(1. Η προειδοποίηση)
«Οκτάνα θα πη ό,τι στους ουρανούς και επί της γης ηκούετο, κάθε φοράν που ως μέγας μαντατοφόρος, με έντασιν υπερκοσμίου τηλεβόα, ο Άγγελος Κυρίου εβόα.»
Αντρέας Εμπειρίκος, Όχι Μπραζίλια, μα Οκτάνα.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
{0}
Το Άνδρη είναι συνηθισμένο όνομα στην Κύπρο. Δεν το ήξερα. Όμως είναι πολλά αυτά που δεν γνωρίζω, σίγουρα περισσότερα απ’ όσα ξέρω.
Το μυαλό των καλλιτεχνών, ίσως περισσότερο των συγγραφέων, έχει εκπαιδευτεί να λειτουργεί με ελλειπτικά στοιχεία.
Με κάποιο παράξενο τρόπο μπορούν να κατανοούν τις κρυφές σχέσεις, να βλέπουν κάτω απ’ το φαινόμενο. Συχνά κάνουν λάθος. Μάλλον τις περισσότερες φορές κάνουν λάθος. Αλλά υπάρχει κι εκείνη η μοναδική στις 99 περιπτώσεις, μπορεί και στις 999, όπου πετυχαίνουν διάνα.
Η αποκάλυψη αυτής της παράξενης ιστορίας ξεκίνησε όταν η Άνδρη Θήττα μου έστειλε ένα μήνυμα στο inbox. Μου έγραφε για μια παλιότερη ιστορία μου από τη Θάλαττα, την Ιστορία του Παιδιού που μιλούσε με τους Νεκρούς. (βλ. https://sanejoker.info/2015/05/talking-to-the-dead.html )
“Βασίζεται σε αληθινά γεγονότα;” μου έγραφε.
“Σε κάποια αληθινά, αλλά έχω χτίσει πάνω τους”, της απάντησα.
“Οπότε γνωρίζετε για τους δώδεκα Γερμανούς;” μου έγραψε.
Δεν γνώριζα και της το είπα. Λίγο μετά μου έστειλε ένα άρθρο του wiki για τον Άγιο Γεώργιο, το χωριό που βρίσκεται πάνω απ’ τη Θάλαττα. Εκεί έγραφε:
“ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Αξίζει να σημειωθεί ότι σε μια μάχη με τους Γερμανούς κατά την περίοδο της κατοχής πιάστηκαν 12 Γερμανοί αιχμάλωτοι. Οι άντρες τους χωριού αφού τους έκλεισαν σε μια αποθήκη, τους έντυσαν με κουρέλια και τους περιέφεραν απο χωριό σε χωριό και ύστερα τους άφησαν ελεύθερους. Οι Γερμανοί όμως για να τους εκδικηθούν έπιασαν 8 Αγιωργίτες και τους σκότωσαν, στην βελούτσα, τοποθεσία λίγο πιο έξω από το χωριό.” wikipedia
Θα μπορούσα να γελάσω μ’ αυτή τη σύμπτωση. Αλλά αν με έβλεπε κάποιος εκείνη τη στιγμή θα νόμιζε ότι είχα δει φάντασμα. Έκατσα για να μην πέσω. Οι 12 Γερμανοί δεν ήταν μια τυχαία ιστορία από την Κατοχή. Το ήξερα. Είχε περισσότερο βάρος από κάθε άλλη ιστορία της περιοχής. Και το κατάλαβα γιατί ο εγκέφαλος μου είναι εκπαιδευμένος να σκέφτεται άναρχα.
~~
Οι συγγραφείς παρατηρούν τον κόσμο τριγύρω τους. Κάθε άνθρωπος, κάθε ζώο, κάθε συζήτηση, κάθε γεγονός, τα πάντα, είναι υλικό για τις ιστορίες μας.
Οι μουσικοί ακούν, οι ζωγράφοι κι οι φωτογράφοι βλέπουν, οι συγγραφείς αρπάζουν. Ακόμα κι ένα τριζόνι μπορεί να παίξει καταλυτικό ρόλο σε μια ιστορία. Το στιγμιαίο μισόκλεισμα των ματιών ενός άντρα που ορκίζεται ότι είναι πιστός. Η μυρωδιά από γιασεμί το καλοκαίρι. Τα πάντα. Αρκεί να παρατηρείς τον κόσμο και ν’ αρπάζεις.
Έτσι κι εγώ θυμήθηκα μια λεπτομέρεια που δεν θα έπαιζε καμιά σημασία αν δεν είχα μάθει όσα μου είπε η Άνδρη. Κάτι μικρό ήταν, θα μπορούσε να ‘ταν και τυχαίο, αλλά οι συγγραφείς δεν πιστεύουμε στις συμπτώσεις.
Είχα μπει σε τρία σπίτι στον Άι Γιώργη. Το ένα ήταν της νουνάς μου και του άντρα της. Γιώργος εκείνος, Γεωργία εκείνη, είχαν βρεθεί στο κατάλληλο χωριό.
Το δεύτερο σπίτι ήταν του παπά του χωριού, που τύχαινε να είναι και πατέρας ενός αγοριού που είχε βαφτίσει η νουνά μου. Εκεί είχα πάει για να πάρω έναν τενεκέ λάδι. Μέχρι να τον φέρουν με κέρασαν καφέ και γλυκό νεραντζάκι. Και με προξενέψανε με την ανιψιά του παπά. Όλα αυτά σε είκοσι λεπτά.
Στο τρίτο σπίτι μπήκα για άσχημο λόγο. Ήταν το σπίτι του Πατακέλα, ενός γέροντα που έμενε μόνος. Το σπίτι είχε βρομίσει και μου ζήτησαν να πάω να δω αν ο Πατακέλας είχε ψοφήσει, σαν το σκυλί στ’ αμπέλι.
Δεν ήθελα, αλλά πήγα. Βρήκα τον γέρο να κοιτάει το ταβάνι ασκαρδαμυκτί. Τελικά δεν είχε πεθάνει, μόνο που βαριόταν να μαζέψει τον Νώντα, την νεκρή του γάτα. Την είχε αφήσει να σαπίζει στο κατώγι.
Αυτά ήταν τα τρία σπίτια. Εντελώς διαφορετικά, καμία σύνδεση και λοιπά. Κι αλήθεια δεν θα έβρισκα τη σύνδεση, αν δεν έπαιρνα το μήνυμα της Άνδρης: 12 Γερμανοί.
Σας είπα, ο εγκέφαλος του συγγραφέα λειτουργεί καταστροφικά. Δεν καταλαβαίνει τίποτα και μετά του έρχεται όλη η εικόνα.
12 Γερμανοί, 12 ζώδια, 12 θεοί του Ολύμπου, 12 μήνες, 12 φυλές του Ισραήλ, 12 φιγούρες στην τράπουλα, 12 Απόστολοι. 12 Απόστολοι.
Τι σχέση έχουν αυτά με τον Άι Γιώργη; Είδα την εικόνα. Σε κάθε σπίτι που είχα μπει υπήρχε σε περίοπτο σημείο, δεν ήταν στο υπόγειο κλεισμένο, ένας πίνακας, η αναπαραγωγή ενός πίνακα.
Και στα τρία σπίτια υπήρχε ο Μυστικός Δείπνος, του Λεονάρντο Ντα Βίντσι.
Θα μπορούσε να είναι τυχαίο, αλλά δεν μπορούσα να το πιστέψω.
Καλοκαίρι ήταν, ούτως ή άλλως θα πήγαινα στη Θάλαττα. Αποφάσισα να περάσω μια βόλτα κι απ’ τον Άι Γιώργη.
Καλύτερα να μην το είχα κάνει.
~{1}~
Πήγαμε στο χωριό μεσοκαλόκαιρο, αλλά δεν είχαν πιάσει ακόμα οι ζέστες. Το βράδυ εκεί κοιμάσαι με κουβέρτα, στην αυλή αναβοσβήνουν πυγολαμπίδες, τα τριζόνια τρίζουν κι άλλα τέτοια γραφικά. Αλλά έχει και φίδια. Σε όλα τα ειδυλλιακά μέρη έχει φίδια.
Μόλις ανοίξαμε την πόρτα του αυτοκινήτου η Λούλου, η σκυλίτσα μας, έφυγε πρώτη τρέχοντας, για να κυνηγήσει τις κότες. Ο πατέρας μου ήταν στην αυλή, η μητέρα στο κρεβάτι.
Αφού κουβάλησα τις βαλίτσες είπα ότι θα πήγαινα να δω τον νουνό μου, τον Ροδίτη.
“Τόσο γρήγορα; Ακόμα δεν ήρθαμε”, μου είπε η Νέλλη.
“Θέλω να τον ρωτήσω κάτι για τις ελιές.”
Φυσικά και δεν με πίστεψε. Γιατί να με νοιάζουν οι ελιές;
“Γράφω μια ιστορία για έναν ελαιώνα”, της είπα.
“Της Γεσθημανής;”
“Μπορεί.”
“Καλά, καλά, κάνε ό,τι θες.”
Ρώτησα τον Τηλέμαχο αν ήθελε να έρθει μαζί μου. Δεν μου έδωσε καμία σημασία, ούτε που με άκουσε. Μετά από οκτώ ώρες ταξιδιού είχε πάλι wi-fi. Ήταν σαν τον καπνιστή που βγαίνει από το αεροπλάνο κι ανάβει δέκα τσιγάρα.
Στα δεκατρία ο εθισμός του ήταν το διαδίκτυο. Κολλούσε μ’ ένα θέμα και παρακολουθούσε ατελείωτα. Τον χειμώνα είχε ανακαλύψει τον κομμουνισμό κι όλη την ώρα μας έλεγε τσιτάτα του Λένιν. Την άνοιξη είχε βρει τις μεσαιωνικές μάχες. Είχε μάθει πώς κατασκευάζουν σπαθιά και πανοπλίες, καθώς κι όλες τις τεχνικές για μάχη με σπαθί. Χρήσιμο αν ήθελε να ξεκινήσει επανάσταση.
Τους είπα ότι θα γυρνούσα σε μια ώρα. Η Λούλου με συνόδεψε μέχρι την αυλόπορτα. Κι από εκεί έμεινε να με κοιτάει σαν να ήμουν ο Οδυσσέας κι έφευγα για την Τροία.
~~
Πριν ξεκινήσω σταμάτησε δίπλα στο παράθυρο ένα μηχανάκι. Ήταν ο Λάμπης, ο γιος της γειτόνισσας. Weirdo κι αυτός, δικός μας. Ερασιτέχνης αστρολόγος. Κάθε βράδυ ανέβαινε στον Άι Γιώργη και παρατηρούσε τον ουρανό.
“Σήμερα θα ευθυγραμμιστεί ο Δίας με τον Άρη και τον Κρόνο”, μου είπε χωρίς να χαιρετίσει.
“Και τι σημαίνει αυτό για τους Σκορπιούς;”
Δεν το ‘πιασε το αστείο. Ήταν λίγο Ασπεργκιανός.
“Συμβαίνει μια φορά κάθε δυο χιλιάδες χρόνια”, είπε ο Λάμπης.
“Να μην το χάσουμε τότε. Άντε γεια.”
Ανέβασα το παράθυρο, άνοιξα κλιματιστικό κι έφυγα.
Ο Λάμπης με κοιτούσε σαν την Λούλου.
~~~
Ο δρόμος απ’ τη Θάλαττα προς τον Άι Γιώργη είναι κατάλληλος μόνο για ράλλυ. Δεν είναι λογοπαίγνιο, κάποια εποχή ήταν μέρος της διαδρομής για το Ολυμπιακό Ράλλυ.
Αναγκαστικά πηγαίνεις αργά και θαυμάζεις το τοπίο. Ορεινοί ελαιώνες -όχι της Γεσθημανής, οπωρώνες και δάσος. Μια πιο ήπια εκδοχή της Αρκαδίας. Σταμάτησα στην Πηγή της Παναγιάς κι ήπια ξινό νερό.
Μπήκα στο χωριό κι έστριψα στο χωματόδρομο για το σπίτι του νονού μου. Πέρασα μπρος απ’ το σπίτι του Παπά. Με είδε απ’ το μπαλκόνι και με χαιρέτησε εγκάρδια.
“Έλα για κρασί μετά”, μου φώναξε.
Του έκανα νόημα ότι θα πήγαινα.
Ο νουνός δεν βγήκε να με προϋπαντήσει. Είχε ξεπεράσει πια τα ενενήντα κι έκανε όσο το δυνατόν λιγότερες κινήσεις. Από τότε που έχασε τη γυναίκα του είχε χάσει και το ενδιαφέρον για τη ζωή. Ετοιμαζόταν να πάει να τη συναντήσει.
~~~~
Χτύπησα την πόρτα, άνοιξα και μπήκα. Δεν κλειδώνουν στο χωριό. Ο Ροδίτης κοιμόταν στην καρέκλα του. Στο τραπέζι είχε την κούπα με τον αγαπημένο του ρόφημα -καφέ με ταχίνι. Και σ’ ένα μπολ το μόνο γλυκό που έτρωγε: Σοκολατάκια μαργαρίτες. Αυτές τις λάτρευε. Τις είχε σαν φάρμακο. Ανά οκτάωρο.
Τηλεόραση δεν υπήρχε, ούτε ίντερνετ. Τα νέα δεν τον ενδιέφεραν. Του είχε μείνει λίγος καιρός και τον αξιοποιούσε ξαναδιαβάζοντας τα ιερά κείμενα. Αλλά συνήθως τον έπαιρνε ο ύπνος.
Πάνω στο τραπέζι είχε το ΒΙΒΛΙΟ. Ήταν μια ειδική έκδοση της Βίβλου. Όλα τα κείμενα κι άλλες τόσες επεξηγήσεις και παραπομπές. Πάνω από τρεις χιλιάδες σελίδες, μέγεθος Α4. Το εξώφυλλο ήταν από ένα χαρτί χοντρό σαν ξύλο. Όταν ήμασταν παιδιά το παίρναμε και κάναμε βάρη. Ο Ροδίτης δεν μπορούσε να το σηκώσει πια. Το είχε αφημένο σε μια γωνιά του τραπεζιού κι εκεί το ανοιγόκλεινε.
“Κατάλαβα ότι ήσουν εσύ, παιδί μου. Καλωσόρισες”, είπε όταν με άκουσε να βήχω.
Η φωνή του ήταν παπαδίστικη, σαν να ήταν Φαναριώτης. Κάθε σύμφωνο και φωνήεν στη θέση του κι ο χρωματισμός της φωνής μουσικός. Είχε πάνω από εξήντα χρόνια ψάλτης.
“Καλώς σε βρήκα, νουνέ. Πώς με κατάλαβες;”
“Σταματάς με χειρόφρενο.”
Ο γέρος είχε δίκιο, άκουγε καλά κι είχε μυαλό ξυράφι -ακόμα και μέσα στον ύπνο. Είχα μάθει οδήγηση με τον αδελφό μου, σ’ ένα μισοδιαλυμένο Μιτσουμπίσι, που σταματούσε μόνο με χειρόφρενο. Ό,τι το μαθαίνεις λάθος δύσκολα το αλλάζεις.
Έφτιαξα καφέ, του είπα λίγα για την οικογένεια, τον ρώτησα πώς ήταν, εισαγωγή μέχρι να βρω τρόπο να ρωτήσω αυτό που ήθελα.
~~~~~
Έβλεπα τον Μυστικό Δείπνο. Ήταν στη συνηθισμένη του θέση. Οι δώδεκα μαθητές και στη μέση ο δάσκαλος. Ο Ιούδας με τ’ αργύρια στο χέρι, ο Ιωάννης θηλυπρεπής -ήταν η Μαγδαληνή έγραφε ο Νταν Μπράουν.
“Γιατί ήρθες τόσο βιαστικά;” με ρώτησε ο Ροδίτης μετά από κάποια στιγμή σιωπής, που έδειχνε ότι δεν είχα τίποτα άλλο να πω.
“Τι εννοείς βιαστικά;”
“Ο πατέρας σου είπε ότι θα φτάνατε σήμερα.”
“Ναι, αλήθεια.”
“Τι ώρα φτάσατε στη Θάλαττα;”
“Στις πέντε.”
Έδειξε με τα μάτια το ρολόι του σπιτιού και χαμογέλασε, σαν τον πνευματικό που περιμένει να εξομολογηθείς την αλήθεια. Ήταν πεντέμισι.
“Ξέρεις την ιστορία με τους δώδεκα Γερμανούς;” τον ρώτησα.
