του Γιάννη Γεράσιμου
«Βαθιά μέσα στο διαπεραστικό σκοτάδι, έμεινα για πολύ ώρα εκεί περιπλανώμενος, γεμάτος από φόβο και αμφιβολίες και ονειρευόμενος όνειρα που ποτέ κανείς θνητός δεν τόλμησε προτού να ονειρευτεί».
Τα σκοτεινά και σχεδόν ομιχλώδη όνειρα ενός κόσμου σκιών και γοτθικής φαντασίας του Έντκαρ Άλλαν Πόε επρόκειτο να χαράξουν βαθιά τη λογοτεχνική του πορεία καθιστώντας τον έναν από τους κυριότερους εκπροσώπους του λογοτεχνικού ρομαντισμού και έναν από τους πρωτεργάτες των σύγχρονων ιστοριών τρόμου, φαντασίας και αστυνομικής λογοτεχνίας. Γεννημένος το 1809 στη Βοστώνη των ΗΠΑ από γονείς ηθοποιούς ο Έντγκαρ Άλλαν Πόε επρόκειτο να βιώσει την εγκατάλειψη και το θάνατο ήδη από την παιδική του ηλικία, καθώς λίγο μετά τη φυγή του πατέρα του θα έχανε και τη μητέρα του από φυματίωση. Μετά το θάνατο της μητέρας του, που τον συγκλόνισε, ο Έντγκαρ Άλλαν Πόε υιοθετήθηκε από έναν πλούσιο καπνέμπορο, τον Τζον Άλλαν και έζησε μαζί του αρχικά στο Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια και στη συνέχεια για μερικά χρόνια στη Σκωτία, τον τόπο καταγωγής του Τζον Άλλαν, και στο Λονδίνο προτού επιστρέψει τελικά και πάλι στο Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια.
Ο Έντγκαρ Άλλαν Πόε θα φοιτήσει για ένα χρόνο στο Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια, το 1826, το οποίο ωστόσο στη συνέχεια θα εγκαταλείψει. Εν συνεχεία, θα έρθει σε σύγκρουση με τον θετό του πατέρα προτού αποφασίσει να καταταγεί στον αμερικανικό στρατό (στην αμερικανική στρατιωτική ακαδημία του Γουέστ Πόιντ), όπου και θα συγγράψει το πρώτο του λογοτεχνικό έργο, μια ποιητική συλλογή με τον τίτλο «Ταμερλάνος και άλλα ποιήματα». Σύντομα ωστόσο επρόκειτο να απολυθεί από το στρατό και να ζήσει αρχικά στη Νέα Υόρκη, στη Βαλτιμόρη και στη Φιλαδέλφεια εργαζόμενος ως βοηθός συντάκτη σε λογοτεχνικά περιοδικά και γράφοντας μικρές λογοτεχνικές ιστορίες.
Τη χρονική αυτή περίοδο ο Έντγκαρ Άλλαν Πόε θα γράψει κάποια από τα σημαντικότερα έργα του και θα παντρευτεί με Βιρτζίνια Ελίζα Κλεμ. Ωστόσο, το 1847 η σύζυγος του θα πεθάνει από φυματίωση, γεγονός που θα τον συνταράξει και θα τον βυθίσει περισσότερο στον εθισμό που ήδη είχε με το αλκοόλ. Ο Έντγκαρ Άλλαν Πόε θα πεθάνει στις 3 Οκτωβρίου του 1849 στους δρόμους της Βαλτιμόρης και θα ταφεί στο Πρεσυβυτεριανό Νεκροταφείο της Βαλτιμόρης. Σημαντικότερα έργα του Έντγκαρ Άλλαν Πόε υπήρξαν: «Το κοράκι», «Ο χρυσός σκαραβαίος», «Η πτώση του οίκου των Άσερ», «ο Γουίλιαμ Γουίλσον», «το βαρέλι του Αμοντιλάδο» και «Η μάσκα του κόκκινου θανάτου».
Έτσι, ανάμεσα στα διηγήματα μυστηρίου και φαντασίας του Έντγκαρ Άλλαν Πόε που ξεχωρίζουν είναι και «Η μάσκα του κόκκινου θανάτου». Το έργο αυτό, που ο Πόε συνέγραψε το 1842 αναφέρεται στο ξέσπασμα μιας θανατηφόρας επιδημίας γνωστής ως κόκκινος θάνατος σε κάποια χώρα της Ευρώπης. Απέναντι στην εξάπλωση του θανάτου που συνταράσσει τις ζωές των υπηκόων του ο πλούσιος πρίγκηπας Πρόσπερο μαζί με τους ευγενείς και τους ακολούθους της βασιλικής του αυλής θα κλειστούν σε ένα οχυρό του πύργου για να προστατευτούν από τα όσα άσχημα συμβαίνουν έξω από τη βασιλική αυλή διοργανώντας ένα χορό μεταμφιεσμένων εξαιρετικής μεγαλοπρέπειας με γελωτοποιούς, θεατρίνους, χορεύτριες, μουσικούς, όμορφες γυναίκες και κρασί.
