Νίκος Νικήτογλου
Κατέβηκε την εξωτερική σκάλα του νοσοκομείου ζαλισμένος. Το κεφάλι του βούιζε μέσα στο κράνος. Ήταν αυτός ο εκκωφαντικός ήχος του παλμογράφου και έπειτα αυτή η εικόνα της παρατεταμένης γραμμής. Τιιιιιιιτ. Τιιιιιιιτ. Τιιιιιιιτ. Έκανε άλλα δύο βήματα και στήριξε το σώμα του πάνω σε ένα καφάο του ΟΤΕ που βρισκόταν στον κήπο. Έβγαλε το κράνος και άφησε την ασπίδα στο έδαφος. Το κεφάλι του συνέχιζε να βουίζει. Τιιιιιιιτ. Τιιιιιιιτ. Τιιιιιιιτ. Στήριξε τα χέρια στα γόνατα του ενώ τα πάντα περιστρέφονταν με ιλιγγιώδη ταχύτητα γύρω του. Ένιωσε το στομάχι του να πάλλεται με δύναμη. Τιιιιιιιτ. Τιιιιιιιτ. Τιιιιιιιτ. Δάκρυα άρχισαν να πλημμυρίζουν τα μάτια του. Σφίχτηκε για μια στιγμή, αλλά δεν άντεξε – έσκυψε και ξέρασε. Στα γαστρικά υγρά που βρίσκονταν αυτή τη στιγμή στο έδαφος, ήταν αναμεμειγμένα ο πρωινός καφές και η σφολιάτα από τα Έβερεστ. Σήκωσε το κεφάλι του κοιτώντας τον Αττικό ουρανό. Οι ακτίνες του φθινοπωρινού ήλιου έπεφταν αδύναμες στο πρόσωπο του. Το στομάχι του αντέδρασε και πάλι – έκανε άλλη μια φορά εμετό, μένοντας εκεί, σκυφτός, με δάκρυα στα μάτια, φτήνοντας ότι είχε απομείνει από την αηδιαστική επίγευση στο στόμα του.
Το σοκ της ημέρας ήταν μεγάλο. Ήταν η πρώτη φορά που πέθαινε ασθενής στα χέρια του. Μάζεψε την ασπίδα και το κράνος και αποφάσισε να περπατήσει μέχρι την κεντρική διοίκηση με την ελπίδα να συνελθει πριν επιστρέψει στο σπίτι του στα Πατήσια. Δεν είχε όρεξη ούτε για κουβέντες, ούτε για ταχείες διελεύσεις. Έσερνε τα βήματα του, το ένα μετά το άλλο και κάθε φορά που σήκωνε το κεφάλι του, στα πρόσωπα των περαστικών, έβλεπε το πρόσωπο του ασθενή του πίσω από τις μάσκες τους. Και έπειτα πάλι αυτός ο συριστικός ήχος που τρύπαγε τον εγκέφαλο του. Τιιιιιιιτ. Τιιιιιιιτ. Τιιιιιιιτ. Τιιιιιιιτ. Έκανε ότι περνούσε από το χέρι του. Έκανε ότι περνούσε από το χέρι του; Ναι, έκανε ότι περνούσε από το χέρι του. Προσγείωσε με δύναμη την ασπίδα στο στήθος του. Χτύπησε με το γκλοπ τον παλμογράφο και κλώτσησε τον αναπνευστήρα και το μηχάνημα υποστήριξης με όλη του τη δύναμη – τίποτα. Ήταν αυτές οι στιγμές που άρχισε να καταλαβαίνει ότι θα έχανε τον ασθενή – ένα γεροντάκι κοντά στα ογδόντα. Τον γύρισε μπρούμυτα, πάτησε με το γόνατο το λαιμό του. Του έβαλε χειροπέδες. Του φώναξε με όλη του τη δύναμη μέσα στο αυτί, χρησιμοποιώντας κάθε υποτιμητικό χαρακτηρισμό που διέθεται στο λεκτικό του οπλοστάσιο. Τίποτα. Σε μια ύστατη προσπάθεια έβαλε μια κρότου-λάμψης στο στήθος του και τράβηξε την περόνη. Ο ήχος ήταν εκκωφαντικός, αναστατώνοντας όλους τους διασωληνωμένους ασθενείς του θαλάμου. Μάταια όμως. Το γεροντάκι είχε αφήσει την τελευταία του πνοή. Και ήταν ο πρώτος ασθενής που έφευγε μέσα από τα χέρια του.