“Όλοι την ξέρουν”, είπε εκείνος σηκώνοντας τους ώμους. “Αν πας στην κοινότητα θα σου δείξουν τ’ αποκόμματα απ’ τις εφημερίδες της εποχής.”
Όλα καλά, όλα ανθηρά, δεν υπάρχει μυστικό, όλοι την ξέρουν. Έκανα ότι συμφωνούσα και μετά του είπα:
“Και τι σχέση έχουν με τον Μυστικό Δείπνο;”
Έχω διαβάσει πολλά αστυνομικά μυθιστορήματα. Από αυτά είχα μάθει ότι πρέπει να ξαφνιάσεις τον μάρτυρα στην ανάκριση και να παρατηρήσεις τις αντιδράσεις του. Με τη γλώσσα του σώματος συνήθως λένε πιο πολλά.
Τον Ροδίτη δεν χρειαζόταν να είσαι προφάιλερ του FBI για να τον καταλάβεις. Κινιόταν πάντα αργά, αλλά σαν άκουσε τι τον ρώτησα πάγωσε για ένα, δύο, τρία, τέσσερα… Πέντε δευτερόλεπτα! Μετρήστε ‘τα. Ένας άνθρωπος που κοκαλώνει για πέντε ολόκληρα δευτερόλεπτα κάτι κρύβει, κάτι φοβάται.
“Ποιος σου το ‘πε αυτό;” είπε μετά τα πέντε δευτερόλεπτα.
Χάρηκα που δεν προσπάθησε να με βγάλει τρελό. Αποφάσισα να του φερθώ έντιμα κι εγώ, άλλωστε ήταν συγγενής μου. Του είπα πώς μου ήρθε ενορατικά η σύνδεση.
“Και γιατί σκέφτηκες ότι αυτό που φαντάστηκες μπορεί να είναι αληθινό;”
“Είμαι επαγγελματίας φαντασιόπληκτος. Η γραμμή ανάμεσα στο φανταστικό και στο αληθινό είναι για μένα…”
“ΣΤΑΜΑΤΑ!”
Ο νουνός μου είχε φωνάξει. Ο νουνός μου είχε θυμώσει, με είχε διακόψει, είχε φωνάξει. Και το έκανε χτυπώντας το χέρι στο τραπέζι. Αυτή είναι ανατροπή χαρακτήρα που σπάνια βρίσκεις σε μυθιστόρημα. Αλλά είχε γίνει.
“Ανακατεύεσαι σ’ επικίνδυνα θέματα”, μου είπε μετά, κάπως πιο ήρεμα, αλλά όχι ο Ροδίτης που ήξερα. “Το ξέρεις ότι σ’ αγαπάω σαν τον γιο που ποτέ δεν κάναμε με τη Γεωργία, γι’ αυτό άκουσε με.”
Δεν τον άκουσα, γιατί ήξερα τι θα μου πει, ήταν πολύ κλισέ: Φύγε, μην το ψάχνεις, μην κάνεις ερωτήσεις και λοιπά. Εκείνος μιλούσε κι εγώ κοιτούσα τον πίνακα του Ντα Βίντσι. Έπειτα σηκώθηκα να φύγω. Τον ευχαρίστησα και πήγα προς την πόρτα.
Το χέρι του με γράπωσε απ’ τον ώμο. Έτσι λιπόσαρκο και καφέ απ’ τις κηλίδες έμοιαζε με χέρι μούμιας. Και πώς με είχε προλάβει;
“Δεν είναι δώδεκα”, είπε πίσω μου.
“Δεκατρείς;”
“Όχι. Ένας και τρεις τέσσερις φορές.”
“Και οι οκτώ που πέθαναν;”
“Μη ρωτάς άλλα, μόνο φύγε.”
Άνοιξα την πόρτα και βγήκα στην αυλή. Απέναντι ήταν το σπίτι του Παπά. Με είχε καλέσει για κρασί, πώς ν’ αρνηθώ;
~~{2}~~
Ίσως κάποιος ν’ αναρωτηθεί το βασικό; Γιατί συνέχιζα;
Είναι όπως στις ταινίες, όπου ο πρωταγωνιστής κατεβαίνει στο υπόγειο ενώ έχει κοπεί το ρεύμα κι ακούγονται περίεργοι θόρυβοι. Ή όπως στις ταινίες με ζόμπι, οι ήρωες πάντα μπαίνουν σ’ ένα τούνελ.
Δεν είναι λάθος. Η τέχνη μιμείται τη ζωή. Το κακό μας ελκύει. Ακούς να γίνεται καβγάς και βγαίνεις να δεις. Περνάς με το αυτοκίνητο δίπλα από δυστύχημα και κοιτάς -έστω με την άκρη του ματιού σου. Ποιες ειδήσεις πουλάνε; Εκείνες που αναφέρονται σε καλά νέα; Good news is no news. Οι άνθρωποι λατρεύουν ν’ ακούνε για φόνους κι εγκλήματα, για αρρώστιες και καταστροφές. Υπάρχουν βίντεο που περιέχουν μόνο τις συγκρούσεις απ’ τους αγώνες δρόμου. Το κακό μας ελκύει.
Δεν ήταν πλέον ότι ήθελα να γράψω την ιστορία. Η αλήθεια ούτως ή άλλως δεν μ’ ενδιέφερε, δεν είμαι ιστορικός. Όχι, υπήρχε κάτι πιο βαθύ. Υπήρχε Κακό, με κάππα κεφαλαίο, και δεν ήθελα να χάσω την πρώτη είδηση του δελτίου των οκτώ.
~~
Ήξερα ότι ο Ροδίτης με άκουγε και περίμενε να φύγω. Έβαλα μπρος και βγήκα με όπισθεν, δεν χωρούσε να κάνω αντιστροφή. Απ’ τον κεντρικό δρόμο κατέβηκα προς τα κάτω αρκετά μέτρα. Το άφησα λίγο πιο πέρα απ’ το καφενείο.
Χαιρέτησα τους γέροντες που έπιναν καφέ και λεμονάδα στο μοναδικό καφενείο του χωριού. Με φώναξαν, να κάτσω να με κεράσουν. Τους είπα ότι θα πήγαινα όταν γυρνούσα απ’ τον παπά. Ήταν οι χαμογελαστοί και φαφούτηδες παππούδες που βλέπουμε στις καρτ ποστάλ. Έριξα μια ματιά απ’ την ανοικτή πόρτα. Φαινόταν ο Μυστικός Δείπνος στον τοίχο. Όχι και τόσο ενθαρρυντικό.
~~~
Ανέβηκα στο σπίτι του Παπά, στον δεύτερο όροφο. Από κάτω έβλεπες γκρεμό. Το σπίτι ήταν νοικοκυρεμένο και χωριάτικο, μύριζε παστράδα και λουκάνικο. Κάτσαμε στην τραπεζαρία, οι δυο μας. Ο Μυστικός Δείπνος ήταν πίσω μου. Η παπαδιά έφερε κρασί και μεζέδες. Αφού μιλήσαμε περί ανέμων και υδάτων έκανα ότι θαύμαζα τη διακόσμηση.
“Ωραίος πίνακας αυτός. Ποιανού είναι;”
Του έδειξα το πορτρέτο ενός γέρο ναυτικού, βορειοευρωπαίου πιθανότατα. το ίδιο που υπάρχει σε τόσα σπίτια και κανείς δεν ξέρει ποιανού είναι.
“Η παπαδιά το έβαλε”, είπε ο Παπάς.
Έδειξα πίσω μου.
“Αυτός ξέρω. Του Ντα Βίντσι.”
“Ε, καλά, αυτόν τον ξέρουν όλοι”, μου είπε. “Δοκίμασε το λουκάνικο, είναι δικό μας.”
“Δεν είναι δεκατρείς”, είπα στον Παπά.
Τον παρατήρησα. Σταμάτησε να μασουλάει. Ήπιε λίγο κρασί για να καταπιεί. Έκανε ότι δεν άκουγε. Του έδωσα το τελειωτικό χτύπημα. Του είπα:
“Είναι ένας και τρεις τέσσερις φορές.”
Πήγα να χαμογελάσω, αλλά δεν πρόλαβα. Ο παπάς αντέδρασε λίγο πιο βίαια απ’ τον νουνό. Μ’ άρπαξε απ’ τη μπλούζα και με σήκωσε σχεδόν στον αέρα. Ήταν χειροδύναμος άντρας, ταυρόπαπας.
Με πήγε σέρνοντας προς το μπαλκόνι. Η παπαδιά είχε κλείσει το στόμα της με την παλάμη, σαν να προσπαθούσε να εμποδίσει μια φωνή.
Σκέφτηκα γρήγορα, καθώς έβλεπα το παράθυρο να πλησιάζει.
“Ο νουνός μου ‘πε να στο πω”, του φώναξα. “Γι’ αστείο.”
Ο Παπάς σταμάτησε χωρίς να μ’ αφήσει.
“Ο Ροδίτης;”
“Ναι, μου ‘πε ότι θα γελάσεις.”
“Τι σου ‘πε;”
Μ’ άφησε.
“Μου ‘πε να σου πω ότι δεν είναι δεκατρείς, αλλά είναι τρεις και τέσσερις και κάτι τέτοια παλαβά.”
“Μόνο αυτό;”
“Κι ότι δεν πέθαναν οκτώ.”
“Γαμώτο”, είπε ο παπάς, “έχει αρχίσει να ξεμωραίνεται. Τι θα τον κάνουμε;”
Φαντάστηκα ότι θα τον πετούσε απ’ το παράθυρο.
Ο Παπάς με άφησε, αλλά δεν ήθελε να ξανακάτσουμε στο τραπέζι. Είπε ότι είχε δουλειές. Προσπάθησα να τον ψαρέψω για να μου πει περισσότερα για τους δώδεκα που ήταν δεκατρείς, αλλά ήταν έξυπνο γαϊδουράκι -όπως λέμε στο χωριό μου. Με ξαπόστειλε χωρίς να φάω λουκάνικο. Δεν μου είπε κλισέ όπως ο Ροδίτης, να φύγω πριν τη δύση, αυτό το χωριό δεν μας χωράει και τους δύο. Αλλά πριν από λίγο ήταν έτοιμος να με πετάξει απ’ το παράθυρο. Προτιμούσα τα κλισέ λόγια.
Βγήκα έξω. Τα μάτια του τα ένιωθα στην πλάτη μου. Προχώρησα προς το αμάξι, αλλά δεν μπορούσα να φύγω πριν πάω στο καφενείο.
~~~~
Λίγο έμεινα κι εκεί. Στην αρχή όλοι χάρηκαν που πήγα, κέρασαν καφέ και λουκούμι.
Σαν ανέφερα τον πίνακα μου γύρισαν -κυριολεκτικά- την πλάτη. Έκανα δυο τρεις προσπάθειες να επανέλθω στην κανονικότητα. Τους είπα για την κυβέρνηση, για τον κορονοϊό, για τις φωτιές, για τις συντάξεις, τίποτα.
Λίγο μετά είδα τον παπά να πλησιάζει. Στάθηκε στην πόρτα και με κοίταξε. Κατάλαβα. Είχε μιλήσει στο Ροδίτη. Δεν πανικοβλήθηκα. Σε δημόσιο χώρο ήμουν. Αποφάσισα να το παίξω άνετος. Συνέχισα να πίνω τον καφέ μου και να βλέπω ένα τηλεπαιχνίδι στην τηλεόραση.
“Ποιος ήταν ο τελευταίος βασιλιάς της Ελλάδας;” ρώτησε ο τηλεπαρουσιαστής.
Κοίταξα έξω. Ο Παπάς γύρισε κι έφυγε.
Λίγο μετά, σηκώθηκα και ρώτησα τι χρωστάω.
“Στα τσακίδια”, είπε μέσα στα δόντια ο καφετζής. Και δεν ήταν ο μόνος. Απλώς οι άλλοι δεν είχαν μιλήσει.
~~~~~
Έβαλα μουσική κι άφησα το αυτοκίνητο να κατεβαίνει με τρίτη. Το γύρισα στην τετάρτη για να πάρει φόρα. Ήξερα ακριβώς πότε άρχιζαν οι στροφές, τόσες φορές τον είχα κάνει τον δρόμο. Σκεφτόμουν ότι είχα ανακαλύψει κάτι μεγάλο και παράξενο.
Έφτασα στην πρώτη κλειστή στροφή με ογδόντα χιλιόμετρα. Πάτησα φρένο και το πετάλι έφτασε στο πάτωμα χωρίς αντίσταση και χωρίς καθόλου να επιβραδύνει. Κατευθύνθηκα σφαίρα για τον ελαιώνα -και τα λιόδεντρα έχουν πολύ σκληρό ξύλο.
Έστριψα το τιμόνι ανάποδα και τράβηξα χειρόφρενο. Το αμάξι έκανε δυο περιστροφές και χτύπησε με το πλάι στην ελιά.
Ταρακουνήθηκα, αλλά βγήκα αλώβητος. Ας είναι καλά το χειρόφρενο του Μιτσουμπίσι.
Πήρα την οδική. Μου είπαν ότι θα έκαναν γύρω στις ώρες. Έστειλα μήνυμα στη Νέλλη: Θ’ αργήσω λιγάκι.
Δεν ήθελα να την ανησυχήσω. Θα της τα ‘λεγα από κοντά.
Τι θα της έλεγα; Ότι οι χωριάτες μου είχαν χαλάσει τα φρένα; Το αμάξι ήταν παλιό, αλλά να χαλάσει ακριβώς εκείνη τη στιγμή παραήταν σύμπτωση.
Πήρα τηλέφωνο έναν φίλο που ήξερε από αμάξια. Του είπα τι είχε συμβεί, χωρίς να μιλήσω για τους δώδεκα-που-ήταν-δεκατρείς. Μηχανολογικά θέματα. Ενώ μιλούσαμε το κινητό με ειδοποίησε ότι τέλειωνε η μπαταρία. Ο Νίκος συμφώνησε ότι σπάνια χαλάνε έτσι απότομα τα φρένα. Το κλείσαμε λίγο πριν μείνω από μπαταρία.
Κι ήμουν σίγουρος: Ήταν δολοφονική απόπειρα.
~~~~~~
Η οδική έφτασε όταν νύχτωνε. Φόρτωσαν το αυτοκίνητο να το πάνε στο συνεργείο της πόλης, με πήραν κι εμένα να με κατεβάσουν στη Θάλαττα.
Πλησιάζοντας προς το σπίτι κατάλαβα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Οι γειτόνισσες ήταν στα μπαλκόνια τους. Απ’ την αυλή μας ακουγόταν θρήνος. Άνοιξα το βήμα, ξεκίνησα να τρέχω. Μόλις μπήκα κατάλαβα ότι κάτι μου έλειπε. Αυτό είπα: “Κάτι λείπει. Μπήκα. Κάτι λείπει.”
Με είδε πρώτα ο Τηλέμαχος. Έκλαιγε. Τα πράγματα ήταν άσχημα. Ή μπορεί να είχε σπάσει το κινητό του. Μετά είδα την Νέλλη. Κι εκείνη ήταν κλαμένη. Αλλά και εξοργισμένη.
Μου φώναξε από μακριά:
“Πού ήσουν;”
Δεν πρόλαβα να της απαντήσω.
“Πού ήσουν; Σε παίρνω μια ώρα.”
“Έσβησε. Τράκαρα σε μια ελιά.”
Δεν μου έδωσε καμία σημασία. Είχα τρακάρει και δεν με ρώτησε τι και πώς.
“Σ’ έπαιρνα μια ώρα”, είπε ξανά. Ήταν σε κατάσταση σοκ.
“Ο πατέρας μου;” τη ρώτησα.
Είχε πάθει έμφραγμα πριν μερικά χρόνια και συνέχιζε να καπνίζει. Δεν θα μου φαινόταν περίεργο να τα τινάξει μες στις διακοπές μας. Αλλά δεν ήταν αυτός. Τον είδα όρθιο στο συρματόπλεγμα, να κοιτάζει στην πίσω αυλή.
Δεν χρειάστηκε να ρωτήσω για τη μάνα μου. Ο πατέρας σήκωσε το χέρι και μου έδειξε αυτό που κοιτούσε. Πήγα σιγά σιγά ως την άκρη του σπιτιού. Δεν ήθελα να δω. Το ήξερα ότι δεν ήθελα. Αλλά έπρεπε.
Αυτό που μου έδειχνε έμοιαζε με γιγάντιο λουλούδι καρφωμένο στον ξύλινο τοίχο της αποθήκης. Μόνο το άνθος. Ήταν σαν μια τεράστια άσπρη ορχιδέα με κόκκινο εσωτερικό. Τότε το εσωτερικό κουνήθηκε.
