“Η ευτυχία δεν είναι τίποτα άλλο από καλή υγεία και κακή μνήμη.”
Έρνεστ Χέμινγουεϊ
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
“Τα ξέρω όλα.”
“Υπερβάλλετε, κανείς δεν τα ξέρει όλα.”
“Έγώ τα ξέρω. Ξέρω όλα όσα μ’ ενδιαφέρουν.”
“Και θέλετε…”
“Να τα ξεχάσω.”
Ο Αλέξανδρος, Σάσα για τους φίλους, το πήρε απόφαση μια Παρασκευή απόγευμα. Και πήγε στη Lacuna Inc, την πιο αξιόπιστη εταιρεία στη διαγραφή αναμνήσεων.
Μπορούσες να διαγράψεις την πρώην σου ή τον νεκρό σκύλο σου, για να μη βασανίζεσαι. Ή να διαγράψεις κάτι που είχες κάνει ή πει, για να μη ντρέπεσαι. Μπορούσες να διαγράψεις ένα διάστημα της ζωής σου ή ένα γεγονός, δυο χρόνια στη φυλακή ή έναν βιασμό, για να μην πονάς.
Όμως ο Σάσα είχε άλλο πρόβλημα. Τα ήξερε όλα.
~~
“Απόλυτη διαγραφή μνήμης δεν επιτρέπεται”, του είπε ο υπάλληλος.
“Δεν εννοώ όλα όλα. Εννοώ όλ’ αυτά που μ’ ενδιαφέρουν.”
“Δηλαδή;”
“Σινεμά. Λογοτεχνία. Μουσική.”
Ο Σάσα είχε ζήσει μια περιορισμένη ζωή. Μεγάλωσε στην Κυψέλη. Όταν ενηλικιώθηκε και βρήκε δουλειά μετακόμισε δυο τετράγωνα απ’ το πατρικό του. Κι έμενε εκεί τα τελευταία τριάντα χρόνια.
Ήταν λογιστής σε ασφαλιστική, λίγο πιο βαρετή δουλειά από εκείνη του Κάφκα. Παντρεύτηκε μια κοπέλα απ’ το τμήμα προσωπικού. Έκαναν κι ένα παιδί. Όσο πιο γρήγορα μπορούσε η Τατιάνα τον εγκατέλειψε -πήρε μαζί και το παιδί.
“Ζούμε πολύ βαρετά”, του ‘χε πει την τελευταία φορά που μιλήσανε.
“Τι θες;”
“Θέλω να βγούμε έξω, να ταξιδέψουμε, να γνωρίσουμε ανθρώπους, τόπους, να…”
Και συνέχισε να του λέει. Τον έπιασε ίλιγγος. Εκείνος δεν ήταν περιπετειώδης τύπος ούτε ιδιαίτερα κοινωνικός. Όσο για ταξίδια, του αρκούσε να πηγαίνει στα Καμμένα Βούρλα τον Αύγουστο. Κάθε Αύγουστο.
“Δεν είναι ζωή αυτή που ζούμε”, του είχε πει η Τατιάνα.
“Εμένα έτσι μ’ αρέσει.”
Τον παράτησε, παραιτήθηκε κι απ’ τη δουλειά της. Έγινε κτηματομεσίτρια, παντρεύτηκε έναν πλαστικό χειρουργό νεώτερο από κείνη. Τον επόμενο Αύγουστο έστειλε στον Σάσα καρτ ποστάλ κανονική, από εκείνες με το γραμματόσημο. Ήταν από τις Μαλδίβες. Πίσω έγραφε: “Εμένα έτσι μ’ αρέσει.”
~~
“Δεν καταλαβαίνω”, του είπε ο υπάλληλος της Lacuna. “Θέλετε να διαγράψουμε όσα σας αρέσουν;”
“Ναι, γιατί δεν μ’ εξιτάρουν πια.”
Από παιδί ακόμα, αλλά ιδιαίτερα όταν ενηλικιώθηκε ο Σάσα περνούσε όλο τον ελεύθερο χρόνο του κάνοντας αυτό ακριβώς που του άρεσε: Έβλεπε ταινίες στο σπίτι, άκουγε μουσική (στο σπίτι), διάβαζε (παντού).
Στην αρχή επέλεγε τυχαία. Μετά είχε βρει την αλυσιδωτή αντίδραση. Κάθε ταινία, τραγούδι, βιβλίο, τον οδηγούσε σε άλλα δυο ή τρία, κι εκείνα σε τέσσερα ή εννιά, κι ούτω καθεξής.
Αργότερα, όταν τον εγκατάλειψε κι η Τατιάνα, το έκανε πιο συστηματικά. Έπιανε έναν σκηνοθέτη-συγγραφέα-μουσικό και έβλεπε όλες τις ταινίες που είχε κάνει, διάβαζε όλα τα βιβλία, άκουγε όλους τους δίσκους.
Του πήρε δέκα χρόνια συστηματικής έρευνας για να τ’ ακούσει-δει-διαβάσει όλα.
~~
“Κατανοητό, αλλά διαρκώς βγαίνουν νέες ταινίες.”
“Το ξέρω και δεν είμαι από εκείνους τους γκρινιάρηδες γέρους που πιστεύουν ότι το γρασίδι ήταν πιο πράσινο στις μέρες τους.”
Ήταν θέμα στατιστικής. Κάθε χρόνο εκδίδονται ένα εκατομμύριο βιβλία. Απ’ αυτά τα χίλια είναι εξαιρετικά. Αλλά μόνο ένα, άντε δύο, είναι ορόσημα. Τα τελευταία εκατό χρόνια είχαν κυκλοφορήσει εκατό βιβλία ορόσημα. Ο Σάσα τα είχε διαβάσει. Τον επόμενο χρόνο θα κυκλοφορούσε μόνο ένα. Το χειρότερο είναι ότι κανείς δεν ήξερε ποιο θα ήταν. Ο χρόνος είναι ο μόνος αξιόπιστος κριτικός.
~~
“Αρχίζω να καταλαβαίνετε τι θέλετε να ζήσετε.”
“Αγαπητέ μου”, έκανε ο Σάσα, “θέλω να δω τον Μάρλον Μπράντο, στο Λεωφορείο του Καζάν, για πρώτη φορά.”
Ήθελε ν’ ακούσει για πρώτη φορά τη φωνή της Μπίλι Χόλιντει. Να δει τον Νευρικό Εραστή και να γελάσει με το εφεύρημα του Γούντι Άλεν, όπου οι πρωταγωνιστές άλλα λένε κι άλλα σκέφτονται στους υπότιτλους.
Ήθελε να διαβάσει για πρώτη φορά τον Ζορμπά του Καζαντζάκη και να δει για πρώτη φορά Ταρκόφσκι. Ν’ ακούσει Μότσαρτ και Στραβίνσκι, ν’ ακούσει την Ενάτη του Μπετόβεν σαν να ζούσε στον 19ο αιώνα.
