“Είναι προτιμότερο να προσεύχεσαι σ’ ένα ξόανο μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής σου, παρά στον αληθινό Θεό χωρίς πίστη.”
Σαίρεν Κίρκεγκωρ
Credo quia absurdum.
(Πιστεύω, επειδή είναι παράλογο)
Τερτυλλιανός
“Όχι μόνο δεν υπάρχει θεός, αλλά σε βλέπω να ψάχνεις για υδραυλικό το Σαββατοκύριακο.”
Γούντι Άλεν
~~~~~~~~~~~~~~~~~~
1) Αδάμ
Ξύπνησε στις 07:31, όπως κάθε πρωί. Ανασηκώθηκε και είπε ευχαριστώ ευχαριστώ ευχαριστώ. Έπειτα πάτησε τα πόδια του δίπλα στις παντόφλες. Είχαν 23 ρίγες, το ήξερε. Μέτρησε πρώτα τις ρίγες της αριστερής. Μετά της δεξιάς. Έβαλε το αριστερό πόδι. Το έβγαλε. Το ίδιο και με το δεξί. Μετά έβαλε και τα δύο ταυτόχρονα. Και ξεφύσησε. Όλα καλά.
Πήγε να φτιάξει καφέ. Άναψε το πρώτο σπίρτο, το έσβησε. Έκανε το ίδιο με το δεύτερο. Με το τρίτο άναψε το γκαζάκι. Η φλόγα του έκανε λίγους παφλασμούς κι έσβησε.
Κάτω απ’ το ντουλάπι είχε 7 γκαζάκια. Πήγε ένα και σημείωσε ότι έπρεπε να το αντικαταστήσει. Άλλαξε το γκαζάκι. Άναψε δυο σπίρτα και περίμενε να σβήσουν. Με το τρίτο άναψε τη φωτιά.
Μέτρησε 211 ml νερό στο μπρίκι. Μια δόση ελληνικού καφέ, ακριβώς 31 γραμμάρια και με διαφορετική μεζούρα 17 γραμμάρια ζάχαρης από καρύδα. Ξεκίνησε ν’ ανακατεύει αριστερόστροφα τον καφέ, ενώ μετρούσε 113 δευτερόλεπτα. Μετά κατέβασε το μπρίκι κι έκλεισε τη φωτιά. Άναψε ένα σπίρτο και το έβαλε στο γκαζάκι για να δει ότι είχε κλείσει καλά. Το έκανε άλλες δυο φορές.
Άδειασε τον καφέ στο φλιτζανάκι. Έπλυνε μπρίκι και μεζούρες, τα έβαλε στη θέση τους. Ακούμπησε το φλιτζάνι στο τραπέζι, πάνω στο σχέδιο με το λουλούδι. Τράβηξε την καρέκλα 33 εκατοστά πίσω, στο σημάδι που είχε στο πάτωμα.
Κι έκατσε ν’ απολαύσει τον καφέ του. Όλα καλά.
~~
Άνοιξε το κινητό να δει τι παραγγελίες είχε να στείλει.
2 κούτες αρώνια.
2 κούτες κράνα
3 κούτες λεμονανθούς
Έπρεπε να κατέβει στο υπόγειο να τις ανεβάσει. Το κούριερ θα ερχόταν πριν το μεσημέρι. Έπρεπε να κατέβει.
Είπε 3 φορές “όλα καλά” και ξεφύσησε. Θα τα κατάφερνε πάλι.
Είχε μια μικρή εταιρεία που είχε γίνει διάσημη σ’ όλο τον κόσμο. Έφτιαχνε μαρμελάδες με φρούτα του Πηλίου. Καθόλου πρωτότυπο, αλλά ο Αδάμ το είχε στήσει με τέτοια ακρίβεια που θα ταίριαζε σε νευροχειρουργό.
Είχε πουλήσει τα διαμερίσματα που του δώσαν οι γονείς του κι είχε κοπιάσει δυο χρόνια, μέρα νύχτα, μέχρι να πετύχει την τέλεια συνταγή για κάθε είδος. Αυτές τις συνταγές τις ακολουθούσε ευλαβικά, με ζυγαριές ακριβείας και χρονόμετρα.
Έφτιαχνε πολύ μικρή ποσότητα, αλλά τις πουλούσε σαν να ήταν μαύρες τρούφες. Κάθε κουταλιά μαρμελάδας Prime κόστιζε 211 ευρώ. Οι πελάτες του ήταν κυρίως Ρώσοι κι Άραβες. Πληρωνόταν απευθείας σε μια off shore εταιρεία στα Κέιμαν.
Κι όλα θα ήταν τέλεια, αν δεν είχε το τέρας στο κελάρι.
~~
Η Τροία γάβγισε δείχνοντας με τη μουσούδα την πόρτα. Ήταν 07:43, η ώρα της για να βγει. Είχε μάθει κι εκείνη να μετράει.
Ο Αδάμ χρειάστηκε 7 λεπτά για να ντυθεί. Περίμενε άλλο ένα, να πάει 07:51 και τότε βγήκαν έξω. Το Ανήλιο κι ολόκληρο το Πήλιο ήταν χιονισμένο. Το χωριό ήταν άδειο. Οι γέροι δεν τολμούσαν να βγουν, οι νέοι είχαν φύγει.