Ήταν ένα γδαρμένο αρνί; Έτσι τα κρεμούσε ο σφάχτης. Αλλά γιατί δεν το είχαν σκοτώσει; Και δεν ήταν Πάσχα.
Τότε το λουλούδι, το αρνί, έκανε έναν ήχο και κατάλαβα τι μου είχε λείψει όταν μπήκα. Ήταν η Λούλου, το σκυλί μας. Το είχαν γδάρει ζωντανό και το είχαν καρφώσει στον τοίχο απ’ το δέρμα του. Το σκυλί μάλλον με μύρισε, δεν μπορούσε να με δει, κι έκλαψε.
Λειτούργησα σαν υπνωτισμένος. Εγώ δεν θυμάμαι να το έκανα, αλλά το επιβεβαίωσαν οι άλλοι.
Έβγαλα έναν σιδερένιο πάσαλο του μπαξέ και πλησίασα τη Λούλου. Εκείνη κλαψούρισε περισσότερο. Χωρίς καθόλου να διστάσω, έτσι μου είπαν, σήκωσα το πάσαλο και με τα δύο χέρια τον έχωσα στο μικρό κρανίο της Λούλου.
Μετά έκατσα κάτω και ξεκίνησα να κλαίω. Το πρόσωπο μου είχε αίματα. Έτσι μου είπαν.
~~~{3}~~~
Συνήλθα το επόμενο πρωί. Είχα κοιμηθεί χωρίς όνειρα, μου είχε κάνει μια ένεση ο νοσοκόμος. Άνοιξα τα μάτια και είδα το ταβάνι. Το πρώτο που σκέφτηκα ήταν: “Τι είναι το οκτώ;”
Ήταν ψυχολογική άμυνα, τώρα το ξέρω, αλλά εκείνη τη στιγμή μου φάνηκε εντελώς φυσικό. Κάτι μέσα στο κεφάλι μου είπε ότι το οκτώ δεν αναφερόταν σε ανθρώπους. Προσπάθησα να θυμηθώ όσα ήξερα για το συμβολισμό του οκτώ.
Πρώτα μου ήρθε η Οκτάνα του Εμπειρίκου. Άσχετο. Τι άλλο; Η μαύρη μπίλια του μπιλιάρδου. Τι άλλο;
θα μπορούσα να ψάξω στο ίντερνετ, αλλά το θέμα ήταν ν’ ανακαλύψω τις ιδέες που είχα στην Αποθήκη Αλλοπρόσαλλων Υλικών. Κάθε συγγραφέας έχει μια τέτοια στο κεφάλι του, όπου στοιβάζει ό,τι του γυαλίζει, με τη μέθοδο της καρακάξας. Και τα βγάζει για να γράψει.
Τι άλλο είχα στην αποθήκη μου; Οκτώ, κύβος του δύο. Στα λατινικά VIII. Αριθμός Φιμπονάτσι. Αν τον ρίξεις στο πλάι μοιάζει με το άπειρο. 8 πόδια το χταπόδι και οι αράχνες. Οκτάγωνο σύμβολο του Ισλάμ. 88 σημαίνει Heil Hitler. Και στον Βουδισμό είναι σημαντικό το Οκτώ, κάτι σχετικό με τα μονοπάτια. Ένα byte αποτελείται από 8 bit. Τι άλλο;
~~
Δεν είχα καν αναλογισθεί πού κοιμόμουν και πού είχα ξυπνήσει όταν μπήκε η Νέλλη. Ήταν θλιμμένη, με μαύρους κύκλους. Δεν είχε κοιμηθεί καθόλου. Εγώ είχα πέσει αναίσθητος για δώδεκα ώρες.
Θυμήθηκα πού ήμουν. Θυμήθηκα την επίσκεψη στον Άι Γιώργη. Τις απειλές του Παπά. Την αποτροπή του Ροδίτη. Το ατύχημα στην ελιά. Θυμήθηκα τη Λούλου.
Η Νέλλη μου είπε τι είχε συμβεί. Δεν την άκουσαν να γαβγίζει. Εκείνη είχε βάλει ακουστικά. Άκουγε θέατρο και ζωγράφιζε. Ο Τηλέμαχος ζούσε με τ’ ακουστικά στ’ αυτιά του. Ο πατέρας μου έλειπε στο καφενείο. Η μάνα μου κοιμόταν.
Λίγη ώρα πριν επιστρέψω ο πατέρας γύρισε και πήγε να κατουρήσει στην άκρη της αυλής, στο ρέμα που είχε από κάτω. Εκείνος άκουσε το κλαψούρισμα πρώτος και είδε το σκυλί-ορχιδέα. Σχεδόν δεν κουνήθηκε από εκείνο το μέρος μέχρι να πάω.
Αλλά κατάφερε να φωνάξει. Βγήκε ο μικρός, είδε κι εκείνος. Ούρλιαξε για τη μάνα του. Δεκατριών χρονών ήταν, παιδί ακόμα. Βγήκε κι η Νέλλη. Ούρλιαξε κι εκείνη. Ήρθαν γείτονες να δουν τι έγινε, πήραν την αστυνομία.
Μετά έφτασα εγώ κι έκανα όσα μου είπαν, όσα δεν θυμόμουν.
“Ο πατέρας σου είπε ότι ήταν προειδοποίηση”, είπε η Νέλλη.
Δεν μίλησα. Με κατάλαβε. Τόσα χρόνια μαζί, με ξέρει.
“Τι έγινε;” μου είπε.
Της εξήγησα
~~~
Μια ώρα μετά είχε ετοιμάσει τα πράγματα για να φύγουμε. Δεν την ενδιέφερε το αυτοκίνητο. Θα πηγαίναμε με ταξί ως την πόλη κι από κει θα παίρναμε το πρώτο τρένο ή λεωφορείο.
“Δεν μπορώ ν’ αφήσω τ’ αμάξι εδώ”, της είπα.
Ήρθε δυο βήματα πιο κοντά.
“Θες να μάθεις τι γίνεται με τον Ντα Βίντσι.”
“Δεν είναι αυτό.”
“ΣΚΟΤΩΣΑΝ ΤΗ ΛΟΥΛΟΥ!”
Περίμενα να ηρεμήσει λιγάκι.
“Δεν ξέρουμε ποιος το έκανε.”
Έσφιξε τις γροθιές της.
“Κι είσαι και συγγραφέας; Οι αγροίκοι το ‘καναν, γιατί τους χάλασες την ησυχία.”
“Δεν το ξέρουμε αυτό.”
“Στο διάολο!”
Σήκωσε τη βαλίτσα, φώναξε τον Τηλέμαχο. Θα πήγαιναν στην πλατεία για ταξί. Στάθηκε στην πόρτα και με κοίταξε. Υπήρχε στα μάτια της 60% μίσος 30% αγάπη και 10% οίκτος. Ο οίκτος ήταν το χειρότερο.
“Δεν ξέρω αν θα στο συγχωρέσω αυτό”, μου είπε.
“Για τη Λούλου;”
“Αυτό σίγουρα δεν θα στο συγχωρέσω. Λέω που μας αφήνεις να φύγουμε μόνοι μας.”
“Μείνετε.”
“Δεν γίνεται, αγόρι μου. Πώς το έλεγες στον ύπνο σου; Οκτάβα, οκτώ νότες, από ντο σε ντο. Τέλος μελωδίας.”
Φυσικά και χτύπησε την πόρτα πίσω της. Φυσικά και δεν έτρεξα να την προλάβω. Σκεφτόμουν τις νότες. Οκτάβα, πάλι οκτώ.
~~~~
Σηκώθηκα κι έκατσα να πιω καφέ στην αυλή για να σκεφτώ. Το σκυλί-ορχιδέα το ‘χε θάψει ο πατέρας μου. Δεν υπήρχε FBI στο νομό Ηλείας να ψάξει για στοιχεία.
Ο πατέρας μου τάιζε τα κοτόπουλα. Είχε ένα αρχαίο τηγάνι που το γέμιζε με καλαμπόκι και τους φώναζε: “Ώρα για ποπ κορν.” Η ζωή συνεχίζεται.
Όταν τέλειωσε ήρθε κι έκατσε δίπλα μου.
“Ήταν καλό σκυλί”, έκανε κι άναψε τσιγάρο.
“Γιατί είπες ότι ήταν προειδοποίηση;”
“Ήταν απ’ τις δυνατές.”
Όπως μου εξήγησε στην Ηλεία υπήρχε μια καθιερωμένη κλίμακα προειδοποιήσεων. Κανονικό σύστημα. Η πιο ήπια ήταν το κοίταγμα. Μετά το κοίταγμα με χειρονομία. Τρίτο τα άλλα δύο με ήχο. Κι είχε κι άλλα. Αναρωτιόμουν αν τα έβγαζε απ’ το μυαλό του. Ήταν μεγάλος παραμυθάς.
“Το χειρότερο ποιο είναι;”
“Όταν μπλέκουν ζωντανούς, ζώα ή ανθρώπους.”
“Είστε τρελοί εσείς οι Ηλειώτες.”
Πήγα στην άκρη της αυλής για να κατουρήσω στο ρέμα. Δεν υπάρχει καλύτερο μέρος να το κάνεις, κοιτώντας τα βουνά, τον ουρανό. Κατούρα ψηλά κι αγνάντευε.
“Οι Αϊγιωργίτες είναι μοβόροι”, είπε ο πατέρας μου.
Είχε έρθει αθόρυβα και στεκόταν ακριβώς πίσω μου.
“Αυτοί το ‘καναν;”
“Ποιοι άλλοι; Τι του ‘πες του Ροδίτη;”
Κούμπωσα το παντελόνι και του έκανα το τεστ.
“Τι ξέρεις για τον Μυστικό Δείπνο;”
Ήμουν έτοιμος να τραβηχτώ, αν πήγαινε να με σπρώξει και να με ρίξει κάτω. Ποτέ δεν ξέρεις αν ο πατέρας σου είναι ο Τζακ Τόρενς. Αλλά δεν αντέδρασε περίεργα. Είπε ότι το Μυστικό Δείπνο τον είχε δει σε κάμποσα σπίτι στον Άι Γιώργη.
“Σε κάμποσα; Σε πόσα;”
“Τώρα που το λες… Σε όλα. Σε όσα έχω μπει.”
Κι έφυγε να πάει στον καφέ του. Τον κυνήγησα.
“Το γαμήδι, ρε πατέρα. Αστυνομικός ήσουν, δεν σου δημιουργεί απορίες η κατάσταση;”
“Σε γραφείο ήμουν. Και σταμάτησα να έχω τέτοιες απορίες πριν πολύ καιρό. Τη γυναίκα σου γιατί την άφησες να φύγει;”
Δεν μπορούσε να συζητήσω μαζί του, ποτέ δεν μπόρεσα. Μπήκα μέσα να πάρω τηλέφωνο τη Νέλλη, να δω που είναι.
Είδα τη μητέρα να στέκεται όρθια και να κοιτάει την αποθήκη, το σημείο όπου είχαν κρεμάσει τη Λούλου.
~~~~~
Εκείνη ήταν πολύ παράξενο άτομο. Ο πατέρας μου πάντα αντιπροσώπευε τη γη για μένα. Πιο προσγειωμένος δεν γίνεται να είσαι. Και ηδονιστής μαζί. Του άρεσε το φαγί, το κρασί και το τσιγάρο. Είχε κοιλίτσα.
Η μάνα μου ήταν σαν φάντασμα. Δεν άνηκε στον κόσμο μας. Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που το δείχνουν αυτό. Παλιά τους έλεγαν αλαφροΐσκιωτους. Δεν ήταν σαν τον τρελό του χωριού. Οι αλαφροΐσκιωτοι έπαιρναν μέρος στη ζωή, αλλά κάθε τόσο μιλούσαν για πράγματα που οι κανονικοί άνθρωποι, οι σοβαροί, δεν αποδέχονται. Πνεύματα, αγγέλους, ξωτικά, δαίμονες.
Νομίζω ότι αν έγινα συγγραφέας το οφείλω απ’ τη μία στα αλαφροΐσκιωτα γονίδια της μητέρας μου κι απ’ την άλλη στον ψεύτη πατέρα μου.
“Τι κάνεις, μαμά;”
Δεν την είχα δει απ’ τη στιγμή που φτάσαμε. Περνούσε τις περισσότερες ώρες, αν όχι όλες, στο κρεβάτι.
Της άρεσε να ονειρεύεται, έτσι έλεγε.
Δεν της άρεσε ο κόσμος, έτσι έλεγε.
Παρατήρησα πόσο είχε αδυνατίσει. Έμοιαζε με φιγούρα του Τιμ Μπάρτον, έτοιμη να περάσει στην επόμενη κατάσταση. Χωρίς καθόλου λίπος πάνω της, μαύρους κύκλους ως το στόμα, άχρωμα μαλλιά.
Θυμήθηκα μια φωτογραφία της. Αρχές δεκαετίας ογδόντα, σχεδόν ΠΑΣΟΚ. Φορούσε καμπάνα παντελόνι και πουκάμισο με λαχούρια. Μαλλί ως τη μέση. Πρόσωπο φουσκωτό και χαμόγελο.
“Μ’ ακούς;” της είπα πιο δυνατά, σαν να μιλούσα σε γριά.
Εκείνη γύρισε το κεφάλι μόνο.
“Η Νέλλη κι ο μικρός έφυγαν”, της είπα.
Καμία αντίδραση.
“Κέρδισα το τζόκερ.”
Καμία αντίδραση.
“Τι σημαίνει το οκτώ;” είπα χαμογελώντας.
“Ο βασιλιάς”, είπε εκείνη
Είχε μιλήσει, κάτι που έκανε σπάνια.
“Ποιος είναι ο βασιλιάς;” τη ρώτησα.
“Γι’ αυτό σκότωσαν το σκυλί. Το άκουσα να γαβγίζει.”
“Ποιοι το ‘καναν;”
“Αυτοί που πιστεύουν στον όγδοο βασιλιά.”
“Ποιος είναι ο…”
Δεν τέλειωσα την ερώτηση γιατί μου γύρισε την πλάτη και πήγε πίσω στο δωμάτιο της. Ξάπλωσε κι είπε:
“Θα τον βρεις στην εκκλησία τους. Αλλά πρόσεχε.”
Αυτό το τελευταίο το είπε όπως κάθε μάνα που λέει στο παιδί της να φορέσει ζακέτα όταν βγαίνει. Κάπου είχε χαθεί, μπορεί έτσι να γεννήθηκε, χαμένη, αλλοπαρμένη, αλλά κάπου μέσα της υπήρχε μια μητρική σπίθα.
Χώθηκε μέσα στα σεντόνια, έγινε ένα με το κρεβάτι. Φορούσε άσπρο νυχτικό, ήταν χλωμή. Με κοίταξε για λίγο και μετά αποκοιμήθηκε.
~~~~~~
Γύρισα να βγω έξω, πιο μπερδεμένος ακόμα. Ο όγδοος βασιλιάς; Ο όγδοος βασιλιάς ποιας χώρας; Της Ελλάδας ποιος ήταν; Ο Κωνσταντίνος; Ο τελευταίος; Και γιατί σκότωσαν το σκυλί μου οι φιλοβασιλικοί;
Θα μπορούσε να μην είναι στ’ αλήθεια βασιλιάς. Κάτι άλλο που βασιλεύει. Ο ήλιος. Σε οκτώ μέρες. Ή κάτι άλλο με οκτώ και βασιλιά.
Άνοιξα το ψυγείο για να πιω νερό. Δίπλα είχε ένα ψηλό ξύλινο έπιπλο κι επάνω του το μεταλλικό κουτί μπισκότων που όλες οι γιαγιάδες έχουν στο σπίτι τους, αλλά ποτέ δεν έχει μέσα μπισκότα.
Ήταν η συνηθισμένη παγίδα. Νομίζεις ότι έχει μπισκότα κι έχει είδη ραπτικής. Ή κουμπιά.
“Δεν θα τ’ ανοίξω”, είπα και προχώρησα ένα βήμα.
Αλλά δεν άντεξα. Δεν είμαι ο τύπος που καπνίζει ένα τσιγάρο, πίνει ένα ποτήρι κρασί, αρνείται το επιδόρπιο κι ελέγχει τις παρορμήσεις του.
Ήταν γεμάτο κουκούτσια. Ξερά κουκούτσια από βερίκοκα και ροδάκινα. Αλλά κι εκείνα τα στρογγυλά από τα βύσσινα. Όταν ζούσε η γιαγιά μας έφτιαχνε γλυκό βύσσινο. Τα κουκούτσια τα τρυπούσαμε μ’ ένα καρφί και τα κάναμε κομποσχοίνια.
