Καλοκαίρι 1999 σε ένα ψηλοτάβανο διαμέρισμα τους Αμπελοκήπους. Ανεμιστήρας, θερινή ραστώνη, παγωτά, χυμοί και δυό νέοι στην μετεφηβική τους περίοδο, προσπαθούν με κάθε τρόπο και μέσο να αποκρυπτογραφήσουν το γυναικείο φύλλο. Ανάμεσα σε πολλές αποτυχίες, δοκιμάζουν και την ταινία “Ας περιμένουν οι γυναίκες” από το βίντεο κλαμπ της γειτονιάς. Ήξεραν εξαρχής πως θα δουν τον Μπουλά, τον Ζουγανέλη και έναν περίεργο τύπο που τραγουδά στους Χειμερινούς Κολυμβητές.
Ακριβώς 20 χρόνια μετά, ο Αργύρης Μπακιρτζής τραγουδάει τους έρωτες μας, είναι κει στις μοναξιές μας, μας βοηθάει να [μην] καταλάβουμε τις γυναίκες. Είτε σαν δημιουργός είτε μέσω των ταινιών που πρωταγωνίστησε. Ένας υπέροχος καλλιτέχνης, μια πολυσχιδής προσωπικότητα που μέσω του νόμου των αντιθέσεων, τον οποίο επικαλείται έχει καταφέρει όλα όσα θαυμάζουμε στο καθαρό και έντονο βλέμμα με το οποίο μας κοιτούσε.
Ο Μιχάλης, ο Βασίλης και ο Θεοδόσης, οι τρεις ξεχωριστοί και αντιφατικοί κινηματογραφικοί ήρωες του Σταύρου Τσιώλη σμίγουν στον λόγο του Αργύρη Μπακιρτζή, που μας μιλά για τους Χειμερινούς Κολυμβητές, τα νιάτα του στην Θεσσαλονίκη, τα φοιτητικά του χρόνια, τον κινηματογράφο, την Αρχιτεκτονική και ότι άλλο έφερε η κουβέντα, το πρώτο καλοκαιρινό Κυριακάτικο πρωινό του Ιούνη που τον συναντήσαμε στο Νέο Ψυχικό.
Συνέντευξη στους Γιάννη Μπάκο και Κώστα Βλαχόπουλο
Γιάννης Μπάκος: Μας είχε κάνει ένα σχόλιο ο Σταύρος Τσιώλης σε παλιότερη συνέντευξη στο Νόστιμον ήμαρ: «εγώ δούλευα πάντα με ερασιτέχνες ηθοποιούς, αλλά κάποια στιγμή ο Αργύρης το παράκανε, έγινε επαγγελματίας. Δεν ήξερα πως να τον μαζέψω!» Ποιος είναι τελικά ο Αργύρης Μπακιρτζής; Είναι αρχιτέκτονας, είναι ηθοποιός, είναι μουσικός, είναι στιχουργός, είναι τραγουδιστής; Τι από όλα αυτα είναι;
Με κορόιδευε! Τον Ντε Νίρο παριστάνεις; Σε μερικές ταινίες, τις πολύ καλές μου στιγμές, τις έκοψε! Ο Τσιώλης έχει καταπληκτικό ένστικτο. Τα καλύτερα κομμάτια τα κόβει, για να μην ξεφύγει από αυτό που θέλει να πει. Ομορφιές, ωραία πλάνα, όλα κομμένα, μαχαίρι. Το εκτιμώ τρομερά αυτό.
Γ.Μ. Η αλήθεια είναι ότι έχουμε ταυτιστεί όλοι. Είναι ο Μιχάλης ο Αργύρης Μπακιρτζής, είναι ο Θεοδόσης;
Είναι αλήθεια ότι όλοι οι ρόλοι στα έργα του Τσιώλη, νομίζω ότι έχουν γραφτεί για μένα. Ταυτίζομαι απόλυτα μαζί τους.
Γ.Μ. Όταν είχε βγει το Ας περιμένουν οι γυναίκες, 19 χρονών ήμουν, το είδα και έπαθα πλάκα.
Εκείνο είδες πρώτο;
Γ.Μ. Ναι, και μετά είδα όλα τα άλλα και από πολλές φορές το καθένα.
Το «Φτάσαμε» είναι λίγο αδικημένη ταινία, γιατί ο Τσιώλης είχε κάνει μια επέμβαση και ήταν λίγο κουρασμένος. Και ο παραγωγός τότε είχε πατήσει πόδι να την κάνει πιο εμπορική. Δεν εμπιστεύτηκε το ένστικτο του Τσιώλη. Θυμάσαι την ταινία; Κανονικά εγώ ήμουν αυτός που θα πουλούσε σουβλάκια. Δεν μπορείς να πάρεις τον Ζουγανέλη και να τον βάλεις σε κωμικό ρόλο. Θα τον βάλεις σε σοβαρό ρόλο, θα τον κάνεις ποιητή, σοβαρό επιχειρηματία. Και εμένα, που φαίνομαι σοβαρός, θα με βάλεις στον γελοίο ρόλο! Αν προσπαθήσεις να το κάνεις εμπορικό, το κατέστρεψες. Είναι μια ταινία με καταπληκτικό σενάριο. Μέσα στον χρόνο δικαιώνεται και αυτή νομίζω.
Κώστας Βλαχόπουλος: Τι επιλέγετε λοιπόν; Πώς και γιατί παίζετε όπως παίζετε;
Μα αυτό που κάνω στον Τσιώλη είναι η καθημερινότητά μου! Δεν κάνω καμια προσπάθεια. Είναι όπως φέρομαι όταν είμαι με τους φίλους μου. Απλώς το κόλπο στο σινεμά ή στο θέατρο, που το κατάλαβα από την πρώτη στιγμή, είναι να ξέρεις καλά τον ρόλο σου. Πηγαίνουν πάρα πολλοί να παίξουν και δεν ξέρουν το ρόλο τους. Όσο καλός και να είσαι, πρέπει να ξέρεις τον ρόλο σου τόσο καλά που να μην χρειάζεσαι να τον σκέφτεσαι εκείνη την ώρα. Αυτό είναι το 80% της δουλειάς αυτής.
Γ.Μ. Υπήρχε πρόθεση να γίνετε ηθοποιός;
Όχι. Είμαι πολύ ακατάλληλος και για ηθοποιός και για τραγουδιστής. Αλλά πολλές φορές αυτά για τα οποία είμαστε ακατάλληλοι είναι ακριβώς αυτά που πρέπει να ακολουθούμε. Είναι οι πύλες για το εντός μας. Κοκκίνιζα και μεγάλος όταν μιλούσα. Δεν μπορούσα να υποκριθώ. Θαύμαζα πάντα βέβαια τους ηθοποιούς, τους κατασκόπους κλπ. Επειδή ακριβώς θεωρούσα τον εαυτό μου ανίκανο να υποκρίνεται. Και τελικά, να, που τα έφερε η μοίρα να με βρει ο Τσιώλης και να με κάνει ηθοποιό. Και στο τραγούδι το ίδιο. Οι συμμαθητές μου με σταματούσαν στη χορωδία γιατί τους τη χαλούσα.