Να δει τους Συνήθεις Ύποπτους του Σίνγκερ χωρίς να ξέρει την ανατροπή. Να διαβάσει για πρώτη φορά την Ιθάκη του Καβάφη. Ν’ ακούσει την κιθάρα του Χέντριξ στο Γούντστοκ. Να δει το Ιπτάμενο Τσίρκο των Μόντι Πάιθονς. Να τα δει, να τα ακούσει, να τα διαβάσει όλα για πρώτη φορά.
~~~
“Και πιστεύετε ότι θα σας αρέσουν;” του είπε ο υπάλληλος.
Αυτή ήταν μια πολύ σημαντική ερώτηση. Θα μπορούσε να δει το βαθύ Stalker του Ταρκόφσκι; Πώς θα του ακουγόταν η άτεχνη μουσική των Sex Pistols;
“Αυτό είναι όλο το θέμα”, του είπε ο Σάσα. “Θέλω κάτι να με ξαφνιάσει. Ακόμα και αρνητικά. Έστω κι αν νιώσω απέχθεια, αρκεί να νιώσω κάτι. Τώρα δεν νιώθω τίποτα, όλα είναι επίπεδα και βαρετά. Τα ξέρω όλα.”
Ο υπάλληλος το σκέφτηκε λιγάκι. Ήταν πολύ σημαντικό για τη Lacuna να μην έχουν δυσαρεστημένους πελάτες. Η αφαίρεση αναμνήσεων ήταν σαν πλαστική εγχείριση. Μπορεί να μην σου άρεσε το αποτέλεσμα.
Έπρεπε να βρίσκει τρόπους για να κρατάει τους πελάτες ευχαριστημένους και να τους παίρνει τα λεφτά τους. Keep the customer satisfied.
“Ακούστε”, του είπε, “σκέφτηκα κάτι.”
Του πρότεινε το εξής: Θα ξεκινούσαν με τη διαγραφή των κινηματογραφικών αναμνήσεων. Αυτή ήταν η πιο απλή επέμβαση, γιατί οι μουσικές αναμνήσεις αποθηκεύονται σε πολλά κέντρα, ενώ οι λογοτεχνικές συχνά ανακατεύονται με τις πραγματικές αναμνήσεις.
Θα έσβηναν πρώτα τις ταινίες. Μετά, αν ο Σάσα ήταν εντάξει, θα συνέχιζαν και με τη μουσική.
Του άρεσε η ιδέα, έβγαινε και πιο οικονομικά. Έκλεισαν ραντεβού για την επόμενη Παρασκευή. Για να πετύχει η επέμβαση ο Σάσα θα έπρεπε να ξεφορτωθεί απ’ το σπίτι του οτιδήποτε σχετικό με τις ταινίες που είχε δει.
Και είχε δει πολλές.
~~~{}~~~
Στους τοίχους είχε αφίσες. Το Κόκκινο απ’ την τριλογία του Κισλόφσκι, τον Ντελάρτζ απ’ το Κουρδιστό Πορτοκάλι, τον Μπάστερ Κίτον πίσω απ’ τα κάγκελα, το πρόσωπο του Μάνου Κατράκη απ’ τα Κύθηρα του Αγγελόπουλου.
Τις μάζεψε όλες και τις ανέβασε στο πατάρι. Είχε μερικές χιλιάδες DVD. Κι αυτά πήγαν στο πατάρι. Έπειτα διάφορα αναμνηστικά. Εισιτήρια πρώτης προβολής, η κορνίζα με το αυτόγραφο του Αλ Πατσίνο (For Sasha with love). Τα ρούχα που είχε φορέσει για τη μεταμεσονύχτια του Ρόκι Χόρορ Σόου.
Τα έβαλε όλα εκεί πάνω και πήγε να βρει τον Αντρέι. Είχε ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα να λύσει.
~~
Ο Αντρέι ήταν ο παλιότερος του φίλος, ίσως κι ο μοναδικός. Ήταν ιδιοκτήτης ενός καταστήματος με DVD, από τότε που υπήρχαν βιντεοκασέτες. Είχε σίγουρα την πιο ολοκληρωμένη συλλογή, που πλέον αράχνιαζε στα ράφια. Ελάχιστοι γραφικοί τύποι, σαν τον Σάσα, νοίκιαζαν πλέον ταινίες. Όλοι τις κατέβαζαν.
Το SixSpot, το μαγαζί του Αντρέι, λειτουργούσε πλέον ως ίντερνετ καφέ, video-party και κατάστημα με είδη δώρων.
Ο Σάσα βρήκε τον φίλο του να προσπαθεί να τιθασέψει κάτι παιδιά που έκαναν GTA πάρτι γενεθλίων. Τα άσπρα μαλλιά του Αντρέι, άσπρα φρύδια και γένια, ξεχώριζαν ανάμεσα στα κοντοκουρεμένα των παιδιών. Δεν ήταν γέρος, όχι τόσο γέρος, ήταν αλμπίνος.
“Αυτό ήταν, παραιτούμαι”, είπε σαν είδε τον Σάσα.
“Δεν μπορείς να παραιτηθείς απ’ την επιχείρηση σου.”
“Επιχείρηση το λες αυτό; Παιδότοπος έχουμε γίνει.”
Έβαλε δυο κούπες καφέ κι έκατσαν έξω να καπνίσουνε. Ο Σάσα του είπε τι θα έκανε την Παρασκευή.
“Αυτό είναι τραγωδία, είναι γενοκτονία”, του είπε ο Αντρέι. “Η μνήμη σου είναι θησαυρός, δεν μπορείς να την αφανίσεις.”
“Δεν με εξυπηρετεί πλέον. Οπότε είναι άχρηστη.”
“Πώς μπορείς να το λες αυτό;”
Ο Αντρέι προσπάθησε για λίγο να τον μεταπείσει, αλλά κατάλαβε ότι ο φίλος του ήταν αποφασισμένος.
“Και τι θες από μένα;”
~~
Όταν ανέβασε όλες τις ταινίες του στο πατάρι ο Σάσα κατάλαβε ότι εφόσον θα ξεχνούσε τα πάντα για το σινεμά δεν θα ήξερε τι να δει. Πώς θα το έκανε; Αν ξεκινούσε να βλέπει στην τύχη θα πετύχαινε και κάποιες δεύτερες. Θα ήταν κρίμα να δει την Αλίκη του Τιμ Μπάρτον, αντί για τον Ψαλιδοχέρη. Για να μπορέσει να δει τις σωστές ταινίες θα έπρεπε να έχει γνώση της ιστορίας του κινηματογράφου. Κι αυτή θα χανόταν στη διαγραφή.
“Όπως το σκέφτομαι”, του είπε ο Αντρέι, “υπάρχουν τρεις τρόποι να το κάνεις. Πρώτος. Να ξεκινήσεις βλέποντας ταινίες κινουμένων σχεδίων.”
“Να το πάω εξελικτικά; Μετά εφηβικά, μετά τρόμου, μετά Γκοντάρ; Δεν μ’ αρέσει.”