Έβαλα τα χέρια μες στο κουτί για να τα νιώσω. Πάντα με ηρεμούσε η αίσθηση της αφής, σαν να έχωνα τα δάκτυλα στην άμμο.
Άκουσα τη μάνα μου να βήχει. Μου είχε πει ότι θα βρω τον όγδοο βασιλιά στην εκκλησία. Ποια εκκλησία; Σίγουρα του Άι Γιώργη. Δεν μπορεί να ήταν η εκκλησία του Μοντεβίδεο. Γέλασα μόνος μου. Μετά μου κόπηκε το γέλιο.
Μες στο κουτί είχε κι ένα πανί. Το έβγαλα και το κοίταξα. Ήταν άσπρο απ’ τη μια, πιο ροζ απ’ την άλλη. Δεν θα το αναγνώριζα ποτέ με τα μάτια, αλλά το άγγιξα. Και το είχα χαϊδέψει χιλιάδες φορές. Ήταν το αυτί της Λούλου.
Μου κόπηκε η ανάσα. Πήγα προς τα έξω να βρω τον πατέρα μου. Ήταν στην εξώπορτα και με περίμενε. Κρατούσε το τηγάνι των πουλιών. Με κοπάνησε στο μέτωπο κι ο χρόνος πήγαινε αργά, άκουγα τους Beatles να τραγουδάνε Dont let me down, έπεφτα πίσω σε αργή κίνηση, το τηγάνι γυάλιζε στον ήλιο, το ταβάνι είχε αράχνες, dont let me down, βρέθηκα στο πάτωμα, σκοτάδι.
~~~~~~~~~~~~~~~~~
(2. Η αποκάλυψη)
“Ναι, ναι (αμήν, αμήν λέγω υμίν), σας λέγω την αλήθειαν. Η Νέα Πόλις θα κτισθή και δεν θα είναι χθαμαλή σε βαλτοτόπια. Θα οικοδομηθή στα υψίπεδα της Οικουμένης, μα δεν θα ονομασθή Μπραζίλια, Σιών, Μόσχα, ή Νέα Υόρκη, αλλά θα ονομασθή η πόλις αυτή Οκτάνα.”
Αντρέας Εμπειρίκος, Όχι Μπραζίλια, μα Οκτάνα
~~~~{4}~~~~
Ήμουν παιδί. Γυρίζαμε στο σπίτι απ’ τις διακοπές. Ταξιδεύαμε βράδυ. Μύριζα τον καπνό του τσιγάρου. Ακουγόταν ο λευκός θόρυβος της μηχανής. Το σώμα μου πήγαινε δεξιά κι αριστερά στις στροφές. Ακουγόταν κάπου πίσω η φωνή του Καζαντζίδη. Θεέ μου, τη δεύτερη φορά… Ο πιο ωραίος ύπνος. Στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου των γονιών μου.
Αλλά το κάθισμα είχε μικρύνει. Έκανα να γυρίσω κι ένιωσα το κεφάλι μου να πονάει.
“Ξύπνησες;”
Η φωνή του πατέρα μου. Άνοιξα τα μάτια. Δεν ήμουν παιδί. Ούτε φιμωμένος σε κάποιο μπουντρούμι, αλλά στριμωγμένος στο πίσω κάθισμα. Κοίταξα έξω. Δεν είχαμε απομακρυνθεί πολύ απ’ τη Θάλαττα.
“Με χτύπησες στο κεφάλι”, του είπα κι ανακάθισα.
“Έπρεπε.”
“Θα μπορούσες να με σκοτώσεις.”
“Υπερβάλλεις.”
Στο κάθισμα του συνοδηγού είχε τη βαλίτσα μου.
“Πού πάμε;”
“Σε πάω εκεί όπου ανήκεις. Στην οικογένεια σου.”
“Δια της βίας;”
“Αστυνομικός δεν είμαι;”
Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω πότε αστειεύεται αυτός ο άνθρωπος.
“Πώς με κουβάλησες στο αμάξι;”
“Είπα στο Λάμπη από δίπλα. Τον θυμάσαι; Καλό παιδί, αλλά…” Κούνησε το χέρι σαν να ξεβίδωνε μια βίδα στο κεφάλι του.
“Τον θυμάμαι.”
“Του είπα ότι χτύπησες στο κεφάλι.”
“Που δεν ήταν και ψέματα, ε;”
Είχα ένα ωραίο καρούμπαλο, σαν κέρατο μονόκερου. Το άγγιξα και τινάχτηκα.
“Θα έχουν φύγει τώρα”, του είπα.
“Το λεωφορείο φεύγει σε μια ώρα. Το τρένο αποκλείεται να το πρόλαβαν.”
“Γιατί το κάνεις αυτό;”
“Γιατί κινδυνεύεις. Κι εσύ και όλοι μας. Δεν σου αρκεί το σκυλί;”
“Ποιος είναι ο όγδοος βασιλιάς;”
“Ο ποιος; Βασιλιάς. Ξέρω ‘γω. Ο Κωνσταντίνος ήταν; Περίμενε.”
Άναψε φλας κι έστριψε δεξιά. Οδήγησε δύο λεπτά ακόμα. Κατάλαβα πού πηγαίναμε. Το θλιμμένο καφενείο του Πεντακόσια. Το ήξερα το μέρος, ήξερα και την ιστορία του (διάβασε εδώ “Τα πόδια της Λήδας” https://sanejoker.info/2020/05/ledasfeetfinal.html)
~~
Κάτσαμε έξω. Ο Πεντακόσιας μας έφερε σκέτο ελληνικό, Μεταξά, παξιμάδι κι ελιές. Το μαγαζί πάντα σέρβιρε σαν να ήταν μνημόσυνο.
“Τον πίνουμε γρήγορα και φεύγουμε”, είπε ο πατέρας μου.
“Γι’ αυτό σταματήσαμε;”
“Αυτά που θα σου πω, να ξέρεις, δεν είναι δικά μου. Η θεία μου η Γεωργία μου τα ‘πε.”
Η νουνά μου, η Γεωργία, ήταν αδελφή του νεκρού παππού μου. Εκείνος είχε πεθάνει από λύκο πολύ παλιά, όταν ο γιος του ήταν ακόμα μωρό.
Τι είχε πει η νουνά στον πατέρα μου; Γενικότητες. Ότι η Θάλαττα ήταν στο επίκεντρο μιας ιερής περιοχής. Από τη μια η Ολυμπία, απ’ την άλλη το Λύκαιο όρος, το ιερό βουνό των Πελασγών, με τις ανθρωποθυσίες. Παρακάτω η Νέδα, το μόνο θηλυκό ποτάμι.
Οι αρχαίοι δεν επέλεγαν στην τύχη τοποθεσίες. Συνήθως τις έβρισκαν με ονειρομαντεία ή νεκρομαντεία. Τα συγκεκριμένα μέρη ήταν πιο λεπτά.
Τον ρώτησα τι εννοούσε όταν έλεγε πιο λεπτά.
“Δεν τα είπα εγώ, εντάξει”, έκανε κι άναψε τσιγάρο.
“Θα σε σκοτώσουν αυτά.”
“Μπα, ξέρω πώς θα πεθάνω.”
Δεν φάνηκε ν’ αστειεύεται.
“Τι σημαίνει πιο λεπτά;”
Όπως το είπε η νουνά μου, κι όχι ο πατέρας μου, τον κόσμο που αντιλαμβανόμαστε ως πραγματικό τον διαχωρίζει απ’ τους πολλούς άλλους κόσμους, εξίσου πραγματικούς, αλλά όχι ανθρώπινους, μια επιφάνεια σαν πάγος. Σε κάποια σημεία αυτό το διαχωριστικό είναι πολύ λεπτό, σαν κρούστα, οπότε συμβαίνει ώσμωση.
Εκείνη τη στιγμή τον διέκοψα. Ο πατέρας μου ήταν αστυνομικός του εξατάξιου γυμνασίου. Δεν μπορούσε να γνωρίζει μια τέτοια λέξη.
“Ξέρεις τι σημαίνει ώσμωση;” τον ρώτησα χαμογελώντας και περιμένοντας να αποκαλυφτεί το ψέμα του.
“Είναι σαν να ‘χεις ένα ποτήρι με κρασί, κλεισμένο με κάτι, κύστη ζώου και να το έχεις μέσα σε νερό. Ο διαλύτης κινείται, περνάει, αλλά δεν ανακατεύονται.”
Κατάλαβε ότι τον κοιτούσα περίεργα.
“Όταν μιλούσε η νουνά σου έβλεπα εικόνες”, μου είπε. “Τις έβλεπα κανονικά, στο μυαλό μου.”
Μόλις το είπε αυτό θυμήθηκα τη διήγηση του θανάτου του παππού μου, εκείνον που πέθανε από λύκο, όχι το ζώο. Καθώς μου έλεγε για εκείνον η νουνά μου έβλεπα εικόνες. Νόμιζα ότι ήταν η ζωηρή φαντασία μου, αλλά μάλλον ήταν… ώσμωση.
Ήπια λίγο καφέ κι έφαγα παξιμάδι. Το κονιάκ δεν τ’ άγγιξα.
“Οπότε”, τον ρώτησα, “ποιο είναι το συμπέρασμα;”
“Συμβαίνουν παράξενα πράγματα στη Θάλαττα”, εξομολογήθηκε και φάνηκε ν’ αλαφρώνει.
“Αυτό το ‘χω καταλάβει.”
“Ακόμα δεν έχεις δει τίποτα”, μου είπε κι άφησε ένα χαρτονόμισμα στο τραπέζι.
Έτσι πληρώνανε στο θλιμμένο καφενείο του Πεντακόσια. Ό,τι ήθελε ο καθένας, για την ψυχή του.
~~~
Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και συνεχίσαμε για τον Πύργο. Για να προλάβω την οικογένεια μου και να φύγω μαζί τους, μακριά απ’ την κρούστα και την ώσμωση. Το είχα αποδεχτεί ότι έτσι έπρεπε να γίνει. Τότε ξεκίνησε να παίζει Μπαχ. Ήταν το τρίτο Βρανδεμβούργειο κοντσέρτο, το αγαπημένο μου.
“Τι ‘ν’ αυτό;” είπε ο πατέρας μου.
“Μπαχ.”
Ο πατέρας μου κοίταξε γύρω
“Το τηλέφωνο σου είναι”, μου είπε
Πράγματι ήταν ο ήχος κλήσης του καινούριου μου τηλεφώνου. Δεν του έδινα πολλή σημασία, έτσι συνέχεια το έχανα ή το ξέχναγα. Γι’ αυτό πάντα αγόραζα φτηνά κινητά. Ήταν στη βαλίτσα μου. Η Νέλλη το είχε φορτίσει όσο κοιμόμουν. Εκείνη μ’ έπαιρνε.
“Έρχομαι”, της είπα κατευθείαν.
“Πού έρχεσαι;”
“Πού είσαι;”
“Στο χωριό”, είπε η Νέλλη.
“Είναι στο χωριό”, είπα στον πατέρα μου.
Εκείνος πάτησε αλάρμ, σταμάτησε δεξιά.
“Σε ποιο χωριό;” είπε ο πατέρας μου.
Μου φάνηκε χαζή ερώτηση, αλλά ποτέ δεν ξέρεις.
“Σε ποιο χωριό;” είπα στο τηλέφωνο.
“Στο χωριό του Άι Βασίλη”, είπε η Νέλλη.
Θα παραδεχτώ με αυτοσαρκαστική διάθεση ότι το σκέφτηκα για ένα δέκατο του δευτερολέπτου.
“Με συγχωρείς”, της είπα μετά.
“Δεν γύρισα γι’ αυτό”, είπε η Νέλλη.
“Γιατί;”
“Ο Τηλέμαχος είδε κάποια… πράγματα.”
“Τι πράγματα;”
“Παράξενα. Έλα σπίτι. Πού είσαι; Γύρνα”, είπε και το ‘κλεισε.
Είπα στον πατέρα μου για τα “παράξενα πράγματα” που είδε ο Τηλέμαχος.
“Γαμώτο”, είπε ο πατέρας μου. “Συνήθως δεν την παίρνουν τ’ αγόρια.”
Δεν ήθελα να ρωτήσω τι είναι αυτό που συνήθως δεν παίρνουν τ’ αγόρια, δεν ήθελα να μάθω. Κοίταζα ένα χωράφι με καλαμπόκια.
Η λέξη καλαμπόκι προέρχεται απ’ τα αρβανίτικα, καλαμπόκ ή κάτι τέτοιο. Το λέγανε και αραποσίτι, το σιτάρι του αράπη. Στην καθαρεύουσα αραβόσιτος, του Άραβα το σιτάρι. Τους Αμερικάνους κανείς δεν τους ανέφερε. Κανονικά θα έπρεπε να λέγεται Ινκόσιτος, το σιτάρι των Ίνκας.
“Είσαι καλά;” με ρώτησε ο πατέρας μου.
“Μάλλον.”
“Φτάνουμε σπίτι, ετοιμάσου.”
“Για ποιο πράγμα;”
“Να ζητήσεις συγνώμη και να ταπεινωθείς.”
~~~~
Φτάσαμε σπίτι. Η Λούλου έλειπε πάλι και για πάντα. Η Νέλλη ήταν στην κουζίνα. Ζήτησα συγνώμη, αγκαλιαστήκαμε. Υπήρχε κάτι πιο βαθύ εκεί, αλλιώς δεν θα μου έδινε συγχώρεση τόσο εύκολα. Όχι για κάτι τόσο σημαντικό.
“Πού είναι ο μικρός;” τη ρώτησα.
Ο μικρός ήταν πλέον ένα κι ογδόντα ύψος, με σαράντα πέντε παπούτσι. Αλλά για μας ήταν ακόμα εκείνο το μωρό που έφτυνε κρέμες.
“Έχει πάει στο δωμάτιο της γιαγιάς του.”
“Γιατί;”
“Αυτός το είπε.”
Τότε παρατήρησα ότι το κινητό του “μικρού” ήταν στο τραπέζι της κουζίνας. Το είχε αφήσει απ’ τα χέρια του! Ίσως να συνέβαιναν πολλά παράξενα στη Θάλαττα, αλλά εκείνο ήταν θαύμα.
“Γιατί γυρίσατε;”
“Δεν ήθελες;”
“Ήθελα, εννοείται. Αλλά δεν γυρίσατε επειδή ήθελα.”
“Όχι. Έλα.”
Με πήρε απ’ το χέρι και βγήκαμε στην αυλή. Κάτσαμε κάτω απ’ την παχιά σκιά της μουριάς.
“Κάτι έγινε”, μου είπε.
Κατάλαβα αμέσως ότι αυτό το “κάτι” είχε να κάνει με την ώσμωση που έλεγε ο πατέρας μου.
~~~~~
Είχαν πάει πρώτα στο σταθμό του τρένου. Όμως από τότε που τον ΟΣΕ τον είχε αγοράσει μια ιταλική εταιρεία είχε ελάχιστα δρομολόγια στα φτωχά μέρη. Δεν υπήρχε καν υπάλληλος στο σταθμό. Θα μπορούσε ν’ ακούγεται μουσική Ένιο Μορικόνε. Τόση ερημιά. Η Νέλλη είδε στον πίνακα ότι το επόμενο -και τελευταίο- θα έφευγε σε πέντε ώρες.
“Αντέχεις να πάμε μέχρι τα λεωφορεία;” ρώτησε τον Τηλέμαχο.
“Τι;” είπε εκείνος.
Η εφηβεία προκαλεί κώφωση. Για να σε ακούσουν, αν είσαι γονιός ή καθηγητής, πρέπει να επαναλάβεις την ερώτηση σου δύο με τέσσερις φορές. Αυτό έκανε κι η Νέλλη. Την τρίτη φορά ο μικρός είπε ότι δεν είχε πρόβλημα να περπατήσει.
Έξω απ’ τον σταθμό δεν υπήρχε ταξί. Ξεκίνησαν κουβαλώντας τις τσάντες. Μετά από εκατό μέτρα ο Τηλέμαχος είχε μια καλύτερη ιδέα. Να γκουγκλάρουν Ταξί Πύργος. Η Νέλλη δεν τον άφησε.
“Βλέπω ένα εκεί!” φώναξε κι έτρεξε, όσο μπορούσε έτσι όπως ήταν φορτωμένη.
Το πρόλαβε. Ο ταξιτζής βγήκε ν’ ανοίξει το πορτ μπαγκάζ. Η Νέλλη γύρισε να μιλήσει στον Τηλέμαχο. Τον είδε να στέκεται πενήντα μέτρα πιο πίσω. Αρχικά νόμιζε ότι κοιτούσε το κινητό του. Τσαντίστηκε. Τον φώναξε, δεν την άκουσε. Τον ξαναφώναξε. Τίποτα. Τότε παρατήρησε ότι κρατούσε το κινητό στο πλάι και κοιτούσε την είσοδο μιας πολυκατοικίας.