Γ.Μ. Πως έχουν προκύψει λοιπόν όλες αυτές οι ιδιότητες;
Από τον περίφημο νόμο των αντιθέτων, που σαρώνει τα πάντα.
Γ.Μ Δηλαδή η μακροβιότερη μπάντα που υπάρχει στην Ελλάδα, έχει προκύψει και μέσα από αυτο τον νόμο των αντιθέτων;
Ναι, από παλιά έλεγα για την μπάντα μας ότι ‘υπάρχουμε γιατί δεν υπάρχουμε’. Αν ρωτούσες όλα αυτά τα χρόνια τους περισσότερους από την μπάντα ‘Είσαι στους χειμερινους κολυμβητές;’ Θα σου έλεγαν ‘Δεν ξέρω… μπορεί… παίζουμε καμια φορά…’. Δεν είναι τυπικά μέλη μιας μπάντας. Ο καθένας έχει την δική του μουσική πορεία. Οπότε συναντιόμαστε κατά καιρούς. «Προς στιγμήν φίλοι», όπως γράφει η λεζάντα μιας φωτογραφίας με τον Νίκο Μάθεση στα Ρεμπέτικα του Πετρόπουλου. Εμείς νιώθουμε φίλοι, βέβαια. Έχουμε κάνει και κουμπαριές. Είμαστε ευχαριστημένοι όταν συναντιόμαστε. Είναι ωραίο σ’αυτή την ηλικία να συναντιόμαστε 7-8 μαντράχαλοι, να φεύγουμε για λίγο από τις οικογένειες και την καθημερινότητά μας.
Γ.Μ. Στην Καβάλα όλα αυτά;
Εγώ δεν είμαι Καβαλιώτης. Είμαι Θεσσαλονικιός. Μένω στην Καβάλα. Αλλά η βάση της μπάντας είναι η Θεσσαλονίκη, όπου ζουν και οι περισσότεροι. Ο Σιγανίδης ζει εδώ και αρκετούς μήνες στην Αθήνα και πηγαινοέρχεται, όλο και πιο αραιά. Ο Ρέλλος, οδός Τμώλου, Βύρωνας. Ο Χάρης Παπαδόπουλος ζει στην Κατερίνη.
Κ.Β. Ποιες ήταν οι επιρροές σας όταν ξεκινήσατε την μουσική, κύριε Μπακιρτζή;
Επιρροές. Κράτησα κάτι απ’ τις «1000 και μία νύχτες». Αν φτάσεις να υπερασπίζεσαι τον εαυτό σου, έχεις αποτύχει. Αν εννοείτε, τι άκουγα…
Κ.Β. Ναι, ίσως είναι καλύτερη διατύπωση
Στο γυμνάσιο, θυμάμαι ότι άκουγα πάρα πολύ το Α΄ Πρόγραμμα του Ραδιοφωνικού σταθμού της Θεσσαλονίκης, που είχε τοπικά τραγούδια της Μακεδονίας, με την Καραβάρα, την Καραθανάση, την Τσίτρα, τον Σαμαρά, τον Κουφογιάγκο, τον Παπαγεωργίου συγκλονιστικό κλαρίνο κ.ά. Αυτά τα τραγούδια με μάγευαν. Και καντάδες.
Μια μέρα κατέβαινα κοντά στο σπίτι μου στα Παλιατζίδικα στην Θεσσαλονίκη. Πρέπει να ήταν γύρω στο ’63-’64 και ακούω μια μουσική και έπαθα πλάκα. Λέω εκείνη την στιγμή, «Υπάρχει τέτοια Ελλάδα;». Ήταν το «Χαράματα η ώρα τρεις» του Μάρκου, το οποίο εκείνη την εποχή δεν ακουγόταν. Ποιος το άκουγε εκείνη την εποχή; Ήταν άγνωστο. Πήρα κατευθείαν τον δίσκο. Το τραγούδι αυτό το έκανε καντάδα ο πατέρας μου στη μάνα μου. Και από τότε άρχισα το αλισβερίσι με τους παλιατζήδες και έφτασα να έχω 1500 δίσκους. Και κάθε φορά ήταν σαν να ανοίγαμε με τον αδελφό μου Κώστα το σεντούκι με τον θησαυρό. Ακούγαμε τραγούδια, που ξέραμε ότι είχαν να ακουστούν 40 και βάλε χρόνια.
Κ.Β. Έχετε δίκιο. Ειδικά εκείνη την εποχή. Δεν είχαν βγει ακόμα και οι επανεκτελέσεις του ρεμπέτικου.
Ναι, δεν είχε βγει τίποτα. Ήταν άγνωστα. Ήταν μια τρέλα αυτό που ζούσαμε. Θυμάμαι ήταν ένας παλιατζής που προσπαθούσε επειδή ήξερε ότι ενδιαφερόμουν εγώ και κάνα δυο άλλοι. Να πω εδώ ότι όλα μου τα χρήματα από 17 και 18 έως 28 και 30 πήγαν εκεί. Προσπαθούσε λοιπόν να μας κοροϊδέψει, να μας πάρει λεφτά. Και εγώ έκανα το εξής κόλπο: Του έλεγα θα πάρω 20 δίσκους, θα τους ακούσω και θα κρατήσω αυτούς που θέλω. Οπότε έπαιρνα αυτούς που ήθελα και τους αντικαθιστούσα με άλλους που τους είχα πάρει από άλλον (παλιατζή). Δεν είχαμε λεφτά και μηχανευόμασταν τέτοια. Και θυμάμαι που, ενώ αγοράζαμε τους δίσκους από 1 έως 5 δραχμές, όταν είδε ο παλιατζής, βλέποντας τον δίσκο της Παπαγκίκα, τυπωμένο στην Αμερική, πώς έλαμψε το μάτι μου, μου λέει 150 δραχμές. Και όμως! Πήγα και τις βρήκα.
Γ.Μ. Εγώ νόμιζα ότι σας είδε που ενθουσιαστήκατε, το εκτίμησε και σας τον έδωσε τσάμπα.
Ναι, σιγά!
Αυτά άκουγα λοιπόν. Από ξένη μουσική χόρευα πολύ ωραίο μάμπο, rock n’ roll, τσα τσα, τανγό, βαλς. Μου άρεσε η πρώιμη τζαζ, αλλά λίγα πράγματα. Υπήρχαν μερικοί που μου άρεσαν πάρα πολύ. Και μάλιστα θυμάμαι έναν τον οποίο άκουγα συνέχεια. Αυτός έζησε γύρω στο 1925. Δεν θυμάμαι αυτή τη στιγμή το όνομά του. Θυμήθηκα, Σκοτ Τζόπλιν. Την τζαζ τη γνώρισα πολύ αργότερα από τον γιο μου τον μικρό.