Είδε μόνο τον κυρ Βασίλη στο παντοπωλείο. Αγόρασε ένα γκαζάκι για συμπληρώσει την εφτάδα του. Λίγο πιο κάτω, έξω απ’ την εκκλησία, είδε τον παπά του χωριού.
Ο Ιερώνυμος τον πλησίασε. Η Τροία, που σίγουρα ήταν άθεη, εκείνη τη στιγμή ξεκίνησε να χέζει.
“Τι κάνεις, παιδί μου;” είπε στον Αδάμ, παρότι ήταν λίγα χρόνια μεγαλύτερος.
Εκείνος του έδειξε την Τροία.
“Πολύ χιόνι, ε;” είπε ο Ιερώνυμος.
“Ωραίο το χιόνι.”
Ο Αδάμ δεν άντεχε να πατάει στα κενά ανάμεσα στις πέτρες. Όταν χιόνιζε μπορούσε να πατάει παντού.
~~
Γύρισε σπίτι κι έβαλε φαΐ στην Τροία. Έβγαλε το παλτό, το κασκόλ και τα γάντια. Τα έβαλε στη θέση τους. Είχε έρθει η στιγμή να κατέβει στο υπόγειο για ν’ ανεβάσει τις μαρμελάδες.
Είχε αγοράσει το σπίτι μισοτιμής. Ήταν ένα αρχοντικό διώροφο, χρόνια ερειπωμένο. Πάνω είχε το εργαστήριο. Στο ισόγειο έμενε με την Τατιάνα και τον μικρό, πριν να φύγουν. Στο υπόγειο αποθήκευε τις μαρμελάδες. Στο υπόγειο ήταν και το τέρας.
Έβαλε τον ηλεκτρικό μετρονόμο πάνω στο τραπέζι. Τον άνοιξε και δυνάμωσε τον ήχο. Πήγε στην πόρτα του υπόγειου και ξεκλείδωσε. Η Τροία στάθηκε δίπλα του.
“Εντάξει, Τροία, ξέρεις τι κάνεις. Αν δεν γυρίσω σε έντεκα δεύτερα κάλεσε την αστυνομία. Ή μάλλον… Πήγαινε στον Ιερώνυμο κατευθείαν.”
Η Τροία δεν γέλασε.
~~
Άνοιξε την πόρτα του υπογείου και κατέβηκε τρέχοντας. Μετρούσε δυνατά: “Ένα, δύο, τρία…”
Πήρε δυο κούτες αρώνια κι ανέβηκε. Έκλεισε την πόρτα. Η Τροία γάβγιζε. Άφησε τις κούτες στο τραπέζι και περίμενε να περάσουν εφτά λεπτά.
Τότε έφυγε πάλι για κάτω. Πήρε τρεις λεμονανθούς. Ανέβηκε στο εννιά. Η Τροία γάβγιζε. Έκλεισε την πόρτα, περίμενε άλλα εφτά λεπτά.
Έφυγε πάλι για κάτω, τρίτη φορά.
Ένα δύο τρία τέσσερα
Πήρε δυο κράνα και ξεκίνησε ν’ ανεβαίνει
πέντε έξι
Στο εφτά σκόνταψε. Τα κιβώτια του έπεσαν, αλλά δεν σταμάτησε να μετράει
οκτώ εννιά
Τα παράτησε όπως ήταν
δέκα έντεκα
Άκουσε κάτι να ‘ρχεται πίσω του. Δεν γύρισε να δει. Συνέχισε μέχρι την πόρτα.
Άκουγε το πράγμα πίσω του να τον ακολουθεί, το μύριζε. Κι ήταν η μυρωδιά του σαν να σου χώνουν το κεφάλι στην αποχέτευση των δημόσιων σφαγείων.
Έφτασε στην πόρτα και πετάχτηκε έξω. Η Τροία ήταν μανιασμένη σαν τον Αχιλλέα. Προσπάθησε να μπει μέσα, δεν την άφησε. Έκλεισε και κλείδωσε.
Ακούστηκαν λόγια πίσω απ’ την πόρτα, κάποιας γλώσσας νεκρής.
Ο Αδάμ έπεσε στην καρέκλα. Χάιδεψε την Τροία που είχε αφηνιάσει.
“Δεν θα δώσουμε κράνα σήμερα”, της είπε.
Πρώτη φορά το πράγμα είχε φτάσει τόσο κοντά.
~~~
2. Ιερώνυμος
Ο πάτερ Ιερώνυμος είχε μετατεθεί κακήν κακώς απ’ τη Θεσσαλονίκη στον Ανήλιο. Το πρόβλημα δεν ήταν η έλλειψη πίστης. Ακριβώς τ’ αντίθετο. Μάλλον έπαιρνε τις διδαχές πολύ κυριολεκτικά.
Είχε δυο πτυχία και ήξερε τρεις γλώσσες. Είχε επιλέξει να μείνει ανύμφευτος, έτσι το μέλλον προβλεπόταν λαμπρό. Όμως σαν διορίστηκε στον Άγιο Ελεύθεριο εμφάνισε το κουσούρι του. Δεν ήταν γυναικάς ή παιδεραστής, ήταν κάτι χειρότερο.
