Όσο και οι μικρές λεπτομέρειες που την αλλάζουν, τόσο και η ιστορία είναι απλή. Νόμος είναι αυτός και μάλιστα από τους πιο δίκαιους.
Η τηλεόραση στα 60ς, κυρίως στις ΗΠΑ, είχε αρχίσει να αλλάζει δραματικά την ζωή. Μπορούσε λόγου χάρη, να τους πείθει πως πήγαν στο φεγγάρι, πως να βγάζουν όμορφους προέδρους και γιατί όχι, να τους παρουσιάζει και την δολοφονία τους. Σχεδόν σε απευθείας μετάδοση.
Ένα αδηφάγο μέσο, στα πρώτα βουλιμικά του βήματα, που έψαχνε νέα καύσιμα, καινούργια σημεία αναφοράς, δίνοντας υποσχέσεις, κλείνοντας το μάτι και βάζοντας για τα καλά την λέξη “αποχαύνωση”, στο λεξικό εκατομμυρίων φρεσκοαποχαυνωμένων, στο υποσυνείδητο τουλάχιστον.
Το 1962 μια μπάντα τεσσάρων πιτσιρικάδων κυκλοφορεί ένα χαζοχαρούμενο τραγουδάκι στο Λίβερπουλ. Love me do.
Είναι τέσσερα αγόρια, χωρίς τίποτα το ιδιαίτερο, με τον Bryan Epstein, όμως, μάνατζερ. Έναν έμπορο, από κείνους που μυρίζουν από χιλιόμετρα την παρθένα γη, που ένοιωσε πρώτα από όλους το μέγεθος της δύναμης της εικόνας.
Τους επέβαλε ένα ηλίθιο play mobile κούρεμα και σακάκια χωρίς γιακά. Τους παρουσίασε σαν μπακούρια. Τους έδωσε στο γυαλί. Ίσως να έδινε και κάτι παραπάνω στους djs, που έπαιζαν μουσική στα ημίχρονα των αγώνων.
Δεν ήταν τυχαίο, πως λίγο μετά από τον θάνατο του σκόρπισαν. Ο δίσκος παιζόταν παντού.
Με την τηλεόραση, οι αποστάσεις να εκμηδενίζονται, οι ταχύτητες να μικραίνουν, τα δίκτυα να μην νοιάζονται για ποιότητα, λογικό ήταν τα χιτάκια, μαζί με τους “υπέροχους τέσσερις”, να διασχίσουν τον Ατλαντικό, προκαλώντας φρενίτιδα σε ένα ήδη έτοιμο, χαζοχαρούμενο κοινό από Μπιτλίτσες.
Το πρώτο πείραμα της μουσικής βιομηχανίας πέτυχε, καθώς έκανε τούς πάντες να πιστεύουν πως μια μπάντα, ανακάλυψε την φωτιά, τον τροχό και την πενικιλίνη.
Το δεύτερο μέλημα ήταν να βρεθεί ο αντίθετος πόλος.
Αυτή είναι η αρχή της λεγόμενης British Invasion. Και είχε να κάνει με την μουσική. Γιατί η μουσική ήρθε αργότερα καθώς, μετά τους αμπαλους, ακολούθησαν οι Kinks, Who, Troggs, Yardbirds, Birds, Animals και άλλοι και άλλοι και μαζί με αυτούς, ένα μυστήριο παρεάκι από το Kent, με εμμονή για τα μπλουζ, που ήθελε να περάσει τον ωκεανό για να παίξει με τον Howling Wolf και τον Son House. Αυτό όμως είναι άλλη ιστορία.
Γιατί η ιστορία, ιστορία είναι και όπου θέλει καταλήγει. Πόσο μάλλον όταν την λέει κάποιος, που του αρέσουν τα δίπολα και δεν του καίγεται καρφί για διάλογο.
Το προϊόν ήταν καινούργιο, το κοινό αχόρταγο και οι τηλεοπτικοί σταθμοί έκαναν αγώνα δρόμου, για να καλύψουν τις φρέσκες ανάγκες. Κυρίως στήνοντας συνέχεια σόου με ψευτοβραβεία. Έτσι λοιπόν, κάπου στα 1964, στα πλαίσια των Teenager Awards Music International ανάμεσα στους Chuck Berry, Supremes, Marvin Gaye, James Brown και άλλους λοιπούς θρύλους της RnB, οι διοργανωτές αποφάσισαν το σόου να το κλείσουν οι Rolling Stones. Αμέσως μετά τον Brown.