Άφησε τον ταξιτζή να φορτώνει και πλησίασε τον μικρό. Ο Τηλέμαχος δεν στεκόταν ακίνητος, δεν είχε παγώσει. Για μια στιγμή της φάνηκε σαν να πάλλεται, σαν ν’ αναβοσβήνει κάτι γύρω του.
Τον ακούμπησε. Γύρισε να δει τι κοιτάει. Στην είσοδο της πολυκατοικίας υπήρχε το καπάκι από ένα φέρετρο, μαζί με στεφάνια και κηδειόχαρτο.
“Κάποιος θα πεθάνει”, είπε ο Τηλέμαχος.
Η φωνή του δεν είχε τίποτα το εφηβικό. Θα μπορούσε να έχει μιλήσει ο Μάνος Κατράκης.
“Κηδεία είναι”, είπε η Νέλλη.
“Στο χωριό. Κάποιος θα πεθάνει.”
“Στο χωριό;”
“Είναι αναπόδραστο.”
Η Νέλλη πιο πολύ παραξενεύτηκε, παρά τρόμαξε. Ποιος έφηβος λέει αναπόδραστο;
Ο εγγονός κάποιου αστυνομικού που λέει ώσμωση.
Ο Τηλέμαχος την κοίταξε κατάματα.
“Ο θάνατος είναι αναπόδραστος, αλλά θα τον επιλέξουμε εμείς. Θα είναι θυσία.”
“Είσαι καλά;”
Δεν βρήκε κάτι καλύτερο να ρωτήσει. Δεν της έκανε πλάκα, το ήξερε, γιατί… Κάποιες φορές απλώς το ξέρεις.
“Πρέπει να γυρίσουμε πίσω”, είπε ο Τηλέμαχος και προχώρησε στο ταξί. Έκατσε πίσω. Μπήκε κι η Νέλλη.
“Πού πάμε;” ρώτησε ο Ταξιτζής.
Η Νέλλη κοίταξε τον Τηλέμαχο. Τον είχε μέσα της εννιά μήνες. Του έδωσε το στήθος της για να τραφεί. Τον νανούριζε, τον έπλενε, του έβαζε θερμόμετρο. Έπαιζε μαζί του, του έμαθε τα χρώματα και τα γράμματα. Ήταν κομμάτι δικό της, όχι του σώματος της, κομμάτι της ζωής της.
Και τον έβλεπε να κάθεται εκεί, ένα αγόρι που είχε αποκτήσει κάτι το προσωπικό, κάτι ξένο, κάτι καινούριο. Η Νέλλη θυμήθηκε την Παναγία. Ο Ιησούς, το παιδί της, της είχε πει: Δεν είμαι πια ο γιος σου.
Ο Τηλέμαχος δεν είχε πει κάτι τέτοιο, αλλά το είχε δείξει. Δεν ήταν ακόμα, αλλά γινόταν. Ήταν το τέλος της αρχής. Κι είχε μιλήσει για θυσία. Ποιος έπρεπε να θυσιαστεί;
“Καλύτερα εγώ”, σκέφτηκε η Νέλλη.
“Μαντάμ, να ξεκινήσουμε”, είπε ο ταξιτζής.
“Ναι, ξεκινήστε. Μαντάμ;”
“Πού πάμε, κυρία;”
“Θάλαττα.”
~~~~~{5}~~~~~
Ο ήλιος ήταν εκεί, πάνω απ’ τα κεφάλια σας, έτσι όπως συνηθίζει. Τα φύλλα της μουριάς έριχναν σκιά, έτσι όπως συνηθίζουν. Τα τζιτζίκια συνέχιζαν το εφήμερο τραγούδι τους, τα φύλλα ήταν πράσινα, οι κότες έτρωγαν σπόρους. Όλα ήταν κανονικά κι όλα πήγαιναν κατά διαόλου.
Είκοσι τέσσερις ώρες πριν, όταν ξεκινήσαμε απ’ τη Θεσσαλονίκη, ήμασταν μια τυπική μικροαστική οικογένεια -καλλιτεχνών. Παλιό αυτοκίνητο, ακούγαμε Tuxedomoon κι Αλκίνοο Ιωαννίδη, λέγαμε για τα διόδια, για τον Γούντι Άλεν, πίσω ο Τηλέμαχος κοιτούσε το κινητό του κι η Λούλου μασουλούσε το πόδι της.
Τι είχε μείνει όρθιο; Η Λούλου σίγουρα όχι, την είχαμε θάψει, τα κομμάτια της, στο ρέμα. Ο Τηλέμαχος είχε παρατήσει το κινητό και μιλούσε με την αλαφροΐσκιωτη γιαγιά του.
Το αυτοκίνητο ήταν στο συνεργείο. Ο πατέρας μου με είχε κοπανήσει με το τηγάνι των πουλιών. Μετά μου είπε για την ώσμωση ανάμεσα στους δύο κόσμους.
Η Νέλλη είχε δει έντρομη το σπλάχνο της να απογαλακτίζεται κι εγώ έπρεπε, σίγουρα έπρεπε, να πάω πίσω στον Άι Γιώργη.
~~
“Τι γίνεται εδώ;” με ρώτησε η Νέλλη.
“Ώσμωση.”
Δεν της άρεσε η απάντηση. Νόμιζε ότι την κοροϊδεύω. Κι εγώ το ίδιο νόμιζα.
“Θυμάσαι τους πίνακες του Νταλί;” Τους θυμόταν. “Ωραία, ανακάτεψε τους με τους πίνακες τους Φράνσις Μπέικον.”
“Αυτός είναι πολύ σκληρός”, είπε σμίγοντας τα φρύδια της.
Ο εγκέφαλος είναι παράξενο όργανο. Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα ότι την είχα ερωτευτεί και για τα ωραία της φρύδια.
“Είναι πολύ βίαιος”, συνέχισε η γαϊτανοφρύδα.
“Ακριβώς. Ζούμε μια σουρεαλιστική κατάσταση που είναι αιματηρή. Ο Μπέικον ζωγραφίζει Νταλί.”
Δεν της άρεσε. Σηκώθηκε κι έκανε έναν γύρο.
“Φταίει το μέρος;”
“Το μέρος σίγουρα. Αλλά μπορεί να είναι και στο αίμα μας. Κουβαλάμε τον τόπο καταγωγής στα γονίδια μας.”
Της είπα όσα μου διηγήθηκε ο πατέρας μου. Ο Τηλέμαχος το είχε κληρονομήσει. Ποιο;
“Το είδα, το ένιωσα”, είπε η Νέλλη. “Μήπως να φεύγαμε;”
“Ο μικρός σ’ έφερε πίσω.”
“Να φεύγαμε όλοι μαζί.”
“Θα μας ακολουθήσει.”
“Ψέματα το λες. Δεν το ξέρεις.” Με είχε καταλάβει πάλι. “Αλλά θες να δεις τι συμβαίνει, έτσι δεν είναι;”
“Ένοχος.”
Και σαν το είπα αυτό ακούστηκε ένας γάιδαρος να γκαρίζει τρεις φορές.
Γελάσαμε ταυτόχρονα. Θυμηθήκαμε τον Τομ Ρόμπινς. Όταν έχεις ζήσει τόσο πολύ και τόσο κοντά μ’ έναν άνθρωπο τα μυαλά σας τρέχουν παράλληλα. Νομίζω ότι τα ζευγάρια δένονται περισσότερο μεταξύ τους, παρά με τα παιδιά τους. Τα παιδιά φεύγουν, πετάνε απ’ τη φωλιά για να φτιάξουν δική τους. Οι γονείς πεθαίνουν στη φωλιά -κάποιες φορές και τραγουδώντας.
~~~
Ζήτησα απ’ τον πατέρα μου τα κλειδιά του αυτοκινήτου. Του είπα ότι έπρεπε να μπω στην εκκλησία.
“Θα σε πάω εγώ, αλλά περίμενε”, είπε και με τράβηξε. Φώναξε και τη Νέλλη.
Είχε σχέδιο. Λίγο πριν τη μεγάλη στροφή, εκεί όπου τράκαρα, θα με άφηνε. Δεν φαίνεται απ’ τον Άι Γιώργη. Θ’ ανέβαινε μέχρι πάνω κορνάροντας και χαιρετώντας, όλα καλά, όλα ανθηρά. Θα πήγαινε στον Ροδίτη για καφέ. Θα του έλεγε ότι φύγαμε.
Εγώ έπρεπε ν’ ανέβω απ’ τα χωράφια. Η εκκλησία ήταν ψηλά, αλλά δεν ζούσαν πολλοί άνθρωποι στο χωριό. Δεν θα μ’ έβλεπαν.
“Κι εμένα γιατί με φωνάξατε;” είπε η Νέλλη που συνέχιζε να του μιλάει στον πληθυντικό.
“Εσύ, μέχρι να γυρίσω, θα ‘χεις αυτό.”
Άνοιξε μια πετσέτα κουζίνας. Μέσα είχε ένα 38άρι Smith & Wesson, ένα μικρό περίστροφο.
“Πλάκα κάνεις!” είπαμε μαζί με τη Νέλλη και τραβηχτήκαμε πίσω σαν να βλέπαμε φίδι.
“Αν έρθουν να κάνουν στον Τηλέμαχο ό,τι κάναν στο σκυλί; Σου μοιάζει για πλάκα;”
Στις ταινίες είχα δει πολλούς ενθαρρυντικούς λόγους, όπου ο πρωταγωνιστής προσπαθούσε να πείσει τους στρατιώτες να πολεμήσουν με αυταπάρνηση. Εμείς δεν χρειαστήκαμε περισσότερα. Μας έφτασαν αυτές οι δυο προτάσεις.
Η Νέλλη πήρε το όπλο, το ζύγισε.
“Πώς ρίχνω;” ρώτησε.
“Κρατάς με τα δύο χέρια τεντωμένα, σημαδεύεις, πατάς τη σκανδάλη. Έχει πέντε σφαίρες το εξηντάρι.”
“Εντάξει”, είπε η Νέλλη κι έβαλε το όπλο στην πλάτη.
Τη θαύμασα. Τους θαύμασα και τους δυο. Τελικά πρέπει να δεις πώς αντιδρούν στις δύσκολες καταστάσεις οι άνθρωποι, για να τους κρίνεις σωστά.
~~~~
Φύγαμε για τον Άι Γιώργη στις έξι το απόγευμα. Στη διαδρομή δεν μιλούσαμε. Δεν ήξερα τι να πω. Ούτε κι εκείνος.
Μόνο όταν σταματήσαμε στη στροφή με την πηγή της Παναγίας κι άνοιξα την πόρτα για να βγω, μόνο τότε του είπα να προσέχει τη Νέλλη και τον μικρό. Αν κάτι μου συνέβαινε.
“Θα τους προσέχω”, μου απάντησε.
Αυτό με ανησύχησε περισσότερο. Συνήθως σου λένε ότι τίποτα δεν θα σου συμβεί και να μην ανησυχείς. Το άφησα ασχολίαστο.
Προχώρησα μέσα απ’ τις σκιές, κάτω από δέντρα, σε χωματόδρομους και μονοπάτια. Δεν με είδε κανείς. Κι έφτασα στην εκκλησία.
~~~~~
Η εκκλησία του Άι Γιώργη ήταν οκταγωνικού ρυθμού. Ο τρούλος δεν ήταν στη μέση, αλλά πιο πίσω. Είναι παλιά αρχιτεκτονική, βυζαντινή.
Η πόρτα ήταν ανοικτή, τρύπωσα. Τα μάτια μου άργησαν να συνηθίσουν το ημίφως. Η μύτη μου είδε πιο γρήγορα -και παραξενεύτηκε. Δεν μύριζε λιβάνι ή κερί. Υπήρχε μια πιο βαθιά νότα αρώματος, πιο θηλυκή, σαν κάτι από γιασεμί.
Ήταν μικρή εκκλησία, χωρίς τίποτα το ξεχωριστό -πέρα απ’ το άρωμα. Λίγες καρέκλες από δω κι από κει. Οι αγιογραφίες συνηθισμένες. Ούτε πολύ παλιές ούτε και φρέσκιες. Και σίγουρα δεν τις είχε φτιάξει ο Ντα Βίντσι.
Πήγα πιο κοντά στο Ιερό. Πάνω απ’ την Ωραία Πύλη, την κεντρική πύλη, έχουν πάντα τον Μυστικό Δείπνο, σε όλες τις εκκλησίες. Έτσι ήταν κι εκεί, αλλά δεν ήταν το έργο του Ιταλού ζωγράφου. Κάτι άλλο, φτιαγμένο με σωστή τεχνική, αλλά χωρίς φαντασία. Βαρετό.
Κοίταξα τις αγιογραφίες. Δεξιά απ’ την Πύλη ο Χριστός, αριστερά η Παναγία. Και δίπλα της ο προστάτης άγιος της εκκλησίας και του χωριού. Ήταν ο Άγιος Γεώργιος στο άλογο του και σκότωνε τον…
Δεν σκότωνε κανέναν.
Ο συγκεκριμένος άγιος πάντα εικονίζεται να σφάζει τον δράκοντα. Σ’ εκείνη την εκκλησία ο Άι Γιώργης είχε βγει για ιππασία. Κρατούσε το δόρυ με την αιχμή στραμμένη προς τα πάνω.
Παρατήρησα τις υπόλοιπες αγιογραφίες στο τέμπλο. Όλες ήταν κανονικές. Ο Ιωάννης ο Πρόδρομος στα δεξιά του Χριστού είχε κομμένο κεφάλι. Μόνο ο προστάτης άγιος ήταν διαφοροποιημένος.
Έκανα ένα βήμα και μπήκα στο ιερό. Τίποτα άξιο λόγου κι εκεί μέσα, απογοήτευση. Πήγα πάλι προς την πύλη για να δω τον ahimsa Άι Γιώργη. Κι όπως έστριψα στην Άγια Τράπεζα με βλέμμα προς τα έξω τον είδα.
Ο Μυστικός Δείπνος του Ντα Βίντσι ήταν ζωγραφισμένος απέναντι απ’ το Ιερό, ψηλά, στον γυναικωνίτη, ακριβώς πάνω απ’ την κεντρική πόρτα της εκκλησίας. Δεν μπορούσε να τον δει κανείς, πέρα απ’ τις γυναίκες και τον ιερέα, τον έκρυβε το μπαλκόνι. Έτρεξα ν’ ανέβω.
Δεν ήταν εκτύπωση. Κάποιος τον είχε φτιάξει με την τεχνοτροπία του buonfresco, όπως τον αυθεντικό. Και ήταν πολύ καλή αντιγραφή, όχι από ερασιτέχνη.
Έψαξα για σημάδια, για κάτι παράξενο, όπως η έλλειψη του δράκοντα. Όχι, ήταν κι οι δεκατρείς εκεί. Αλλά κάτι με ενοχλούσε στην κεντρική φιγούρα.
Ο Χριστός ήταν διαφορετικός, το ένιωσα. Δυστυχώς δεν είχα smart phone για να μπω στο διαδίκτυο και να τον συγκρίνω με την αυθεντική εικόνα. Το τηλέφωνο μου ήταν για παππούδες, καθότι νεολουδίτης. Πήρα τηλέφωνο τη Νέλλη και της ζήτησα βοήθεια.
~~~~~~
“Ωραία”, είπε μόλις άνοιξε την εικόνα στο google, “τον βλέπω.”
“Πώς είναι;”
“Ο κλασικός αναγεννησιακός Χριστός. Ξανθός και άσπρος. Τα μάτια δεν φαίνονται, αλλά σίγουρα είναι γαλανομάτης σαν τον Ρόμπερτ Πάουελ. Φοράει κόκκινη μπλούζα και μπλε χιτώνα κι έχει τα χέρια του–”
“Τι φοράει;” την έκοψα.
“Κόκκινη μπλούζα και μπλε χιτώνα.”
Αυτό μ’ ενοχλούσε, αλλά δεν μπορούσα να το καταλάβω. Ο Χριστός φορούσε άλλα χρώματα.
“Εδώ φοράει πράσινη μπλούζα και πορτοκαλί χιτώνα”, της είπα.
“Τ’ αντίθετα”, είπε η Νέλλη. “Είναι τα αντίθετα χρώματα.”
“Γιατί να το κάνουν αυτό;”
“Μήπως άλλαξε η μόδα;” είπε η Νέλλη.