Στον πρώτο γάμο δεν πήρε καθόλου χρήματα απ’ τους κουμπάρους. Το ίδιο έκανε και στις κηδείες, στα βαφτίσια, στους αγιασμούς. Στο κήρυγμα της Κυριακής μιλούσε για τον Μαμμωνά, τον δαίμονα της φιλαργυρίας. Έλεγε πως το χρήμα διαβάλλει την ανθρώπινη ψυχή, είναι σατανικό. Έλεγε πως πρέπει να μοιραζόμαστε ό,τι έχουμε. Έλεγε ότι ο καπιταλισμός είναι διαβολικός κι ότι το χάραγμα του Αντίχριστου είναι τα χρήματα, που όλοι προσκυνάμε σαν θεό.
Πρώτα διαμαρτυρήθηκαν οι συνάδελφοί του, γιατί με τον αθέμιτο ανταγωνισμό θα τους έκλεινε το μαγαζί. Άκουσε κι ο Άνθιμος για τα κομμουνιστικά κηρύγματα, έφριξε. Τον κάλεσε στη Μητρόπολη.
~~
Ο Ιερώνυμος περίμενε απ’ έξω κοιτώντας τα βραβεία και τα μετάλλια. Βγήκε κάποιος βουλευτής του νεοναζιστικού κόμματος και κάλεσαν τον Ιερώνυμο να μπει στο γραφείο. Ασπάστηκε τη χείρα του Άνθιμου κι έκατσε.
“Παιδί μου, Ιερώνυμε”, ξεκίνησε εκείνος. “Διαβλέπω σε σένα μια λαμπρή σταδιοδρομία στην Εκκλησία του Χριστού μας.”
“Ευχαριστώ, Παναγιότατε.”
“Όμως στ’ αυτιά μου έφτασαν ειδήσεις άσχημες.”
“Αυτές φτάνουν πάντα πρώτες.”
“Κάποιοι μου είπαν ότι μίλησες εκ του άμβωνος με λόγια που μόνο σε κομμουνιστή ταιριάζουν.”
“Σε χριστιανό μάλλον, Παναγιότατε.”
“Ορίστε;”
Ο Ιερώνυμος άνοιξε μ’ αργές κινήσεις το ράσο του. Έβγαλε το πορτοφόλι του. Ψάρεψε ένα νόμισμα. Το έδωσε στον Άνθιμο.
“Τι είναι αυτό, Παναγιότατε;”
“Ευρώ.”
“Τι έχει πάνω;”
Ο Άνθιμος δίστασε.
“Τι έχει;”
“Έναν αετό.”
“Ο αετός είναι σύμβολο του Κυρίου μας;”
“Όχι βεβαίως.”
“Είναι σύμβολο της Γερμανίας. Τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ.”
Η συζήτηση δεν κράτησε πολύ. Όταν σηκώθηκε να φύγει ο Άνθιμος του έδωσε το ευρώ. Ο Ιερώνυμος αρνήθηκε.
“Στείλτε τον κάπου μακριά”, είπε ο Άνθιμος στο γραμματέα του. “Μακριά κι έρημα. Είναι πέτρα σκανδάλου.”
Τον έστειλαν στο Ανήλιο. Εκεί απαρνήθηκε και τον μισθό του. Για να τρέφεται έφτιαξε μπαξέ. Μάζευε ελιές και πληρωνόταν σε λάδι, ψάρευε, βρήκε τον Παράδεισο του.
Αλλά σε όλους τους Παραδείσους ευδοκιμούν οι δαίμονες.
~~~
Ο Αδάμ πήγε να τον βρει μαζί με την Τροία. Έκανε να δέσει τον σκύλο απέξω, αλλά ο Ιερώνυμος του είπε να τον βάλει στο ναό.
“Πλάσμα του Θεού είναι κι αυτό”, είπε ο Ιερώνυμος. “Όλοι πλάσματα του Θεού είμαστε.”
“Και τα τέρατα;”
“Κι αυτά.”
“Ωραία, γιατί έχω ένα τέρας στο κελάρι μου.”
Ο Ιερώνυμος ήξερε ότι ο Αδάμ ήταν εκκεντρικός, αλλά ήθελε να τον ακούσει. Γιατί είχε ονειρευτεί το τέρας.
Απ’ τη μέρα που βρέθηκε στο Ανήλιο έβλεπε συχνά έναν εφιάλτη, που δεν είχε να κάνει με τσουπωτές κοπέλες. Έβλεπε μάτια δαιμονικά μέσα σ’ απόλυτο σκοτάδι. Και νύχια. Έπειτα λέξεις ρυπαρές, ήχους ανόσιους. Και ξυπνούσε άφωνος, άπνοος, στεγνός.
“Το έχεις δει;” ρώτησε τον Αδάμ.
“Το έχω ακούσει. Και μυρίσει.”
“Κάνει μόνο ήχους; Ή μιλάει;”
Ο Αδάμ δεν το σκέφτηκε καθόλου.
“Μιλάει, αλλά δεν καταλαβαίνω τι λέει ούτε τι γλώσσα είναι.”
“Τότε δεν είναι τέρας, είναι δαίμονας.”
Και του εξήγησε. Τέρατα πολλά υπάρχουν. Αλλά το χάρισμα της ομιλίας ο Θεός το έδωσε μόνο στους Αγγέλους, στους Δαίμονες και στους Ανθρώπους, μ’ αυτή τη σειρά.
“Με πιστεύεις δηλαδή;” είπε ο Αδάμ, που περίμενε να είναι πιο δύσκολο.
