“Κοπέλες απ’ το Δίστομο, φέρτε νερό και ξύδι
κι απάνω στη φοράδα σου δεμένος σταυρωτά
σύρε για κείνο το στερνό στην Κόρδοβα ταξίδι
μέσα απ’ τα διψασμένα της χωράφια τα ανοιχτά.”
Θάνος Μικρούτσικος, F.G.L.
“Footfalls echo in the memory, down the passage we did not take, towards the door we never opened, into the rose garden.”
T.S. Eliot, Four Quartets
“Remember me, I used to live for music”
Leonard Cohen
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Σου γράφω για να σου πω ότι είναι πολύ αργά.
Γράφω με πράσινο στυλό. Λένε πως είναι το χρώμα της ελπίδας. Εγώ δεν έχω καμιά ελπίδα πλέον, οπότε το πράσινο είναι απλά πράσινο. Θα μπορούσε να είναι και μπλε ή μαύρο. Σίγουρα όχι κόκκινο. Όχι για σένα.
Κάποτε νομίζω σ’ αγαπούσα. Χαμογελούσες κάποτε.
Μετά έγινες αυτό που είσαι τώρα. Μια σκιά χωρίς σώμα που γυρνάει στα δωμάτια αθόρυβα. Κι έχεις βαρύνει. Παράξενο, νόμιζα ότι οι σκιές δεν έχουν βάρος.
Η φωνή σου έχει αλλάξει. Η μυρωδιά σου, ο τρόπος που με κοιτάς, τα όνειρα που βλέπω, όλα άλλαξαν.
Κάποιες φορές σε κοιτάζω να μπαίνεις και παραξενεύομαι, σχεδόν τρομάζω. Γιατί είσαι σαν ξένος, είσαι κάποιος άλλος. Κι ακόμα χειρότερα. Γιατί κι ο ξένος είναι κάποιος. Εσύ δεν είσαι.
Πιο πολύ είσαι μια εικόνα άντρα. Έχεις πάψει να… Τι έχεις πάψει; Δεν ξέρω ούτε αν αναπνέεις. Αναπνέεις; Μπαίνει αέρας στα πνευμόνια σου; Κυλάει αίμα στις φλέβες σου; Χτυπάει ακόμα η καρδιά σου;
Προχθές είχα βγει στο μπαλκόνι να ποτίσω τα λουλούδια. Σε είδα να περνάς από κάτω, να πηγαίνεις να πετάξεις τα σκουπίδια. Έριξες μέσα τη σακούλα και μετά έμεινες εκεί, να κοιτάς τον κάδο, σαν να ήθελες να μπεις κι εσύ μέσα.
Σου φώναξα να μην το κάνεις. Φώναξα το όνομα σου. Κοίταξες πάνω, ψάχνοντας για τον θεό μάλλον. Μετά έκρυψες τα χέρια σου στις τσέπες κι έφυγες γλιστρώντας.
Τις νύχτες σε περίμενα να έρθεις στο κρεβάτι. Αλλά εσύ δεν κοιμόσουν. Στεκόσουν μπρος στον καθρέφτη του μπάνιου και κοιτούσες το πρόσωπο σου. Δεν έκλαιγες, μόνο κοίταζες, χωρίς να βλέπεις. Τι προσπαθούσες να δεις;
Μήπως δεν αναγνωρίζεις πια τον εαυτό σου; Ούτε εσύ ο ίδιος; Ποιος είσαι; Τι έχεις γίνει;
Γι’ αυτό σ’ έκοψα με το μαχαίρι. Δεν μου ξέφυγε, το σκεφτόμουν καιρό. Ήθελα να δω αν είσαι ακόμα ζωντανός.
Αίμα είχες, αίμα σαν το δικό μου, αλλά με τρόμαξε περισσότερο αυτό. Γιατί δεν πετάχτηκες, δεν φώναξες, δεν θύμωσες. Ας έλεγες κάτι. Ας έλεγες γαμώτο, ας έλεγες σκατά, ας έλεγες αχ. Ας με έβριζες. Δεν μίλησες.
