Του Δημήτρη Βεργίνη
«Ένα κεφάλι είναι καλύτερα να το μορφώνεις παρά να το κόβεις. Δε θυμάμαι πού το διάβασα. Όλο το καλοκαίρι διάβαζα. Από όταν τελείωσε το σχολείο διάβαζα συνέχεια, όλη μέρα. Περίμενα να αρχίσουν τα θερινά. Αυτό μου άρεσε. Ήθελα να είναι το πρώτο πράγμα που θα πω στη δασκάλα μου όταν θα ερχόταν. Άργησαν πολύ τα θερινά. Πολλοί κενοί μήνες. Δεν έχεις τι να κάνεις το καλοκαίρι στη φυλακή. Να αρχίζουν τα θερινά σχολεία νωρίτερα, να αρχίζουν στην ώρα τους. Αυτό είναι το θέμα».
Ήταν 15 του Οκτώβρη όταν επισκέφτηκα το Κατάστημα Κράτησης των Φυλακών Δομοκού. Έτσι, με τα παραπάνω λόγια, με υποδέχτηκε ένας από τους μαθητές του Θερινού Σχολείου του Καταστήματος για το 2019. Μου μιλούσε πολύ ώρα, τον άκουγα και οι συνειρμοί μου έφτιαχναν άλλους κόσμους. Κόσμους και κοινωνίες που έστηναν την αντιδιαστολή ανάμεσα στο «οφείλω να έχω» και το «έχω». Κόσμους και κοινωνίες που οφείλαμε να έχουμε και κόσμους και κοινωνίες που έχουμε.
Ο ευρωπαϊκός πολιτισμός θα όφειλε να έχει λυμένους τους λογαριασμούς του με την ανηλεή κράτηση και τον εκδικητικό εγκλεισμό από τον 18ο αιώνα, έχοντας ως καύσιμο της εξέλιξής του την εξαιρετική σκέψη και τα κείμενα που τότε γράφτηκαν. Ωστόσο, ακόμη σήμερα, το 2020 πια, συζητάμε για το αν πρέπει να αγωνιζόμαστε για τον σωφρονισμό, αν πρέπει να παλεύουμε για τη δεύτερη ευκαιρία ανθρώπων που –αλήθεια- είχαν ποτέ μια πρώτη;
«Ο πολιτισμός μιας χώρας μπορεί να κριθεί μπαίνοντας στις φυλακές της».
Αυτό δεν μου το είπε κάποιος κρατούμενος. Αυτό το σκεφτόμουν μιαν άλλη μέρα φεύγοντας απ’ το Κατάστημα Κράτησης των Φυλακών στα Διαβατά. Και χαμογελούσα τότε. Είναι φράση του Ντοστογιέβσκι απ’ το βιβλίο «Αναμνήσεις απ’ το σπίτι των πεθαμένων». Και κάθε φορά που επισκέπτομαι το σχολείο αυτού του καταστήματος σκέφτομαι ότι κόντρα σε καθετί που μπορεί να περιμένω από μια φυλακή, εκεί βρίσκω αυτό που θα ήθελα να υπάρχει παντού. Κατανόηση, αγάπη για τη γνώση και τη μετάδοση αυτής, ωραίο κλίμα, καλή διάθεση. Και μαθητές που περιμένουν να αφηγηθούν τα όμορφα που κάνουν. Να τα μοιραστούν, να εξηγήσουν ότι «υπάρχει κι αυτός ο τρόπος, μπορούν κι έτσι να γίνονται τα πράγματα». Πολιτισμός λοιπόν.
Δουλεύω, έχω επαφή με ορισμένα κέντρα κράτησης μέσω της εκπαιδευτικής διαδικασίας σε αυτά, τα τελευταία τρία χρόνια. Κι εκεί έχω συναντήσει μερικούς πανέμορφους ανθρώπους. Και όταν γίνονται τα μαθήματα δεν ξεχωρίζω ποιος είναι που στο τέλος της μέρας μένει μέσα και ποιος βγαίνει έξω. Οι λέξεις ενώνουν τους ανθρώπους. Τα γράμματα που σχηματίζουν αυτές, σε μια δεύτερη ανάγνωση σχηματίζουν κι εμάς. Στερώντας από έναν κρατούμενο το δικαίωμά του στη μόρφωση είναι στέρηση εν τέλει –και εν αρχή όμως- στην ύπαρξη. Αν αυτό γίνει συνειδητή, χωρίς αντίδραση, απόφαση των κοινωνιών μας, τότε δεν μιλάμε απλά για οπισθοδρόμηση. Τότε φέρνουμε τη συζήτηση αιώνες πίσω. Ίσως στο σημείο που και η συζήτηση ακόμη είναι υπό αμφισβήτηση.