“Εσύ πιστεύεις όσα λες;”
“Πιο πολύ απ’ το χιόνι που βλέπω.”
“Το χιόνι θα λιώσει. Η πίστη δεν λιώνει.”
Αυτό είπε ο Ιερώνυμος κι έφυγε προς το άβατο. Επέστρεψε μ’ έναν σταυρό και το κασκόλ του.
“Το κρύο μου πειράζει τη φωνή. Πάμε.”
~~~~~
Στάθηκαν έξω απ’ την πόρτα του κελαριού. Η Τροία γάβγιζε.
“Άναψε το φως”, είπε ο Ιερώνυμος.
“Δεν έχει φως κάτω. Πειράζει τις μαρμελάδες.”
Πήραν φακούς.
Ο Αδάμ έβαλε τον μετρονόμο.
“Να ξέρεις, πάτερ. Έχουμε έντεκα δευτερόλεπτα.”
“Όχι δέκα; Όχι δώδεκα;”
“Δέκα ναι. Δώδεκα όχι.”
Άνοιξαν την πόρτα και ξεκίνησαν να μετράνε
ένα δύο
Κατέβηκαν τα σκαλοπάτια
τρία τέσσερα πέντε
Φώτισαν τον χώρο
έξι εφτά
Τα κιβώτια με τις μαρμελάδες ήταν όλα δεξιά. Αριστερά είδαν κάτι λευκό
οκτώ εννιά
Ανέβηκαν τις σκάλες τρέχοντας.
δέκα έντεκα
Έκλεισαν την πόρτα πίσω τους. Δεν είχε ακουστεί τίποτα.
“Τι ήταν αυτό το άσπρο;”
“Σκελετός. Από κατσίκι νομίζω. Δεν το ‘χω ακουμπήσει.”
“Πάμε πάλι;”
“Περίμενε να περάσουν εφτά λεπτά.”
Άνοιξαν την πόρτα
ένα
Κατέβηκαν κάτω
δύο τρία τέσσερα
Στ’ αριστερά ο σκελετός, γυμνός από δέρμα σαν τα αφρόξυλα που ξεβράζει η θάλασσα.
Πέντε έξι
Λίγο πιο πίσω ένα ρόπτρο πόρτας
εφτά οκτώ
Η πόρτα ήταν χωμένη στο έδαφος, σαν να υπήρχε ένα υπόγειο κάτω απ’ το υπόγειο, ένας κόσμος κάτω απ’ τον κόσμο μας.
εννιά δέκα
“Πάμε πίσω!”
Έντεκα δώδεκα
Καθώς έφταναν στην πόρτα μύρισαν μια μπόχα από ψόφια σώματα και τρυπημένα έντερα να τους σκεπάζει. Μαζί ένας ήχος από κάτι γλοιώδες που έτρεχε να τους πιάσει, ενώ ακούγονταν λόγια μιας γλώσσας που κανείς άνθρωπος δεν είχε ποτέ μιλήσει.
Δεν θα προλάβαιναν να βγουν. Ήταν δυο σκαλοπάτια κάτω απ’ την πόρτα και το πράγμα ήταν πίσω τους. Τότε όρμηξε η Τροία. Πέρασε ανάμεσα τους κι επιτέθηκε. Ο Αδάμ δίστασε. Ο Ιερώνυμος τον έσπρωξε και τον πέταξε έξω. Έκλεισε την πόρτα.
Η μάχη κράτησε λιγότερο από δύο δευτερόλεπτα. Ακούστηκε το γρύλισμα του ροτβάιλερ και μετά ένας βορβορώδης ήχος, σαν να βάζεις βάτραχο στο μπλέντερ. Μυρωδιά από φρέσκο αίμα. Ακούστηκε κάτι ακόμα πίσω απ’ την πόρτα, μια λέξη. Μετά ησυχία.
~~
Ο Ιερώνυμος έπιασε την καρέκλα του Αδάμ κι έκατσε.
“Αυτό με ξεπερνάει”, είπε κάνοντας τον σταυρό του.
Ο Αδάμ έσπρωξε την καρέκλα, για να βρεθεί στο σωστό σημείο.
“Το κατσίκι τι σχέση έχει;” τον ρώτησε.
“Ήταν θυσία. Ο προηγούμενος ένοικος θυσίασε ένα ζωντανό στο δαίμονα. Ποιος ζούσε εδώ πριν;”
“Κανείς. Εγώ κι η γυναίκα μου.”
“Αυτή τον έφερε.”
“Δεν μπορεί. Η Τατιάνα…”
Δεν τέλειωσε τη φράση. Γιατί μπορούσε. Η Τατιάνα τον μισούσε. Θα έκανε τα πάντα για να τον εκδικηθεί. Σίγουρα θα μπορούσε να βάλει έναν δαίμονα στο υπόγειο.
“Πώς μπορούμε να το διώξουμε;”
“Μόνο με εξορκιστή. Πρέπει να τον καλέσω.”
“Τον εξορκιστή; Υπάρχει κάποιος που δηλώνει εξορκιστής;”
“Σου φαίνεται παράλογο; Ωραία. Τότε μείνε με τον δαίμονα στο κελάρι. Όλα είναι λογικά.”
Ο Ιερώνυμος βγήκε έξω. Ο Αδάμ τον ακολούθησε ως την εκκλησία.