Ξέρασε άλλη μια φορά, αλλά αυτή τη φορά δεν κατάφερε να βγάλει εγκαίρως το κράνος του. Έβγαλε το λερωμένο φουλ φέις και το πέταξε στον μπλε κάδο της γωνίας. Τα πάντα γύρω του στροβιλίζονταν με μια απίστευτη ταχύτητα. Ένιωθε τα χέρια του βαριά κάτω από την ασπίδα και το γκλοπ. Με πολύ κόπο έφτασε μέχρι το παγκάκι που βρισκόταν στην είσοδο του πάρκου κοντά στην κεντρική διοίκηση. Οι κλούβες με τις διμοιρίες επέστρεφαν τώρα η μία μετά την άλλη, γεμάτες χαμογελαστούς συναδέλφους. Συναδέλφους οι οποίοι βρίσκονταν σε μετακλητές υπηρεσίες, οδηγώντας κάποιο λεωφορείο, κάποιο συρμό του τρένου ή του μετρό, συναδέλφους που είχαν αναλάβει κάποιες διδακτικές ώρες σε δημοτικά, γυμνάσια και λύκεια. Και ένιωσε ζήλια και ταυτόχρονα μίσος. Μίσος για την υπηρεσία και για τη δουλειά που τον είχαν βάλει να κάνει. Με πενιχρά μέσα και ελλιπή εκπαίδευση τον είχαν βάλει στην εμπροσθοφυλακή του αγώνα απέναντι στην πανδημία. Και για μια στιγμή σκέφτηκε πόσο τυχεροί ήταν αυτοί οι συνάδελφοι που βρίσκονταν ακόμα στο πεζοδρόμιο, ελέγχοντας την κυκλοφορία, κόβοντας πρόστιμα, σφυρίζοντας σε διερχόμενα κορίτσια που έβγαζαν βόλτα τους σκύλους τους. Τί δουλειά είχε αυτός στο νοσοκομείο; Από πού και ως πού; Γιατί να το περνάει αυτός όλο αυτό;
Το βλέμμα του τώρα ήταν στο έδαφος. Σκεφτόταν τον πατέρα του στο χωριό. Σκεφτόταν τα λόγια του. “Να βρεις μια δουλειά που να μη χρειάζεται να κοιτάς τον ουρανό κάθε πρωί. Να μη περιμένεις την καλή ημέρα για να δουλέψεις και να φέρεις ψωμί στο τραπέζι. Να βρεις μια δουλειά μακριά από τη γη και τα ζώα. Το χωριό δεν έχει μέλλον”. “Το χωριό δεν έχει μέλλον”. “Το χωριό δεν έχει μέλλον”. Τα λόγια του πατέρα του έρχονταν ξανά και ξανά στο μυαλό του σαν τις ψαλμωδίες που άκουγε στον ιερό ναό του Αγίου Αθανασίου, στην κεντρική πλατεία του χωριού. Εκεί που πήγαινε από μικρός παπαδάκι μαζί με τους φίλους του·τους φίλους του που ακολούθησαν παράλληλες πορείες, μακριά από τη γη και απ’το χωριό που δεν είχε μέλλον. Άλλοι εποπ, άλλοι λιμενικοί, άλλοι πυροσβέστες, άλλοι αστυνομικοί. Στην υπηρεσία της πατρίδας. Με το εθνόσημο στην καρδιά. Στην υπηρεσία της ίδιας πατρίδας που τους είχε ξεχασμένους, αυτούς και το χωριό τους, που δεν είχε μέλλον. Έφερε ξανά τα πρόσωπα των φίλων του στο μυαλό του, τα πρόσωπα των συγχωριανών του, τις αγιογραφίες στους τοίχους, τις ψαλμωδίες. Θα έπαιρνε όρκο ότι μύρισε λιβάνι.
“Καραντίδης…”
Στο άκουσμα του ονόματος του σήκωσε το βλέμμα του από το έδαφος. Ήταν ο Γιάννης, ο φίλος του από τη σχολή που είχαν βγάλει μαζί τη βασική εκπαίδευση. Το πρόσωπο του ήταν κρυμμένο πίσω από το φουλ φέις και το κράνος αλλά οι ρυτίδες κάτω από τα φρύδια του πρόδιδαν ένα πλατύ χαμόγελο. Θυμήθηκε και πάλι τη βασική εκπαίδευση, τις πρώτες μέρες που ξύπναγε πριν να σημάνει το εγερτήριο, το στρώσιμο του κρεβατιού, θυμήθηκε την πρωινή γυμναστική, το κακομαγειρεμένο φαγητό, τη συναδελφική αλληλεγγύη που είχαν με τα υπόλοιπα παιδιά, το πόσο γρήγορα έγιναν μια παρέα.
“Τί έπαθες ρε;” ο Γιάννης έμενε να τον κοιτάζει κρατώντας και αυτός την ασπίδα του κοντά στο σώμα του. Ζαλιζόταν. Ζαλιζόταν σε τέτοιο βαθμό που δεν μπορούσε να διαβάσει το Police στην ασπίδα. Ζαλιζόταν τόσο που δεν μπορούσε να δει ξεκάθαρα το φαιοπράσινο χρώμα της στολής του. Σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε. Ο αδύναμος φθινοπωρινός ήλιος έριχνε τις ακτίνες του πάνω στο κράνος του Γιάννη, κάνοντας το να μοιάζει με φωτοστέφανο. Ναι μύριζε λιβάνι. Μύριζε λιβάνι ήταν σίγουρος. Έμεινε να τον κοιτάζει και δεν ήξερε αν άντεχε να απαντήσει στην ερώτηση του. Με κόπο συγκέντρωσε ότι δύναμη του είχε απομείνει για να αποκριθεί σύμφωνα με τα υπηρεσιακώς προβλεπόμενα.