Γ.Μ. Στην Θεσσαλονίκη λοιπόν τότε. Μουσικές στα παλιατζίδικα…
Ναι, και πάρτυ. Και Θεοδωράκη, πολύ. Στο σχολείο ήμασταν χωρισμένοι. Ήμουν στο Πειραματικό σχολείο θεσσαλονίκης. Δημόσιο, αλλά περνούσαμε με εξετάσεις. Τα περισσότερα παιδιά λοιπόν ήταν από το κέντρο, από οικογένειες ευκατάστατες. Τα 2/3 ήταν χατζιδακικοί, και το 1/3 ήμασταν θεοδωρακικοί.
Κ.Β. Είπατε λοιπόν ότι σας άρεσε πολύ το ρεμπέτικο και έχω διαβάσει επίσης σε παλιότερη συνέντευξή σας ότι σας άρεσε πολύ το μπουζούκι.
Έκανε πάρτυ μια συμμαθήτριά μου από το δημοτικό, με την οποία ξαναβρεθήκαμε στο πρώτο έτος στο Πολυτεχνείο και ο μικρός της αδερφός, ο Ισίδωρος Παπαδάμου, έπαιζε μπουζούκι σε ένα δωμάτιο, στο πάρτυ. Ήταν 15 χρονών ο Ισίδωρος τότε. Εγώ ήμουν 19. Του λέω ‘ήθελα κι εγώ να μάθω μπουζούκι, αλλά τώρα πέρασαν τα χρόνια’. Μου λέει, ‘έχω δύο μπουζούκια, πάρε το ένα’. Δ με γνώριζε και μου έδωσε το ένα μπουζούκι! Και άρχισα να το σκαλίζω λίγο, και εκεί περίπου έμεινα. Δεν εξελίχτηκα στο μπουζούκι. Αλλά ο Ισίδωρος έλεγε, δεν πειράζει που δεν εξελίχτηκες, γιατί όταν γράφεις τραγούδια μας εκπλήσσεις γιατί ακολουθείς δρόμους που δεν τους περιμένουμε γιατί δεν ξέρεις μουσική. Και εγώ βολεύτηκα σε αυτό. Δεν με τράβηξε να μάθω ένα όργανο. Είχα και τον Ισίδωρο που τα ‘κανε όλα, έδινε την τελική μορφή στα τραγούδιά μου.
Κ.Β. Κανένα όργανο;
Παίζω μπουζούκι αλλά παίζω μόνο για μένα, ή για κάνα φίλο μου.
Κ.Β. Τρίχορδο;
Ναι, τρίχορδο. Και λίγο πιάνο. Στο πιάνο μελοποίησα κάποια τραγούδια του Γιώργου Μουρέλου. καθηγητής αισθητικής και φιλοσοφίας στο ΑΠΘ, και πρόεδρος του συλλόγου φίλων του Γ.Μπουζιάνη, που είχε γράψει ένα πολύ ωραίο μυθιστόρημα, το ‘Η πόλις μας περιμένει’ και διάφορα ποιήματα, φιλοσοφικά θα τα έλεγα, στα γαλλικά και στα ελληνικά. Μερικά απ’ αυτά, απ’ την ποιητική του συλλογή «Η Μεγάλη Σύρτις», εκδόσεις Ν.Πορεία, 1950, μου άρεσαν πάρα πολύ και τα μελοποίησα. Ελπίζω κάποια στιγμή σύντομα να καθίσουμε να τα ηχογραφήσουμε. Ήταν σπουδαίος ο Μουρέλος, η μια και μοναδική μας συνάντηση είναι χαραγμένη μέσα μου και γι’ αυτήν έχω δημοσιεύσει ένα κείμενο που δημοσιεύτηκε στη Ν.Πορεία.
Γ.Μ. Οι πρώτες συνθέσεις πότε ξεκινάνε;
Το πρώτο μου τραγούδι το συνέθεσα όταν έκανα τη διπλωματική μου εργασία στους Φιλίππους της Καβάλας. Είχα θέμα την αποκατάσταση της αρχικής μορφής του οκταγώνου των Φιλιππων. Στην αρχή υπήρχε ένας ευκτήριος οίκος, αφιερωμένος στον Απ.Παύλο, γύρω στον 4ο αιώνα. Μετά, στη θέση του κτίστηκε μια εκκλησία, πιθανόν μαρτύριο, οκταγωνικής μορφής και αργότερα μια εκκλησία μορφής οκταγώνου εγγεγραμμένου σε τετράγωνο, και εγώ ασχολήθηκα με την γραφική αποκατάσταση της αρχικής μορφής τους. Και έμεινα εκεί, στο Μουσείο των Φιλίππων, γύρω στους πέντε μήνες, σχεδιάζοντας τα διάφορα μάρμαρα που είχαν βρεθεί στην ανασκαφή, την αποτύπωση της εκσκαφής κλπ. Και ένα βράδυ, θυμάμαι ήταν πανσέληνος του ’69, όπως έκανα πάντα όταν είχε πανσέληνο, πήρα το μπουζούκι, το μπλοκ και τα μολύβια και κατηφόρισα στον χώρο της ανασκαφής. Τη νύχτα, που η μέρα χανόταν και υπήρχε μια ησυχία μεγάλη, είχε και φως από το φεγγάρι, έκανα σχέδια πώς έπρεπε να είναι ο ναός και γρατζουνούσα το μπουζούκι. Και τότε, είχα μια παραίσθηση, χωρίς να έχω πιει κάτι, και έτσι βγήκε το πρώτο τραγούδι «Πανσέλληνος στους Φιλίππους», το οποίο το δημοσιεύσαμε το 2008, ενώ είναι τραγούδι του 1969. Υπήρχε όμως ένας στίχος που δεν μου άρεσε καθόλου, όμως με μια εμπνευσμένη αλλαγή, «φωνές, εικόνες, ξωτικά», το περιλάβαμε στον δίσκο μας «23 κόκκινα φώτα».
Γ.Μ. Από την αρχή λοιπόν ήταν ετσι οι συνθέσεις; Βιωματικές ,γεμάτες εικόνα;
Κοιτάξτε, αν δεν είχα μια πολύ έντονη κατάσταση να με πιέζει, δεν μπορούσα και δεν μπορώ να γράψω τραγούδι. Όλα μου τα τραγούδια είναι βιωματικά. Είναι ένα ξέσπασμα για να αντέξεις αυτό που σε πιέζει. Ορισμένες φορές είναι βασανιστικά πιεσμένες οι καταστάσεις που με κάνουν να γράψω ένα τραγούδι για να ξαλαφρώσω.
Γ.Μ. Έχω έναν φίλο που μου ζήτησε να σας ρωτήσω αν τινάζατε τα χαλιά κάθε πρωί στις 7, όπως λέτε στο ‘Πολλαπλό σου είδωλο’.