Ο πύργος, ο οποίος αποτελούνταν από εφτά δωμάτια διαφορετικού χρώματος, ήταν εφοδιασμένος άφθονα με όλα τα καλά. Με τέτοιες προφυλάξεις, οι αυλικοί θεωρούσαν ότι μπορούσαν να αψηφούν τη μετάδοση της επιδημίας. Ο έξω κόσμος ας φρόντιζε μονάχος για τον εαυτό του. Στη μέση περίπου της διασκέδασης, μια μυστηριώδης μαυροφορεμένη παρουσία κάνει την εμφάνιση της και αρχίζει να περιφέρεται στη μεγαλοπρεπή αίθουσα της δεξίωσης. Παρά την αρχική αμηχανία και το φόβο που αυτή προκαλεί ο πρίγκηπας Πρόσπερο αγανακτισμένος με την αγένεια του μυστηριώδη επισκέπτη, που διακόπτει απρόσκλητος τη μεγαλοπρεπή τελετή, του επιτίθεται με ορμή κρατώντας ένα μαχαίρι. Σύντομα ο πρίγκηπας Πρόσπερο θα πέσει νεκρός. Με την αφαίρεση της μάσκας του μαυροφορεμένου επισκέπτη θα αποκαλυφθεί ότι αυτός δεν έχει πρόσωπο. Είναι ο κόκκινος θάνατος!
Στο διήγημα του αυτό ο Έντγκαρ Άλλαν Πόε με έναν τρόπο γραφής σχεδόν πυρετώδη περιπλανάται στον ομιχλώδη και συνάμα εφιαλτικό κόσμο των σκιών ενός περίκλειστου βασιλείου υλικής ευδαιμονίας που περικυκλώνεται σταδιακά από τη σκιά του θανάτου. Ο πρίγκηπας Πρόσπερο ως ενσάρκωση της υλικής ευμάρειας και η άρχουσα τάξη του βασιλείου διασκεδάζουν αποκομμένοι από την κοινωνία σε έναν περίκλειστο πύργο υλικής αφθονίας αδιαφορώντας για τον θανάσιμο κίνδυνο που διατρέχει το βασίλειο τους. Πιστεύουν ότι αυτούς δε θα καταφέρει να τους αγγίξει. Η κοινωνική καταστροφή που προκαλείται στους ανθρώπους γύρω τους και ο άνισος αγώνας των απλών καθημερινών ανθρώπων που σε συνθήκες φτώχειας και ανθρώπινης εξαθλίωσης προσπαθούσαν να προλάβουν και να αντιμετωπίσουν τους θάνασιμους κινδύνους που απειλούσαν τη ζωή τους και τη ζωή του βασιλείου τους άφηναν αδιάφορους. Ο καθένας ήταν μόνος του.
Τα πλούτη των ευγενών και η ικανότητα τους να χτίζουν περίκλειστα τείχη θα τους προστάτευαν αποτελεσματικά. Μέχρι που στη λαμπερή και μεγαλεπίβολη αίθουσα της δεξίωσης έκανε την εμφάνιση της ακάλεστη η μαυροφορεμένη μορφή του κόκκινου θανάτου. Το διήγημα αυτό του Πόε γραμμένο πενήντα περίπου χρόνια μετά το ξέσπασμα της Γαλλικής επανάστασης θα φέρει στο προσκήνιο την εθελοτυφλία της άρχουσας τάξης των βασιλιάδων και των ευγενών απέναντι στην κοινωνική εξαθλίωση που υπήρχε γύρω τους. Ταυτόχρονα, όμως θα φέρει στο προσκήνιο και την εθελοτυφλία του ανθρώπου που χτίζει κάστρα πιστεύοντας ότι θα καταφέρει να προστατευτεί έτσι από τον αναπόφευκτο χαρακτήρα του θανάτου.
Ο Έντγκαρ Άλλαν Πόε με το διήγημα του αυτό μέσα από τον ονειρικό κόσμο των σκιών και της γοτθικής φαντασίας θα καταφέρει να στείλει ένα διαχρονικό κοινωνικό μήνυμα που ο απόηχος του φτάνει μέχρι και τις μέρες μας ανατέμνοντας τον ανθρώπινο ψυχισμό και φέρνοντας στο προσκήνιο τις επίπλαστες βεβαιότητες και ψευδαισθήσεις ατομικής ασφάλειας που ορθώνει ο άνθρωπος απέναντι στον αναπόδραστο χαρακτήρα του θανάτου του. Γιατί όπως θα πει κάποτε ο Έντγκαρ Άλλαν Πόε: «Αυτοί που ονειρεύονται την ημέρα αντιλαμβάνονται πολλά πράγματα που διαφεύγουν από αυτούς που ονειρεύονται μόνο τη νύχτα».