδαλιάς φυσικά… μου απάντησε. Αλλά πού το βρήκες, τέτοια εποχή;
Δεν απάντησα. Είχαμε καθυστερήσει, και ήμουν βέβαιος ότι ο Cangrande λαχταρούσε να μας συναντήσει.»
_ _ _
«Το δείπνο μας περίμενε και, όπως θα φαντάζεσαι, ήταν κάπως πιο πλούσιο από το δικό σου… Ο Cangrande μας υποδέχτηκε ντυμένος ιδιαίτερα κομψά. Ξέρεις, παρότι δεν είναι ψηλός, το παρουσιαστικό και οι κινήσεις του αποπνέουν μια αρχοντιά που υποστηρίζει άριστα την ευγενική καταγωγή του. Όμως, παρατήρησα ότι η πουκαμίσα του είχε ένα εντυπωσιακό σκούρο βυσσινί χρώμα, αρκετά υπερβολικό για την απλή περίσταση. Η θητεία μου στους Guelfi, στη Φλωρεντία, με έχει διδάξει να ερμηνεύω την κάθε λεπτομέρεια, ακόμη και την πιο ασήμαντη. Παρότι λοιπόν εμείς οι δύο είχαμε προσέλθει για ένα εγκάρδιο δείπνο μεταξύ φίλων, ήταν πιθανό ότι ο Cangrande είχε προετοιμαστεί για κάτι διαφορετικό.
Σχετικά σύντομα τελειώσαμε το πρώτο πιάτο, μία απλή σούπα λαχανικών. Ενώ ένας υπηρέτης μάζευε το σερβίτσιο, ένας άλλος έφερε στο κέντρο του τραπεζιού το κυρίως γεύμα: πάπια γλασαρισμένη με σάλτσα πορτοκαλιού, συνοδευμένη από ένα ήπιο αλλά αρωματικό κόκκινο κρασί. Όσο μας σέρβιρε, ο Cangrande βρήκε την ευκαιρία να ανοίξει τη συζήτηση.
– Όπως ξέρεις, Ambrogiotto, σε θαυμάζω γιατί είσαι πρωτοπόρος. Ο τρόπος με τον οποίο έχεις αναδείξει τη δύναμη της προοπτικής, αλλά και η κίνηση που προσδίδεις στις μορφές που δημιουργείς, είναι πρωτόγνωρες…
Ο Ambrogiotto τον ευχαρίστησε με ταπεινοφροσύνη. Και ο Cangrande συνέχισε:
– Ίσως όμως ακόμη πιο σημαντικό είναι ότι πλέον απεικονίζεις ως αγίους πραγματικούς ανθρώπους, και όχι συμβατικές μορφές. Ακόμη και σε ναούς… Μάλιστα ο επίσκοπός μας, ο Teobaldo, μου μετέφερε ότι στη νωπογραφία που σου παρήγγειλε για τη Santa Maria Matricolare, αυτό το στοιχείο της τέχνης σου το εξέλιξες εντυπωσιακά.
Άρχισα να διαισθάνομαι κάποια ένταση στη χροιά της φωνής του και, διπλωματικά, αποφάσισα να παρέμβω επαινώντας τον ζωγράφο. Επισήμανα ότι η απεικόνιση προσώπων της καθημερινότητας σε μια αγιογραφία αποτελεί καινοτομία που απαιτεί ιδιαίτερη τόλμη, και αυτό οφείλουμε να το αναγνωρίσουμε στον φίλο μας.
– Πολύ σωστά, συμφώνησε ο Cangrande. Αν μάλιστα συνυπολογίσει κανείς πόσο συντηρητικός στη νοοτροπία είναι ο Teobaldo… ‘Ομως βρίσκεσαι στη Βερόνα υπό την προστασία μου, Ambrogiotto, αναρωτιέμαι λοιπόν, αν εξάντλησες την τόλμη σου… Ή, αν όχι, θα ήθελα να γνωρίζω μέχρι ποιου σημείου θα μπορούσες να φτάσεις.
Άρχισα να αισθάνομαι ανησυχία. Ο Ambrogiotto, αντίθετα, αφού ήπιε μια γουλιά κρασί και σκέφτηκε λίγο, απάντησε ήρεμα ότι αυτό είναι σοβαρό ζήτημα, γι’ αυτό και ίσως να ήταν καλύτερα να το συζητήσουμε μετά το φαγητό. Τον παρατήρησα προσπαθώντας να καταλάβω από πού αντλούσε τη νηφαλιότητά του. Είχε άραγε επίγνωση του διαγραφόμενου κινδύνου και τον αντιμετώπιζε με θάρρος; Ή απλά ήταν αφελής; Όπως κι αν είχε, ο Cangrande συμφώνησε να αφήσουμε το ζήτημα για αργότερα, και συνεχίσαμε το δείπνο μας σιωπηλοί.
Το επιδόρπιο, καρύδια βουτηγμένα σε μέλι με μπαχαρικά, είχε μόλις σερβιριστεί όταν ο Cangrande μας αιφνιδίασε για ακόμη μια φορά. Προς έκπληξή μου, μας ανακοίνωσε ότι για τη συζήτησή μας είχε προσκαλέσει κάποιον ακόμα, που θα μπορούσε να συνεισφέρει με τις ιδέες του.
– Και για ποιον πρόκειται, αν επιτρέπεται; ρώτησε ο Ambrogiotto.
– Είναι ο επίσκοπός μας, ο Teobaldo. Μπορεί να μην συμφωνώ πάντοτε με τις απόψεις του, όμως όταν πρόκειται για σημαντικά ζητήματα καταλαβαίνετε ότι, λόγω της θέσης του, η γνώμη του έχει ιδιαίτερη βαρύτητα. Τον έχω παρακαλέσει να περιμένει στη διπλανή σάλα μέχρι να τον καλέσω. Πάω να τον φέρω, αμέσως κιόλας.
Το γεγονός ότι ο ίδιος ο επίσκοπος, παρά το κύρος της θέσης του, είχε δεχτεί να περιμένει δύο κατώτερούς του να ολοκληρώσουν το δείπνο τους, δεν ήταν καλό προμήνυμα. Καθώς ο Cangrande έβγαινε από την αίθουσα, ο Ambrogiotto επιτέλους έμοιασε να συμμερίζεται σε κάποιο βαθμό την ανησυχία μου, και με ρώτησε τι γνωρίζω για τον Teobaldo. Ήξερα λίγα αλλά σημαντικά. Χαμηλόφωνα, του εξήγησα ότι ο επίσκοπος προέρχεται από πλούσια οικογένεια και ότι, όταν ήταν νέος, επιθυμούσε να δοκιμάσει τις δυνάμεις του σε κάποιο κοσμικό αξίωμα. Όμως, ο πατέρας του έκρινε ότι κάτι τέτοιο δεν θα εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της οικογένειας και τον εξανάγκασε να ακολουθήσει καριέρα στην εκκλησία. Επομένως, βρέθηκε στη θέση του επισκόπου όχι ακολουθώντας κάποια εσώτερη φλόγα, αλλά για να ικανοποιήσει φιλοδοξίες, και μάλιστα όχι προσωπικές. Δεν μπορεί λοιπόν παρά να είναι κυνικός, και ένας κυνικός επίσκοπος μπορεί να γίνει ακόμη και επικίνδυνος.