Τότε όντως τίναζα τα χαλιά! Όχι και περσικά, και κουρελούδες και χράμια χοντρά και άλλα. Έμενα σε ένα παλιό σπίτι πολύ μεγάλο, 120 τμ, με πινγκ πονγκ όπου έχουν διεξαχθεί ομηρικοί αγώνες και το χειμώνα το έστρωνα όλο με χαλιά. Όταν πήγαινα να τα πλύνω στο ποτάμι, με ένα παλιό αυτοκίνητο που είχα, του ’50, τα άπλωνα και έπιαναν μια τεράστια έκταση στους φράχτες που τα άπλωνα να στεγνώσουν. Γυρνώντας σκέπαζαν το αυτοκίνητο αφήνοντας μια μικρή τρύπα για να βλέπω. Είναι πραγματικό αυτό με τα χαλιά! Και θυμάμαι μια μέρα που τίναζα ένα χαλί είδα αυτή την κοπέλα για την οποία γράφτηκε το τραγούδι να περνάει κάτω απ’ το σπίτι με την τσάντα της επιστρέφοντας από το σχολείο ή πηγαίνοντας για βόλεϊ, γιατί ήταν βολεϊμπολίστρια.
Γ.Μ. Σαν αφήγημα το τραγουδι αυτό θυμίζει αυτό που είπατε για το σχολείο, ότι δηλαδή υπήρχαν δύο κοινωνίες…
Όχι, αυτό δεν κολλάει εδώ. Ο μπαμπάς της ήταν λιμενικός.
Κ.Β. Θα μας πείτε λίγο για την σχέση σας -είτε προσωπική είτε στην μουσική- με τον Νίκο Παπάζογλου;
Ο Νίκος… Ήμασταν μαζί πρόσκοποι -λυκόπουλα και πρόσκοποι- στο τζαμί πάνω από τον Άγιο Δημήτριο, στο Αλατζά Ιμαρέτ. Ο Νίκος ήταν παιδί του Κουλέ Καφέ, εκεί κοντά, εμείς μέναμε παρακάτω. Οι γονείς μας δεν μας έλεγαν τίποτα για πολιτικά, ύστερα από τον πόλεμο. Δηλαδή πολύ αργότερα καταλάβαμε τι πρέσβευαν οι γονείς μας. Υπήρχε λοιπόν τότε αντιπαράθεση των κατηχητικών με τους προσκόπους. Μας κορόϊδευαν για τα κοντά παντελόνια, τους απαντούσαμε ανάλογα κ.λπ. Θυμάμαι κάποτε είχαμε κάνει ένα πάρτυ στο τζαμί, και την Δευτέρα έβγαινε μια εβδομαδιαία ακροδεξιά εφημερίδα στην Θεσσαλονίκη, η «Δράσις», και βγήκε με μεγάλους τίτλους: «Όργια στο Τζαμί!». Εμείς ένα απλό πάρτυ είχαμε κάνει, αλλά δεν είχαμε καλέσει την κόρη του τοπικού εφόρου. Και τότε έδιωξαν και τον αρχηγό μας, είχε γίνει σκάνδαλο. Και μάλιστα ήθελαν να γκρεμίσουν το τζαμί. Ο μπαμπάς ενός από τους προσκόπους ήταν πρώτος ξάδερφος του, Γ.Γ. Αθλητισμού της Χούντας και είχαν κάνει πολλές προσπάθειες να ρίξουν το τζαμί για να σχηματιστεί πλατεία για να έχει το σπίτι τους θέα στην πλατεία. Όμως η επιτροπή γονέων του τζαμιού έκανε ενέργειες τότε και τελικά σώθηκε το τζαμί, που είναι ένα πολύ σπουδαίο μνημείο της Θεσσαλινίκης.
Συνάντησα λοιπόν τον Παπάζογλου, και του είπα «έχω κάποια τραγούδια και δεν ξέρω τι να τα κάνω». Μου λέει, «έλα να τα γράψουμε στο Αγροτικό». Και μάλιστα τραγούδησε και στις ‘Ψείρες’. Ήταν πολύ αγαπητός ο Νίκος. Αλλά μουσικά δεν είχαμε σχέση. Οι μουσικοί όμως που έπαιζαν στους Χειμερινούς Κολυμβητές, ο Ταμκατζόγλου, ο Παπαδάμου, ο Βόμβολος, έχουν παίξει με τον Παπάζογλου κατά καιρούς και συχνά έλεγαν παλιότερα ιστορίες με τον Παπάζογλου…
Κ.Β. Και ο Μυστακίδης έχει παίξει και με σας και με τον Παπάζογλου…
Ναι. Κάποια στιγμή ήρθε ο Μήτσος. Έπαιξε και κιθάρα και μπουζούκι. Ο Μήτσος είναι φοβερό παιδί. Ταιριάζουμε πολύ, απλά έχει πάρα πολλές δουλειές, συνεργάζεται και με τραγουδιστές παγκόσμιας εμβέλειας. Αφού εγώ αισθανόμουν άσχημα που του έλεγα να έρθει να παίξει μαζί μας.
Γ.Μ. Έχω διαβάσει ένα μεγάλο παράπονο που ειχατε για το θέμα των δικαιωμάτων. Για το youtube, για το τι γίνεται με την τεχνολογία και την δισκογραφία. Πως είναι αυτή η προσαρμογή στην τεχνολογία για τους Χειμερινούς Κολυμβητές, ειδικά μετά την έκρηξη των τελευταίων 10-12 χρόνων;
Δυστυχώς δεν έχουμε site, ούτε κανάλι στο youtube. Δεν έχουμε τίποτα. Κάποιοι έφτιαξαν ένα κανάλι στο όνομά μας… Τώρα βγάζουν λεφτά, δεν βγάζουν, κανείς δεν ξέρει. Η Lyra, η οποία ακόμα έχει τα δικαιώματά μας, δεν μας έχει πληρώσει από το 2011. Και το θέμα είναι ότι κατέβασε τα τραγούδιά μας από το youtube, μερικά απ’ τα οποία είχαν εκατοντάδες και ακόμη πάνω από ένα-δυο εκατομμύρια views. Δεν είναι το θέμα τα χτυπήματα, αλλά τα σχόλια από κάτω, τα οποία είναι η ιστορία του τραγουδιού. Αυτό το θεώρησα πολύ εξευτελιστικό. Καi για να συνεχίσουμε οποιαδήποτε συζήτηση με την Lyra, δύο περιπτώσεις υπάρχουν: είτε να πάμε δικαστικά, και να διεκδικήσουμε τα δικαιώματά μας από τη στιγμή που δεν μας έχει πληρώσει από το 2011- κάτι που δεν ξέρω πόσο θα τραβήξει, καθώς είμαστε και πολλά άτομα, ορισμένα έχουν φύγει, που να τους βρεις… Επειδή τα περισσότερα είναι δικά μου βέβαια, θα μπορούσα να το κυνηγήσω. Υπάρχει αυτή η σκέψη με τον Σιδέρη που είναι στο συγκρότημα και δικηγόρος, που μου λέει να κάνουμε μήνυση. Η άλλη περίπτωση είναι αυτό που μας μήνυσαν οι ίδιοι (σ.σ. οι ανθρωποι της Lyra), μέσω ενός πολύ καλού δικηγόρου που μας εκπροσωπεί εδώ στην Αθήνα, ότι ειναι διατεθειμένοι να μας πληρώσουν ένα ποσό αρκετό και στις αφραγκιές που έχουμε κάτι ίσως είναι και αυτό…
Γ.Μ. Καταλαβαίνω από αυτά που λέτε ότι οι Χειμερινοι Κολυμβητές ως σχήμα κινούνται μόνοι τους, σχεδόν αυτόνομα… Μου μοιάζουν σαν μια παρέα, που κινείται ανά την Ελλάδα και παίζει μουσική.