Θα μπορούσε να σου έχω κόψει το λαρύγγι κι εσύ να αιμορραγήσεις μέχρι θανάτου χωρίς καν να σφίξεις τα δόντια.
Τι έχεις πάθει; Ποιος είσαι;
Ευτυχώς δεν έχουμε παιδιά. Γιατί θα έπρεπε να τους εξηγήσω τι έγινες. Και δεν θα ήξερα τι να πω.
Η Αμάγια ούτε που σε πλησιάζει πια. Κι αν τύχει να περάσεις δίπλα της καμπουριάζει τη ράχη.
Κάποτε δεν μπορούσε να ξεκολλήσει από πάνω σου. Από ‘κείνη τη μέρα που τη βρήκαμε στο Μπιλμπάο, μισοπεθαμένη, ήσουν ο ήρωας της.
Πόσα χρόνια πέρασαν απ’ το ταξίδι; Η Αμάγια δεν άλλαξε. Γέρασε, αλλά συνεχίζει να είναι η ίδια βασκική γάτα.
Εσύ δεν είσαι. Τι έχεις πάθει; Ποιος είσαι;
Όλες οι φίλες μου, και τα κορίτσια στη δουλειά, μου λένε τα ίδια. Δεν τους φαίνεται περίεργο, όλες το ζουν. Κι οι δικοί τους άντρες σβήνουν, ξεθωριάζουν, γίνονται αντικείμενα του σπιτιού.
Ίσως αυτή να είναι η διάρκεια λειτουργίας ενός συζύγου. Μπορεί η ημερομηνία λήξης να είναι γραμμένη στις οδηγίες χρήσης ή στη συσκευασία. Αλλά καμιά δεν διαβάζει τις οδηγίες, τους όρους και τις προϋποθέσεις, πριν πατήσει το ΑΠΟΔΕΧΟΜΑΙ, I AGREE, I DO.
Και μετά οι πιο πολλές συμβιβάζονται με την ιδέα να είναι παντρεμένες μ’ ένα φάντασμα. Κάποιες χωρίζουν, αλλά κι εκείνες λένε ότι το φάντασμα του πρώην συνεχίζει να περιφέρεται στη ζωή τους.
Δεν θέλω τίποτα απ’ τα δυο. Είμαι πολύ νέα για να δεχτώ έναν πρόωρο θάνατο. Κι έχω δώσει πολλά για να πεθάνω έτσι.
Τα έδωσα όλα, έτσι ήμουν, έτσι ένιωθα, έτσι ήθελα να ζήσω. Εσύ έδινες θραύσματα. Έσπαγες κι έδινες, κομμάτι το κομμάτι, και πάντα κρατούσες κάτι. Εγώ, για μένα, δεν κράτησα τίποτα. Με ξέρεις.
Τώρα μπαίνει καινούρια χρονιά, λίγες ώρες έμειναν. Θέλω να κάνω καινούρια αρχή. Να σε χωρίσω δεν μου φτάνει. Να σε σκοτώσω δεν πρόκειται. Να σε ξεχάσω δεν μπορώ, είσαι μέρος της ζωής μου. Θα κάνω κάτι καλύτερο.
Θα ερωτευτώ ξανά. Πρώτα τον εαυτό μου. Τον έχω αφήσει να περιμένει πολύ καιρό.
Εσένα θα σε κρατήσω στο κινητό και στο facebook. Θα είσαι εκείνος που κάποτε είχα αγαπήσει. Αλλά μην περιμένεις δώρο για φέτος, γλυκέ μου.
Σου έδωσα περισσότερα απ’ όσα μπορούσες ν’ αντέξεις.
