Του Άρη Κεραμάρη
Ξέρω ένα μικρό διαμέρισμα ψηλά στην πόλη.
Ο άντρας που μένει, κοιτάει τον ουράνιο θόλο από το μπαλκόνι του σαν να είναι μια άλλη πατρίδα.
Χαμογελάει σε όποιον τον κοιτάζει καχύποπτα και του σφυρίζει ‘’I love my garden’’.
Με τα δάχτυλα του, δάχτυλα λιπόσαρκα αγίων, φτιάχνει ξερά δεμάτια δικαιολογίες.
Όταν τον ζώνει η μοναξιά… παύει να ακούει την καρδιά του.
Τόσο πολύ που κάθε λέξη που θα επιλέξει να είναι πανάκριβη για να αλλοιωθεί η γραφή, να παραλλαχθεί ο σφυγμός, να ανακινηθεί το αίμα. Γιατί το ένστικτο είναι το θεμέλιο.
Στέκεται πάντα στο μπαλκόνι, με τα βουρκωμένα μάτια του μικρού φόβου.
Ο καταλυτικός ρόλος της ματωμένης πανσέληνου… μια φορά.
Ο κουρασμένος ρεαλισμός μια πληγή που μαζί την κλείσαμε.
Πάντα κοιτάμε προς την ίδια κατεύθυνση, για έναν τελάλη, τον αρκουδιάρη του Σικελιανού, μια πριμαντόνα και ότι είναι να γίνει για το χατίρι της, για το τραγούδι του σώματος της.
‘’Δεν είναι η ώρα τώρα’’, λέει.
Παύει τότε, ξανά, την καρδιά του.
Με το σύρσιμο του σύρτη, παίρνει μαζί του μαζί του τις υποσχέσεις για το μέλλον, τις αποφάσεις των δικαστηρίων, την καλή διαγωγή εν τέλει.
Όμως δεν κλείνεται έξω έτσι το κρύο. Ούτε ο τραχύς θόρυβος των ημερών.
Η ζοφερότητα του δράματος ως ‘’το ποτήριον τούτο.’’
Ύστερα κλείνει ολότελα την κουρτίνα. Σκυφτός. Κανείς δεν πάει για προσκύνημα με τριποδισμό.
Λατρεύω τους ανθρώπους που δεν έφτασαν πουθενά.
Εκείνους που φτερούγισαν σαν τρεμάμενοι ίσκιοι στην τραγικότητα των ποιημάτων.
Που βίωσαν την μοναξιά των ξεγραμμένων συνθημάτων ευωδιάζοντας γιασεμί κι ελπίδα.
Εκείνους που χόρτασαν το κάποτε και ξεδίψασαν το πάντοτε, αμνηστεύοντας τις χαρές που κάθε φορά τους έσπαγαν τα δόντια.
Που έμαθαν τον ύπνο προφορικά έχοντας ως υψηλότερο ιδανικό την ακατάπαυστη άρνηση του δισταγμού.
Εκείνους που έγιναν αγρίμια επισκέπτες σε χώρο και χρόνο λάθος και αργούσαν πάντα.
Κι έρχονταν πάντα το επόμενο καλοκαίρι μόνο και μόνο γιατί το τώρα δε χαρίζεται….