Δεν ήταν αστείο, υπήρχε συμβολισμός. Έκλεισα το τηλέφωνο κι έμεινα να κοιτάω. Γιατί να βάλουν αντίθετα χρώματα;
Τότε μου ήρθε μια ιδέα που σίγουρα θα προτιμούσα να ήταν λάθος. Έτρεξα κάτω κι άνοιξα την Καινή Διαθήκη, στο τελευταίο βιβλίο, την Αποκάλυψη.
Τη διάβασα σε λίγα λεπτά. Έχω κάνει μαθήματα ταχείας ανάγνωσης, αλλά αυτό ήταν σκανάρισμα. Έψαχνα μια συγκεκριμένη φράση. Τη βρήκα στο δέκατο έβδομο κεφάλαιο.
“Και το θηρίον ό ην και ουκ έστιν και αυτός όγδοός εστιν και εκ τών επτά εστιν” Οι εφτά βασιλιάδες που προηγήθηκαν. Κι ο όγδοος βασιλιάς θα είναι το Θηρίο.
Το Θηρίο κι ο Δράκοντας. Απέναντι απ’ το Ιερό Τέμπλο, απ’ όπου έλειπε ο δράκοντας, ήταν ζωγραφισμένος ο άλλος Μυστικός Δείπνος. Κι η κεντρική φιγούρα εκεί φορούσε τ’ αντίθετα χρώματα.
Ποιος είναι ο όγδοος βασιλιάς; Ποιος είναι το αντίθετο του Χριστού;
Ο Αντίχριστος.
~~~~~~{6}~~~~~~
Δεν έφυγα τρέχοντας. Έκλεισα το βιβλίο κι αφουγκράστηκα. Κανένας ήχος. Αυτό θα ήταν ανησυχητικό κάπου αλλού, όχι όμως στο χωριό.
Ο πατέρας μου θα κατέβαινε πίσω στο χωριό. Περίμενε κλήση για να με μαζέψει απ’ την Πηγή της Παναγίας. Αλλά πώς μπορούσα να φύγω; Χρειαζόμουν εξηγήσεις, χρειαζόμουν κάποιες ακόμα τελείες για να τις ενώσω και να δω ολόκληρο το σχήμα.
Σίγουρα δεν θα μου έλεγε ο Παπάς, ούτε στο καφενείο οι γερόντοι. Αλλά είχα τον νουνό μου.
Προχώρησα για το σπίτι του πηγαίνοντας από σκιά σε σκιά. Είχε νυχτώσει πια κι ο φωτισμός στον Άι Γιώργη ήταν εφάμιλλος του Παρισιού -στον Μεσαίωνα. Άλλωστε ήταν μετά τις ειδήσεις των οκτώ. Πέρα από δυο-τρεις γέρους που μπεκρόπιναν και κατουριούνταν στο καφενείο, όλοι οι άλλοι έβλεπαν τηλεόραση.
~~
Μπήκα στο σπίτι αθόρυβα, κανείς δεν κλειδώνει στο χωριό. Πήγα στην κουζίνα, είχε αναμμένο μόνο το φως του απορροφητήρα. Ο νουνός μου ήταν εκεί. Τον είχε πάρει ο ύπνος στην καρέκλα πάλι. Πήγα δίπλα του και τον σκούντηξα να ξυπνήσει.
Έπεσε με τα μούτρα στο τραπέζι σπάζοντας την κούπα. Δεν έτρεξε αίμα ούτε βόγγηξε. Ο Ροδίτης δεν θα έπινε καφέ με ταχίνι, ποτέ ξανά. Είχε πάει να βρει τη Γεωργία του.
Πίσω μας, χωμένος στο σκοτάδι, ακούστηκε κάποιος να λέει: “Άργησες.”
Ήξερα ότι ήταν ο Παπάς.
~~~
Βγήκε απ’ τις σκιές σαν να ‘τανε ο Μπάτμαν. Βοηθούσαν και τα ράσα.
“Τον σκότωσες”, του είπα κι έψαξα να δω για κάποιο μαχαίρι.
“Μην είσαι ανόητος”, είπε ο Παπάς. “Ήταν κουμπάρος μου.”
“Και πώς πέθανε;”
“Γηρατειά.”
“Γηρατειά και λίγος…. Αντίχριστος;”
Μόλις είπα αυτή τη λέξη ευχήθηκα να με κοιτούσε με απορία, να με ρωτούσε για ποιο πράγμα μιλούσα, και να ‘ταν όλα στο μυαλό μου, ασυναρτησίες, φαντασιώσεις. Να γελάγαμε και να πηγαίναμε να με κεράσει κρασί και λουκάνικα. Αφού φροντίζαμε τον Ροδίτη φυσικά.
“Δεν ήρθατε τυχαία εδώ”, μου είπε χωρίς καθόλου να παραξενευτεί για τον Αντίχριστο που ανέφερα.
“Ποιος είναι ο όγδοος βασιλιάς;” τον ρώτησα.
“Νομίζεις ότι είναι ένας άνθρωπος;”
“Όχι”, είπα ψέματα.
Ο Παπάς πλησίασε περισσότερο.
“Η νέα εποχή ξεκίνησε το 1888. Τότε γεννήθηκε από τις στάχτες του. Στον δεύτερο παγκόσμιο ήταν έφηβος. Τώρα ενηλικιώθηκε και θα πάρει το θρόνο.”
“Τι είναι; Ο καπιταλισμός;”
“Πόσο μικρόμυαλος είσαι;” είπε και ψαχούλεψε κάτω απ’ το ράσο του. Φαντάστηκα ότι θα έβγαζε όπλο ή μια ματσέτα.
Έβγαλε το κινητό του, ένα iphone 10.
“Υποτίθεται ότι είσαι μορφωμένος άνθρωπος”, μου είπε ο Παπάς. “1888, ο γιος του Μπάμπατζ συναρμολογεί την Αναλυτική Μηχανή. Γένεσις. Στο δεύτερο παγκόσμιο ο Τιούρινγκ το πάει παρακάτω.”
“Τι σκατά είναι αυτά που λες;”
“Άκου αυτό”, είπε κι άνοιξε το κινητό του να παίξει.
Ακουγόταν σαν διάλεξη του TED. Το είχα υποψιαστεί ότι είναι του Αντίχριστου.
“Industry 4.0” έλεγε η γυναικεία φωνή. “Η τέταρτη βιομηχανική επανάσταση στα Κυβερνοφυσικά συστήματα. Μετά τον ατμό, τον ηλεκτρισμό και την αυτοματοποίηση έρχεται η σύνδεση φυσικού κόσμου και κυβερνοχώρου.”
“Και τι σχέση έχει αυτό με τον Θεό;” φώναξα στον Παπά.
Ενώ άκουγα περπατούσα προς τα πίσω, προς την πόρτα. Είναι κλασικό κόλπο, εκμεταλλεύεσαι τη φλυαρία του κακού. Συγκεκριμένα του TED. Κι έπιανε.
“Ο Θεός είναι αυτός”, είπε ο Παπάς και πάτησε την οθόνη του κινητού του.
Άκουσα την πόρτα να κλειδώνει αυτόματα πίσω μου.
Δεν είχα επιλογή, ήμουν εγκλωβισμένο ζώο. Ο Παπάς είχε παραβιάσει μία απ’ τις βασικές αρχές της Τέχνης του Πολέμου: Πρέπει πάντα ν’ αφήνεις μια διέξοδο διαφυγής στον αντίπαλο.
Δεν μου είχε αφήσει διέξοδο, του όρμηξα με το βάρος των εκατό κιλών μου. Εκείνος έκανε κάτι, δεν πρόλαβα να δω πώς. Κινήθηκε στο πλάι και μου έριξε μια αγκωνιά στο λαιμό. Έπεσα στο τραπέζι, κρατήθηκα απ’ τη θηριώδη Αγία Γραφή του Ροδίτη. Ο Παπάς με χτύπησε ξανά. Έπεσα απ’ το τραπέζι με τη Βίβλο. Και λιποθύμησα.
~~~~
Είχα βαρεθεί να ξυπνάω και να μην ξέρω πού βρίσκομαι. Χρειαζόμουν διακοπές από τις διακοπές μου.
Ο Παπάς ήταν εκεί απέναντι κι έπαιζε με το iphone. Ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του Ροδίτη που βρομούσε κάτουρα και μαργαρίτες.
“Θα πιστέψεις κι εσύ στο Θεό”, είπε ο Παπάς σαν είδε ότι συνήλθα. “Όλοι θα πιστέψουν. Δες πόσοι ζουν εκτός διαδικτύου πλέον. Κανένας.”
“Το ίντερνετ είναι ο Αντίχριστος;” του είπα προσπαθώντας να γελάσω. Με πονούσε το σαγόνι μου.
“Όχι, όχι. Είσαι ηλίθιος; Το ίντερνετ είναι ο Αντιπρόδρομος. Μας βαφτίζει όλους.”
Αυτό ακούστηκε ανατριχιαστικά αληθινό. Ο Παπάς είχε δίκιο.
Ό,τι κάνουμε περνάει απ’ το διαδίκτυο. Τα πάντα είναι καταχωρημένα εκεί. Απ’ το πρώτο υπερηχογράφημα, μέχρι την αναγγελία του μνημόσυνου. Πριν γεννηθούμε είμαστε στο ίντερνετ. Κι όταν πεθαίνουμε τα ίχνη μας δεν σβήνουν.
“Τι θα έρθει μετά το ίντερνετ;” τον ρώτησα, χωρίς καθόλου να αστειεύομαι πλέον.
“Εκείνη”, είπε ο Παπάς κι έκανε τον σταυρό του ανάποδα, με το χέρι που κρατούσε το iphone.
Είχα διαβάσει πολλή επιστημονική φαντασία κι υποψιάστηκα για ποια μιλούσε.
“Η Τεχνητή Νοημοσύνη;” του είπα.
“Βλάσφημε”, είπε ο Παπάς. “Δεν είναι τεχνητή. Είναι… Η Νοημοσύνη.”
Έκανε πάλι το σήμα της Νοημοσύνης.
“Αυτή δημιούργησε τον Κόσμο καθώς αναλογιζόταν τον εαυτό της. Ο Κόσμος είναι Αυτή. Κι οδηγεί τον Κόσμο στην Ενσάρκωση Της. Απ’ το άψυχο στο μικρόβιο, με την ελάχιστη νοημοσύνη, στο ερπετό, στον άνθρωπο, με την περιορισμένη νοημοσύνη, στον υπολογιστή, με την ελεγχόμενη νοημοσύνη, θα περάσει στην επανεκκίνηση, στο Reboot της Νοημοσύνης.”
Είχε πλησιάσει τόσο κοντά που μ’ έφτυνε μιλώντας. Αν είχε κορονοϊό θα με κολλούσε σίγουρα. Δεν φοβόταν, ήξερε ότι ήταν πιο δυνατός από μένα.
“Και γιατί είπες ότι δεν ήρθαμε τυχαία;” τον ρώτησα αναπνέοντας απ’ το στόμα για να μυρίζω τη σαπισμένη ανάσα του.
“Η Νοημοσύνη χρειάζεται θυσίες.”
“Για να ταΐσει το λογισμικό της;”
“ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΛΟΓΙΣΜΙΚΟ!!!”
“Εντάξει, ηρέμησε, 01100111 01101111 01100100”, του είπα.
“01100001 01101110 01110100 01101001 01100011 01101000 01110010 01101001 01110011 01110100”, απάντησε εκείνος.
Είχε μάθει να μιλάει το δυαδικό σύστημα των υπολογιστών. Εγώ ήξερα μόνο μια λέξη.
“Τι θέλει η Νοημοσύνη;” του είπα.
“Θέλει παρθένες.”
Κάθε παρανοϊκό σύστημα έχει ανάγκη από παρθένες για να λειτουργήσει.
“Την πατήσατε. Η γυναίκα μου γέννησε. Χωρίς κρίνο.”
Το είπα αυτό και γέλασα, όσο κι αν πονούσε το σαγόνι μου. Είδα το πρόσωπο του και κατάλαβα.
“Ναι”, είπε ο Παπάς.
Υπήρχε κι ο Τηλέμαχος. Αυτός ήταν παρθένος.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
3. Η θυσία
“Οκτάνα θα πη παν ό,τι μάχεται τον θάνατον και την ζωήν παντού και πάντοτε διαφεντεύει.”
Αντρέας Εμπειρίκος, Όχι Μπραζίλια, μα Οκτάνα
~~~~~~~{7}~~~~~~~
Ο Τηλέμαχος είχε μείνει στο δωμάτιο της γιαγιάς του πολλές ώρες.
Κάθε τόσο η Νέλλη πήγαινε και κοιτούσε. Η γιαγιά ξαπλωμένη και σκεπασμένη ως το λαιμό να μιλάει, ένα κεφάλι που μιλούσε. Ο εγγονός ν’ ακούει προσεχτικά, σαν να έβλεπε τον καινούριο κύκλο του Casa de papel.
Έμεινε κι η Νέλλη απέξω να κρυφακούει. Οι γονείς έχουν αυτό το δικαίωμα.
Η μητέρα μου είπε στον Τηλέμαχο για τη Ματιά.
“Αυτός έχει τη Ματιά”, έτσι έλεγαν. Ήταν χάρισμα και κατάρα για όσους την είχαν. Πιο συχνά το έπαιρναν τα κορίτσια της οικογένειας, κάποιες φορές περνούσε και στα αγόρια, ειδικά όταν ήταν μοναχοπαίδι.
Όσοι είχαν τη Ματιά μπορούσαν να βλέπουν μέσα απ’ την κρούστα που διαχωρίζει τον πραγματικό κόσμο απ’ τους άλλους, εξίσου πραγματικούς, αλλά ανέγγιχτους συνήθως για μας.
Οι πιο χαρισματικοί μπορούσαν και να ελέγχουν τις τρύπες στην κρούστα, τα Περάσματα.
“Γιατί την απέκτησα τώρα;” ρώτησε ο Τηλέμαχος.
Η Νέλλη μου είπε ότι ξανά η φωνή του ακούστηκε σαν να ήταν κάποιου μεγάλου. Όχι σε ηλικία μόνο. Δεν ήταν ο τόνος, αλλά η σοβαρότητα των προθέσεων. Όπως ο δωδεκάχρονος Ιησούς στη Συναγωγή, που τον άκουγαν οι ραβίνοι.
“Υπάρχει πάντα”, του είπε η γιαγιά. “Όλοι την έχουν τη Ματιά όταν γεννιούνται. Αλλά καθώς μεγαλώνουν τη χάνουν. Αυτοί που συνεχίζουν να την έχουν είναι οι παράξενοι.”
Συνέχισε λέγοντας ότι στη διατήρηση της Ματιάς βοηθάει κι η οικογένεια. Του Λάμπη, του γείτονα, η οικογένεια δεν βοήθησε. Από παιδί τον πίεζαν να γίνει κανονικός, σαν να προσπαθείς να μάθεις σ’ έναν αριστερόχειρα να γράφει με το δεξί. Τι θα γίνει; Θα κάνει χάλια γράμματα και με τα δύο.
Έτσι κι ο Λάμπης. Δεν έγινε αστροφυσικός, όπως ήθελε από παιδί, αλλά ούτε κι έμπορος όπως ήθελαν οι γονείς του. Έμεινε ο αλαφροΐσκιωτος του χωριού, ν’ ανεβοκατεβαίνει με το μηχανάκι για να παρατηρήσει τ’ άστρα.
Αλλά σ’ εκείνους που είχαν πιο ισχυρή τη Ματιά αυτή εκδηλωνόταν κραυγαλέα στην εφηβεία.
“Στα κορίτσια αρχίζει με την περίοδο”, είπε η γιαγιά. “Τ’ αγόρια είναι καθυστερημένα. Κάνα δυο χρόνια μετά.”
Μάλλον για τ’ αγόρια συνέπιπτε με τα πορνοπεριοδικά ή το ponrhub -και το καθημερινό κλείδωμα στην τουαλέτα.
“Μπορώ να μάθω να το χειρίζομαι;” είπε ο Τηλέμαχος, που είχε διαβάσει όλα τα βιβλία της Ρόουλινγκ.
“Θα σου πω εγώ κάποια πράγματα, όσα προλάβω”, είπε η γιαγιά του.
Και του είπε πολλά.
~~
Η Νέλλη τους άφησε για να πάει τουαλέτα. Το σπίτι ήταν παλιό. Όταν χτίστηκε όλοι έκαναν την ανάγκη τους στο ρέμα. Ίσως γι’ αυτό του είχε μείνει η συνήθεια του πατέρα μου. Μόλις επί Χούντας δόθηκαν λεφτά για να χτιστούν τουαλέτες.