“Συμφωνώ. Άλλος τρόπος. Να ξεκινήσεις απ’ την κορυφή. Οι εκατό καλύτερες ταινίες όλων των εποχών.”
“Ποιος θα το αποφασίσει;”
“Μπορείς να δεις το imdb.”
“Εκεί έχουν πρώτο το Τελευταία Έξοδος, Ρίτα Χέηγουορθ”, είπε ο Σάσα, “τι χάλια τίτλος.”
“Ναι, πράγματι. Αλλά αν βασιστείς στους κριτικούς θα χάσεις καλτ, όπως το Ζουν Ανάμεσα Μας, του Κάρπεντερ.”
“Μήπως να βλέπω αυτές που κέρδισαν Όσκαρ καλύτερης ταινίας;”
Γελάσανε ταυτόχρονα. Ήταν ένα αστείο που μόνο οι σινεφίλ θα καταλάβαιναν.
“Το βρήκα”, του είπε μετά ο Αντρέι. “Δεν θα το πας εξελικτικά σύμφωνα με την ηλικία.”
“Αλλά;”
Τα μάτια του Αντρέι γυάλισαν πριν μιλήσει.
“Σύμφωνα με την εξέλιξη του κινηματογράφου.”
~~
Η ιδέα του ήταν πολύ απλή. Να ξεκινήσει απ’ την πρώτη ταινία που έγινε, το τρένο των αδελφών Λυμιέρ, 1878. Μετά να επιλέξει μια ταινία για κάθε χρονιά. Σίγουρα θα υπήρχαν κάποιες χρονιές που η επιλογή θα ήταν δύσκολη. To 1979 βγήκε το Αποκάλυψη-Τώρα, το Άλιεν, το All that jazz, το Κράμερ εναντίον Κράμερ, το Μανχάταν, το Mad Max, το Life of Brian. Πώς να διαλέξεις;
Έστω ότι θα μπορούσε από κάποιες χρονιές να επιλέγει δύο ή τρεις ταινίες. Ακόμα κι έτσι θα συγκέντρωνε 200 ταινίες. Μπορούσε και 300 αν ήθελε. Σ’ έναν χρόνο, βλέποντας μια ταινία την ημέρα θα έβλεπε όλη την εξέλιξη του κινηματογράφου, απ’ τον Σέσιλ ΝτεΜιλ και τον Τσάπλιν, ως τον Κουροσάβα, τον Ταραντίνο και τον Σπάικ Τζονζ.
Θα έβλεπε τα πρώτα οπτικά εφέ του Μελιέ, στην ταινία του 1902 Ταξίδι στη Σελήνη, και θα κατέληγε στις ταινίες της Μάρβελ όπου το 90% είναι γυρισμένο σε blue screen.
Θα έβλεπε τους ηθοποιούς του βωβού, με τις γκριμάτσες και τις στερεότυπες κινήσεις, μετά τους θεατρικούς, μετά εκείνους που έβγαλε το Άκτορ Στούντιο.
Θα έβλεπε πώς εξελίχτηκαν οι ζεν πρεμιέ, απ’ τον Ροντόλφο Βαλεντίνο ως τον Τζέιμς Ντιν και μέχρι τον Χοακίν Φίνιξ.
Πώς είχε εξελιχτεί η σκηνοθεσία, το σενάριο, η φωτογραφία, η μουσική, οι τοποθεσίες, ο ίδιος ο κόσμος.
Ο Αντρέι είχε ενθουσιαστεί με την ιδέα του.
“Θα είναι ένας αξέχαστος χρόνος”, του είπε. “Νομίζω ότι μετά από κάτι τέτοιο θα πέθαινα ευτυχισμένος.”
Ο Σάσα δεν συμμεριζόταν τον ενθουσιασμό του.
“Ωραίο, αλλά υπερβολικά τακτοποιημένο. Εγώ θέλω κάτι πιο χαοτικό. Και νομίζω ότι ξέρω τι θα κάνω.”
~~
Σηκώθηκε κι έφυγε χωρίς να χαιρετήσει. Τα συνήθιζε κάτι τέτοια κι ο Αντρέι τον ήξερε πολύ καλά για τον παρεξηγήσει. Άλλωστε το μυαλό του είχε κολλήσει αλλού.
Η ιδέα του, να παρακολουθήσει τον κινηματογράφο από τη γέννηση του ως το παρόν, χωρίς να ξέρει τίποτα για την εξέλιξη, του άρεσε υπερβολικά. Χωρίς να το καταλάβει είχε ήδη να επιλέγει ταινίες ανά χρονιά.
“1920. Μητρόπολη του Λάνγκ, Θωρηκτό Ποτέμκιν του Άιζενστάιν, Ο Στρατηγός του Κίτον ή τον Χρυσοθήρα του Τσάπλιν; Σκατά! Μάλλον Μητρόπολη και Ποτέμκιν. Του Τσάπλιν θα έβλεπε της επόμενης χρονιάς, το Χαμίνι.”
Ο Αντρέι δεν μπόρεσε να κοιμηθεί το βράδυ. Την επόμενη μέρα πήγε στην Lacuna κι είπε πως ήθελε να σβήσει κάθε ανάμνηση σχετική.
“Κι εσείς;” είπε ο υπάλληλος. “Μα τι έχετε πάθει όλοι με τον κινηματογράφο;”
~~{}~~
Ο Σάσα αποφάσισε να το οργανώσει αλλιώς, πιο παιχνιδιάρικα. Κατέβασε όλα τα DVD απ’ το πατάρι. Έφτιαξε καφέ κι έκανε ένα πρωτάθλημα ταινιών.
Έβαζε δυο ταινίες αντιμέτωπες, ανεξαρτήτως χρονιάς, τυχαία. Τα Μαθήματα Αμερικανικής Ιστορίας και το Άρχοντας των Μυγών. Ποιο κέρδιζε; Ποιο προτιμούσε να δει; Διάλεξε τον Έντουαρντ Νόρτον ως νεοναζί. Το άφησε στην άκρη.
Επόμενος αγώνας: Μπάρφλαϊ εναντίον Καζαμπλάνκα.
Είχε υιοθετήσει ένα μέρος απ’ την πρόταση του Αντρέι. Θα έβλεπε μια ταινία την ημέρα, για έναν χρόνο, 365 ταινίες. Θα σημείωνε σκηνοθέτη, σεναριογράφο, ηθοποιούς, σ’ ένα δικό του μπλοκάκι, όπου θα έγραφε και τα σχόλια του, χωρίς να ψάξει στο διαδίκτυο. Και θα περίμενε την επόμενη μέρα.
Το πρόβλημα ήταν ότι είχε στη συλλογή του πάνω από 2.000 ταινίες. Για να τελειώσει το πρωτάθλημα θα χρειάζονταν πολλοί αγώνες. Επιπλέον υπήρχαν κάποιες ταινίες που έχαναν, γιατί είχαν συναντήσει πολύ ισχυρό αντίπαλο, αλλά τις αγαπούσε. Τις έβαζε σε μια τρίτη στήλη, για τους επαναληπτικούς.