“Συγνώμη, πάτερ. Μπορείς να τον καλέσεις;”
“Για ποιον λες;”
Ήθελε ν’ ακούσει να το λέει.
“Τον τέτοιο. Τον εξορκιστή.”
“Αυτοκίνητο έχεις. Παίρνω το παλτό μου.”
Και κάπως έτσι κατέβηκαν το βουνό. Είχαν δρόμο μέχρι το Άγιο Όρος.
~~~~~
3. Ο εξορκιστής
Η Μονή Εσφιγμένου είναι κάτι σαν το Αλαμούτ της ορθοδοξίας. Δεν έχει Ασασίνους, αλλά καλύτερα να μη φέρνεις αντιρρήσεις στους μοναχούς.
Εκεί πήγαν.
“Βάζω στοίχημα ότι θα είναι κάποιος πολύ γέρος”, είπε ο Αδάμ.
“Πιο γέρος απ’ όσο φαντάζεσαι.”
Μάλλον δεν είχε αρκετή φαντασία.
Ο ηγούμενος τους υποδέχτηκε καχύποπτα. Όταν του είπαν τι ήθελαν φάνηκε να χαίρεται. Τους οδήγησαν σ’ ένα κελί. Μέσα υπήρχε ένα ξερό κρεβάτι και μια καρέκλα όπου ήταν πεταμένο ένα κουρελιασμένο ράσο.
“Ευλόγησον”, είπε ο Ιερώνυμος στο ρούχο.
Κι εκείνο αποκρίθηκε: “Ο Κύριος.”
Υπήρχε κάτι μέσα στο ρούχο. Στράφηκε. Το πρόσωπο του είχε χάσει τα χαρακτηριστικά του φύλου. Θα μπορούσε να είναι και γυναίκα. Θα μπορούσε να είναι και βραδύποδας. Τα χέρια του, που ακουμπούσαν σ’ ένα μπαστούνι, έμοιαζαν να μην έχουν στάλα αίμα, σκέτο πετσί με κόκαλο.
Ο Αδάμ σκούντηξε τον Ιερώνυμο και του μίλησε στο αυτί.
“Είσαι σίγουρος; Αυτός εδώ όχι ν’ αντιμετωπίσει δαίμονα, όχι να ταξιδέψει έξι ώρες, ούτε μέχρι το φέρι δεν θα φτάσει.”
“Αν έχεις πίστη ίση μ’ ένα κόκκο σινάπεως μπορείς και βουνά να μετακινήσεις.”
Είχε μιλήσει το κουρελιασμένο ρούχο. Σίγουρα είχε καλή ακοή.
Η φωνή του ήταν τόσο καθαρή και νεανική που για μια στιγμή ο Αδάμ πίστεψε ότι θα πεταγόταν απ’ την καρέκλα και θα χόρευε σάμπα. Δεν το έκανε. Τον πήραν σηκωτό, ενώ εκείνος βογκούσε. Σχεδόν δεν είχε βάρος, ένα άδειο κέλυφος τζίτζικα.
~~
Ο γέρος δεν ρώτησε πού τον πάνε και γιατί. Ήξερε. Στο φέρι ζήτησε να τον βάλουν έτσι ώστε να βλέπει τη θάλασσα.
Μερικά δελφίνια φάνηκαν να πλατσουρίζουν δίπλα στο πλοίο. Ο Αδάμ είδε ότι ο γέρος τα κοιτούσε με προσήλωση. Μετά σήκωσε το χέρι, τα έδειξε και είπε:
“Όταν ήμουν παιδί πήγε να με πηδήξει ένα τέτοιο ψάρι.”
Ο Ιερώνυμος έγνεψε σαν να καταλάβαινε τι εννοούσε, λες κι ήταν ομοιοπαθής. Ο Αδάμ άρχισε να μετράει τους πρώτους αριθμούς για να χαλαρώσει, αλλά μια άλλη φωνή του έλεγε: “Δεν είσαι στο Κάνσας πια, Ντόροθι.”
~~
Ο εξορκιστής δεν μπορούσε να κάτσει στο κάθισμα, γλιστρούσε.
“Περίμενε”, είπε ο Αδάμ.
Άνοιξε το πορτ μπαγκάζ κι έβγαλε ένα παιδικό κάθισμα. Δεν το είχε πετάξει, παρότι ήξερε ότι η Τατιάνα δεν θα του επέτρεπε ποτέ πια να μεταφέρει το παιδί τους.
Ο εξορκιστής βολεύτηκε άψογα, ένα παιδί αιωνόβιο.
“Πόσων χρονών είσαι, γέροντα;” τον ρώτησε ο Αδάμ όταν είχαν ξεκινήσει.
“Θυμάμαι το ζέπελιν”, του απάντησε εκείνος.
Ο Αδάμ τα πήγαινε καλά με τους αριθμούς.
“Στη Θεσσαλονίκη; Το 1916;”
Ο εξορκιστής έκλασε. Αυτό σήμαινε ναι. Άνοιξαν τα παράθυρα για ν’ αναπνεύσουν.
~~
Σταμάτησαν στη μέση της διαδρομής για να πάρουν κάτι να φάνε. Οι δυο τους μπήκαν μέσα. Ο εξορκιστής κοιμόταν σαν μωρό.