Ο Brown τρελάθηκε, ουρλιάζοντας πως κανένας δεν παίζει μετά από αυτόν. Λογικά όμως τα λεφτά θα πρέπει να ήταν πολλά. Ίσως να έκλεισε και κάποια σόου παραπάνω, οπότε ρίχνοντας νερό στο κρασί του, αποφάσισε να κάψει την σκηνή.
Ένας τυφώνας ήταν. Κανένας δεν κινήθηκε πιο γρήγορα και πιο έντονα από αυτόν στην σκηνή. Ανάμεσα στους funk δυναμίτες του, ήταν το “Night train”, ένα τραγούδι γραμμένο για την είσοδο του Sony Liston στο ρινγκ και το θεατρικό “Please, please, please”, όπου μέσα σε ένα παραλήρημα έπεφτε στα γόνατα και αφού του φορούσαν μια κάπα, προσποιούνταν πως έφευγε σέρνοντας τα πόδια του, ενώ τα πάντα, μπάντα, όργανα, φώτα, κόσμος παρακαλούσε “please please please don’t go”.
https://www.youtube.com/watch?v=WMqM4lZGiK0
Μετά από λίγα βήματα πετούσε την κάπα και συνέχιζε πιο δυνατά, πιο σπαρακτικά, σε μια σκηνή που επαναλαμβανόταν, με την ένταση σε γεωμετρική πρόοδο, κάνοντας τους νεαρούς Άγγλους που ακολουθούσαν μετά, να μαζευτούν στην γωνία.
Μια παράσταση βγαλμένη από το Apollo Theatre. Βγαλμένη από το άμεσο μέλλον. Τέσσερα χρόνια μετά.
Όταν τέλειωσε, μόνο ο καπνός είχε μείνει. Και το πλήθος μουδιασμένο και βουβό. Και το κυριότερο, είχε τραβήξει το χαλί από τα πόδια των επόμενων.
Ο Marvin Gaye πλησίασε τότε τον Jagger και χαμογελώντας ειρωνικά του είπε “κάνε ότι μπορείς”.
Τρομοκρατημένοι. Το είπε αργότερα ο Keith Richards. Αυτή ήταν η λέξη. Αυτή ήταν και η κατάσταση. Είπε, επίσης, πως αυτό ήταν ένα από τα μεγαλύτερα λάθη που έκαναν ποτέ. Τότε, δεν θα μπορούσαν, με κανέναν θεό και τρόπο, να επισκιάσουν τον Brown.
Μέχρι εκείνη την στιγμή όλες οι μπάντες έπαιζαν, σαν να ήταν βιδωμενοι σε ένα σημείο. Το πολύ πολύ, ο τραγουδιστής να κουνούσε τους γοφούς του. Σαν τον Presley. Αν είχε τους γοφούς του Presley.
Ανέβηκαν στην σκηνή κοιτώντας ο ένας τον άλλον, με την μυρωδιά του χώρου σαν χαστούκι. Πέντε τσόγλανοι μπροστά στην μεγαλύτερη πρόκληση της ζωής τους. Δεν ήταν κολλητοί του Brown και κανενός άλλου. Σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις, λερώνεις το ποινικό σου μητρώο.
Τα κοριτσόπουλα ούρλιαζαν. Πήραν τις θέσεις τους, πήραν το μέτρημα από τον Watts και τον Wyman και καθώς ο Richard και ο Jones άρχισαν να γρατζουνανε τις κιθάρες τους, σε ένα τραγούδι του Chuck Berry, ο Mick Jagger άρχισε να προβάρει έναν επιληπτικό χορό και στο τέλος του πρώτου κουπλέ, έκανε ένα τεράστιο επιτόπιο άλμα ουρλιάζοντας.
Εκείνο το τεράστιο λάθος, τους είχε απελευθερώσει.
Ο βασιλιάς της βραδιάς μπορεί να ήταν ο Godfather of soul, αλλά και τι έγινε;
Ο μεγαλύτερος performer όλων των εποχών είχε μόλις γεννηθεί.
Τίποτα πια δεν θα ήταν το ίδιο.