Δεν προλάβαμε να πούμε περισσότερα. Συνοδευόμενος από τον Cangrande, ο Teobaldo μπήκε στην αίθουσα. Έκανα να σηκωθώ, ακολουθώντας τους τύπους, αλλά με ένα νεύμα μας υπέδειξε ότι μπορούσαμε να παραμείνουμε στις θέσεις μας. Πήρε ένα μελωμένο καρύδι, το έβαλε στο στόμα του και έγλειψε το μέλι από τα δάχτυλά του. Έπειτα, κάθισε απέναντι από τον οικοδεσπότη μας και έριξε ένα παρατεταμένο βλέμμα στον Ambrogiotto. Όμως δεν μίλησε, άφησε τον Cangrande να ανοίξει τη συζήτηση. Εκείνος, χωρίς περιστροφές, έπιασε το νήμα ακριβώς από εκεί που το είχε αφήσει.
– Λέγαμε λοιπόν, ότι η απεικόνιση πραγματικών ανθρώπων σε μια αγιογραφία αποτελεί μεν καινοτομία, όμως ενέχει κινδύνους. Επιτρέπει στον ζωγράφο να προσδώσει σε ένα απλό, φυσικό πρόσωπο, ιδιότητες ισχυρές ή ακόμη και μεταφυσικές.
– Πράγματι, συμπλήρωσε ο Teobaldo. Με τον τρόπο αυτό, ενδέχεται ο ζωγράφος να επιφέρει τη σύγχυση: μπορεί ένας απλός άνθρωπος να ταυτιστεί, έστω σε κάποιο βαθμό, με τη μορφή στον πίνακα. Όμως, παρότι η αλληλεπίδραση των ανθρώπων με το θεϊκό στοιχείο είναι απαραίτητη, οφείλουμε να θυμόμαστε ότι ο ρόλος του γεφυροποιού ανήκει αποκλειστικά στην εκκλησία.
Ήταν ολοφάνερο πως ο κλοιός στένευε, οπότε προσπάθησα διπλωματικά να δημιουργήσω μία διέξοδο, όχι μόνο για τον Ambrogiotto αλλά και για τον ίδιο τον Cangrande. Πρότεινα πως ίσως ο αρνητικός αντίκτυπος μιας τέτοιας καινοτομίας θα μπορούσε να μετριαστεί αν εξασφαλιζόταν, έστω και εκ των υστέρων, η συγκατάθεση του επισκόπου ή ακόμη και του ηγεμόνα της πόλης.
– Ακριβώς αυτό είναι το ζήτημα, παρατήρησε ο Cangrande. Ας μιλήσω λοιπόν ως podestà της Βερόνα. Όλοι γνωρίζουμε ότι για την ίδια την ύπαρξη της πόλης μας, όπως και κάθε άλλης, είναι απαραίτητη η τάξη. Και η τάξη συνεπάγεται ασφάλεια. Για τους απλούς ανθρώπους, τότε μόνο ανοίγει ο δρόμος προς κάποια ελευθερία, και αυτή ίσως φέρει και την ευημερία.
– Και ποιος θα εξασφαλίσει την τάξη, αν όχι η εκκλησία; τον συμπλήρωσε ο Teobaldo. Δείτε την αμαρτία των πρωτόπλαστων… Τι μας διδάσκει; Δώσε στον ανάξιο την ευκαιρία να αμφισβητήσει την τάξη, και είναι ικανός να μετατρέψει τον Παράδεισο σε κόλαση! Αλίμονο, είμαστε όλοι αμαρτωλοί, και είναι γι’ αυτό που ελευθερία και ασφάλεια κάθονται στις αντίθετες πλευρές της ίδιας ζυγαριάς…
Ακούγοντας τα λόγια τους κατάλαβα πως ο Ambrogiotto βρισκόταν σε απίστευτα δύσκολη θέση. Αν ήθελε να αποφύγει τη σύγκρουση, ήταν ξεκάθαρο τι έπρεπε να κάνει: να εκφραστεί συμβιβαστικά, ή έστω να σιωπήσει. Όμως ο φίλος μου, παράτολμα, έκανε το ακριβώς αντίθετο…
– Ανάξιοι οι πρωτόπλαστοι; αναρωτήθηκε. Ισχυρίζεστε δηλαδή ότι τους δόθηκε περισσότερη ελευθερία από όση έπρεπε; Ο ίδιος ο Θεός, λοιπόν, έσφαλε και ανέθεσε στην εκκλησία να διορθώσει το σφάλμα;… Αλίμονο, το μόνο που ξέρω είναι ότι, ως ζωγράφος, οφείλω να αναζητώ την εξέλιξη. Και ίσως το ίδιο να έπρεπε να κάνουν όλοι οι άνθρωποι, όσο απλοί και αν…
– Αναλογίζεσαι όσα λες ή δεν σε εμποδίζει ο νους σου; τον διέκοψε οργισμένα ο Teobaldo. Ποιος θα προστατεύσει τον άνθρωπο από την ασυδοσία του; Ποιος θα εξασφαλίσει την τάξη με τρόπο ειρηνικό, αν όχι η εκκλησία;
Ο Cangrande παρέμενε σιωπηλός, όμως έβλεπα το στήθος του να φουσκώνει. Ήταν φανερό ότι γνώριζε πολύ καλά ποιο ήταν το αντικείμενο στο οποίο επιδιδόταν ο Ambrogiotto, και μάλιστα στο εργαστήρι που ο ίδιος του είχε ευγενικά παραχωρήσει. Και θεωρούσε, όχι αβάσιμα, ότι αυτή η δραστηριότητα του ζωγράφου θα μπορούσε να απειλήσει την τάξη στην πόλη. Καθώς για όλα αυτά υπεύθυνος ήταν ένας στενός φίλος αλλά και προστατευόμενός του, θεωρούσε -όχι άδικα- ότι ο ζωγράφος τον είχε περιφρονήσει. Ένιωθε προσβεβλημένος ως φίλος και, ακόμη χειρότερα, απόλυτα απαξιωμένος ως ηγεμόνας. Με σαρκασμό, συμπλήρωσε χωρίς περιστροφές τα λόγια του επισκόπου:
– Ας ήξεραν οι άνθρωποι να χειριστούν την ελευθερία τους, Ambrogiotto, και δεν θα έδιναν ποτέ χώρο σε κανέναν να εισβάλει στη ζωή τους. Ούτε στην όποια άρχουσα αρχή, ούτε καν στην εκκλησία… Δες όμως τι αποζητούν… δέχονται να τους υποδείξουν πώς θα ζήσουν, ακόμη και τον τρόπο που αγαπούν!
