(φτηνές ιστορίες)
“Μπορεί να μην κάναμε εμείς λάθος”. Έτσι της είπε.
Η Κάππα κοίταξε έξω. Μια γριά τους προσπέρασε απ’ τα δεξιά. Περπατώντας.
Είχαν κολλήσει στο φανάρι. Προχωρούσαν μισό μέτρο και σταματούσαν. Κάτι είχε γίνει μπροστά ή μπορεί και να μην είχε γίνει. Αυτή ήταν η πραγματικότητα μια βροχερή μέρα. Κι η πραγματικότητα είναι σκατά.
“θα βγω να πάω με τα πόδια”, είπε η Κάππα.
“Περίμενε. Θα ξεκολλήσουμε”, είπε ο Σίγμα.
Προχώρησαν άλλο μισό μέτρο.
“Το πιστεύεις;” τον ρώτησε.
“Ότι θα ξεκολλήσουμε; Κάποια στιγμή.”
“Όχι. Ότι δεν κάναμε εμείς λάθος.”
Ο Σίγμα έκλεισε το ραδιόφωνο. Έπαιζε μόνο διαφημίσεις. Η τελευταία ήταν για μια μπουτίκ κρεάτων.
“Κάποιες φορές σκέφτομαι ότι όλα είναι λάθος. Ότι είναι λάθος το πλαίσιο, το φόντο, οι λεπτομέρειες, όλα λάθος. Εμείς μπαίνουμε σ’ αυτό το λάθος. Οπότε δεν κάνουμε κάτι λάθος.”
Κάποιος κόρναρε από πίσω, σαν να συμφωνούσε. Ήταν το σύνθημα. Ξεκίνησαν όλοι μαζί να κορνάρουν για λίγα λεπτά. Τίποτα δεν άλλαξε. Οπότε ένας ένας ησύχασαν και πάλι. Αρκετή επανάσταση για σήμερα.
“Έκανα μια αστεία σκέψη”, είπε η Κάππα.
“Για ποιο πράγμα;”
“Για το νεκροταφείο.”
Έτσι όπως προχωρούσαν, μισό μέτρο το λεπτό, τρία μέτρα την ώρα, είχαν βρεθεί μπροστά στην πύλη του νεκροταφείου.
“Σκέφτηκα ότι είναι τυχεροί.”
“Οι μέσα;”
“Μέσα και κάτω. Ούτε κίνηση ούτε φανάρια ούτε λογαριασμοί ούτε οδοντίατροι ούτε τίποτα.”
“Δεν απολαμβάνουν και τίποτα όμως.”
Το αυτοκίνητο προχώρησε πενήντα τρία εκατοστά. Και σταμάτησαν. Πάλι κόρνες από πίσω. Δεν μπορεί, μέχρι το μεσημέρι θα έχουν φτάσει. Κάπου. Και μετά η απόλαυση της αναζήτησης πάρκινγκ.
“Μα τι γίνεται;” είπε η Κάππα.
“Δεν φταίμε εμείς.”
“Δεν είπα ότι φταίμε.”
Ένας ζογκλέρ βρέθηκε μπροστά τους. Ξεκίνησε να παίζει με τα μπαλάκια του. Δεν μπορούσε να κρατήσει πάνω από δύο στον αέρα, όχι για περισσότερο από μισό δευτερόλεπτο. Ήταν πολύ αποτυχημένος ζογκλέρ. Την πιο πολύ ώρα την περνούσε μαζεύοντας τις μπάλες από κάτω.
“Άνοιξαν αποτεφρωτήριο”, είπε ο Σίγμα.
“Ναι, το διάβασα. Αλλά μετά;”
“Στην επόμενη ζωή εννοείς;”
“Όχι, μετά. Τι την κάνεις τη στάχτη;”
“Την παίρνεις στο σπίτι. Μέσα σε μια λάρνακα. Έτσι δεν τη λένε;”
“Δεν νομίζω. Και θα είναι θλιβερό. Να έχω τις στάχτες σου πάνω στην τηλεόραση.”
Μια γυναίκα μπήκε στο νεκροταφείο κουβαλώντας ένα στεφάνι. “Για την αγαπημένη” έγραφε.
“Δεν θέλω να με κρατήσεις στο σπίτι”, είπε ο Σίγμα.
“Και τι να σε κάνω; Να σε αδειάσω στο Αιγαίο;”
“Ναι, αυτό θα ήταν…” ξεκίνησε να λέει ο Σίγμα, αλλά του ήρθαν γέλια, τόσο που ξεχάστηκε κι άφησε τον μπροστινό να προχωρήσει ένα ολόκληρο μέτρο. Οι πίσω κόρναραν. Η Κάππα τον κοιτούσε χαμογελώντας.
“Τι;”
“Η σκηνή απ’ τον Λεμπόφσκι. Η τελευταία. Που πάνε ν’ αδειάσουν την τέφρα στην Ειρηνικό.”
“Και τους έρχεται στα μούτρα!”
Γελάσανε μαζί, προχωρήσανε άλλο μισό μέτρο.
“Θα ήθελα να φύγουμε”, είπε η Κάππα.
“Για πού;”
“Δεν με νοιάζει. Αλλά να προχωράμε. Να μη μένουμε στάσιμοι. Να πηγαίνουμε.”
“Ωραία θα ήταν.”
Άναψε το φλας για να στρίψει.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο Γελωτοποιός στο facebook https://www.facebook.com/gelotopoios/
Η φωτογραφία είναι του Robert Frank