“Αλήθεια;” έκανε ο Αδάμ. “Θα κατεβάσουμε στο υπόγειο αυτό το απομεινάρι ανθρώπου; Να κάνει τι; Να διώξει το τέρας κλάνοντας;”
Σαν το είπε αυτό κοίταξε πίσω, το αυτοκίνητο, να δει μήπως τον είχε ακούσει ο γέρος.
“Εμπιστεύεσαι πολύ το μυαλό σου”, του είπε ο Ιερώνυμος.
“Ναι, φυσικά και το κάνω. Τα follow your heart μιμίδια ποτέ δεν βγαίνουν σε καλό.”
“Το μυαλό σου μπορεί να εξηγήσει την ύπαρξη ενός δαίμονα στο υπόγειο;”
“Δεν ξέρουμε αν είναι…”
“Και τι είναι; Μια πολική αρκούδα; Λογικό.”
Στάθηκαν μπρος στον πίνακα με τα πρόχειρα εδέσματα. Σε άλλη περίπτωση, ο Αδάμ θα έπαιρνε κάτι που η τιμή του θα ήταν πρώτος αριθμός.
“Ένα μπέργκερ πραγματικότητας”, είπε στην υπάλληλο.
Εκείνη, που δούλευε σπαστό ωράριο, δέκα ώρες, για τριάντα ευρώ, δεν είχε καμιά διάθεση γι’ αστεία.
“Έχουμε μπέργκερ με τυρί, διπλό με μπέικον, βέτζι και το σπέσιαλ: Με διπλό μοσχαρίσιο μπιφτέκι, φιλέτο κοτόπουλο και μπέικον.”
“Αρνί δεν βάλατε”, είπε ο Αδάμ.
Η κοπέλα προσπάθησε να χαμογελάει. Ένας νεκρός θα το έκανε καλύτερα.
Παρήγγειλαν δυο μακαρονάδες.
“Για τον μικρό τι θα πάρουμε;” έκανε ο Αδάμ. “Μήπως το κιντ μενού; Έχει και παιχνιδάκι μαζί. Έναν… πιτζαμοήρωα. Τι σκατά είναι ο πιτζαμοήρωας;”
“Δεν τρώει. Μόνο πίνει.”
Του πήραν τον Σούπερ-Ντούπερ-Χυμό, που περιείχε μέχρι και σπόρους κινόας. Έφαγαν στο αμάξι, ακούγοντας τον γέρο να ρουφάει.
Όταν ξεκίνησαν πάλι ο Ιερώνυμος έπιασε στο ραδιόφωνο έναν σταθμό που έπαιζε ποπ. Του Αδάμ του φάνηκε ότι είδε στον καθρέφτη τον γέρο να κουνιέται στο ρυθμό του Bad Type της Μπίλι Άιλις.
Κι η φωνή συνέχιζε να του λέει ότι δεν είναι στο Κάνσας.
~~~
Έφτασαν στο χωριό μια ώρα πριν νυχτώσει.
“Μήπως να περιμένουμε μέχρι αύριο το πρωί;” είπε ο Αδάμ σαν έσβησε τη μηχανή.
“Δεν είναι βρικόλακας”, του είπε ο Ιερώνυμος.
“Για τους βρικόλακες υπάρχει άλλη διαδικασία;”
“Ναι”, είπε ο Ιερώνυμος. Δεν φάνηκε να κάνει πλάκα.
Πήγαν απ’ την εκκλησία να πάρουν τα όπλα. Αγιασμό, τη Βίβλο, ένα μεγάλο σταυρό, μια αρτοκλασία.
“Περίμενε”, του είπε ο Ιερώνυμος και πήγε πίσω.
Γύρισε με μια κυνηγετική καραμπίνα.
“Μήπως και είναι αρκούδα τελικά;” είπε ο Αδάμ.
Ο εξορκιστής είχε αποκοιμηθεί στο καθισματάκι του. Ο Αδάμ τον κοίταξε. Παρατήρησε και τα πράγματα που κουβαλούσαν.
“Παλιότερα νόμιζα ότι είμαι τρελός”, είπε σχεδόν από μέσα του.
“Οι τρελοί είναι άγιοι”, του είπε ο παπάς. “Πιάσε τον εξορκιστή.”
Δεν ξύπνησε, σαν παιδί που το πάνε κατευθείαν για ύπνο, μετά από μεγάλο ταξίδι.
~~
4) Το τέρας
Μπήκαν στο σπίτι κι άφησαν τον γέρο στην καρέκλα. Ξεκίνησαν να ετοιμάζονται για τη μάχη. Ο Ιερώνυμος έβαλε φυσίγγια στην καραμπίνα. Ο Αδάμ ξεβίδωσε το πώμα του αγιασμού.
“Είσαι έτοιμος;” ρώτησε ο Ιερώνυμος
“Περίμενε.”
Του γύρισε την πλάτη ψάχνοντας για την ανατολή. Κοιτώντας εκεί έκανε τον σταυρό του κι είπε το Πάτερ Ημών.
“Έχω να προσευχηθώ, δεν ξέρω, από πάντα”, είπε ο Αδάμ. “Αλλά νομίζω ότι τώρα είναι καλή στιγμή να ξαναρχίσω.”
“Πάντα είναι καλή στιγμή. Αλλά δεν χρειάζεται να κοιτάς στην ανατολή. Αυτό το κάνουν οι μουσουλμάνοι.”
“Δεκτή κάθε βοήθεια τώρα.”