Σε μια τελευταία προσπάθεια να σώσω την κατάσταση, κατέφυγα αναγκαστικά στο μοναδικό όπλο που απέμενε διαθέσιμο: την κολακεία. Πρότεινα ότι ένας ηγεμόνας με μεγαλείο, που αγαπά το λαό του, όπως ο Cangrande della Scala, ίσως μπορεί να καθοδηγήσει τους υπηκόους του, ώστε να διαχειριστούν την ελευθερία τους καλύτερα.
Είχα μόλις κάνει ένα τραγικό λάθος. Μέσα σε μια στιγμή, είδα τις φλέβες στο λαιμό του Cangrande να φουσκώνουν πιο πολύ και από το στήθος του. Με το πρόσωπο αλλοιωμένο από την οργή, κοιτώντας μας ολόγυρα με μάτια φλογισμένα, ανασηκώθηκε από τη θέση του και βρόντηξε με απίστευτη ορμή τη γροθιά του στο τραπέζι.
– Μου προσάπτετε πως στερούμαι μεγαλείου; ούρλιαξε. Ή μήπως φαντάζεσαι ότι δεν επιθυμώ το καλό του λαού μου; Εγώ έφερα την ευημερία στη Βερόνα! Και πώς τα κατάφερα; Πρώτα ενέπνευσα τον απαραίτητο σεβασμό! Όμως να ξέρετε όλοι σας, πολλοί συγχέουν το σεβασμό με το φόβο, και δεν είναι ο ρόλος μου να τους το ξεδιαλύνω… Όσο για την αγάπη του κόσμου, που δεν με γνωρίζει προσωπικά, αυτή πηγάζει μόνο από την ωφέλεια. Ωφέλησε τον άνθρωπο απαλλάσσοντάς τον από την ευθύνη του, και όχι μόνο θα σε αποδεχτεί, αλλά θα σε λατρέψει!
Έκανα να τον διακόψω, να εξηγήσω ότι δεν είχα πρόθεση να τον προσβάλω. Αλλά συνέχισε.
– Βάζετε την επιθυμία σας να παζαρεύει με την πραγματικότητα και το αποτέλεσμα το βαφτίζετε «αλήθεια»! Όχι μόνο ο Ambrogiotto, αλλά και ο επίσκοπος! Ακόμα κι εσύ, Dante… και δήθεν έτσι διαφυλάσσετε το ήθος σας… Εγώ όμως είμαι podestà, νομίζετε πως έχω αυτή την πολυτέλεια; Αλίμονο, είμαι μόνος μου… Φύγετε, όλοι σας, πηγαίνετε να παίξετε το ρόλο που σας πέφτει! Εξαφανιστείτε όλοι από μπροστά μου!
O Αmbrogiotto έσπευσε να φύγει πρώτος, παρότι εγώ περίμενα ψύχραιμα να αποχωρήσει ο επίσκοπος. Όμως, καθώς κι ο Teobaldo διάβαινε την πόρτα, ο Cangrande άλλαξε γνώμη και μου ζήτησε να παραμείνω. Κάθισε πάλι στο τραπέζι, ενώ εγώ έκρινα ότι θα ήταν καλύτερα να παραμείνω όρθιος. Αναστέναξε βαριά, και έπειτα άφησε να περάσουν μερικά λεπτά, να ξεθυμάνει.
– Τι σκοπεύεις να κάνεις; με ρώτησε.
Με όλο τον σεβασμό, του απάντησα πως η δικιά του στάση είχε ασύγκριτα μεγαλύτερη βαρύτητα από τη δική μου.
– Ως ηγεμόνας, Dante, γνωρίζω πως δεν μπορώ να προσφέρω στο λαό μου μεγαλύτερο καλό από αυτό για το οποίο είναι έτοιμος. Η ομορφιά που προσπαθεί να προσφέρει ο Ambrogiotto, να είσαι βέβαιος ότι θα προσελκύσει ισόποση ασχήμια. Έρχεται λοιπόν η ώρα της σύγκρουσης. Και η σύγκρουση καμιά φορά οδηγεί σε απρόσμενα δύσκολες καταστάσεις, ακόμα και στη συμφορά. Σε ξαναρωτώ λοιπόν, ποιος θα είναι ο ρόλος σου;
Του απάντησα ότι, παρά την προηγούμενη έκρηξή του, είχε δίκιο σε όσα είχε πει. Τόσο δίκιο, ώστε ένιωθα ανακούφιση που δεν βρισκόμουν στη θέση του. Όμως, είχα επισκεφτεί τον Ambrogiotto στο εργαστήρι του, και είχα δει δείγματα της δουλειάς του. Και, ίσως ακόμα πιο καθοριστικό, είχα γνωρίσει τον Rolanduccio. Του είπα λοιπόν ότι, αν ήταν να συμβεί κακό, θα προσπαθούσα να το αποτρέψω.
– Γνωρίζω Dante πως είσαι φίλος μου, και έχεις αγνές προθέσεις. Νομίζω όμως πως υπερτιμάς τη δύναμη του λόγου σου. Πάντως, αν η κατάσταση εκτραχυνθεί, αν έρθει κρίσιμη στιγμή κι εσύ διστάσεις, ελπίζω να μην μισήσεις τον εαυτό σου.
Ο νους μου απέφυγε να επεξεργαστεί τα λόγια του. Τον καληνύχτισα και, σχεδόν μεσάνυχτα πια, κατευθύνθηκα προς την έξοδο.»
_ _ _
«Άφησα πίσω μου το palazzo των della Scala, και πήρα το δρόμο για το σπίτι μου. Πλησιάζοντας στην piazza Erbe, πέρασα κάτω από το βόλτο που σκεπάζει το άνοιγμα προς την πλατεία. Ο χώρος που άνοιξε μπροστά μου ήταν λουσμένος από το φως του φεγγαριού. Σκέφτηκα πως την επόμενη νύχτα θα είχαμε πανσέληνο. Έφτασα στο κέντρο της πλατείας, εκεί που βρίσκεται εκείνο το παλιό ρωμαϊκό άγαλμα. Κοντοστάθηκα μπροστά του και αναλογίστηκα όσα είχαν ειπωθεί. Παρατηρώντας αφηρημένα τον πανέμορφο γυναικείο κορμό, που όμως είναι ακέφαλος, συνειδητοποίησα πως, πρωί-πρωί κιόλας, θα έπρεπε να συναντηθώ με τον Ambrogiotto και να προσπαθήσω να τον πείσω να υπαναχωρήσει.