Την πρώτη μέρα του πρωταθλήματος έμειναν 1045 ταινίες (+212 για επαναληπτικούς). Τη δεύτερη μέρα 612 (+53 για επαναληπτικούς). Την τρίτη μέρα είχαν προκριθεί 366 (δεν μπορούσε ν’ αφήσει απέξω τη Νύχτα των Ζωντανών Νεκρών του Ρομέρο, παρότι είχε χάσει σε όλες τις αναμετρήσεις).
Είχε ένα μικρό θέμα με τις τριλογίες, όπως τα Χρώματα του Κισλόφσκι που τόσο αγαπούσε ή την σειρά ταινιών του Star Wars. Δεν ήθελε όμως να βλέπει πολλές ίδιες ταινίες στη σειρά.
Κράτησε το πρώτο Star Wars και το Κόκκινο του Κισλόφκσι. Όπως και τον πρώτο Νονό.
Μόνο μια μικρή υποχώρηση έκανε. Δεν άντεχε να σπάσει τον Άρχοντα των Δακτυλιδιών. Απ’ αυτό θα έβλεπε τη τριλογία.
~~
Το άλλο θέμα ήταν με ποια σειρά θα τις έβλεπε. Δεν του άρεσε ο ιδεοψυχαναγκαστικός τρόπος του Αντρέι. Αυτός ήθελε να ξαφνιαστεί, γιατί θα έβλεπε τη μια μέρα τον Κλέφτη Ποδηλάτων του Ντε Σίκα και την επομένη το Train to Busan του Sang-ho Yeon.
Το Χάος είναι καλός οδηγός. Γύρισε τις ταινίες ανάποδα, να μη βλέπει τίτλους. Τις ανακάτεψε όπως τις τράπουλες ο Πολ Νιούμαν στο Κεντρί. Τις έβαλε σε στήλες δίπλα στο DVDplayer. Κάθε μέρα θα έβλεπε αυτή που θα ήταν πάνω, χωρίς να φαίνεται ο τίτλος της επόμενης.
Έτσι ήταν έτοιμος. Σχεδόν έτοιμος. Χρειαζόταν κάτι ακόμα.
~~
Πήγε κι αγόρασε μια τηλεόραση τελευταίας τεχνολογίας, μεγάλη σαν οθόνη σινεμά, με όλα τα ηχεία, μπρος, πίσω, δεξιά, αριστερά, κι η πολυθρόνα στη μέση.
Έπρεπε να κάνει έλεγχο στο σύστημα, παρακολουθώντας μια ταινία, μια τελευταία ταινία. Τι να έβλεπε; Δεν ήθελε να πάρει απ’ τις 366. Τις υπόλοιπες τις είχε ανεβάσει στο πατάρι. Αποφάσισε να πεταχτεί στο SixSpot, και ν’ αποφασίσει ο Αντρέι. Δεν ήταν εκεί.
“Είναι άρρωστος”, του είπε ο Νικολάι, ο υπάλληλος.
“Τι έχει;”
Ο Νικολάι στράβωσε τα μούτρα του.
“Δεν μπορώ να σας πω.”
“Είναι ο καλύτερος μου φίλος!”
“Δεν ξέρω να σας πω. Έχει εξαφανιστεί.”
“Θα πάω σπίτι του να τον βρω”, είπε ο Σάσα και βγήκε έξω φουριόζος.
Αφού περπάτησε λιγάκι κατάλαβε ότι δεν ήξερε πού έμενε ο “καλύτερός του φίλος”. Δεν είχε πάει ποτέ στο σπίτι του.
Άλλαξε κατεύθυνση έπρεπε να δοκιμάσει το σύστημα. Αποφάσισε να πάρει μια τυχαία, κάτι που θα έβρισκε στο περίπτερο. Το μόνο που βρήκε ήταν τσόντες.
Έκανε έλεγχο στο home cinema με το Καυτές Ρωσίδες. Όλη η γειτονιά άκουσε τους προσποιητούς οργασμούς.
Το χάος τον είχε δικαιώσει. Η τελευταία ταινία που έβλεπε έχοντας επίγνωση ήταν η χειρότερη που μπορούσε να δει. Αλλά δεν έχασε την ευκαιρία ν’ αυνανιστεί.
~~
Το επόμενο απόγευμα βρέθηκε στη Lacuna Inc.
“Θα πονέσει;” ρώτησε καθώς του έβαζαν τα ηλεκτρόδια.
“Κάποιοι παραπονιούνται για φαγούρα. Υπογράψτε αυτό, παρακαλώ.”
Του έδωσε το τάμπλετ.
“Τι υπογράφω;”
“Τα γνωστά. Αποδέχομαι τους όρους χρήσης κλπ.”
“Απορώ γιατί τα βάζουν, αφού κανείς δεν τα διαβάζει”, είπε ο Σάσα.
“Πράγματι. Κοιτάξτε εδώ, τον φακό μου.”
Αυτό που είχε υπογράψει ήταν η αποποίηση κάθε ευθύνης για την Lacuna Inc. Σπάνια συνέβαιναν ατυχήματα. Και μόνο ένα δυστύχημα. Ένας νεκρός στις εκατό χιλιάδες διαγραφές. Πιο πολλοί σκοτώνονται στο μπάνιο.
Το έγγραφο αποδοχής ήταν κυρίως νομική κάλυψη για την περίπτωση που ο πελάτης δεν έμενε ικανοποιημένος. Επιστροφή χρημάτων δεν γινόταν. Αν κάτι πήγαινε στραβά έφταιγε ο πελάτης, η τύχη, ο Θεός. Ποτέ η εταιρεία.
Του διάβασε μερικές λέξεις, άσχετες μεταξύ τους: Άλογο πατισερί νάνος μπαμπού ευδαιμονία. Αυτές θα ήταν οι λέξεις κλειδί. Μόλις τις άκουγε θα έπεφτε σε νάρκωση. Μόλις τις ξανάκουγε θα ξυπνούσε.
“Είστε έτοιμος;”
“Ναι.”
“Θέλετε να ρωτήσετε κάτι τελευταίο πριν ξεκινήσουμε;”
“Ναι. Ποια είναι η αγαπημένη σου ταινία;”, του είπε ο Σάσα.
“Νομίζω ότι μπορείτε να μαντέψετε.”
“Η αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού;”
“Ακριβώς. Είναι βασισμένο σε αληθινή ιστορία, ξέρετε. Εγώ ήμουν ένας απ’ τους δύο τεχνικούς διαγραφής.”
“Αυτός που έπινε μπύρες;”
“Υπερβολές του σινεμά. Λοιπόν, είστε έτοιμος;”
“Έτοιμος για όλα.”
“Ωραία. Ακούστε. Άλογο πατισερί νάνος μπαμπού ευδαιμονία.”
Στο τελευταίο φωνήεν ο Σάσα λιποθύμησε.
“Το σινεμά είναι η πιο όμορφη απάτη του κόσμου.”
