Μερικές φορές, η καλύτερη απάντηση στην πραγματικότητα είναι να τρελαθείς.”
Φίλιπ Ντικ
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η Κάππα σηκώθηκε πρώτη απ’ όλους. Ετοίμασε πρωινό για τα παιδιά και τον άντρα της. Έβγαλε τα ρούχα που θα φορούσαν τα κορίτσια και τ’ άφησε στην άκρη του κρεβατιού.
Τις ξύπνησε γλυκά. Πρώτα τη μικρή μ’ ένα φιλί. Μετά τη μεγάλη, ψιθυρίζοντας: “Αλίκη, Αλίκη, γύρνα πίσω.”
Δεν την έλεγαν έτσι, αλλά πρόσφατα είχε δει την ταινία της Ντίσνεϋ, μετά είχε διαβάσει το βιβλίο του Λιούις Κάρολ. Είχε ταυτιστεί με την Αλίκη.
Ο άντρας της βρήκε τον καφέ έτοιμο. Στο τραπέζι είχε τηγανίτες με μέλι και κρουασάν.
“Τι γιορτάζουμε;” τη ρώτησε.
Τα κορίτσια μπήκαν γελώντας. Έφαγαν πρωινό όλοι μαζί. Μετά τις έντυσε και τις ετοίμασε.
“Δε δουλεύεις;” τη ρώτησε ο σύζυγος.
“Είμαι απογευματινή.”
“Μα είναι Τρίτη. Τρίτη δεν είναι;”
“Έκανα αλλαγή βάρδιας με τη Στέλλα.”
Τους φίλησε όλους πριν φύγουν. Μετά καθάρισε την κουζίνα. Έβαλε σκούπα, σφουγγάρισε, τακτοποίησε τα πάντα.
Ντύθηκε και βάφτηκε. Έκατσε να γράψει το σημείωμα. Δεν ήξερε τι να πει. Έγραψε μόνο: “Σας αγαπώ. Συγνώμη.”
Πήγε και μπήκε στην μπανιέρα, όρθια. Τράβηξε την κουρτίνα να μη λερώσει απέξω. Κράτησε το μαχαίρι και σήκωσε το λαιμό της. Έπρεπε να κόψει τις καρωτίδες. Ο πιο γρήγορος τρόπος.
~~
“Δεν υπάρχει περίπτωση να την αφήσω ν’ αυτοκτονήσει”, είπα στον Γάμμα. “Δεν μου αρέσει να πεθαίνουν έτσι οι ήρωες μου.”
“Αυτή δεν είναι ηρωίδα σου”, είπε ο Γάμμα. “Είναι αληθινός άνθρωπος. Κι οι άνθρωποι αυτοκτονούν ξέρεις.”
“Δεν με νοιάζει.”
Ο Γάμμα σφύριξε για να γυρίσει η Χαρά, η σκύλα του. Περπατούσαμε στην παραλία της Θεσσαλονίκης. Το Α/Τ Βέλος ήταν φωταγωγημένο.
“Το ξέρω”, του είπα, “αλλά δεν με νοιάζει. Το ξέρω ότι οι άνθρωποι αυτοκτονούν, αρρωσταίνουν, σκοτώνονται σε αυτοκινητιστικό.”
“Αυτή είναι η πραγματικότητα.”
“Δεν μ’ αρέσει η πραγματικότητα. Γι’ αυτό έγινα συγγραφέας κι όχι λογιστής.”
“Μπορεί η αυτοκτονία της ν’ αποδώσει καρπούς αργότερα.”
“Σαν τον θάνατο του εμποράκου; Για να εισπράξει την ασφάλεια;”
“Όχι, σαν τη μεγαλύτερη θυσία βασίλισσας, εκείνη του Νεζμεντίνοφ.”
Ο Γάμμα ήταν μανιώδης σκακιστής. Του άρεσε να παρακολουθεί παλιές ιστορικές παρτίδες. Μου είπε την ιστορία.
Κάθε σκακιστής έχει άλλο στυλ παιξίματος. Ο Κασπάροφ έπαιζε επιθετικά. Ο Κορτσνόι αμυντικά. Ο Κάρποφ δεν είχε καθόλου στυλ. Ο Νεζμεντίνοφ έπαιζε διαισθητικά. Στην πιο γνωστή παρτίδα του θυσίασε τη βασίλισσα στην ένατη κίνηση, στο άνοιγμα ακόμα. Κανείς δεν κατάλαβε γιατί το έκανε. Δεν ήταν λάθος, ήταν παράλογο.