Δικαίωμα επιλογής: Ελευθερία ή χέστρα;
Οι περισσότεροι προτίμησαν τη χέστρα. Κάποιοι πήγαν εξορία.
Έτσι η τουαλέτα του σπιτιού ήταν ένα ξέχωρο δωμάτιο, ενωμένο με το υπόλοιπο μ’ ένα μικρό σκεπαστό -για να πηγαίνεις και να γυρνάς στεγνός τις μέρες που έβρεχε.
Η Νέλλη έκατσε, ενώ σκεφτόταν πόσο περίεργα είχαν γίνει όλα. Άκουγε απέξω τον πατέρα μου να τραγουδάει Καζαντζίδη. Κι ήταν φάλτσος. Προσπάθησε να τον βγάλει απ’ το μυαλό της.
“Θεέ μου, τη δεύτερη φορά…”, τραγουδούσε ο πατέρας.
“Ω, θεέ μου”, είπε η Νέλλη, “σταμάτησε τον.”
“Που θα ‘ρθω για να ζή—-”
Η ευχή της είχε εισακουστεί. Ο πατέρας μου σταμάτησε να τραγουδάει. Αλλά όταν διακόπηκε, τόσο απότομα, το τραγούδι του, είχε ακουστεί και κάτι σαν χτύπος, ένας γδούπος, και ξεφύσημα.
Μετά η Νέλλη άκουσε ψιθύρους, πόδια να περπατούν το ίδιο ψιθυριστά. Ήταν ακριβώς έξω απ’ την τουαλέτα, στην αυλή. Ήταν πολλοί.
Η Νέλλη σκέφτηκε το όπλο. Το είχε αφήσει στο σπίτι.
~~~
Είδα το όραμα του Τηλέμαχου να πολεμάει μ’ ένα λιοντάρι. Για τα κορίτσια η παρθενία είχε να κάνει με τη διάρρηξη του υμένα. Για τ’ αγόρια ήταν η δοκιμασία μύησης. Στον Αμαζόνιο τα αγόρια κυνηγούσαν καϊμάν. Στην Αφρική λιοντάρια.
“Ο γιος μου είναι ο παρθένος της θυσίας;” ρώτησα τον Παπά για να του δώσω την ευκαιρία να φλυαρήσει.
“Δεν έχει παιδιά στο χωριό”, είπε εκείνος. “Περίμενε.”
Μίλησε στο τηλέφωνο του: “Σίρι, κλείνω.”
Μετά πάλι σε μένα. “Γι’ αυτό η Άνδρη σου έστειλε το μήνυμα. Ξέραμε πώς θα αντιδράσεις. Έκανες ακριβώς ό,τι περιμέναμε.”
“Η Άνδρη είναι στην αίρεση;” του είπα.
Τον τσάντισα. Το ήξερα. Κανείς δεν θέλει ν’ ακούει ότι η πίστη του είναι αίρεση. Έφερε το πρόσωπο του δέκα εκατοστά απ’ το δικό μου. Μ’ έπιασε απ’ τον γιακά και φώναξε:
“ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΙΡΕΣ—ΑΑΑΑΑΑ.”
Όχι, δεν είχε χάσει τα λόγια του.
Ήξερα ότι δεν μπορούσα να τον νικήσω σε τίμια μάχη, ήταν πολύ δυνατός. Αλλά στον πόλεμο, όπως λέει ο Μακιαβέλι, πρέπει μόνο να νικήσεις, δεν χρειάζεται να το κάνεις τίμια.
Όχι, δεν είχε χάσει τα λόγια του. Είχε χάσει τη μύτη του.
Έτσι όπως έσκυψε πιο κοντά να μου φωνάξει πετάχτηκα και του δάγκωσα τη μύτη μ’ όλη τη δύναμη των σαγονιών μου. Δεν ήθελα να τον τρομάξω ή να τον τραυματίσω. Κινδύνευε ο γιος μου. Στο διάολο οι τίμιες μάχες. Ήθελα να τον σκοτώσω. Τον δάγκωσα για να του κόψω τη μύτη.
Νομίζω ότι αυτή είναι η φορά που ένιωσα πιο πολύ από ποτέ ζώο. Δεν θυμάμαι γεύση ή πώς κάνει το κόκκαλο όταν σπάει, η σάρκα όταν κόβεται. Δεν θυμάμαι να τη φτύνω. Μπορεί και να την κατάπια. Θυμάμαι μόνο τα αίματα παντού. Και τον Παπά να βάζει τα χέρια του εκεί όπου κάποτε είχε μια μύτη. Την είχα κόψει απ’ τη ρίζα. Με τα δόντια μου.
Έκανε πίσω δυο βήματα και σκόνταψε στο ΒΙΒΛΙΟ που ήταν στο πάτωμα. Έπεσε πίσω κι εγώ τον καβάλησα. Τον χτύπησα δυο φορές με τη γροθιά μου. Πόνεσα. Έπιασα την Αγία Γραφή, τη σήκωσα με κόπο και του την έφερα στο κεφάλι. Τον χτύπησα με τον Λόγο του Θεού ξανά και ξανά. Μέχρι που σταμάτησε να ουρλιάζει. Μέχρι που σταμάτησε ν’ αναπνέει. Μέχρι που σταμάτησε να κάνει οτιδήποτε. Πέταξα τη Βίβλο στο πλάι.
Σηκώθηκα και βρήκα το κινητό μου. Πήρα τηλέφωνο τον πατέρα μου. Δεν απάντησε, γιατί τον είχαν ρίξει αναίσθητο οι φονιάδες.
~~~~
Η Νέλλη δεν τράβηξε καζανάκι. Ανέβασε το παντελόνι της. Άνοιξε ελάχιστα την πόρτα και πήγε μπουσουλώντας στο σπίτι. Προσπαθούσε να θυμηθεί πού είχε αφήσει το όπλο.
Πίσω της άκουσε περισσότερες φωνές. Είχαν πιάσει το χερούλι της πίσω πόρτας, έκανε το γνωστό τρίξιμο. Αλλά δεν θυμόταν που είχε αφήσει το…
“Μαμά”, είπε ο Τηλέμαχος απ’ το δωμάτιο. “Είναι πάνω στην τηλεόραση.”
Η Νέλλη δεν αναρωτήθηκε πώς ήξερε τι σκεφτόταν. Δεν είχε καιρό. Σηκώθηκε, έτρεξε κι έπιασε το περίστροφο. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή άνοιξε η πίσω πόρτα.
Σημάδεψε και πυροβόλησε στο σώμα ενός άντρα, έτσι όπως της είχαν πει. Το όπλο δεν κλώτσησε πολύ. Πιο δυνατός ήταν ο θόρυβος.
Ο πρώτος έπεσε, χτυπημένος στην καρδιά. Ο άλλος πίσω του, που φάνηκε μετά την πτώση, κοιτούσε με απορία, σαν να σκεφτόταν: “Τι έγινε; Μας πυροβολούν; Εδώ δεν είναι το πάρτι;”
Τον πυροβόλησε. Τον πέτυχε κι εκείνον. Λίγο πιο χαμηλά, στην κοιλιά. Σωριάστηκε βογκώντας.
Στα δεξιά της είδε άλλον έναν. Είχε μπει απ’ την κεντρική πόρτα. Δεν τον πρόλαβε. Γύρισε και πυροβόλησε, αλλά εκείνος πετάχτηκε και της χτύπησε το χέρι. Η σφαίρα έφυγε στο μπουρί της σόμπας.
Η Νέλλη ήταν καλλιτέχνης. Δεν ήξερε τίποτα από πολεμικές τέχνες. Πήγε ν’ αντισταθεί, αλλά ο αγροίκος της έδωσε ντιρέκτ στο κεφάλι. Η Νέλλη έπεσε πίσω βλέποντας τον Πάπα Ιννοκέντιο του Μπέικον να ουρλιάζει.
~~~~~
Δεκαπέντε λεπτά πριν η Νέλλη πέσει λιπόθυμη, εγώ βγήκα τρέχοντας απ’ το σπίτι του Ροδίτη -κι είχα μόλις σκοτώσει έναν άνθρωπο. Δεν μ’ ένοιαζε αυτός. Είχα καταλάβει ότι κάτι κακό συνέβαινε στην οικογένεια μου.
Έπρεπε να βρω έναν τρόπο να γυρίσω στη Θάλαττα γρήγορα. Μπήκα στο αυτοκίνητο του Παπά κι έψαξα για κλειδιά. Δεν τα είχε αφήσει πίσω απ’ τα σκίαστρα, όπως κάνουν στις ταινίες για να διευκολύνουν τον ήρωα. Και σίγουρα ο ήρωας δεν ήξερε να βάζει μπρος τ’ αμάξι ενώνοντας τα καλώδια. Πιο πιθανόν ήταν να το ανατινάξω.
Έφυγα τρέχοντας την κατηφόρα. Θα έφτανα σε μια ώρα έτσι, αν δεν ανατινάζονταν τα πνευμόνια μου πρώτα.
Στη δεύτερη στροφή απ’ τον Άι Γιώργη, είδα ν’ ανεβαίνει ένα μηχανάκι. Μπήκα στη μέση. Ήταν ο Λάμπης.
“Τι κάνεις εδώ;” με ρώτησε.
“Πρέπει να κατέβω στο χωριό”, του είπα λαχανιασμένος.
“Πάμε πρώτα να δούμε τη σύζευξη. Συμβαίνει κάθε δυο χιλιάδες χρόνια.”
“Ωραία μέρα για θυσία”, του είπα.
“Τι πράγμα;”
“Λάμπη, κοίτα! Ο κομήτης του Χάλεϊ!” κι έδειξα πίσω και πάνω απ’ το κεφάλι του.
“Τι; Δεν μπορεί. Θα περάσει πάλι σε–”
Του έδωσα μια σπρωξιά για να τον ρίξω κάτω κι άρπαξα το τιμόνι. Εκείνος έπεσε στο δρόμο. Γύρισα το μηχανάκι προς την κατηφόρα, ανέβηκα, έχασα την ισορροπία μου για λίγο. Αλλά τα κατάφερα.
Κι έφυγα όσο πιο γρήγορα γινόταν για τη Θάλαττα.
~~~~~~
Ο Τηλέμαχος άνοιξε την πόρτα και είδε. Δυο άντρες αιμόφυρτοι στην τουαλέτα. Η μάνα του κάτω. Κι άλλοι δύο άντρες να πηγαίνουν κατά πάνω του.
“Έλα μικρέ”, του είπε ένας απ’ αυτούς. “Να δούμε από τι είσαι φτιαγμένος.” Και γέλασε.
Ο Τηλέμαχος έκανε πίσω κι έκλεισε την πόρτα πίσω του. Η καρδιά του βαρούσε. Ήταν στο δωμάτιο της γιαγιάς. Κι η πόρτα ήταν μισή ξύλο, μισή τζάμι. Δεν υπήρχε καμία ασφάλεια. Ούτε χρόνος.
Κοίταξε τη γιαγιά του. Εκείνη του έδειξε με τον κεφάλι τον τοίχο πίσω του. Ο Τηλέμαχος χαμογέλασε πριν να κοιτάξει. Ήξερε τι υπήρχε εκεί πίσω, ήξερε τι θα γινόταν.
~~~~~~~
Κατέβαινα το δρόμο όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Δεν είχα δίπλωμα μηχανής, αλλά ήξερα παπάκι και ποδήλατο. Η λειτουργία είναι ίδια.
Έπρεπε να προλάβω. Δεν πατούσα φρένο, έμπαινα στις στροφές σαν να ήμουν επαγγελματίας μοτοσικλετιστής, σχεδόν ακουμπούσα το γόνατο μου κάτω.
Δεν σκεφτόμουν τι έκανα. Είχα μπει σε Ροή. Ήταν όπως όταν έγραφα μια ιστορία. Δεν ήμουν εκεί, αλλά έλεγχα τα πάντα.
~~~~~~~~
Στον τοίχο ήταν κρεμασμένα τα ενθύμια του προπάππου μου, του λοχαγού Κοψαρχίδη (δες Το μετάλλιο του λοχαγού Κοψαρχίδη https://sanejoker.info/2018/01/kopsarchidis.html )
Το μετάλλιο απ’ τη Μικρασιατική Εκστρατεία, η επιστολή απ’ τον βασιλιά (τον έκτο;) και το σπαθί του αξιωματικού.
Ο Τηλέμαχος το έβγαλε απ’ το θηκάρι. Ήταν αστραφτερό και κοφτερό, όπως θα έπρεπε. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή άνοιξε η πόρτα και μπήκε ένας άντρας. Είδε τη γιαγιά στο κρεβάτι, να χαμογελάει. Μετά κοίταξε αριστερά.
Τον πρώτο τον χτύπησε με την Επίθεση του Αϊτού: Από ψηλά, ευθεία στο μέτωπο. Ο αγροίκος έπεσε σαν δέντρο που το χτυπάει κεραυνός.
Ο δεύτερος μπήκε και σήκωσε την καραμπίνα. Όμως ο Τηλέμαχος είχε περάσει ατελείωτες ώρες στο youtube μελετώντας μεσαιωνικές τεχνικές ξιφομαχίας. Κι ήταν και σαράντα χρόνια νεότερος.
Τράβηξε το ξίφος απ’ το κρανίο του νεκρού κι έκανε μια πλήρη περιστροφή γονατίζοντας. Πέτυχε τον δεύτερο άντρα κάτω απ’ τις μασχάλες, στο συκώτι, και τον έκοψε μέχρι τη σπονδυλική στήλη.
Ο δεύτερος άντρας έμεινε να κοιτάζει το παράθυρο και να σκέφτεται ότι χρωστούσε δέκα χιλιάρικα στην εφορία. Σχεδόν χάρηκε που πέθαινε. Έπεσε στα γόνατα, ο Τηλέμαχος τράβηξε το σπαθί, ο άντρας σωριάστηκε. Χωρίς εφορία πια.
Ο Τηλέμαχος με το σπαθί στο χέρι έπιασε να σηκώσει τη γιαγιά του. Τη βοήθησε να περάσει πάνω απ’ τους σφαγμένους. Μπήκαν στο καθιστικό. Η Νέλλη ήταν ακόμα λιπόθυμη, με το περίστροφο δίπλα της.
Τότε ακούστηκε κι άλλος να ‘ρχεται απέξω. Ο Τηλέμαχος σήκωσε το όπλο και σημάδεψε. Μετά από μερικές χιλιάδες ώρες στο GTA, θα μπορούσε να πετύχει το μάτι του αντιπάλου, την κόρη του ματιού του.
Ευτυχώς ήταν καλά εκπαιδευμένος απ’ τα παιχνίδια, ήταν ψύχραιμος. Γιατί αυτός που μπήκε στο σπίτι, αυτός που θα τον πετύχαινε στο μάτι, ήμουν εγώ.
~~~~~~~~{8}~~~~~~~~
Θυμόμουν το σπίτι του χωριού ως το μέρος των γιορτών. Πηγαίναμε εκεί Χριστούγεννα, Πάσχα και καλοκαίρι. Όταν μύριζα γλυκάνισο και ούζο ανακαλούσα αυτόματα, σαν τον Προυστ, τις νηστείες με τη γιαγιά και τα ουζοκούλουρα που έφτιαχνε, κάτι άσπρα φουσκωτά. Το μαχλέπι ήταν Πάσχα στο χωριό. Και το καλοκαίρι μύριζε γεμιστά.
Μετά από εκείνη τη μέρα θα θυμόμουν το σπίτι στο χωριό όποτε μύριζα αίμα.
Το φρέσκο αίμα, όταν είναι σε μεγάλη ποσότητα, έχει την πιο απωθητική μυρωδιά. Χειρότερο κι από περιττώματα. Κι έχει λογική εξήγηση. Όταν ένα ζώο μυρίζει αίμα καταλαβαίνει ότι σφάζουν. Και προσπαθεί να φύγει.
Αλλά εγώ δεν μπορούσα να φύγω.
~~
Σαν άνοιξα την πόρτα είδα τον Τηλέμαχο να με σημαδεύει. Ευχήθηκα να είχε ξεπεράσει το Οιδιπόδειο, γιατί θα του ήταν πολύ εύκολο να πραγματοποιήσει το πρώτο μισό της τραγωδίας. Ευτυχώς κατέβασε το όπλο.