Ο εξορκιστής κοιμόταν στην καρέκλα που τον είχαν ακουμπήσει. Πήραν από έναν φακό και τον ξύπνησαν.
“Γέροντα, ήρθε η ώρα σου”, του είπε ο Ιερώνυμος.
“Αμήν.”
~~
Ξεκλείδωσαν την πόρτα. Πριν καν ανάψουν φακούς είδαν τη μισή Τροία, το πίσω μέρος -είχε γίνει μιάμοιση.
Ο Ιερώνυμος φορτώθηκε τον εξορκιστή στην πλάτη. Ο Αδάμ κατέβηκε πρώτος μετρώντας δυνατά
ένα δύο τρία
Οι φακοί έδειχναν τις μαρμελάδες. Ο γέρος βογκούσε.
τέσσερα πέντε έξι εφτά
Βρέθηκαν κάτω. Ο Ιερώνυμος άφησε τον γέροντα ανάμεσα τους. Στάθηκε στα δυο του πόδια με ζόρι.
οκτώ εννιά δέκα
Ο Ιερώνυμος ύψωσε τον σταυρό και την καραμπίνα. Ο Αδάμ κρατούσε τον αγιασμό και την αρτοκλασία. Ο εξορκιστής τη Βίβλο.
Έντεκα
Πρώτα άκουσαν τη μυρωδιά. Ήταν πηχτή σαπίλα ανακατωμένη με περιττώματα. Ένιωσαν το έδαφος να κινείται. Μετά άκουσαν την Κόλαση. Δεν ήταν αρκούδα.
Λίγο δεξιά, πιο κοντά στον Ιερώνυμο, έλαμψαν μάτια. Ήταν αυτά που έβλεπε στον ύπνο του.
Το φώτισαν. Ήταν μεγάλο. Είχε μάτια, αλλά δεν είχε στόμα ούτε σώμα. Δεν είχε σαφή όρια ανάμεσα στο έξω και στο μέσα. Έμοιαζε με πίνακα ιμπρεσιονιστών, όταν τον κοιτάς από πολύ κοντά. Χωρίς να ‘χει τίποτα όμορφο. Μόνο απροσδιοριστία.
Και μετά μίλησε. Αυτό που είπε δεν ήταν γλώσσα ανθρώπινη, αλλά σίγουρα δεν ήταν γρύλισμα ζώου. Είχε δομή. Ο Αδάμ θυμήθηκε τις ανάποδες εγγραφές που ακούγανε στα χέβι μέταλ συγκροτήματα.
Ήταν ανόητο να σκέφτεται οτιδήποτε εκείνη τη στιγμή. Το κατάλαβε καλύτερα όταν ο δαίμονας τον κοίταξε κι είπε: “ΝΤΕΝΜΕΙΡΟΝΑΙ!”
Κόντεψε να κατουρηθεί πάνω του. Εκείνη τη στιγμή ο Ιερώνυμος ύψωσε τον σταυρό και φώναξε:
“Δαίμονα! Εις το όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού σε προστάζω να μας πεις το όνομα σου.”
Απ’ το ιμπρεσιονιστικό σώμα του τέρατος ξεπήδησε σαν πίδακας ένα χέρι-πόδι-δαγκάνα-γλώσσα-κάτι, τρία μέτρα μακρύ. Χτύπησε το χέρι του Ιερώνυμου που κρατούσε τον σταυρό και του το ‘κοψε απ’ τον καρπό. Δεν πετάχτηκε αίμα, σαν να είχε καυτηριαστεί.
Ο Αδάμ νόμισε ότι άκουσε τον Ιερώνυμο να ουρλιάζει, αλλά μετά από δυο στιγμές κατάλαβε ότι ο Ιερώνυμος δεν είχε ανοίξει το στόμα. Εκείνος ο ίδιος ούρλιαζε.
Ο Ιερώνυμος στήριξε την κάνη του όπλου στο κολοβό του χέρι.
“Γαμήσου!” φώναξε και πυροβόλησε δυο φορές.
Το τέρας έκανε πίσω, έγινε λίγο πιο θολό. Ο Αδάμ πήρε θάρρος και του πέταξε το μπουκάλι με τον αγιασμό. Καθώς το έβλεπε να πέφτει πάνω του, σκέφτηκε ότι θα προτιμούσε να ‘χει μολότοφ κι άκουσε τον Χέτφιλντ να τραγουδάει Fight fire with fire.
Το τέρας δεν έπαθε τίποτα με τον αγιασμό. Ούτε και με την αρτοκλασία. Άρχισε να γίνεται ξανά κανονικό.
“Βοήθα με!” είπε ο Ιερώνυμος στον Αδάμ. Έβαλαν άλλα δυο φυσίγγια στην καραμπίνα. Αλλά καθώς σημάδευε αντιλήφθηκε ότι είχαν ξεχάσει τον εξορκιστή.
Εκείνος στεκόταν όρθιος ακόμα, όσο όρθιος μπορούσε, και κοιτούσε τον δαίμονα.
Ο Αδάμ φαντάστηκε ότι θα έκανε κάτι μαγικό και θαυμαστό. Ότι θα ξεκινούσε να λάμπει ή ότι θα μεγάλωσε και θα γινόταν πελώριος ή θα πετούσε ακτίνες απ’ τα μάτια του ή ότι -έστω- θα έλεγε με στεντόρεια φωνή τον εξορκισμό.