Ζαν-Λυκ Γκοντάρ
“Ο κινηματογράφος είναι η πιο σημαντική απ’ όλες τις τέχνες για εμάς.”
Λένιν
Αντρέι Ταρκόφσκι
~~~~~~~~~~~~~~~~~
Όταν ξανάνοιξε τα μάτια, χωρίς να μεσολαβήσει τίποτα, είδε ότι το φως στο παράθυρο είχε αλλάξει.
“Είστε καλά”, τον ρώτησε ο υπάλληλος.
“Νιώθω μια χαρά. Πόση ώρα πέρασε;”
“Πέντε ώρες. Μερικές ερωτήσεις ασφάλειας.”
Τον ρώτησε πώς τον λένε, πώς έλεγαν το πρώτο του κατοικίδιο, τι μάρκα ήταν το πρώτο αυτοκίνητο, που γνώρισε την πρώην σύζυγο, ποιο είναι το φαγητό που απεχθάνεται, ποιο είναι το αγαπημένο του χρώμα.
Σε όλα απάντησε το ίδιο με πριν, εκτός απ’ το χρώμα. Πριν είχε πει το κόκκινο, μετά είπε το γκρι. Το σημείωσε.
“Κύριε Σάσα, πριν ξεκινήσει η διαδικασία με είχατε ρωτήσει κάτι. Θυμάστε τι ήταν;”
“Ναι, ποια είναι η αγαπημένη σου ταινία.”
“Και τι απάντησα;”
“Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι; Όχι αυτό είναι βιβλίο του Κούντερα. Η σημασία του να είσαι σοβαρός; Όχι αυτό είναι θεατρικό του Ουάιλντ. Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band.”
“Beatles.”
“Δεν θυμάμαι.”
” Ποιος είναι ο αγαπημένος σας ηθοποιός;”
“Διαμαντόπουλος.”
“Πότε τον είδατε τελευταία φορά;”
“Έπαιζε το Περιμένοντας το Γκοντό. Στο θέατρο Κολοσσαίο.”
“Τον θυμάστε σε κάποια ταινία;”
“Όχι.”
“Ακούστε αυτή τη μουσική.”
Μετά από λίγο ο Σάσα είπε: “Ένιο Μορικόνε.”
“Από ποια ταινία είναι;”
“Είναι από ταινία;”
“Το όνομα Ντε Νίρο σας λέει κάτι;”
“Νομίζω ότι είναι ροκ συγκρότημα.”
“Ποιος είναι αυτός;”
Του έδειξε μια μινιμάλ σκιαγραφία του Σαρλώ. Ένα ορθογώνιο μουστάκι και το καπελάκι.
“Ο Χίτλερ με καπέλο;”
“Ποια νομίζετε ότι είναι η πιο σέξι γυναίκα;”
Απ’ το μυαλό του Σάσα πέρασε μια σκιά: Καυτές Ρωσίδες. Αλλά γρήγορα έσβησε.
“Δύσκολο να πω. Κάποιο μοντέλο. Η Ναόμι Κάμπελ;”
“Η φράση Horror… Horror… Από πού προέρχεται;”
“Εύκολο. Η Καρδιά του Σκότους, του Κόνραντ. Αγαπημένο μου βιβλίο.”
Είχε ξεχάσει και τον Μπράντο στο Αποκάλυψη, Τώρα.
“Τι χρώμα μαλλιά είχε ο Μεγάλος Γκάτσμπι;”
Εκεί ο Σάσα κόλλησε για λίγο.
“Το αναφέρει αυτό ο Φιτζέραλντ;”
“Σας λέει κάτι η φράση: Where’s the money, Lebowski;”
“Τίποτα.”
“Εντάξει, τελειώσαμε.”
Του έδωσε μια συσκευή επείγουσας κλήσης. Είχε μόνο ένα πλήκτρο. Αν αισθανόταν ότι κάτι πήγαινε λάθος θα αρκούσε να το πατήσει κι ο ψυχολογικός εκτιμητής της Lacuna θα πήγαινε να τον βοηθήσει.
“Αλλάζει και λάστιχο;”
“Γι’ αυτό καλύτερα να καλέσετε την οδική βοήθεια.”
~~
Ούτως ή άλλως δεν πήρε το αυτοκίνητο. Δεν αισθανόταν άνετα για να οδηγήσει. Προτίμησε να περπατήσει. Ένιωθε κάπως άδειος, κάπως παραβιασμένος. Σαν να είχε μπει κάποιος μέσα στο σπίτι του, και να τα είχε κάνει όλα άνω κάτω.
Υπήρχε μια έλλειψη στον κόσμο, στην πραγματικότητα, στους ανθρώπους που προσπερνούσε, στους ήχους που άκουγε, στα φώτα. Όλα είχαν γίνει πιο αληθινά, πιο άσχημα, ένιωθε ότι είχε χαθεί ένα κομμάτι ποίησης κι ομορφιάς.
Ο Σάσα είχε ασχοληθεί με όλες τις τέχνες, εκτός απ’ τον χορό, γιατί είχε δύο αριστερά πόδια. Ήξερε κι από φωτογραφία. Ποτέ δεν τραβούσε ο ίδιος, αλλά είχε μελετήσει τους μεγάλους φωτογράφους.
Καθώς γυρνούσε σπίτι μετά την διαγραφή του σινεμά έβλεπε διαρκώς “θέματα”, κατάλληλες εικόνες για φωτογράφηση. Αλλά ήταν ακίνητες φωτογραφίες.
Ήξερε κι από ζωγραφική. Παρατηρούσε τις αποχρώσεις του πράσινου στα φυλλώματα των δέντρων, το γαλάζιο του ουρανού και σκεφτόταν, μπλε του κοβαλτίου, πράσινο του βιριδίου.
Βεβαίως και ήξερε από μουσική, όπως και λογοτεχνία. Καθετί που άκουγε του θύμιζε τραγούδι ή μυθιστόρημα.
Αλλά πάλι, ενώ ήξερε τόσα για τις τέχνες, πάλι κάτι έλειπε απ’ τον κόσμο, μάλλον απ’ τον τρόπο που αντιλαμβανόταν τον κόσμο.
Η διαγραφή ήταν στοχευμένη. Θυμόταν τι ήταν ο κινηματογράφος, μπορούσε να το ορίσει και επιστημονικά: Μια διαδοχή φωτογραφιών, -είκοσι τέσσερις το δευτερόλεπτο- που ο εγκέφαλος την αντιλαμβάνεται ως συνεχές.
Τι αστεία παραίσθηση! Βλέπεις ακίνητες εικόνες στη σειρά και νομίζεις ότι υπάρχει κίνηση. Όπως στο σχολείο, που ζωγράφιζε στο κάτω μέρος του βιβλίου ένα ανθρωπάκι να τρέχει. Όταν γυρνούσες τις σελίδες γρήγορα έμοιαζε να κινείται. Αυτό ήταν ο κινηματογράφος;
Συνέχισε να περπατάει και να σκέφτεται. Το θέατρο ήταν ακόμα στο κεφάλι του. Αλλά μόνο όσες παραστάσεις είχε παρακολουθήσει ζωντανά -ή είχε ακούσει στο ραδιόφωνο. Θυμόταν τις Τρωάδες του Ευριπίδη, γιατί το είχε δει στην Επίδαυρο. Δεν είχε καμιά ανάμνηση από την Κάθριν Χέπμπορν ως Εκάβη, στην ταινία του Κακογιάννη.