~~{}~~
Γλυκιά μου, η παγωνιά με θερίζει. Έχει πάντα χειμώνα. Τα δέντρα κουτσουρεμένα, στρεβλά σαν δάκτυλα γέρου.
Δεν είναι νύχτα, ποτέ δεν βγαίνουν τ’ αστέρια, αλλά ούτε ξημερώνει. Μόνο αυτό το ημίφως, σαν να γλιστράς σε παχύρρευστη ομίχλη, όπου δεν ξέρεις τι είναι αληθινό και τι δεν είναι.
Τη μουσική την έχασα -και ξέρεις ότι κάποτε ζούσα για τη μουσική. Τώρα ακούγεται μόνο η ηχώ απ’ τα παλιά βήματα, απ’ τους διαδρόμους και τους δρόμους που περπατήσαμε. Κι από εκείνους που ποτέ δεν θα περπατήσουμε.
Ύπνος δεν υπάρχει, ούτε όνειρα. Αν κάποτε ήμουν μια σκιά ονείρου, τώρα έχει απομείνει η σκιά. Κι αυτή ξεθωριάζει. Κοιτάζω στον καθρέφτη και δεν με βλέπω.
Διαλύομαι σε κομμάτια. Είμαι ένα κουβάρι από κλωστές που σχίζει με τα νύχια της μια ανύπαρκτη μαύρη γάτα σ’ ένα μαύρο δωμάτιο.
Δεν το ήθελα να συμβεί. Δεν κατάλαβα πώς έγινε. Μάλλον κανείς δεν το περιμένει.
Άδειασα. Σταμάτησα να είμαι κάτι με περίγραμμα. Κι ενώθηκα με τον κόσμο γύρω μου. Όλα γκρίζα, όλα μάταια. Ούτε θεός να με παρηγορήσει, ούτε διάολος. Ένα κενό σ’ εκείνο το μέρος που το έλεγα ψυχή.
Προχθές έκοψες το χέρι σου και κοιτούσες το αίμα. Φοβήθηκα μην κόψεις τον λαιμό σου.
Με κρατάς ακόμα πίσω. Κάθε φορά που με θυμάσαι με επιστρέφεις. Κι είναι τόσο επώδυνο. Γιατί πάνω που ο κόσμος ξεθωριάζει στη λησμονιά του και γίνομαι κομμάτι απ’ όλα, με θυμάσαι εσύ κι εμφανίζομαι ξανά.
Δεν θέλω να σε στοιχειώνω. Εσύ με φέρνεις πίσω. Κι όσο με κρατάς δεν μπορώ να χαθώ.
Είναι ψέμα αυτό που λένε για τους νεκρούς. Δεν θέλουμε να μας θυμόσαστε, θέλουμε να ζείτε. Θέλουμε ν’ απολαμβάνετε όλα αυτά που χάσαμε. Έστω ένα μελομακάρονο. Ή το χιόνι. Το φως της μέρας. Τα κάλαντα. Το φιλί στην αλλαγή του χρόνου.
Θέλουμε ο κόσμος να συνεχίσει να υπάρχει και χωρίς εμάς. Οι νεκροί δεν στοιχειώνουν τους ζωντανούς. Το αντίθετο συμβαίνει.
Αυτό είναι το δώρο που σου ζητώ, γλυκιά μου, το τελευταίο δώρο. Ξέχνα με, σβήσε με απ’ το τηλέφωνο σου. Κάνε όσα δεν πρόλαβες.
Άσε με να σβήσω σαν να μην υπήρξα.
Κι ίσως να έρθω μια μέρα να σ’ αγγίξω. Σαν νυχτοπεταλούδα, σαν λαμπύρισμα στη θάλασσα ή σαν άμμος, σαν μια μυρωδιά οικεία, σαν το αγαπημένο μας τραγούδι.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο Γελωτοποιός στο facebook https://www.facebook.com/gelotopoios/
[youtube https://www.youtube.com/watch?v=dCF8UEok4a8]