Η θυσία της βασίλισσα απέδωσε 25 κινήσεις μετά. Ούτε ένας υπερυπολογιστής δεν θα μπορούσε να δει τόσες κινήσεις παρακάτω. Ο Νεζμεντίνοφ το έκανε.
“Οπότε, λες, ότι μπορεί η αυτοκτονία της Κάππα ν’ αποδώσει καρπούς μετά από τι; Μετά από είκοσι πέντε χρόνια; Και τι να γίνει; Να γράψει η κόρη της ένα εξαιρετικό βιβλίο που θα γίνει και θεατρικό;”
“Ποτέ δεν ξέρεις, μπορεί.”
“Όχι, δεν μπορεί, δεν γίνεται να την αφήσω”, του είπα κι έφυγα τρέχοντας.
~~
Η Κάππα είχε κόψει τον λαιμό της στον τέταρτο όροφο της πολυκατοικίας που ζούσα, τριάντα χρόνια πριν. Μπορούσα να προλάβω.
Έφτασα λαχανιασμένος. Ανέβηκα απ’ τις σκάλες. Χτύπησα το κουδούνι. Ξανά και ξανά. Μου άνοιξε η Κάππα. Δεν φορούσε παπούτσια. Ήταν όμορφη.
“Μην το κάνεις”, της είπα.
“Ποιος είσαι;”
“Δεν με ξέρεις. Δεν έχει σημασία. Μόνο μην το κάνεις.”
Η Κάππα έκανε ένα βήμα πίσω. Κοίταξε το σημείωμα που είχε αφήσει στο τραπεζάκι της εισόδου. Το έπιασε και το ‘κρυψε στο χέρι της.
“Δεν έχει νόημα”, μου είπε.
“Το ξέρω. Το ξέρω πολύ καλά. Αλλά πάντα υπάρχει κάτι.”
“Όχι για μένα.”
Τι την είχε κάνει ν’ απογοητευτεί τόσο; Κανείς δεν ζει μια εύκολη ζωή. Όλοι παλεύουμε. Με τα σκατά του αποτυχημένου πολιτισμού και με τους εσωτερικούς δαίμονες. Πόσοι άνθρωποι ξυπνάνε κάθε πρωί χαρούμενοι; Κάποιοι δεν θέλουν να σηκωθούν απ’ το κρεβάτι. Κι αυτοί είναι οι προνομιούχοι. Άλλοι δεν έχουν κρεβάτι.
Το βάρος της ρουτίνας κι η ελαφρότητα της ύπαρξης. Είμαστε αντίστροφοι Δον Κιχώτες. Παλεύουμε με γίγαντες, αλλά τους βλέπουμε σαν ανεμόμυλους. Είναι άνισος αγώνας. Έχουμε καταντήσει παιχνίδια στα χέρια των ισχυρών. Κι ακόμα χειρότερα, σκουπίδια της Ιστορίας. Δεν έχουμε καμία αξία, αν ζούμε ή πεθαίνουμε. Κι έχει μείνει ο καθένας μόνος του, χωρίς πίστη σε τίποτα πια.
“Δεν θα κερδίσεις τίποτα αν σκοτωθείς”, της είπα.
Μπήκα μέσα κι έκλεισα την πόρτα πίσω μου.
“Θα ησυχάσω”, είπε η Κάππα.
Δεν μπορούσα να φέρω αντίρρηση σ’ αυτό. Σίγουρα θα ησύχαζε, μια για πάντα.
“Και τα παιδιά σου;” τη ρώτησα για ν’ αλλάξω θέμα.
“Τ’ αγαπώ.”
“Αλλά;”
“Χωρίς αλλά.”
“Σε χρειάζονται.”
“Δεν με γεμίζει αυτό. Έχω αδειάσει.”
Έτσι μίλησε και μου γύρισε την πλάτη. Πήγε πάλι προς το μπάνιο. Και ήξερα ότι δεν μπορούσα να της πιάσω τα χέρια, δεν μπορούσα να την αγκαλιάσω, δεν μπορούσα να της πάρω το μαχαίρι. Δεν ήμουν εκεί.