Θυμόταν τη Λάμψη του Στήβεν Κινγκ, ένα απ’ τα τρομαχτικότερα βιβλία που είχε διαβάσει, αλλά δεν του έλεγε τίποτα το όνομα Στάνλεϊ Κιούμπρικ.
~~
Έφτασε σπίτι κουβαλώντας αυτό το απροσδιόριστο κενό. Τι είχε χάσει διαγράφοντας τον κινηματογράφο απ’ τη μνήμη του; Δεν ήταν τίποτα άλλο από μια αστεία παραίσθηση.
Έκανε ένα ντους. Αν είχε κινηματογραφική μνήμη θα θυμόταν τις άπειρες σκηνές όπου η πρωταγωνίστρια κάνει ντους μετά από μια σεξουαλική επίθεση.
Έβαλε καλά ρούχα, δεν ήθελε να δει την πρώτη ταινία με τις πιτζάμες. Ετοίμασε τον χώρο. Νερό, κρασί και τασάκι. Λίγα σταφύλια και τυρί για να έχει να τσιμπήσει. Δεν ήξερε ότι μόλις ξεκινούσε η ταινία δεν θα μπορούσε να κουνηθεί.
Κατούρησε, έκλεισε το κινητό, έβγαλε το σταθερό απ’ την πρίζα. Ήταν έτοιμος. Έβαλε το πρώτο DVD, χωρίς να κοιτάξει τον τίτλο, κι έκατσε την πολυθρόνα του. Πάτησε play και είπε: “Για να δούμε, τι είναι αυτός ο κινηματογράφος.”
~~
Πρώτα η γραφιστική εικόνα ενός δέντρου, σε μαύρο φόντο.
Μετά τύμπανα.
HARRISON FORD με άσπρα γράμματα σε μαύρο φόντο.
BLADE RUNNER με κόκκινα γράμματα σε μαύρο φόντο.
“Ωραίο είναι”, σκέφτηκε ο Σάσα. “Σαν ποπ αρτ.”
Νόμιζε ότι έτσι θα ήταν όλη η ταινία.
Ακούγεται μινιμαλιστική μουσική, πιο μινιμάλ κι απ’ του Έρικ Σατί, αλλά ηλεκτρονική. Μια νότα που αιωρείται. Τα ονόματα αλλάζουν, η μουσική συνεχίζει. Rutger Hauer. Sean Young.
“Ωραίο”, σκέφτηκε ο Σάσα. “Αν και λίγο βαρετό. Ευτυχώς που έχει και μουσική.”
Ενώ ακόμα πέφτουν οι τίτλοι αρχής είδε το όνομα του συνθέτη, Vangelis. Τον ήξερε. Βαγγέλης Παπαθανασίου. Είχε τους δίσκους των Aphrodite’s Child. Το Rain and Tears ήταν ένα απ’ τα πρώτα σιγκλάκια που είχε πάρει.
Τελευταία οθόνη: Directed by Ridley Scott.
Για μια στιγμή σκέφτηκε ν’ ανάψει τσιγάρο. Είχε αρχίσει να βαριέται. Τότε έγινε μαύρη η οθόνη. Άρχισαν ν’ ανεβαίνουν γράμματα. Ήταν η επεξήγηση για όσα προηγούνται της ιστορίας.
“Πολύ απλό”, σκέφτηκε ο Σάσα.
Αν όλη η ταινία ήταν κάτι τέτοιο, σαν ένα μυθιστόρημα γραμμένο στην οθόνη, με γράμματα που ανεβαίνουν και χάνονται αφού τα διαβάσεις, θα ήταν κουραστικό, αυτό σκέφτηκε. Θα προτιμούσε να διαβάσει ένα βιβλίο του Φίλιπ Ντικ.
Άλλη ταμπέλα: Los Angeles, November, 2019
“Η μουσική είναι ωραία”, σκέφτηκε ο Σάσα.
Και μετά του κόπηκε η ανάσα.
Ένα εφιαλτικό αστικό τοπίο.
Η Κόλαση! Νυχτερινό. Φωτιές, κεραυνοί.
Ένα ιπτάμενο όχημα.
Η μουσική πιο υποβλητική.
Ένα γαλάζιο μάτι αντικατοπτρίζει την Κόλαση.
Ένας πύργος γιγάντιος.
Πάλι το μάτι.
Πλησιάζουμε στον Πύργο.
Ένας άνθρωπος που καπνίζει με γυρισμένη την πλάτη.
Ανεμιστήρας αποικιακός.
Ο Σάσα δεν σκεφτόταν τίποτα. Είχε χαθεί εκεί μέσα. Μετά, όταν τέλειωσε η ταινία, σκέφτηκε ότι μόνο αυτό να ήταν ο κινηματογράφος, η αρχική σκηνή με τους τίτλους, θα είχε μαγευτεί. Αλλά δεν θα είχε πάθει αυτό που έπαθε.
Ακούγεται μια φωνή, μια γυναικεία φωνή, από κάπου.
“Next subject, Kowalski Leon”
Μια σκηνή ανάκρισης. Αλλά δεν είναι σαν θεατρικό. Τη μια στιγμή φαίνεται μόνο ο ένας ηθοποιός, την άλλη μόνο ο άλλος, από πιο κοντά, από πιο μακριά, εστιάζει σε κάποια παράξενα αντικείμενα, λες και βρίσκεσαι μέσα στο δωμάτιο.
Ακούγεται γρήγορος χτύπος καρδιάς. Οι διάλογοι είναι κοφτοί, σχεδόν αληθινοί, δεν μοιάζουν με θέατρο.
Και το χρώμα. Όλα είναι μπλε.
“Η μητέρα μου; Θα σου πω για τη μητέρα μου.”
Ο τύπος με το μουστάκι πυροβολάει.
Ο χρόνος αλλάζει.
Όλα κινούνται αργά.
Αδρεναλίνη.
Ο Σάσα δεν ανέπνεε.
Η Μεγαλούπολη, στο μέλλον.
Αυτοκίνητα πετάνε, αλλά οι φτωχοί είναι φτωχοί, ως συνήθως.
Το πρόσωπο ενός άντρα, του Ντεκάρτ (σκέφτομαι άρα υπάρχω).
Ο ήρωας της ταινίας τρώει νουντλς.
Αρρενωπός, αλλά όχι μάτσο.
~~
Όταν τέλειωσε η ταινία -και οι τίτλοι τέλους, έκλεισε την τηλεόραση κι έμεινε να κοιτάζει τον εαυτό του στη μαύρη οθόνη. Κι άρχισε να κλαίει, από ευγνωμοσύνη.