Τα πράγματα όμως εξελίχθηκαν πολύ διαφορετικά από ότι υπολόγιζα. Έφτασα στο σπίτι, αλλά η ένταση που κουβαλούσα από το δείπνο με τον Cangrande και τον επίσκοπο δεν με άφηνε να κοιμηθώ. Κάθισα λοιπόν δίπλα στο παράθυρο που έβλεπε προς την piazza Erbe και, αγναντεύοντας την πλατεία, προσπάθησα να οργανώσω το μυαλό μου. Ανάμεσα σε όλα τ’ άλλα, έπρεπε να βρω τα σωστά λόγια που θα έλεγα στον φίλο μου, αυτά που θα είχαν τις καλύτερες πιθανότητες να τον μεταπείσουν.
Ήμουν τόσο βυθισμένος σε αυτές τις σκέψεις, ώστε δεν άκουσα το διακριτικό χτύπημα στην πόρτα. Όμως ο χτύπος δυνάμωσε, δεν μπορούσε πια να αγνοηθεί. Σηκώθηκα έκπληκτος, όχι μόνο γιατί η ώρα ήταν περασμένη, αλλά κυρίως διότι από το παράθυρο δεν είχα παρατηρήσει κανέναν να πλησιάζει το κατώφλι μου. Ρώτησα ποιος είναι αλλά δεν έλαβα απάντηση. Επιφυλακτικά λοιπόν, άνοιξα την πόρτα και έμεινα εμβρόντητος όταν αναγνώρισα τη μορφή του Rolanduccio. Για κάποιο λόγο θεωρούσα ότι δεν θα τον έβλεπα ποτέ έξω από το εργαστήρι του Ambrogiotto, και σίγουρα δεν περίμενα να τον δω στον δικό μου χώρο και μάλιστα τόσο αργά μέσα στη νύχτα.
Πέρασε μέσα, και το φως από το μοναδικό κερί στο δωμάτιο έσπευσε να τον αγκαλιάσει. Η όψη του ήταν αγγελική, όπως εκείνο το πρωινό που τον είχα πρωτοδεί, τώρα όμως διέκρινα στα μάτια του και κάποια ανησυχία. Κάθισα πάλι στην καρέκλα μου, και με ένα νεύμα του πρότεινα να καθίσει κι αυτός. Όμως, εκείνος πήγε και στάθηκε στη μέση του δωματίου, και με κοιτούσε αμίλητος, με βλέμμα διαπεραστικό.
Κατάλαβα πως έπρεπε να περιμένω, όσο χρειαστεί. Και περίμενα. Υπομονετικά, υπάκουα, ώσπου είχε λιώσει σχεδόν το μισό κερί. Τότε, με μια κίνηση, ο Rolanduccio έδειξε προς τα γεννητικά του όργανα.
– Δεν μου είναι εύκολο να το εξηγήσω… όλα άρχισαν πριν από δυο-τρεις μήνες, ένα πρωινό που…
Θεώρησα ότι ο μικρός προσπαθούσε, με ντροπή, να μου πει ότι είχε τις πρώτες του στύσεις. Έμπαινε στην εφηβεία. Πήρα να τον καθησυχάσω, του είπα ότι αυτό είναι φυσιολογικό, ότι δεν έχει κάτι να ντρέπεται, αλλά με διέκοψε.
– Αυτό το ξέρω κιόλας, μου είπε. Από μόνο του, δεν με φοβίζει. Όμως, τις τελευταίες εβδομάδες έχω ποζάρει ώρες ατελείωτες, κι ο Ambrogiotto έχει ζωγραφίσει τον cupido τόσες πολλές φορές… Στο εργαστήρι, μέσα στη σιωπή, ο νους μου ταξιδεύει… όλο και περισσότερο, έχω αρχίσει να πιστεύω ότι δεν είμαι άνθρωπος κανονικός. Μάλιστα, τελευταία νομίζω ότι έχουν φυτρώσει δύο εξογκώματα στην πλάτη μου, και νιώθω πως μεγαλώνουν μέρα με τη μέρα…
Δεν θα τολμούσα ποτέ να τον διακόψω. Ήταν τόση η έξαψή του, ώστε άρχισε σταδιακά να μου την μεταδίδει, ώσπου δεν μου άφησε στο τέλος κανένα περιθώριο να τον αμφισβητήσω, πόσο μάλλον να τον περιγελάσω. Και συνέχισε…
– Τις τελευταίες μέρες έχω αρχίσει να νιώθω ότι μεταμορφώνομαι, γίνομαι ο ίδιος άγγελος. Και νιώθω πως έχω βρεθεί στη Βερόνα με κάποια αποστολή.
Σάστισα. Με κοιτούσε με απορία, όμως δεν ήμουν και σίγουρος ότι περίμενε από μένα κάποια εξήγηση. Το μόνο που μπόρεσα να κάνω ήταν να τον ρωτήσω.
– Και ποια νομίζεις πως είναι αυτή η αποστολή;
– Δεν γνωρίζω ακόμα… Ξέρω όμως πως έφτασε η ώρα να μάθω. Απόψε κιόλας.
Για λίγα λεπτά, ο Rolanduccio σταμάτησε να μιλάει. Με κοιτούσε πλέον με ήρεμο βλέμμα, ενώ αντίθετα ο δικός μου νους είχε πάρει φωτιά. Δεν ήξερα πώς να τον αντιμετωπίσω. Από τη μια πλευρά, η ηλικία μου, και η φρόνηση που τη συνόδευε, μου υπαγόρευαν να προστατεύσω τον νεαρό και να προσπαθήσω να τον επαναφέρω στην πραγματικότητα. Από την άλλη, ο ποιητής μέσα μου ψιθύριζε ότι δεν έχω δικαίωμα: διαισθανόμουν την ομορφιά των νιάτων που δυνάμωνε, και ήθελε να χιμήξει, να νικήσει την πραγματικότητα, να τραβήξει μπροστά, πέρα κι από το θάνατο. Ποιος ήμουν εγώ για να την εμποδίσω;
Δεν μπόρεσα να βρω να του πω κάτι συγκεκριμένο, κατέφυγα λοιπόν διαισθητικά σε έναν μύθο. Του μίλησα για κάποιον νεαρό, που ο πατέρας του είχε καταφέρει να φτιάξει φτερά από κερί και του τα χάρισε για να πετάξει. Τον προειδοποίησε όμως να μην πλησιάσει πολύ τον ήλιο, γιατί τα φτερά θα έλιωναν. Όμως ο νεαρός, μαγεύτηκε από το φως του ήλιου. Πέταξε προς το μέρος του, ώσπου πλήρωσε την λαχτάρα για ελευθερία με τα συντριμμένα νιάτα του.
Ο Rolanduccio με άκουγε με το βλέμμα του στυλωμένο μέσα στα μάτια μου. Στην αρχή, το νόμισα για βλέμμα που αποζητά βοήθεια. Σύντομα όμως αναγκάστηκα να αλλάξω γνώμη. Η ήρεμη ομορφιά του άρχισε σταδιακά να φωτίζει το χώρο, ώσπου ο χρόνος ήρθε και σταμάτησε. Οι κόρες των ματιών του είχαν διασταλεί, και τότε, από αυτό το άνοιγμα, κατάφερα για πρώτη φορά να βρω έναν δρόμο που οδηγούσε ίσια μέσα στον κόσμο του, και είδα: είχε ψηλώσει ο νους του. Σχημάτισε με τα χείλη του ένα αδιόρατο χαμόγελο, και μου είπε:
– Σε ευχαριστώ πολύ, ήξερα πως θα βοηθούσες την αποστολή μου να με βρει.