“Ποια είναι η αγαπημένη σου γεύση παγωτό;” της φώναξα.
Στάθηκε για λίγο.
“Παύλοβα”, είπε, χωρίς να με κοιτάξει.
“Ποιο τραγούδι χορέψατε στο γάμο σας;”
Αυτό το σκέφτηκε λίγο παραπάνω.
“Το still loving you, των Scorpions”, είπε χαμογελώντας λιγάκι. Δεν έβλεπα το πρόσωπο της. Αλλά το ένιωσα το χαμόγελο.
“Πώς έλεγαν το πρώτο αγόρι που φίλησες στο στόμα;”
Η Κάππα γέλασε. Ένα μικρό γέλιο, που ακούστηκε σαν κελάηδημα.
“Ήταν τόσο χαζό”, είπε. “Ήμασταν στο κάμπινγκ. Καθόμασταν μακριά απ’ τους μεγάλους, πίσω απ’ τις ομπρέλες. Ο Τόμας δεν ήξερε ελληνικά. Ούτε κι εγώ γερμανικά. Κάτι μου είπε, έσκυψε προς το μέρος μου, δεν κατάλαβα, αλλά έσκυψα κι εγώ.” Η Κάππα γέλασε σαν κοριτσάκι. “Χτυπήσαμε τα δόντια μας.”
“Τι μήνας ήταν;”
“Αύγουστος. Το θυμάμαι γιατί φυσούσε, μου έπαιρνε τα μαλλιά ο αέρας. Πάντα έχει μελτέμια τον Αύγουστο στο νησί.”
Γύρισε και με κοίταξε. Δεν είχε αλλάξει γνώμη, αλλά υπήρχε κάτι.
“Η γιαγιά σου ποιο παραμύθι σας διάβαζε;” τη ρώτησα.
“Δεν ήξερε να διαβάζει.” Ακούμπησε στον τοίχο με τον αριστερό της ώμο. “Αλλά δεν ήθελε να το καταλάβουμε, ντρεπόταν. Εμείς ξαπλώναμε στο κρεβάτι του χωριού και της δίναμε κάποιο που είχαμε στο σπίτι. Την Κοκκινοσκουφίτσα, τους μύθους του Αισώπου. Η γιαγιά κοιτούσε τις εικόνες και φανταζόταν ιστορίες. Δικές της. Το ξέραμε ότι δεν ήταν οι κανονικές ιστορίες, οι αληθινές. Αλλά δεν τη σταματούσαμε. Μας έφτανε ν’ ακούμε τη φωνή της μέχρι να μας πάρει ο ύπνος.”
Η Κάππα σκούπισε τα μάτια της.
~~~~{}~~~
Τη Σάρον Τέιτ την έσφαξαν οι ακόλουθοι του Τσάρλς Μάνσον. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Η Σάρον Τέιτ ήταν οκτώμισι μηνών έγκυος όταν τη δολοφόνησαν. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Κι η πραγματικότητα είναι σκατά.
Ο Ταραντίνο μας έκανε να χαμογελάσουμε.
Όχι, η Τέιτ δεν πέθανε. Γέννησε το παιδί της. Κι η σκύλα του Μπραντ Πιτ, που ίσως να λεγόταν Joy, έφαγε τ’ αρχίδια του δολοφόνου.
Στο διάολο η πραγματικότητα.
~~~~{}~~
“Δεν θες κι εσύ να διαβάζεις ιστορίες στα εγγόνια σου; Ή να τις επινοείς;” ρώτησα την Κάππα.
“Θέλω. Αλλά είναι τόσο…”
“Δύσκολο. Το ξέρω. Αλλά θα περάσει κι αυτό.”
“Και τι θα μείνει;”
“Ένα παγωτό, ένα φιλί, ένα τραγούδι, ένα παραμύθι, μια ταινία.”
“Ποιος είσαι;” με ρώτησε η Κάππα.
“Ένα παιδί. Κάνω ότι είμαι μεγάλος, κάνω ότι είμαι συγγραφέας, αλλά είμαι μόνο ένα παιδί που του αρέσουν οι ιστορίες με ευτυχισμένο τέλος.”
“Η ζωή δεν είναι έτσι, μικρέ μου”, είπε η Κάππα.
“Το ξέρω. Γι’ αυτό γράφω.”