~~~{}~~~
Την επομένη δεν δούλευε, ήταν Σάββατο. Αντιστάθηκε στην παρόρμηση να βάλει πρωί την επόμενη ταινία. Ήθελε να σκεφτεί τι είχε δει -και να το συζητήσει με κάποιον. Πήγε στο SixSpot. Ο Αντρέι έλειπε πάλι.
“Έχεις δει το Blade Runner;” ρώτησε τον υπάλληλο.
“Το καινούριο;”
Έφυγε χωρίς ν’ ακούσει τίποτα άλλο. Έπρεπε να προστατεύσει το μυαλό του από παρεμβολές. Έκανε μια βόλτα στην πόλη. Έφαγε νουντλς. Ό,τι έβλεπε του θύμιζε την ταινία. Αγόρασε παλιομοδίτικα ρούχα σαν του Ντεκάρτ. Πήγε να πιει ένα ουίσκι. Κατάφερε ν’ αντέξει ως τις έξι.
Μετά γύρισε σπίτι τρέχοντας. Έκλεισε τα παντζούρια για να έχει απόλυτο σκοτάδι. Κι άνοιξε το home cinema. Είχε αγωνία να δει τη δεύτερη ταινία της καινούριας του ζωής.
Θα μπορούσε να του τύχει κάτι πιο συμβατικό, πιο θεατρικό, όπως οι Δώδεκα Ένορκοι του Λιούμετ ή ο Άμλετ του Λόρενς Ολίβιε. Ο εγκέφαλος του θα κατανοούσε πιο εύκολα κάτι τέτοιο. Όμως τις είχε ανακατέψει κι έπαιρνε τυχαία.
Έβαλε τη δεύτερη ταινία. Μουσική Τάδε έφη Ζαρατούστρα. Διάστημα.
Ήταν πάλι επιστημονικής φαντασίας, αν μπορείς να κατατάξεις τόσο απλοϊκά το 2001: Οδύσσεια του Διαστήματος.
Το Blade Runner του είχε φέρει δάκρυα ευγνωμοσύνης. Ο Κιούμπρικ τον έκανε να τρελαθεί. Τι σήμαιναν όλ’ αυτά; Οι πίθηκοι, οι μονόλιθοι. Και η τελευταία σκηνή; Ήταν φιλοσοφικός στοχασμός; Ήταν σουρεαλισμός; Ήταν συμβολικό; Τι σκατά ήταν;
Ευτυχώς δεν είχε δει ταινία του Ντέιβιντ Λιντς.
~~~~
Αυτή τη φορά έκλεισε την τηλεόραση και φόρεσε τα παπούτσια του. Βγήκε έξω και περπατούσε για πολλή ώρα στη βροχή, χωρίς προφύλαξη. Μονολογούσε. Οι περαστικοί τον κοιτούσαν με φόβο, αλλά εκείνος δεν τους έβλεπε. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο, πέρα απ’ την Οδύσσεια του Διαστήματος. Κι έκλαιγε πάλι, αλλά τα δάκρυα του χάνονταν μέσα στη βροχή.
Έτσι περπατώντας και κλαίγοντας βρέθηκε χωρίς να το καταλάβει έξω απ’ το SixSpot. Ο Αντρέι έλειπε, αλλά ζήτησε την διεύθυνση του. Ήταν δυο στάσεις παρακάτω.
~~~
Χτύπησε το κουδούνι στο ρυθμό του Also sprach Zarathustra. Δεν περίμενε να τον βρει εκεί, αλλά μετά από λίγο ακούστηκε η φωνή του.
“Ποιος;” είπε ο Αντρέι.
“Σάσα. Πρέπει, πρέπει, πρέπει να μιλήσουμε.”
“Ανέβα. Τρίτος.”
Ο Αντρέι που του άνοιξε έμοιαζε με την πένθιμη εκδοχή του παλιού του εαυτού. Φαινόταν σαν να είχε να κάνει μπάνιο μια βδομάδα. Μαύροι κύκλοι, κόκκινα μάτια. Είχε καπνίσει τόσο πολύ που μύριζε σαν τασάκι.
“Έλα μέσα”, του είπε.
Το σπίτι ήταν σκοτεινό και παντού υπήρχαν σημάδια Διαγραφής. Στους τοίχους πιο φωτεινά ορθογώνια, εκεί όπου κρέμονταν αφίσες πριν. Κούτες σφραγισμένες και σκορπισμένες στις γωνίες -το σπίτι του δεν είχε πατάρι. Τίποτα σχετικό με το σινεμά, πουθενά.
“Το έκανες κι εσύ;” τον ρώτησε ο Σάσα.
“Πήγα πριν από σένα. Πήγα την Τετάρτη. Πλήρωσα κάτι παραπάνω για να με χώσουν νωρίτερα.”
“Ακολουθείς το σύστημα που είπες;”
“Προσπάθησα, αλλά δεν άντεξα.”
~~
Ο Αντρέι είχε ετοιμάσει τις ταινίες του για να τις δει χρονολογικά. Όμως το σύστημα του είχε ένα λάθος. Οι πρώτες ταινίες ήταν μικρές. Κι ενώ ήταν σπουδαίες για την εποχή τους, δεν μπορούσαν να εντυπωσιάσουν έναν άνθρωπο του 21ου αιώνα, ακόμα κι αν δεν είχε ξαναδεί κινηματογράφο. Δεν μπορούσαν να του “κάψουν” το μυαλό, όπως έπαθε ο Σάσα. Ήταν σαν να ξεκινούσε απ’ την ανακάλυψη του τροχού για να φτάσει κάποια στιγμή, σταδιακά, στο αυτοκίνητο. Ο Σάσα είχε ξεκινήσει οδηγώντας Λαμποργκίνι.
Ο Αντρέι δεν μπορούσε να αρκεστεί σε μια ταινία την ημέρα. Ήταν γοητευμένος, αλλά χρειαζόταν μεγαλύτερη δόση. Έτσι έβλεπε σινεμά όλη μέρα και κοιμόταν στον καναπέ. Όταν του χτύπησε το κουδούνι ο Σάσα είχε μόλις δει τη Γέννηση ενός Έθνους, του Γκρίφιθ, ταινία του 1915.
“Είναι σπουδαίο”, είπε στον Σάσα. “Τόσο υπέροχο. Κι αυτό το παράξενο που κάνουν;”
“Ποιο;”
“Που δεν μιλάνε. Μάλλον το κάνουν για να διαχωρίσουν την τέχνη απ’ το θέατρο.”
“Στις ταινίες που είδα εγώ μιλούσαν.”
“Όχι σε ταμπέλες; Κανονικά;”
“Κανονικά. Πιο κανονικά απ’ το θέατρο.”
“Χρώμα έχουν; Αυτές που είδα εγώ είναι όλες ασπρόμαυρες, σαν φωτογραφίες του Κουντέλκα.”
“Οι δικές μου είχαν, αλλά όχι ρεαλιστικό, με φίλτρα.”