Ο γέροντας έκανε δυο αβέβαια βήματα προς το τέρας κι έχασε την ισορροπία του. Παραπάτησε μπροστά με τα χέρια απλωμένα. Τότε ο δαίμονας έβγαλε κάτι από το σώμα του κι έφαγε το κεφάλι του εξορκιστή.
Δεν υπήρξαν λάμψεις ή θαύματα. Το σώμα του εξορκιστή ούτε που ακούστηκε όταν έπεσε.
Ο Αδάμ δεν ούρλιαξε. Ήθελε μόνο να ξυπνήσει και να ‘ναι Δευτέρα.
“Τετέλεσθαι”, είπε ο Ιερώνυμος.
Τότε ακούστηκε ένας ήχος σαν από γάτα που προσπαθεί να ξεράσει μια τριχόμπαλα. Ο Αδάμ κοίταξε το τέρας και το είδε να υποφέρει. Απ’ το ιμπρεσιονιστικό του σώμα ξεπετάγονταν φωβιστικές αιχμές. Μετά έλιωσε σαν μέδουσα στην ακρογιαλιά.
Ο Ιερώνυμος έκανε τον σταυρό του με το αριστερό χέρι.
~~~~~
Ανέβηκαν πάνω κι άφησαν την πόρτα ανοιχτή. Πήραν τηλέφωνο να πάει ασθενοφόρο. Θα έκανε τουλάχιστον μια ώρα, έτσι τους είπαν.
Ο Ιερώνυμος ζήτησε ένα ποτήρι νερό κι εξήγησε στον Αδάμ τι είχε συμβεί.
“Κάθε εξορκιστής μπορεί να κάνει μόνο έναν εξορκισμό. Γιατί απαιτείται να πεθάνει.”
“Τι δηλαδή; Οι δαίμονες είναι αλλεργικοί στους εξορκιστές;”
“Δεν τους τρώνε όλοι. Κάποιοι μόνο τους σκοτώνουν. Η θυσία του εξορκιστή είναι ο εξορκισμός.”
Κάθε εξορκιστής ξέρει πως όταν έρθει η ώρα ν’ αντιμετωπίσει τον δαίμονα θα πεθάνει. Κάποιοι σκοτώνονται νέοι. Ο συγκεκριμένος, αυτός που είχαν πάρει απ’ το Όρος κι είχαν ταΐσει Σούπερ-Ντούπερ-Χυμό, ήταν ένας απ’ τους τελευταίους. Περίμενε, ζούσε για να έρθει αντιμέτωπος με τον δαίμονα και να θυσιαστεί. Αυτή ήταν η μοίρα του.
“Και τώρα δηλαδή τέλειωσε;” είπε ο Αδάμ.
“Μένει κάτι ακόμα.”
~~
Πήγε κι έφερε ένα μπιτόνι με πετρέλαιο. Ο Αδάμ δεν ρώτησε τίποτα. Fight fire with fire. Αν θες να γλιτώσεις απ’ την Κόλαση βάλ’ της φωτιά.
Άδειασε το μισό μπιτόνι στα δωμάτια. Το υπόλοιπο το έριξε απ’ την κορυφή της σκάλας, να καεί συθέμελα. Πήρε μόνο τα βιβλία με τις συνταγές για μαρμελάδα. Όλα τ’ άλλα τ’ άφησε να συναντήσουν τον πλάστη τους.
Στάθηκε στην εξώπορτα, άναψε ένα πανί βουτηγμένο στο πετρέλαιο και το πέταξε μέσα. Βγήκε χωρίς να κοιτάξει πίσω.
Ενώ το σπίτι λαμπάδιαζε ο Ιερώνυμος τον αγκάλιασε. Έμειναν έτσι, μέχρι που άρχισαν να μαζεύονται οι συγχωριανοί.
Σε λίγη ώρα η φωτιά φαινόταν σ’ όλο το ανατολικό Πήλιο και μέχρι απέναντι στη Σκιάθο. Το ασθενοφόρο έφτασε. Η πυροσβεστική θ’ αργούσε ακόμα.
“Πού θα πας τώρα;” τον ρώτησε ο Ιερώνυμος.
“Στο Όρος ξέρουν να φτιάχνουν μαρμελάδα;”
Ο Ιερώνυμος κούνησε το χέρι που του είχε απομείνει: “Έτσι κι έτσι.”
Άφησε να τον περιποιηθούν. Τον έβαλαν στο φορείο. Λίγο πριν ξεκινήσουν ο Αδάμ έκανε νόημα να σταματήσουν.
Πλησίασε τον Ιερώνυμο.
“Τον εξορκιστή τον αφήσαμε μέσα.”
“Αυτός είναι στο βασίλειο του ουρανού πια.”
Ο Αδάμ δίστασε για λίγο, αλλά ήθελε να ρωτήσει.
“Αλήθεια τώρα, πιστεύεις ότι ένα δελφίνι είχε προσπαθήσει να βιάσει τον εξορκιστή;”
“Το κάνουν αυτό”, είπε ο Ιερώνυμος.
Ξάπλωσε πίσω στο φορείο κι έκλεισαν την πόρτα.
Ο Αδάμ έμεινε μόνος. Δεν αισθανόταν καμιά ανάγκη να μετρήσει πόσα δευτερόλεπτα έκανε το ασθενοφόρο για να εξαφανιστεί.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~