Ναι, δεν έχουμε γραφείο, είναι η αλήθεια. Η μάλλον, έχουμε έναν, ο οποίος δεν μας έχει κλείσει καμία συναυλία… (γέλια). Είναι καταπληκτικός! Και γι’αυτό τον αγαπάω πολύ. Καμιά φορά πηγαίνουμε κάπου για να παίξουμε και μας ζητάνε τιμολόγιο, οπότε του λέμε ‘ανάλαβε εσύ την παραγωγή’. Ποιητική φυσιογνωμία…
Γ.Μ. Ρωτάω γιατί υπάρχει πολύ μεγάλη συζήτηση εδώ και χρόνια, από τότε που η τεχνολογία μπήκε στον χώρο της δισκογραφίας, αλλά και μετά από τα σκάνδαλα που αποκαλύφθηκαν για την ΑΕΠΙ ότι οι δημιουγοι βγαίνουν ζημιωμένοι. Το θέμα με την ΑΕΠΙ, είχε μάλιστα αναδειχεί από τον Κώστα τον Βαξεβάνη στο Κουτί της Πανδώρας. Τότε λοιπόν κινητοποιήθηκε αρκετός κόσμος και καλλιτέχνες…
Ευτυχώς που βρέθηκε ο κ. Ξυδάκης όταν ήταν υπουργός Πολιτισμού και κίνησε τα νήματα. Αν και υπήρξαν υπουργοί και μέσα από τον ΣΥΡΙΖΑ, οι οποίοι αντέδρασαν σε αυτό. Τώρα, αν αλλάξουμε κυβέρνηση, δεν ξέρω τι θα γίνει… Είναι τρομερό σκάνδαλο αυτό με την ΑΕΠΙ. Χάθηκαν πολλά λεφτά κι από μας κι απ’ το Κράτος.
Γ.Μ. Μια πιο σωστή οργάνωση και δομή στον χώρο της δισκογραφίας και των δικαιωμάτων πραγματικά θα έλυνε τα χέρια των Καλλιτεχνών.
Ε βέβαια, δεν έχουμε έσοδα από εκεί. Εγώ έχω κάνα χιλιάρικο το 6μηνο. Θέλουν κυνήγι όλα αυτά, κι εμείς δεν έχουμε τον χρόνο ή τον τρόπο. Εν τω μεταξύ συμβαίνει και το άλλο με τα γραφεία: βλέπουμε σε φεστιβάλ το καλοκαίρι να πηγαίνουν οι ίδιοι και οι ίδιοι, και αναρωτιέσαι πώς γίνεται αυτό; Λοιπόν, ακούστε τι έπαθα: πηγαίνουμε στην Βλάστη. Έπαιζαν οι Ρεβάνς, ένα πολύ ωραίο συγκρότημα και μετά εμείς. Με παίρνουν τηλέφωνο την άλλη μέρα, ένας τύπος από την Καστοριά, μου λέει είμαστε «εναλλακτικοί», κάνουμε καταπληκτικό φεστιβάλ, θα ρθείτε να παίξετε; Τον ρωτάω «και πως μας ανακαλύψατε;». Μου λένε, «πέθανε ο μπαμπάς μιας τραγουδίστριας και δεν θα τραγουδήσει , και ο Μυστακίδης πρότεινε εσάς, τους Χειμερινούς Κολυμβητές». «Δηλαδή δεν σας ενδιαφέραμε ποτέ εμείς», τους λέω και μου απαντάει «μα, το γραφείο μας προτείνει το πρόγραμμα». Παριστάνουν τους εναλλακτικούς, και αφήνουν τα γραφεία να τους κάνουν ό,τι θέλουν. Δεν πήγαμε τελικά.
Γ.Μ. Αφού είμαστε στα της μουσικής, να σας ρωτήσω για τη φωνή σας. Πώς ξεπεράσατε αυτή την ιδιαιτερότητα;
Τί να ξεπεράσω; Με έχουν ρωτήσει δημοσιογράφοι, πως ειναι έτσι η φωνή σας… και τους απάντησα «διόγκωση των κογχών του ρώθωνος, και λεμφαδενικός ιστός στη βάση της επιγλωττίδας…» (γέλια). Και μάλιστα τώρα πριν από ένα μήνα, έκανα μια επέμβαση γιατί είχα πολλούς πολύποδες και διαισθάνομαι ότι έχω χάσει λίγα μπάσα. Ελάχιστα! Που δεν το καταλαβαίνει κανείς, ίσως μόνον ο Σιγανίδης.
Γ.Μ. Το ’79 λοιπόν ξεκινήσατε με τους Χειμερινους Κολυμβητές, με ρόλο απευθείας το τραγούδι, στίχο, μουσική, τα πάντα.
Ναι και είναι αλήθεια και να σας πω και κάτι που ίσως έχει ενδιαφέρον, ότι συνήθως οι μελοποιήσεις της ποίησης είναι αποτυχημένες. Πολύ σπάνιες φορές είναι επιτυχημένες. Ενώ το πιστεύω αυτό, όμως δεν μπόρεσα να αποφύγω τον πειρασμό να μελοποιήσω κομμάτια που τα αγαπούσα πάρα πολύ. Και κάναμε έναν δίσκο με μελοποιήσεις αγαπημένων ποιημάτων, «Το πέρασμά σου». Και είμαι πολύ περήφανος γι’ αυτόν. Νομίζω είναι πολύ ωραίος δίσκος.
Κ.Β. Έχετε μουσική παιδεία;
Όχι.
Κ.Β. Είστε αυτοδίδακτος, λοιπόν.
Ναι. Ξέρω μόνο τα ρε μινόρε, ρε ματζόρε, εκεί έμεινα.
Κ.Β. Είναι εύκολη η σύνθεση; Πόσο εύκολα ένας άνθρωπος που δεν έχει μουσική παιδεία γράφει τραγουδια;
Είναι αλήθεια ότι μερικές φορές αισθάνθηκα να μα πλημμυρίζει η μουσική, ιδίως όταν είχα πρωτοπάει στη Ρώμη το 1972, που θυμάμαι είχα μελοποιήσει την «Τρελή ροδιά» του Ελύτη, κάπως σύνθετο τραγούδι. Και αν τότε είχα τα τεχνικά μέσα, νομίζω ότι ίσως έγραφα μουσικές που με πλημμύριζαν, που όμως δεν μπορούσα να το κάνω γιατί μου έλειπαν τα τεχνικά μέσα. Εν τω μεταξύ είχα και την δουλειά μου ως αρχιτέκτονας, που με τραβούσε, μου άρεσε και ασχολιόμουν πολύ, οπότε το άφησα.