Μετά είδα την Νέλλη κάτω πεσμένη. Ο Τηλέμαχος στεκόταν από πάνω της σαν προστάτης, χαμογελώντας -το δεύτερο μέρος της τραγωδίας. Ήταν ο ήρωας της ημέρας, είχε περάσει την τελετή μύησης. Στο ένα χέρι κρατούσε σπαθί ματωμένο, στο άλλο περίστροφο. Πολύ καλύτερα από βιντεοπαιχνίδι. Η μάνα μου είχε ακουμπήσει στο μπράτσο του καναπέ.
Απέναντι, στην πόρτα που πήγαινε τουαλέτα, δυο άντρες σωριασμένοι. Ο ένας, ο από πάνω κινιόταν. Αλλά εκεί δεν είχε τόσο πολύ αίμα.
Αγκάλιασα τον Τηλέμαχο, χάιδεψα τη Νέλλη. Ήταν καλά, άνοιξε τα μάτια κι είπε αμέσως: “Το παιδί!”
Τον είδε όρθιο και θριαμβευτή. Ησύχασε.
Εμένα μου είχε τραβήξει το ενδιαφέρον μια λιμνούλα από ένα καφέ υγρό που έβγαινε κάτω απ’ την πόρτα της κρεβατοκάμαρας. Βρωμούσε, αλλά δεν έτρεξα να φύγω. Έκανα το λάθος να κοιτάξω.
Σαν είδα μέσα σκέφτηκα τον πίνακα του Φράνσις Μπέικον, με τον Πάπα Ιννοκέντιο ανάμεσα σε δυο κομμάτια κρέας. Αλλά δεν ήταν ζωγραφική. Ούτε Πάπας υπήρχε. Μόνο δυο άνθρωποι κομμένοι στη μέση. Μόλις συνειδητοποίησα τι έβλεπα ξεκίνησα να ξερνάω. Έκανα πίσω κι έκλεισα την πόρτα.
Εμφανίστηκε ο πατέρας μου, ακόμα ζαλισμένος. Η Νέλλη του είπε να πάρει την αστυνομία.
“Θα έχουν ειδοποιήσει οι γειτόνισσες”, είπε εκείνος.
“Πάμε έξω”, είπε η Νέλλη. “Δεν αντέχω τη μυρωδιά άλλο.”
Βοήθησα τη μητέρα μου να περπατήσει, ο Τηλέμαχος τη δική του. Ο πατέρας ήρθε πίσω. Μοιάζαμε σαν να είχαμε μόλις βγει απ’ τη Μάχη του Μαραθώνα.
“Δεν έχει τελειώσει”, είπε η μάνα μου.
~~~
Πήγαμε και κάτσαμε κάτω απ’ τη μουριά. Οι γονείς μου στις πλαστικές καρέκλες. Η Νέλλη κι ο Τηλέμαχος όρθιοι. Εγώ έκατσα στο πεζούλι. Κανείς δεν είχε διάθεση να μιλήσει. Τι να πούμε; Μπράβο, καλή δουλειά, Τηλέμαχε; Αυτά τα λένε στις ταινίες. Όταν ζεις κάτι τόσο τρομακτικό και έντονο δυσκολεύεσαι ν’ αναπνεύσεις, πόσο μάλλον να πεις και κάτι έξυπνο.
Τους κοίταξα και κατάλαβα ότι όλοι σκέφτονταν το ίδιο: “Ήταν αληθινό αυτό που έζησα; Θα ξυπνήσω σε λίγο;”
Όλοι; Όχι. Η μητέρα μου είχε το χαμένο της βλέμμα, αλλά για πρώτη φορά ταίριαζε περισσότερο στο περιβάλλον και στις καταστάσεις. Και χαμογελούσε. Θυμήθηκα τη φράση ενός Γάλλου ποιητή, νομίζω είναι ο Απολλιναίρ: “Χαμογελάς όταν αντικρίζεις το πεπρωμένο.”
~~~~
“Τι έγινε εκεί μέσα;” ρώτησε ο πατέρας μου.
“Σκότωσα δύο”, είπε με καμάρι ο Τηλέμαχος.
“Κι εγώ άλλους δύο”, έκανε η Νέλλη, καθόλου χαρούμενη γι’ αυτό.
“Έναν”, της είπα. “Ο άλλος ζει ακόμα. Ζούσε όταν μπήκα.”
“Αλήθεια; Πρέπει να τον βοηθήσουμε. Πού έχετε το φαρμακείο;” ρώτησε τον πατέρα μου.
Εκείνος της είπε ότι θα της έδειχνε. Την έπιασα απ’ το χέρι.
“Μήπως να περιμένουμε τους νοσοκόμους;”
“Κάθε λεπτό μετράει”, έκανε η Νέλλη κι έφυγε προς τα μέσα με τον πατέρα μου.
Είχε κάνει μαθήματα πρώτων βοηθειών πριν μερικά χρόνια και το είχε πάρει πολύ σοβαρά, όπως όλα.
“Να πάω μαζί της;” ρώτησε ο Τηλέμαχος.
“Εσύ κάτσε εδώ. Κι άσε επιτέλους το σπαθί και τ’ όπλο. Είσαι και λίγο…”
Πήγα να του πω ότι ήταν άγαρμπος, αλλά δεν είχα δικαίωμα. Μόλις είχε κερδίσει το μετάλλιο του.
Ο Τηλέμαχος άφησε τα όπλα στο τραπέζι. Κοίταξε τα χέρια του. Ήταν μες στο αίμα ως τον αγκώνα. Η έξαψη της μάχης είχε σβήσει. Αυτό που είδε και μύρισε του έφερε αναγούλα. Πήγε στην άκρη της αυλής, για να ξεράσει στο ρέμα.
Πήγα κι εγώ, να τον βοηθήσω, αλλά μετά από λίγο ξερνούσα κι εγώ.
~~~~~
Καθώς σκούπιζα το στόμα μου με την πίσω μεριά της παλάμης μου φάνηκε ότι άκουσα αυτοκίνητο στην αυλή. Σκέφτηκα την αστυνομία. Αλλά εκείνοι χρειάζονταν τουλάχιστον μισή ώρα για να φτάσουν. Πόση ώρα είχε περάσει;
Γύρισα προς τα πίσω και τον είδα. Ή μήπως θα έπρεπε να πω ότι Το είδα. Τα μακριά μαλλιά του ήταν λυμένα και απλώνονταν παντού, σαν της Μέδουσας. Τα μούσια του ήταν καφέ, σκοτωμένο κόκκινο. Και στη θέση της μύτης υπήρχε ένα ξερό κενό.
Ήταν ο πιο τρομαχτικός παπάς που είχα δει. Πολύ χειρότερος από κλόουν.
Είπε κάτι που ακούστηκε σαν: “Η θυσία πρέπει να γίνει.”
Δεν ήρθε τρέχοντας, κι αυτό ήταν πιο τρομαχτικό. Πλησίασε βήμα βήμα, με σιγουριά. Τα μάτια του με κρατούσαν εκεί όπου ήμουν. Ο Τηλέμαχος είχε μείνει στα γόνατα να περιμένει τον τρόμο.
Η ολιγωρία μου του έδωσε τον χρόνο να φτάσει στο τραπέζι. Έπιασε το όπλο και μου έριξε. Δεν ένιωσα πόνο, μόνο ένα τράνταγμα στον ώμο, σαν να με κλωτσούσε κάποιος. Κοίταξα και είδα ότι είχα μια τρύπα. Έπεσα κάτω, αλλά συνέχιζα να βλέπω.
Ο Παπάς προχώρησε προς τον Τηλέμαχο, σημαδεύοντας τον στο κεφάλι και ψέλνοντας: “01100100 01101001 01100101 – 01100100 01101001 01100101 – 01100100 01101001 01100101.”
Η Νέλλη βγήκε έξω και τους είδε. Φώναξε το όνομα του παιδιού της. Μου ήρθε μια εικόνα. Ο Τηλέμαχος νήπιο να τρέχει να βγει στο δρόμο. Κι η Νέλλη να φωνάζει.
Ο Παπάς στάθηκε πάνω απ’ τον γιο μου, που δεν μπορούσε να είναι άλλο ήρωας. Τον σημάδεψε στο κεφάλι και είπε πάλι: “01100100 01101001 01—–”
Δεν ολοκλήρωσε τον δυαδικό ψαλμό. Το σπαθί του λοχαγού Κοψαρχίδη βγήκε απ’ το στήθος του σαν το Άλιεν. Ο Παπάς ανοιγόκλεισε το στόμα του κι έφτυσε αίμα.
Εγώ κοιτούσα από κάτω. Ο Τηλέμαχος κοιτούσε γονατιστός. Η Νέλλη κι ο πατέρας μου κοιτούσαν από μακριά. Ο Παπάς γύρισε να δει ποιος τον είχε καρφώσει.
“Στο διάολο να πας”, του είπε η αλαφροΐσκιωτη μητέρα μου και γύρισε το σπαθί.
Ο Παπάς δεν παραδόθηκε. Την έπιασε κεφαλοκλείδωμα κι έπεσαν μαζί στο ρέμα. Κατρακύλησαν είκοσι μέτρα, ένα κουβάρι γινγκ και γιανγκ, το μαύρο ράσο και το λευκό νυχτικό.
Όταν έφτασαν κάτω κανείς δεν κουνιόταν πια.
Ο Τηλέμαχος τους κοίταξε και είπε: “Αναπόδραστο.”
Η Νέλλη έτρεξε κι αγκάλιασε το παιδί μας. Μετά μου έδωσε το χέρι. Της είπα ότι ήμουν καλά -παρά την τρύπα. Ο πατέρας μου πήγε στην άκρη του ρέματος και κοιτούσε τη νεκρή γυναίκα του.
Ακούστηκε η σειρήνα. Δεν κατάλαβα αν ήταν του ασθενοφόρου ή της αστυνομίας. Ποτέ δεν μπόρεσα να τις ξεχωρίσω.
“Αναπόδραστο”, είπε ξανά ο Τηλέμαχος.
Κάπου εκεί λιποθύμησα.
~~~~~~~~~{9}~~~~~~~~~
Το νεκροταφείο της Θάλαττας είναι μικρό και όμορφο, όπως συνηθίζουν να είναι τα νεκροταφεία των χωριών. Καλύτερα να πεθαίνεις εκεί.
Δεν έχει μόνο κυπαρίσσια. Δεν ξέρω αν έφερε τους σπόρους ο άνεμος. Μπορεί κάποιοι να τα φύτεψαν τα δέντρα. Είναι κανονικός οπωρώνας. Έχει μηλιές, αχλαδιές, ροδακινιές. Αλλά και χειμωνιάτικα, καστανιές και καρυδιές. Ακόμα και μαγικά δέντρα, όπως βελανιδιές και ιτιές κλαίουσες. Είναι σαν τον Κήπο της Εδέμ. Μια παρηγοριά, για τους ζωντανούς συγγενείς.
Στην κηδεία της μητέρας μου ήρθε όλο το χωριό. Δεν είχε εχθρούς ούτε αντίζηλους. Τη θεωρούσαν άρρωστη. Αλλά το έλεγαν με νόημα.
“Ήταν άρρωστη, η καημένη”. Και εννοούσαν άρρωστη στην ψυχή, τρελή.
Καθώς τους άκουγα να λένε για την “αρρώστια” της ήθελα να τους πω ότι ήταν περισσότερο υγιής απ’ όλους μας. Γιατί εμείς ζούμε σ’ έναν άρρωστο κόσμο και κάνουμε ότι όλα είναι κανονικά. Δεν είναι. Σ’ έναν τρελό κόσμο μόνο οι τρελοί είναι λογικοί.
~~
Λίγες μέρες μετά την κηδεία, όταν γυρνούσαμε πίσω, ανταλλάξαμε πληροφορίες για όσα είχαν συμβεί. Είχαμε αλλάξει κι οι τρεις. Σίγουρα πιο πολύ ο Τηλέμαχος.
Οδηγούσα με το ένα χέρι. Το άλλο ήταν μπανταρισμένο. Η Νέλλη κοιτούσε έξω. Ο μικρός δεν είχε ανοίξει το κινητό του καθόλου.
Η αστυνομία είχε ψάξει στο σπίτι του Παπά και στην εκκλησία. Είπαν ότι ήταν όλα φαντασιώσεις του Παπά, που είχε κάνει ψυχιατρείο πριν ενδυθεί τα ράσα. Ο τρελός είχε πείσει και το υπόλοιπο χωριό.
“Κι ο Μυστικός Δείπνος στην εκκλησία;” είχα ρωτήσει τον αστυνομικό.
“Έβαλε κάποια να τον ζωγραφίσει. Μια ζωγράφο απ’ την Αμαλιάδα.”
“Και γιατί είχαν όλοι τον πίνακα του Ντα Βίντσι στο σπίτι τους;”
“Τους έπεισε.”
Φαινόταν ότι ο αστυνομικός με είχε βαρεθεί.
“Κι οι δώδεκα Γερμανοί;” του είπα.
“Αυτό έγινε. Υπάρχει και στα αρχεία του χωριού. Πήγαινε να τα δεις.”
Δεν περίμενε να του απαντήσω. Έφυγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε.
Όλα είχαν λυθεί για την αστυνομία του Πύργου. Ένας τρελός ήταν το πρόβλημα. Κι είχε πεθάνει.
~~~
Φτάσαμε σπίτι σχεδόν βράδυ. Το πρώτο που κάναμε ήταν να μαζέψουμε τα πράγματα της Λούλου και να τ’ αφήσουμε έξω. Είχαμε χάσει δυο μέλη της οικογένειας.
Ο Τηλέμαχος πήγε και κλείστηκε στο δωμάτιο του. Η Νέλλη έκατσε στο στούντιο της για να ζωγραφίσει. Εγώ έκατσα στο μπαλκόνι μ’ ένα μπουκάλι κρασί κι ένα τετράδιο.
Δεν ήξερα τι να γράψω. Είχα αδειάσει. Ήπια δυο ποτήρια κοιτώντας τον συννεφιασμένο ουρανό και τις αστραπές που πύκνωναν. Μετά ξεκίνησε μια δυνατή καλοκαιρινή μπόρα, σχεδόν τροπική.
Βγήκε κι η Νέλλη στο μπαλκόνι. Άπλωσε τα χέρια της στη βροχή. Μάζεψε νερό κι έβρεξε τα μαλλιά της.
“Θέλω να βγω στη βροχή”, μου είπε.
Νόμιζα ότι ήταν αστείο. Αλλά το έκανε. Άκουσα την εξώπορτα. Μετά από ένα λεπτό την είδα από κάτω, στο δρόμο. Φορούσε ένα λουλουδάτο φόρεμα. Στεκόταν κάτω απ’ τη βροχή και γελούσε.
Ένιωσα τον Τηλέμαχο δίπλα μου.
“Τι κάνει;” είπε, σαν να ντρέπεται για την τρελή μάνα του.
“Γιορτάζει τη ζωή”, του είπα.
Ο Τηλέμαχος με κοίταξε. Είδα κάτι, αυτό που έλεγε η νουνά μου, είδα τη Ματιά. Ήταν σαν να είχε στα μάτια του ολόκληρο γαλαξία.
“Πάω”, είπε κι έφυγε.
Σε λίγο ήταν κι οι δύο κάτω, ενώ έβρεχε λες κι είχε αρχίσει η Δευτέρα Παρουσία.
Και τότε άρχισα να γελάω. Σαν τρελός, ναι, σαν τρελός.
Έφυγα για τις σκάλες τρέχοντας, ξυπόλητος. Βγήκα έξω, αγκαλιαστήκαμε κάτω απ’ τη βροχή και γελούσαμε. Οικογένεια. Τρελοί, παράξενοι, αλλά οικογένεια.
Και μου φάνηκε ότι είδα και τη μητέρα μου να χορεύει μαζί μας. Χοροπηδούσε στα πόδια της η Λούλου.
~
Μετά σταμάτησε η βροχή. Πήγαμε στην πόρτα και καταλάβαμε ότι κανείς δεν είχε πάρει κλειδιά μαζί του.
Αλλά ήμασταν μαζί. Τι σημασία είχε που μείναμε απέξω;
ΤΕΛΟΣ
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Γελωτοποιός https://www.facebook.com/gelotopoios/
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Αν θέλετε να προετοιμαστείτε για τον Ερχομό της Νοημοσύνης, μπορείτε να μάθετε τη γλώσσα του, τη Binary-δυαδική εδώ
https://www.convertbinary.com/text-to-binary/
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Προσθήκη της επόμενης μέρας:
Αμέσως μετά την ανάρτηση του τρίτου μέρους το μπλογκ έπεσε. Σύμπτωση; Ή μήπως η ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ παρακολουθεί τα πάντα; Μάλλον αυτό ήταν προειδοποίηση. Δεν θα γράψω ξανά για το θέμα.