Ο Rolanduccio, με ήρεμα βήματα, πέρασε από την εξώπορτα και η μορφή του έσβησε μέσα στην υγρασία της νύχτας. Τον ακολούθησε γρήγορα, ανάλαφρο πέπλο, όση νηφαλιότητα υπήρχε στο δωμάτιο. Πίσω του, μου άφησε για μόνο σύντροφο την αγωνία.»
_ _ _
Η διήγησή του με είχε συνεπάρει. Δεν είχα καταλάβει καλά τι εννοούσε με την ομορφιά που θα νικούσε την πραγματικότητα, αλλά δεν τόλμησα να τον διακόψω. Όμως διέκοψε από μόνος του, και με παρακάλεσε να του δώσω ένα μικρό πουγκί που φυλούσε στο πανωφόρι του. Αναρωτήθηκα για το περιεχόμενο, όμως δεν μίλησα. Του το έδωσα, το έσφιξε στη χούφτα του, και μου ζήτησε να πιεί λίγη μπελαντόνα. Σκέφτηκα πως, αν του έκανα τη χάρη σίγουρα θα άρχιζαν πάλι οι παραισθήσεις, όμως δεν μίλησα γιατί άλλη φορά που του το είχα επισημάνει είχε προσβληθεί. Πήρα το κύπελο με το νερό του και το άδειασα από το παράθυρο στο δρόμο. Το γέμισα ως τη μέση με κόκκινο κρασί, βρήκα και στις αποσκευές του το σακούλι όπου φυλούσε τα σκονάκια με το φάρμακο. Έβγαλα ένα, το διέλυσα προσεκτικά και του πρόσφερα το υγρό. Ήπιε δυό τρεις γουλιές, με το βλέμμα στυλωμένο στο κενό. Κατάλαβα πως όσα είχε να διηγηθεί θα του έφερναν ανυπόφορη οδύνη, και το γνώριζε. Σώπασε λοιπόν για αρκετή ώρα, περιμένοντας το φάρμακο να τον βοηθήσει, όμως στα μάτια του διέκρινα ότι προσπαθούσε να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του. Για να μπορέσει να συνεχίσει, έπρεπε να μαζέψει θάρρος.
«Απόμεινα λοιπόν στο σπίτι μόνος, καθηλωμένος στην καρέκλα, κοιτώντας προς την πλατεία. Μου ήταν αδύνατο να κοιμηθώ: για πολλές ώρες βρισκόμουν σε αυτή την ανεξέλεγκτη αγωνία, η οποία μάλιστα, αντί να καταλαγιάσει, κορυφωνόταν. Παρ’ όλ’ αυτά κάποια στιγμή, λίγο πριν το χάραμα, το πνεύμα μου εξαντλήθηκε και άρχισε να ταλαντώνεται μεταξύ ύπνου και οράματος. Δεν ξέρω πόση ώρα βρισκόμουν σε αυτή την κατάσταση, όμως κάποια στιγμή τον βλέπω να στέκεται μπροστά μου, πάλι γυμνός. Στέκεται ακριβώς πάνω στο μάρμαρο που πρόβαλλε από το δάπεδο. Μετά, αρχίζει να περιβάλλεται από έναν διάφανο μανδύα, και ο μανδύας εκπέμπει ένα φως, διακριτικό στην αρχή, αλλά σταδιακά ολοένα και πιο έντονο. Κι εσύ… σε βλέπω στο καλύβι σου, λουσμένος απ’ το φως του πρωινού ήλιου, ξυπνάς πάνω στο αχυρένιο στρώμα σου και χασμουριέσαι, σαν μωρό. Τεντώνεσαι, τινάζεις τα φτερά σου, κοιτάς ίσια μπροστά, πέρα κι απ’ τον ορίζοντα, πέρα κι απ’ την ψυχή μας. Διακρίνεις μακριά την ομορφιά που θα με λυτρώσει, θα μας λυτρώσει όλους μας, και είσαι πάντα μπροστά μου, και αρχίζεις να αποχωρίζεσαι το δάπεδο και το φως του μανδύα σου ρέει προς όλες τις κατευθύνσεις. Θα βρίσκεσαι πλέον μισό σώμα πιο ψηλά, και βλέπω το μανδύα να αναπτύσσεται γύρω σου, ώσπου καταλαβαίνω ότι τον ανυψώνουν δύο φτερά από κερί. Και βλέπω τα φτερά σου που αρχίζουν να ματώνουν και το φως του μανδύα σωριάζεται στο έδαφος, και το αίμα σου μετατρέπει το φως σε λάβα ψυχρή, κυλά παντού, περνά κάτω από την πόρτα και ξεχύνεται μέσα στο χάραμα, πρώτα στην piazza Erbe, μετά σε ολόκληρη την πόλη.
Τινάζομαι απ’ τη θέση μου, ξεχύνομαι κι εγώ προς την πλατεία, να σε αναζητήσω. Ξέρω πως κάτι συγκλονιστικό πρόκειται να συμβεί, και αναζητώ σημάδια σου, να καταλάβω…»
Ο Dante σταμάτησε. Έμοιαζε εξαντλημένος. Από όσα έλεγε, αλλά και από την εικόνα του, ήταν προφανές ότι η μπελαντόνα είχε αρχίσει να δρα για τα καλά. Τον είδα να χάνει την επαφή με το περιβάλλον. Βρισκόταν πλέον σε μια χαύνωση και πίστεψα ότι, τουλάχιστον για εκείνο το βράδυ, η δουλειά μου είχε τελειώσει. Πέρασαν έτσι αρκετά λεπτά, και σκέφτηκα να αρχίσω να συμμαζεύω τα σύνεργά μου. Ξαφνικά τότε, τον είδα να μισανοίγει πάλι τα μάτια του. Και άρχισε και πάλι να μιλά, τώρα όμως με δυσκολία. Τα λόγια του ακουγόντουσαν παράξενα, δεν ήξερα ούτε αν απευθύνονταν σε εμένα. Όμως δεν είχα μαζέψει ακόμα την πένα μου. Και επειδή ο λόγος του, κι ας είχε μετατραπεί σε παραλήρημα, έμοιαζε να διατηρεί μία παράδοξη συνοχή, συνέχισα να καταγράφω.