Γ.Μ. Στην Αρχιτεκτονική, ασχολείστε περισσότερο με τις βυζαντινές αρχαιότητες.
Ναι. Δούλευα στην Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων της Καβάλας. Τελείωσα Θεσσαλονίκη, έκανα μεταπτυχιακό στην Ρώμη, σε ένα κέντρο της Unesco, μετά συνέχισα στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης και μετά γύρισα στην Ελλάδα. Τότε ο καθηγητής μου με ήθελε να έρθω να δουλέψω στην Ακρόπολη. Αλλά η Αθήνα μου μύριζε τότε. Δεν ξέρω, μάλλον λόγω της ευαισθησίας της μύτης μου, η Αθήνα μου μύριζε σαν γκαζιέρα. Ενώ τώρα που είναι πολύ χειρότερη, δε μου μυρίζει! Πήγα τελικά στην Καβάλα για την διπλωματική μου εργασία και έμεινα εκεί. Οπότε απαλλάχτηκαν κιόλας. Γιατί ξέρετε όταν έρχεται ένας με ειδικότητα που δεν την έχουν άλλοι, φοβούνται κάποιοι ότι θα τους πάρεις την θέση…
Έχω χτίσει από καινούρια μουσεία, όπως αυτά της Θάσου και της Αμφίπολης, έχω αναστηλώσει εκκλησίες, τζαμιά, κάστρα, ασχολήθηκα με παλιές πόλεις… Αυτό για το οποίο αισθάνομαι πιο πολύ περήφανος είναι ότι σώθηκε η παλιά πόλη της Ξάνθης. Όταν γύρισα το ’75, μια από τις πρώτες μου δουλειές ήταν να πάω στην Ξάνθη και να δω ένα σχέδιο που ειχαν προτείνει ο Δήμος σε συνεργασία με εργολάβους, όπου όλη την παλιά πόλη την χώριζαν σε κουτάκια, σε τετράγωνα. Ρυμοτομικό σχέδιο δηλαδή σε μια παλιά πόλη, που σήμαινε ότι θα εξαφανιζόταν μια πολύ όμορφη και ιστορική παλιά πόλη. Πήγα εκεί, την είδα και έπαθα πλάκα. Πιάνω τους αρχαιολόγους, μου λένε δεν ασχολούμαστε. Πιάνω τον μακαρίτη τον Βαγγέλη Πεντάζο από την Κομοτηνή, ο οποίος ήταν κλασσικός αρχαιολόγος και δεν ήταν η Ξάνθη στην αρμοδιότητα του και που είχε επανέλθει το ’75 μετά την απομάκρυνσή του απ’ τη χούντα. Μου λέει προχώρα και εγώ μαζί σου. Και τί έκανα; Κοιτάξτε τώρα πως σώθηκε μια παλιά πόλη. Πήγα και έπιασα τον υπεύθυνο ασφαλείας του ΥΠΕΞ. Ένας κλασσικός, θα έλεγες, συντηρητικός στρατιωτικός, σε μια ευαίσθητη θέση, και του λέω, αν χαθεί η παλιά Ξάνθη, θα χαθεί το στοιχείο ότι εδώ κάποτε υπήρχε Ελληνισμός. Και αυτός ο άνθρωπος, τα έβαλε με αυτούς τους εργολάβους της Ξάνθης. Και έτσι κηρύχτηκε διατηρητέα η παλιά πόλη της Ξάνθης. Δεν είναι φοβερό; Δυστυχώς κατάφεραν να περιορίσουν την έκταση της αρχικής κήρυξης.
Γ.Μ. Χτυπήσατε μια ευαίσθητη χορδή λοιπόν σε έναν άνθρωπο με αυτά τα χαρακτηριστικά και σώθηκε.
Ναι, κινητοποιήθηκε και σώθηκε.
Γ.Μ. Πριν πάμε στην πολιτική και σε άλλα θέματα, εγω θέλω να γυρίσω και πάλι στις ταινίες. Έχω τρεις ήρωες, τον Μιχάλη, τον Θεοδόση και τον Βασίλη. Πριν μας είπατε, ότι όλοι αυτοί είναι ο Αργύρης Μπακιρτζής. Δεν μπορώ να μην ρωτήσω όμως, ποιος από αυτους ειναι πιο πολύ ο Αργύρης Μπακιρτζής.
Τι να σας πω… Και στο ‘Παρακαλώ γυναίκες μην κλαίτε’, και οι ρόλοι στη «χουρμαδιά» και στο «ας περιμένουν οι γυναίκες» είναι πολύ «εγώ». Δεν μπορώ να τους ξεχωρίσω.
Γ.Μ. Υπήρχε αυτή η Ελλάδα του Ας περιμένουν οι γυναίκες;
Αυτό, τον Τσιώλη πρέπει να το ρωτήσετε. Πώς δεν υπήρχε; Είναι πολύ εμπνευσμένο σενάριο το συγκεκριμένο. Και οφείλεται εν μέρει και στον μικρό μου γιο. Διότι ο Τσιώλης, όλες του τις ταινίες τις γύριζε στην Πελοπόννησο. Η γυναίκα μου τότε ήταν έγκυος, οπότε λένε με τον Βακαλόπουλο, τι θα κάνουμε τώρα;. Ο Αργύρης πού θα πάει; Πάμε να τον βρούμε στην Καβάλα, είπαν. Ανέβηκαν στην Καβάλα και σκάρωσαν το σενάριο στον δρόμο. Και κάναμε τα γυρίσματα στην Βόλβη και στον Μαρμαρά, και έτσι ο Τσιώλης ξέφυγε και από τα στεγανά της Πελοποννήσου.