Έκατσαν να κοιτιούνται σαν νήπια που προσπαθούν να κατανοήσουν τον κόσμο, αλλά οι λέξεις που είχαν μάθει δεν τους έφταναν.
“Είναι μαγικό”, είπε ο Αντρέι.
“Όχι, δεν είναι μαγικό. Είναι κάτι παραπάνω. Είναι θεϊκό.”
“Ανυπομονώ να φτάσω στην εποχή σου.”
Γύρισε σπίτι, αλλά δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Ήθελε τη δόση του. Για να μη βγει από το πρόγραμμα έβαλε και ξαναείδε το 2001.
~~
Το επόμενο βράδυ ήταν πιο τυχερός -και άτυχος. Έτυχε η Φωλιά του Κούκου και είχε διαβάσει το μυθιστόρημα του Κεν Κέισι. Ο Ρίντλεϊ Σκοτ είχε κρατήσει μόνο τη βασική ιδέα απ’ τη νουβέλα του Φίλιπ Ντικ. Ο Μίλος Φόρμαν είχε μεταφέρει το μυθιστόρημα του Κέισι με μεγαλύτερη ακρίβεια.
Ο Σάσα ήξερε τους ήρωες της ταινίας, ήξερε ότι ο Αρχηγός δεν ήταν κωφάλαλος, ήξερε ότι ο ΜακΜέρφυ θα έμενε φυτό μετά τη λοβοτομή.
Σ’ αυτή την ταινία δεν υπήρχαν σουρεαλιστικές σκηνές ή εξωπραγματικά σκηνικά. Αν εξαιρέσεις τις λίγες εξωτερικές σκηνές θα μπορούσε κάλλιστα να είναι θεατρικό έργο.
Όμως πάλι υπήρχε κάτι άλλο, που διαφοροποιούσε την κινηματογραφική ταινία απ’ το θεατρικό. Ήταν η σκηνοθεσία και το μοντάζ. Η κάμερα εστίαζε σε πρόσωπα, έβλεπες από ψηλά ή από τα μάτια του πρωταγωνιστή. Ο ρυθμός των πλάνων άλλαζε, ανάλογα με την ένταση της σκηνής. Δεν μπορούσες να επιλέξεις πού θα κοιτάξεις. Η ταινία σου επέβαλλε τη ματιά της.
Εντυπωσιάστηκε και με τους πρωταγωνιστές. Ο Τζακ Νίκολσον ήταν υπέροχος, αλλά την παράσταση την έκλεβε η Λουίζ Φλέτσερ. Στη σκηνή όπου ο Μακ Μέρφυ πνίγει τη Μεγάλη Νοσοκόμα ο Σάσα είχε σηκωθεί όρθιος και φώναζε: “Καν’το! Καν’το!”
Το συναίσθημα σ’ αυτή την ταινία ήταν πολύ πιο έντονο απ’ τις προηγούμενες. Όταν ο Αρχηγός έσπασε το τζάμι και το ‘σκασε, ο Σάσα δεν μπορούσε να σταματήσει να κλαίει.
Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε ήσυχα.
~~{}~~
Ο Σάσα ακολούθησε πιστά το χαοτικό του πρόγραμμα. Έβλεπε μια ταινία κάθε μέρα, για έναν χρόνο. Όταν τέλειωσαν οι ταινίες αισθανόταν ότι είχε ζήσει την καλύτερη περίοδο της ζωής του. Κι ήταν έτοιμος να συνεχίσει με κινηματογράφο, όταν αρρώστησε ο Αντρέι.
Μια ίωση ήταν, αλλά γύρισε σε πνευμονία. Ο Αντρέι ήταν φανατικός καπνιστής απ’ τα δεκαπέντε, βρέθηκε στο νοσοκομείο σε μια πλημμύρα πίσσας.
Ο Σάσα πήγε να τον δει. Μίλησαν λίγο, η γιατρός δεν ήθελε να τον κουράσει.
“Σ’ ευχαριστώ”, του είπε ο Αντρέι.
“Για ποιο πράγμα;”
“Για τη Διαγραφή. Ήταν το καλύτερο πράγμα που έχω κάνει. Ήταν σαν να έζησα εκατό ζωές σ’ έξι μήνες.”
Έβηξε άσχημα.
“Θα ήθελα να κάνω και το άλλο”, είπε στον Σάσα.
“Ποιο πράγμα;”
“Τα βιβλία. Τη Διαγραφή της λογοτεχνίας. Νομίζω ότι θα είναι πιο βαθύ απ’ το σινεμά.”
“Γιατί;”
Ο Αντρέι το είχε σκεφτεί αρκετά, τις μέρες που ήταν στο νοσοκομείο και πριν. Το σινεμά υπάρχει εκατό χρόνια. Η λογοτεχνία γραπτή, τουλάχιστον 4.000 χρόνια, από τότε που γράφτηκε το Έπος του Γκιλγκαμές. Προφορική, από τότε που οι άνθρωποι ξεκίνησαν να μιλάνε και να λένε ιστορίες γύρω απ’ τη φωτιά.
“Το να ξαναζείς την ιστορία της λογοτεχνίας θα είναι σαν να γίνεσαι πρωτόγονος”, είπε ο Αντρέι.
“Ή τρελός”, είπε ο Σάσα.
“Ναι, κι αυτό…”
Έβηξε πάλι. Χειρότερα από πριν. Η νοσοκόμα μπήκε και είπε στον Σάσα ότι έπρεπε να φύγει.
“Θα είναι πιο δύσκολο”, είπε ο Σάσα στον φίλο του.
“Χρειάζεσαι οδηγό. Πήγαινε στη Κεντρική Βιβλιοθήκη και βρες την Αλίκη. Πες το όνομα μου. Εξήγησε της, θα καταλάβει, κι αυτή ανισόρροπη είναι.”
“Σαν κι εμένα;”
“Σαν κι εμάς.”
“Θα πάμε μαζί”, του είπε ο Σάσα. “Μπορούμε να διαβάζουμε το ίδιο βιβλίο και να…”
“Εγώ δεν πάω πουθενά αλλού”, τον διέκοψε ο Αντρέι. “Αυτός είναι ο τερματικός σταθμός.” Έδειξε τον θάλαμο.
Έβηξε ξανά. Σαν να έφτυνε τα πνευμόνια του. Η νοσοκόμα μπήκε και είπε στον Σάσα ότι ειδοποιεί την ασφάλεια.
“Φεύγω, φεύγω”, έκανε εκείνος και σηκώθηκε. “Θα γίνεις καλά”, είπε στον Αντρέι.
“Αν ήταν ταινία του Φρανκ Κάπρα θα γινόμουν. Αλλά είναι του Κεν Λόουτς.”
Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια που άκουσε απ’ τον φίλο του. Την επόμενη φορά που τον είδε ήταν στο φέρετρο. Τον φίλησε και του έβαλε ένα DVD στα χέρια. Ήταν το Μια Υπέροχη Ζωή, του Φρανκ Κάπρα.
Και πήγε να βρει την Αλίκη.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~