«…Δροσερό το μαγιάτικο πρωινό, πριν καλά-καλά ζωντανέψει η μέρα, γεμάτος ενθουσιασμό βγαίνεις στους ηλιόλουστους δρόμους της Βερόνα. Τα νέα που φέρνεις είναι υπέροχα, τώρα μένει να τα μοιραστείς με τους ανθρώπους, και έχεις μεθύσει από χαρά. Πηγαίνεις προς το Duomo, στο δρόμο σου οι νέοι σε βλέπουν, οσμίζονται την αύρα που σκορπάς κι ακολουθούν, γεμάτοι ανοιξιάτικη ευφορία.
Φτάνεις στον καθεδρικό, στην πλατεία μπροστά το πλήθος συγκεντρώνεται γύρω σου όλο και μεγαλύτερο. Είναι ακόμη σιωπηλοί, όμως στα πρόσωπά τους είναι ολοφάνερο πως ξέρουν, και έχει φουντώσει η προσδοκία.. Στέκεσαι με το Duomo πίσω σου, με όλο χάρη και ομορφιά ανοίγεις τα καινούρια σου φτερά, με αγάπη απέραντη αρχίζεις να μιλάς… Τους λες πως το σκοτάδι το έδιωξαν, η σκέψη μας άλλαξε, το κάλεσμά τους άκουσες και επέστρεψες, σε γέννησαν ξανά. Το όνειρό τους σου έδωσαν, κι έχεις πια δύναμη αρκετή, να σημαδεύεις πάλι με τα βέλη σου ελεύθερα, όποιον θέλεις. Ο έρωτας πλέον δεν έχει περιορισμούς, εμπόδιο πια δεν υπάρχει.
Και οι άνθρωποι ενθουσιάζονται. Αλλά, ακόμη περισσότερο, παραξενεύονται. Γλυκέ μου Rolanduccio, το όνειρο πάντα αναζητά να επιστρέψει στην πηγή του, στην ψυχή… Όμως, για τον καθένα μας ξεχωριστά, έχει ν’ ακολουθήσει κι άλλο μονοπάτι. Γι’ άλλον ο δρόμος του ονείρου εύκολος, γι’ άλλον με εμπόδια, και τα εμπόδια πάντα διαφορετικά. «Και ο φτωχός με τον πλούσιο;» σκέφτονται κάποιοι και ρωτούν. «Και ο νέος με το γέρο;» «Και μια γυναίκα με μια άλλη;»
Ρωτούν, ρωτούν… Μα πώς είναι δυνατόν, οι ίδιοι άνθρωποι σου στείλαν το όραμά τους, και τώρα διστάζουν να πιστέψουν; Τι κι αν πολλοί σε ακούν συνεπαρμένοι, κι άλλους τους βλέπεις να ονειροπολούν… Αλίμονο, στις περισσότερες ψυχές, ο δρόμος του ονείρου είναι δύσβατος, η ομορφιά απροσπέλαστη. Και οι ώρες περνούν, θα πήγε μεσημέρι, κι ο ήλιος στάθηκε ψηλά. Η ζέστη κουράζει την ψυχή, θολώνει την κρίση του ανθρώπου. Και ακούγονται τα πρώτα μουρμουρητά, βλαστάνουν στα μυαλά οι πρώτες αντιρρήσεις.
Η ανοιξιάτικη ζέστη αρχίζει να μοιάζει περισσότερο με ξερό, καλοκαιρινό λιοπύρι. Οι πρώτες σαύρες, νωρίς για την εποχή, αφήνουν τις φωλιές τους. Τις κάλεσε η φύση να κάνουν τη δουλειά τους και βγαίνουν να πάρουν δύναμη από τον ήλιο, να κυνηγήσουν. Κι εγώ περιμένω. Αγαπημένε μου Rolanduccio, η δύναμη ίσως δεν τηρεί τις υποσχέσεις της, όμως χρέος έχει να κάνει πάντα πράξη τις απειλές της.
Πίσω σου, φαίνεται να βγαίνει από το σκοτάδι του Duomo ο Teobaldo. Αντί για κάποιο μεγαλόπρεπο φαιλόνιο, διάλεξε και φορά ένα απλό τρίχινο ράσο. Στέκεται ακίνητος στην πόρτα, ανάμεσα στις δύο φιγούρες των ιπποτών του Καρλομάγνου που πλαισιώνουν την είσοδο. Το παρουσιαστικό του προκαλεί δέος, και το δέος φέρνει στο πλήθος σιωπή. Ανάμεσά τους, ένας δόκιμος καλόγερος, την ευκαιρία αυτή περίμενε για ν’ ακουστεί, σαν ξωτικό αρχίζει να ψελλίζει…
– Ποιος είναι ο δρόμος του θεού; Ποιος είναι ο δρόμος; Βλάσφημε, βλάσφημε, αυτά είναι λόγια του διαβόλου… Και με πιο θάρρος τώρα: μαύρα είναι τα φτερά σου, μαύρα!
Και να που ένας σε σπρώχνει, κάποιοι ανάμεσά τους αρχίζουν να φωνάζουν, άλλοι σε βρίζουν, όμως οι πιο πολλοί μένουν σιωπηλοί. Σιωπηλοί και όταν κάποιοι, υπνωτισμένοι, προχωρούν απειλητικά προς το μέρος σου. Σιωπηλοί και όταν ο καλόγερος σηκώνει το χέρι του κρατώντας κάτι. Πόνος οξύς στο μέτωπο, μια πέτρα ματωμένη κυλά στο έδαφος. Ζαλίζεσαι, να είναι το δικό σου αίμα;
O Zohane, ο δόκιμος μοναχός, δεν σε ξαναχτυπά. Βλέπεις, την οργή του την έχει από ώρες ζυγισμένη. Βρίσκονται όμως άλλοι να τον ακολουθήσουν. Δεν είναι πολλοί, όμως το πλήθος, παγιδευμένοι θεατές, δεν τους εμπόδισε. Αλίμονο, ούτε κι εγώ… Σε λίγα λεπτά, ένα σώμα νεκρό, τσακισμένα φτερά, πολλές πέτρες και ακόμα πιο πολλή σιωπή…»
_ _ _
Ίδια σιωπή επικρατούσε τώρα στο δωμάτιο. Τόσο ίδια που, ακόμη κι εγώ, που δεν ήμουν παρών στα γεγονότα, ένιωσα το ίδιο ένοχος. O Dante, με το βλέμμα απλανές μα σταθερό προς το παράθυρο, έμοιαζε πνεύμα χαμένο μες στη νύχτα. Πέρασε έτσι αρκετή ώρα, ώσπου κάποια στιγμή είδα και πάλι τα χείλη του να κινούνται. Ψελλίζοντας, ζήτησε να πιεί ξανά λίγο κρασί με μπελαντόνα. Ήξερα πως, αν ικανοποιούσα την επιθυμία του, σε λίγο θα σταματούσε τη διήγησή του και θα βυθιζόταν σε βαθύ λήθαργο. Όμως κατάλαβα ότι ακόμη πιο ανυπόφορες και από τους πόνους ήταν οι τύψεις, και τον λυπήθηκα. Του έδωσα το κύπελο, κατέβασε αρκετές γουλιές από το κόκκινο υγρό και, λίγο μετά, συνέχισε να διηγείται πιο ήρεμος,.