Έχει πλάκα κάτι που λέω και στις συναυλίες και γινεται καλό σούσουρο. Τα παιδιά μου έχουν ένα συγκρότημα, τους Τhe Dreamers. Βρήκαν σε ένα site της Νότιας Κορέας, ότι οι Χειμερινοί Κολυμβητές ήταν μια μέρα τέταρτοι σε ακροαματικότητα. Ο δίσκος μας «οι Δακοκτόνοι» έχει φοβερό εξώφυλλο, στο οποίο είμαστε γυμνοί στα λασπόλουτρα των Φιλίππων, σαν να ‘μαστε στο «Καθαρτήριο». Το είδε σε πολλά δισκάδικα η κόρη του αδερφού ενός φίλου μου που έκανε μεταπτυχιακό στο Τόκιο. Τους είχε εντυπωσιάσει το εξώφυλλο, και το είχαν βάλει σε πολλές προθήκες δισκοπωλείων. Και εκείνη τη μέρα, οι Rolling Stones, στο συγκεκριμένο site, ήταν έβδομοι! Προφανώς εκείνη τη μέρα είχαν αναμεταδώσει όλο τον δίσκο μας που τους είχε εντυπωσιάσει το εξώφυλλό του. Και πάντα λέω στις συναυλίες, στην Άπω Ανατολή συμβαίνουν πολλά παράξενα. Θα σας πω μονο το εξής: Η ταινία του Σταύρου Τσιώλη Ακατανίκητοι Εραστές με αρνητικό ρεκόρ εισιτηρίων στην Ελλάδα, (91 ή 92 εισιτήρια, ερίζουν), παιζόταν στο Τόκιο έξι μήνες με μεγάλη επιτυχία. Εντυπωσιακό ε, όμως αληθινό. Όταν είχα δει αυτή την ταινία, δεν γνώριζα τον Τσιώλη. Ανοίγω την τηλεόραση στο σπίτι μιας φίλης στην Καβάλα, όταν είχα πάει να πρωτοδουλέψω, και βλέπω μια κοπέλα με ένα παιδάκι να περπατούν και η κάμερα τους έπαιρνε πλάτη. Είδα λίγο, το άλλαξα. Πέρασε κάνα τέταρτο, το γυρίζω στην ταινία, πάλι πλάτες! Το ξαναβάζω μετά από λίγο, πάλι πλάτες! Αυτό ήταν το έργο!
Κ.Β. Ποια είναι η διαδικασία για να βγει ένα ωραίο τραγούδι; Πρώτα γράφετε τους στίχους και εκεί επάνω τη μουσική; Πρώτα την μουσική και μετά τον στίχο; Ή βγαίνουν αυθόρμητα και τα δύο, σα να μπλέκονται μαζί;
Στα δικά μου, το 80% των τραγουδιών βγαίνουν μαζί. Είναι προϊόν μιας έντονης εσωτερικής πίεσης, το οποίο βέβαια όσο περνούν τα χρόνια είναι πιο δύσκολο να γίνει γιατί είναι ανυπόφορο. Αλλά και οι συγκινήσεις περισσεύουν. Μερικές φορές δεν μπορείς να το αντέξεις. Είναι βαρύ συναίσθημα. Είναι και δύσκολος και εύκολος αυτός ο τρόπος γραφής. Εύκολος, γιατί έρχεται μόνο του, αβίαστα. Βέβαια και ένας που γράφει στίχους μπορεί να είναι βιωματικοί, από καταστάσεις που έχει ζήσει και αν είναι και ταλαντούχος, μπορεί να γράψει πολύ ωραίους στίχους. Μπορεί και να μην είναι βιωματικοί και να είναι ακόμη καλύτεροι. Δεν υπάρχει κανόνας.
Κ.Β. Να μιλήσουμε και λίγο για θέματα ευρύτερου ενδιαφέροντος. Εγώ θέλω να ξεκινήσω με το Μακεδονικό. Εμείς εδώ στην Αθήνα έχουμε μια είκόνα για το Μακεδονικό, αλλά δεν γνωρίζουμε ακριβώς πόσο αυτο το θέμα απασχολεί την κοινωνία στην Βόρεια Ελλάδα. Είναι πράγματι ένα ζήτημα που απασχολεί τους ανθρώπους στην Βόρεια Ελλάδα;
Είναι λεπτό και μεγάλο θέμα. Από την στιγμή που ένα σωρό σλαβόφωνοι νιώθανε Έλληνες στις αρχές του 20ου αιώνα και μετά κυνηγήθηκαν, αυτό είναι μια λάθος πολιτική του ελληνικού κράτους. Αυτοί οι άνθρωποι είχαν ελληνική συνείδηση και τους χάσαμε. Αυτή η τρέλα που συμβαίνει, είναι επειδή τα διάφορα κόμματα εκμεταλλεύονται αυτό το θέμα. Όπως και η Εκκλησία το ίδιο. Αναρωτιέμαι πολλές φορές γι’αυτή την σύμπραξη της Χρυσής Αυγής και της Εκκλησίας… Οι μεν είναι χριστιανοί, οι άλλοι είναι παγανιστές… Μάλλον υπάρχουν ‘πράκτορες’ των παγανιστών στους κόλπους της Εκκλησίας και το αντίστροφο… (γέλια).
Ένα είναι σίγουρο. Η Νέα Δημοκρατία είναι πολύ ευχαριστημένη που ψηφίστηκε η συμφωνία των Πρεσπών, γιατί της έφυγε ένα βάρος για την δική της διακυβέρνηση, αν εκλεγεί. Αλλά, ταυτόχρονα προσπάθησε να το εκμεταλλευτεί.
Αυτή η έξαρση του εθνικισμού, όποτε έχει συμβεί στην ιστορία μας, έχει οδηγήσει σε εθνικές καταστροφές. Και πάντα λέω, ότι αυτοί (σ.σ. οι εθνικιστές) είναι τόσο τρελαμένοι, που αν δεν χάσουμε κάνα κομμάτι της Ελλάδας, δε θα ησυχάσουν. Έβριζαν τον Βενιζέλο το 1916, όταν έκανε την κυβέρνησή του στην Θεσσαλονίκη, που αν δεν την έκανε μπορεί και να ‘μασταν σήμερα μέχρι τα Τέμπη.. Οι Σέρβοι ήταν στρατοπεδευμένοι μόλις 50 χιλιόμετρα έξω από τη Θεσσαλονίκη.
Από την άλλη υπάρχει μία τακτική, που την παρατηρώ σε κάποιες συγκεκριμένες «σοβαρές» εφημερίδες: να ρίξουν το βάρος της Μικρασιατικης Καταστροφής στον Βενιζέλο. Ο Βενιζέλος τότε δεν περίμενε ότι θα χάσει τις εκλογές. Ήθελε να είναι ισχυρός την επόμενη μέρα. Παρ’ όλ’ αυτά τις έχασε και οδηγηθήκαμε στην καταστροφή.
Τα ίδια και στην Κύπρο. Από την ΕΟΚΑ δεν ξεκίνησαν και τα γεγονότα στην Κωνσταντινούπολη το ’55; Όποτε δηλαδή είχαμε αυτούς τους φωνακλάδες, τους ελληναράδες και εθνικόφρονες, πάντα οδηγούμασταν σε εθνική καταστροφή. Και με τη Χούντα και το Κυπριακό τί έγινε; Γι’ αυτό θέλουν πολύ προσοχή αυτά τα πράγματα. Φλερτάρουμε επικίνδυνα με την καταστροφή.
Η μουσική με τις μπάντες της Δυτικής Μακεδονίας, όπως και της Βόρειας Μακεδονίας, μου αρέσει πάρα πολύ. Το ’85 ήμασταν οι πρώτοι που βαλαμε σε δίσκο μπάντα από την Φλώρινα. Έχετε πάει στην Κοζάνη Καθαρή Δευτέρα, που συναντιούνται οι μπάντες απ’ όλη την ευρύτερη περιοχή. Πάτε και θα με θυμηθείτε.