«Δεν είχε περάσει πολλή ώρα, και ο κόσμος είχε αποχωρήσει σιωπηλά. Είχα απομείνει μόνος, με το χρόνο παγωμένο, στη μέση της πλατείας της Santa Maria Matricolare, γονατισμένος, με το παραμορφωμένο κεφάλι του Rolanduccio στην αγκαλιά μου. Άπνοια, ο κουρνιαχτός είχε καταλαγιάσει. Γύρω μου, ο ήλιος έπεφτε με δύναμη, τα τσακισμένα φτερά έλιωναν στο χώμα. Οι ώρες όμως πέρασαν και, καθώς ερχόταν το σούρουπο, ο ουρανός της Βερόνα δεν άντεξε ούτε την αφύσικη ζέστη της ημέρας, ούτε τα γεγονότα. Σύντομα σηκώθηκε ένα απαλό αεράκι, εκείνο που προμηνύει ανοιξιάτικη μπόρα. Άρχισαν να συγκεντρώνονται σύννεφα και, όχι μακριά, ακούστηκαν οι πρώτες βροντές. Με τις πρώτες σταγόνες που έπεσαν στην πλατεία, η μυρωδιά λιωμένου κεριού αναμίχθηκε με την οσμή του βρεγμένου χώματος.
Είπαν πως κάποιοι από τους κατοίκους πλησίασαν το βράδυ το κορμί του Rolanduccio και μάζευαν κομμάτια από το παγωμένο κερί στο χώμα. Και άλλοι, στην αρχή διστακτικά, μετά με μανία, έσκισαν κομμάτια σάρκας και τα πήραν σπίτι τους. Ακούστηκε μάλιστα ότι κάποιοι τα ταρίχευσαν, ενώ άλλοι τα κατανάλωσαν για δείπνο… Κι ύστερα, κανείς πια δεν ξαναμίλησε γι’ αυτόν. Είμαι σε μεγάλη ηλικία και ξέρω ότι όλα αυτά είναι πιθανότατα υπερβολές. Όμως μικρή σημασία έχει τι είναι αλήθεια και τι ψέμα: σημασία έχει μόνο το νόημα…»
Έβλεπα ότι η σκέψη του αποκτούσε και πάλι κάποιον ειρμό, ήξερα όμως ότι αυτό θα ήταν προσωρινό. Ο Dante άνοιξε το πουγκί που μου είχε ζητήσει, και με προσοχή έβγαλε από μέσα κάτι που έμοιαζε να του είναι πολύτιμο. Μέσα στο λιγοστό φως, διέκρινα ότι ήταν μια ξανθιά μπούκλα. Την έσφιξε στα χέρια του, σαν να κρατούσε φυλαχτό, πήρε κουράγιο.
«…σημασία έχει πως εκείνη τη στιγμή, με το παραμορφωμένο πρόσωπο του Rolanduccio να ακουμπά πιο όμορφο από ποτέ στην αγκαλιά μου, κατάλαβα πως ο Cangrande είχε δίκιο. Πράγματι, την κρίσιμη στιγμή δεν είχα τολμήσει να προστατεύσω τον Rolanduccio. Θέλησα να κλάψω, αλλά ήξερα πως τα δάκρυα δεν θα φέρουν καμία λύτρωση. Ήξερα πως λύτρωση δεν υπάρχει και με απόγνωση έστρεψα το κεφάλι προς τον ουρανό. Από τότε, στην κοιλιά δεν κουβαλώ πια σπλάχνα, μόνο δαίμονες.»
Ήταν φανερό ότι, μπροστά στα φάσμα του δικού του θανάτου, χρειαζόταν χρόνο για να κάνει τον απολογισμό του. Του είπα πως πρέπει να ξεκουραστεί και του πρότεινα να συνεχίσουμε την επόμενη, όταν θα φτάναμε στη Ραβέννα.
«Δεν θα προλάβω να αντικρύσω τη Ραβέννα. Το ξέρω, το τέλος έρχεται… Δεν έχουμε χρόνο, σου λέω, σημείωνε λοιπόν!»
Και συνέχισε… «Άφησα το σώμα του Rolanduccio να αναπαύεται μπροστά στον καθεδρικό και, αργά τη νύχτα, πήρα το δρόμο της επιστροφής προς στο σπίτι. Παρότι άνοιξη ακόμα, η βραδινή δροσιά αρνούνταν να πέσει. Με βήμα βαρύ, έφτασα στην piazza Erbe. Ο ουρανός είχε ανοίξει και η σελήνη, ολόγιομη πια, φώτιζε μυστηριακά το τοπίο. Καθώς ο πύργος των Lamberti ρίχνει την επιβλητική σκιά του στην πλατεία, ο ακέφαλος κορμός μεταμορφώνεται σε απειλητικό στοιχειό. Είναι φανερό ότι τα γεγονότα σύντομα θα μετατραπούν σε κατολίσθηση από ανυπόφορες μνήμες, και θα καταπλακώσουν την πόλη. Μπήκα στο σπίτι, με βιαστικές κινήσεις μάζεψα στο σεντούκι μου τα λιγοστά υπάρχοντά μου. Άφησα μόνο πίσω μου, ως όφειλα προς τον πρώην πάτρωνά μου, ένα αντίγραφο της Θείας Κωμωδίας στην τελική μορφή της. Προσπάθησα να το συνοδεύσω με κάποια ένθερμα λόγια σε ένα σημείωμα, όμως μου ήταν αδύνατο να γράψω. Η ψυχή μου είχε στεγνώσει.