Γ.Μ. Eίναι πάντα οι ζωντανές εμφανίσεις, μια παρέα που βγαίνει να παίξει μουσική;
Είναι, ναι. Εξαρτάται πολλές φορές και από τη διάθεση, βέβαια.
Γ.Μ. Που γίνονται οι πιο ωραίες συναυλίες;
Στην Αθήνα! Η Αθήνα τους αγκαλιάζει όλους. Και στην Κρήτη είναι πολύ ωραία όταν παίζουμε. Και όχι μόνο.
Γ.Μ. Έχουμε δει Χειμερινούς Κολυμβητές να παίζουν στο Half Note, σε ανοιχτά φεστιβάλ, σε χώρους… Ποιοι είναι οι πιο ωραίοι χώροι να παίζετε;
Κοιτάξτε, στο Half Note είναι καταπληκτικά. Έχει έναν ηχολήπτη, τον Γιώργο, που είναι σπουδαίος. Μας κάνει φοβερό ήχο, είναι πολύ αγαπητός, έχει και μια φίλη απ’ την Τήνο που μας υποσχέθηκε την άλλη φορά λυχναράκια απ’ του Χάλαρη, που τόσο τα νοσταλγούμε, και έτσι ευχαριστιέσαι να παίζεις. Λένε ότι είναι ακριβά. Σε άλλα μαγαζιά που υποτίθεται ότι είναι ‘εναλλακτικά’, τα ίδια λεφτά πληρώνεις. Είναι σημαντικό να βγαίνει και ένα μεροκάματο για τους καλλιτέχνες. Και να σας πω και κάτι, ενώ οι μουσικοί από τους Χειμερινους Κολυμβητές είναι από τους καλύτερους στην Ελλάδα, ζούμε δύσκολα. Και μάλιστα, υπάρχουν και κάνα δυο που ζουν πολύ δύσκολα.
Κ.Β. Σας αρέσει να παίζετε ζωντανα;
Πάρα πολύ. Είναι μαγεία.
Κ.Β. Υπάρχουν κάποιοι καλλιτέχνες που είναι διαφορετικοί πριν αρχίσει η συναυλία, και μόλις βγουν στην σκηνή μεταμορφώνονται. Συμβαίνει το ίδιο και με εσάς;
Ναι, κι εγώ έτσι είμαι. Θυμάμαι τον Γιάννη Κυριαζή. Μεγάλος μουσικός. Καταγόταν από την Καβάλα. Ήταν και στο ΕΑΜ. Ο Κυριαζής λοιπόν θα τραγουδούσε δυο τραγούδια στον πρώτο δίσκο μας, το «Τώρα που παντρέυεσαι» και το «Σε μια εκκλησιά μοναχική». Αλλά δεν πρόλαβε. Εκείνο τον καιρό έπαιζε με την Άννα Χρυσάφη, τον Καλφόπουλο και άλλους στην Θεσσαλονίκη, μαζί με Παπαδάμου, Βόμβολο, Ταμκατζόγλου, από μας. Και εγώ πήγαινα κάθε μέρα και τον άκουγα. Τρελαινόμουνα. Μου άρεσε πολύ η φωνή του. Μου άρεσαν και οι κινήσεις του πάνω στην σκηνή. Ήταν κοντά 80 και στη σκηνή μεταμορφωνόταν, σαν εικοσάχρονος. Καμιά φορά τον μιμούμαι ασυναίσθητα.
Γ.Μ. Στους δίσκους των χειμερινών κολυβητών, πώς γίνεται η δουλειά; Υπάρχει κάποιος ενορχηστρωτής ή βγαίνετε όλοι μαζί και παίζετε;
Όλοι μαζί, γιατί συνεννοούμαστε αυτόματα. Και συνήθως γίνεται εκείνη την ώρα. Δεν υπάρχει ενορχήστρωση. Εκτός από τον δίσκο «Η μαστοράντζα του Ερντεμπίλ», που τους ξεγέλασα. Δεν κόπιαζαν να έρθουν στο στούντιο. Τους έπεισα και κάτσαμε και βγάλαμε έναν δίσκο σε σχεδόν τέσσερα-πέντε τετράωρα. Και νομίζω βγήκε φοβερός.
Κ.Β. Σας αρέσει η διαδικασία της ηχογράφησης ενός δίσκου; Κάποιους καλλιτέχνες τους κουράζει το στούντιο
Ωραία είναι, τα ακούμε όλοι μαζί τα κομμάτια, δεν κουραστήκαμε ποτέ. Επίσης, παίζουμε όλοι μαζί. Κουράζονται κυρίως αυτοί που πάνε και γράφουν τα κομμάτια ο καθένας ξεχωριστά. Μάλιστα, στους δυο πρώτους δίσκους, εγώ τραγουδούσα στο καμαράκι, τελείως πρόχειρα, σαν οδηγός για τους άλλους, και τελικά αυτές τις εκτελέσεις κρατήσαμε!
Κ.Β. Τελειώνοντας ήθελα την άποψή σας για την Θεσσαλονίκη, μιας και την ξέρετε και την έχετε ζήσει. Πως γίνεται μια τόσο ανοιχτή πόλη όπως ήταν η Θεσσαλονίκη στις αρχες του αιώνα, με τόσους διαφορεικούς πολιτισμούς και τόσες διαφορετικέςκοινότητες, να έχει καταλήξει μια τόσο φοβική πόλη;
Διάβαζα προχτές ένα έρθρο πολύ εντυπωσιακό. Μιλούσε για έναν υποψήφιο δήμαρχο της Θεσσαλονίκης που νομίζω το 1954 είχε πάρει 45%. Γκοτζαμάνη τον έλεγαν. Ο Γκοτζαμάνης λοιπόν ήταν πολύ πιο δεξιός από τον Τσολάκογλου. Αν διαβάσετε την ιστορία του, θα διαπιστώσετε ότι ήταν δεξιά της ακροδεξιάς, σε αγαστή συνεργασία με τους Γερμανούς. Και θα ‘βγαινε παρά τρίχα δήμαρχος. Στην κηδεία του, λοιπόν, πήγαν όλοι. Βουλευτές, υπουργοί, παπάδες…
Τι να σας πω… Αποτελεί και για μένα ερωτηματικό.
Γ.Μ. Πώς συνεχίζουν οι Χειμερινοί Κολυμβητές; Τι θα κάνετε μέσα στο καλοκαίρι;
Τι πάθαμε… Κλείσαμε 4 συναυλίες στην Κρήτη. Και είχαμε κανονίσει να μείνουμε και μια βδομάδα με τη γυναίκα μου, να πάμε στον Ξηρόκαμπο, σε εκείνα τα υπέροχα μέρη της Κρήτης που μας άρέσουν και έχουμε φίλους πολύ αγαπητούς. Έπεσαν όμως οι εκλογές… Και έτσι παίζουμε 1 Ιουλίου Χανιά, 3 Ρέθυμνο, 4 Ηράκλειο, 6 στην Σητεία, αλλά δεν θα μείνουμε. Αλλάξαμε τα εισιτήρια, να γυρίσουμε πίσω να ψηφίσουμε.