Περασμένα μεσάνυχτα, κατευθύνομαι προς την ponte Pietra, τη γέφυρα πάνω από τον Αδίγη: θέλω να περάσω τον ποταμό και να δραπετεύσω βόρεια, προς τα περίχωρα της πόλης. Λαβωμένος ο Rolanduccio, με συνοδεύει. Φτάνοντας στην όχθη του ποταμού, διακρίνω κάτι να ασημοκοπά μέσα στο φως του φεγγαριού. Πλησιάζω και καταλαβαίνω ότι είναι ένας σταυρός κι ένα δοχείο με λάδι, το χρησιμοποιούν στην εκκλησία για το μυστήριο της βάπτισης. Πριν προλάβω να απορήσω, στρέφεις το βλέμμα μας προς το ποτάμι: ο Teobaldo βρίσκεται μέσα στο νερό. Τον έχεις ωθήσει μακριά από την όχθη και η στάθμη φτάνει μέχρι το λαιμό του, αλλά όχι, δεν είναι γυμνός: φορά το επίσημο, πολυσταύριο φαιλόνιό του. Το χοντρό ύφασμα δεν έχει προλάβει να μουσκέψει καλά, τα νερά το έχουν σηκώσει μέχρι την επιφάνεια και, μέσα στο σεληνόφως, ένας πορφυρός κύκλος που λαμπυρίζει σχηματίζεται γύρω του. Κοιτάζω την ήρεμη, ανέκφραστη μορφή σου και προσπαθώ να μαντέψω ποιες να είναι οι προθέσεις σου… Θα θελήσεις να βαρύνει το ράσο του από το νερό και να τον οδηγήσει στον πνιγμό; Ή μήπως θα τον αφήσεις να βαπτιστεί, όπως ελπίζει, και να ξεπλύνει τη μνήμη του; Μα εσύ δεν κάνεις τίποτα… Αλίμονο, ακόμη και τώρα δεν καταλαβαίνω, γιατί αδιαφορείς και του επιτρέπεις να διαλέξει;
Αφήνεις τους δαίμονες του Teobaldo να διαχειριστούν τη μοίρα του, και περνάμε τη γέφυρα, να φύγουμε προς τα χωράφια. Μεσολαβεί όμως, απέναντι, μία φτωχότερη πλευρά της πόλης. Τα σπίτια εδώ είναι μικρά, οι δρόμοι στενοί, βαρύς ο αέρας… Απόψε όλοι κοιμούνται, κανείς δεν κάνει έρωτα. Το σκοτάδι είναι ζεστό και τα παράθυρα ανοιχτά, οι κάμαρες και οι ψυχές ανοχύρωτες, και το φεγγάρι, απόψε λάγνο φίδι, γλιστρά ως τα όνειρα ανεμπόδιστο.
Και βλέπουμε τα βρέφη, μονάχα αυτά ανασαίνουν ήρεμα στον ύπνο τους, όπως ξέρουν. Βλέπουμε και τους νέους, που ονειρεύονται τον φόβο, και οι γέροι λύπη. Βλέπουμε όμως και πολλούς από τους πρωτεργάτες της συμφοράς μας. Τον Zohane, τον μοναχό που πέταξε την πρώτη πέτρα….Τον Galfrido, που πέταξε τρεις τέσσερις πέτρες με έξαψη… Τον Boetio, που πέταξε μόνο μία και αυτή με ενοχή, μήπως φανεί πως δεν ακολουθεί τους άλλους. Ακόμη και τον Federigo που, κι ας μη σε γνώριζε, συνέχισε να σε λιθοβολεί με μανία, ακόμη και όταν ήξερε πως είχες ξεψυχήσει! Είναι όλοι τους εκεί, τους βλέπεις να κοιμούνται, θυμάμαι τη στοργή στο βλέμμα σου… Και όλοι τους, έχουν ονειρώξεις. Όλοι τους έχουν οργασμούς, και οι οργασμοί έχουν πλημμυρίσει τη νυχτερινή Βερόνα με ήχους και μυρωδιές. Όλοι!, ώσπου ο βραδινός αέρας, ήδη βαρύς από την υγρασία, έχει γίνει αποπνικτικός από τη μυρωδιά του σπέρματος…. Και είναι ξεκάθαρο στη μνήμη μου, θυμάσαι… όσο πιο πολλές πέτρες είχε ρίξει ο καθένας τους, όσο περισσότερο το μίσος, τόσο εντονότερος ο οργασμός…»
Θεώρησα ότι, εδώ και αρκετή ώρα, όσα εξιστορούσε δεν έβγαζαν πλέον κανένα νόημα, οπότε και σταμάτησα να τα καταγράφω. Ήταν προφανές ότι είχε χάσει τον έλεγχο του νου του και δεν μπορούσε να διακρίνει την πραγματικότητα από τη φαντασία. Ίσως, περισσότερο και από την ελονοσία, περισσότερο και από τη μπελαντόνα, να τον είχε νικήσει ο αγώνας που έδινε με τον χρόνο, καθώς ένιωθε το θάνατό του να πλησιάζει.
Πράγματι, εκείνο το βράδυ του Σεπτεμβρίου του 1321, ο Dante Alighieri ξεψύχησε δίπλα μου, πριν καν φτάσουμε στη Ραβέννα.
Ο Cangrande della Scala (1291 – 1329) υπήρξε πράγματι ο σημαντικότερος ηγεμόνας της Βερόνα εκείνη την εποχή. Το palazzo των Scaligeri και το ταφικό μνημείο του Cangrande αποτελούν δύο από τα σημαντικότερα μνημεία της πόλης. Ο ίδιος, σύμφωνα με τις υπάρχουσες πηγές, ήταν βαθιά θρησκευόμενος. Υπήρξε σημαντικός πάτρωνας των τεχνών και ειδικότερα του Dante Alighieri, του Giotto, αλλά και του Πετράρχη. | |
Ο Dante Alighieri (1265 – 1321) πέθανε στη Ραβέννα της Ιταλίας. Παρότι είχε παραμείνει στη Βερόνα κατά διαστήματα ως προστατευόμενος του Cangrande, το εάν πράγματι επισκέφθηκε τη Βερόνα το 1320 είναι τουλάχιστον αμφισβητήσιμο. | |
Ο Giotto (1267 – 1337) θεωρείται από τους ιστορικούς της τέχνης ένας από τους τελευταίους ζωγράφους του μεσαίωνα και, ταυτόχρονα, ένας από τους πρωτεργάτες της αναγέννησης. Σημαντική καινοτομία είναι η απεικόνιση πραγματικών προσώπων στην αγιογραφία, αντί συμβατικών μορφών Το έργο του λοιπόν σηματοδοτεί τη μετάβαση από τη βυζαντινή αγιογραφία στη ζωγραφική της αναγέννησης. | |
14ος αιώνας, από κείμενο του Roman de la Rose | Μετά τη ρωμαϊκή εποχή, με την επικράτηση του χριστιανισμού και φτάνοντας στο μεσαίωνα, ο θεός του έρωτα απεικονιζόταν πλέον ως πλάσμα που προκαλεί τον πειρασμό και κατευθύνει στην πορνεία (demon of fornication).
Η πρώτη αναγεννησιακή απεικόνιση του cupid ως παιδιού/θεού του έρωτα είναι μεταγενέστερη του Giotto. Άλλωστε κατά το μεσαίωνα, ο έρωτας θεωρούνταν μάλλον ασθένεια του μυαλού. Λίγο αργότερα από την εποχή στην οποία τοποθετείται το διήγημα, στο τραγούδι του ύστερου μεσαίωνα, πραγματοποιείται η πρώτη εξύμνιση του έρωτα. |
To Diocese di Verona αναφέρει τον Teobaldo ως επίσκοπο της πόλης για την περίοδο 1298 – 1331, χωρίς να δίνει περαιτέρω στοιχεία. |
Ο μύθος του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας γεννήθηκε στη μεσαιωνική Ιταλία. Η πρώτη καταγραφή του έγινε στα τέλη του 15ου αιώνα, από έναν Άγγλο ποιητή. Έναν αιώνα αργότερα, ο Σέξπηρ εμπνεύστηκε από αυτόν και έγραψε το διάσημο θεατρικό έργο.