“Τίποτα δεν έχω, απλά είμαι λίγο κουρασμένος. Είχα εφημερεία απόψε”
“Κατάλαβα. Έχει τρέξιμο στο νοσοκομείο ε; Εγώ σήμερα είχα το πρώτο μου τμήμα. Ανέλαβα ένα τμήμα θεωρητικής κατεύθυνσης και διδάσκω Λατινικά. Σήμερα είχαμε κλίση των δευτερόκλητων ουσιαστικών σε -us και τη δεικτική αντωνυμία ille-illa-illud. Έχει αρχίσει και μου αρέσει πάρα πολύ αυτή η απόσπαση. Γιατί σχετίζεται σε ένα μεγάλο βαθμό και με τα ερευνητικά μου ενδιαφέροντα…”
Έπαψε να ακούει τις λέξεις που έβγαζε από το στόμα του. Απλά έμενε εκεί να χαζεύει τα σαγόνια του να κουνιούνται πίσω από το φουλ φέις. Και έπειτα ο ήχος ήρθε και πάλι στα αυτιά του. Τιιιιιιιτ. Τιιιιιιιτ. Τιιιιιιιτ.
Σηκώθηκε όρθιος με μια απότομη κίνηση που έκανε τον Γιάννη να οπισθοχωρήσει. Πέταξε την ασπίδα και το γκλοπ στο παγκάκι, έβγαλε το κράνος του και το κλώτσησε με όλη του τη δύναμη. Έτρεξε προς το διοικητήριο με μεγάλα βήματα και ξαφνικά βρήκε μέσα του μια όρεξη που δεν πίστευε πως είχε. Το στομάχι του παρέμενε σαν κόμπος δεμένο αλλά κάτι παράξενο όπλιζε κάθε του βήμα. Ανέβηκε τις σκάλες του διοικητηρίου χωρίς να απαντήσει στους χαιρετισμούς των συναδέλφων και όταν έφτασε μπροστά από την πόρτα του διοικητή τα μάτια του έκαιγαν και οι φλέβες του χτύπαγαν με μανία στο πίσω μέρος του κρανίου του.
Άνοιξε την πόρτα με το πόδι και βρήκε τον διοικητή του μπροστά από τον υπολογιστή να παίζει Call of Duty. Πίσω από τα πυκνά λευκά του φρύδια τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω με βλέμμα αυστηρό.
“Τί έγινε ρε Καραντίδη; Πώς μπαίνεις έτσι μέσα;” του είπε με τρόπο κοφτό ο διοικητής
“Ρίχτε με πάλι στο πεζοδρόμιο κύριε Διοικητά. Δεν αντέχω άλλο στο νοσοκομείο.”
Ένιωθε τις ανάσες του βαριές κάτω από τη στολή, ενώ τα προστατευτικά από καουτσούκ που φορούσε σε όλο του το σώμα ήταν έτοιμα να εκσφενδονισθούν με δύναμη προς το ταβάνι. Ο διοικητής του χαμογέλασε για μια στιγμή, έπειτα πάτησε το Main Menu και έκανε Save την πίστα.
“Κάτσε κάτω Καραντίδη. Πάρε μια ανάσα.”
Προς στιγμήν δίστασε. Η ευγένεια στην υπηρεσία ήταν πάντοτε σημάδι κακών μαντάτων. Αλλά τί θα μπορούσε να είναι χειρότερο από την απόσπαση του στο νοσοκομείο; Τί χειροτερο θα μπορουσε να του κάνει η υπηρεσία; Ο διοικητής του τον κοίταζε τώρα με ένα γαλήνιο ύφος. Με μια του κίνηση έφερε τα χέρια του πίσω από το σβέρκο και σα να πίεζε το δέρμα από πίσω προς τα μπρος, έφτασε μέχρι το πηγούνι και το έξυσε με δύναμη.
“Γιατί είσαι εδώ ρε Καραντίδη; Γιατί είμαι εγώ εδώ; Τί ακριβώς κάνουμε;” τον ρώτησε με ήρεμο τόνο.
“Πραγματικά κύριε διοικητά δε ξέρω. Δε ξέρω πλέον τί κάνουμε.”
“Υπηρετούμε Καραντίδη. Υπηρετούμε την πατρίδα. Τιμάμε μια στολή και την ιστορία που φέρνει αυτή η στολή. Και είναι τιμή μας. Και κάθε φορά που πας στο σούπερ μάρκετ και από τα μεγάφωνα παίζει το ηχογραφημένο μήνυμα πως οι αστυνομικοί έχουν προτεραιότητα έναντι των υπολοίπων, καλό θα ήταν να σκέφτεσαι γιατί έχουμε προτεραιότητα”
“Γιατί έχουμε προτεραιότητα κύριε διοικητά;” αμέσως μετάνιωσε που τον διέκοψε, αλλά ήταν αργά πλέον για να το πάρει πίσω. Ο διοικητής τους συνήθιζε να κάνει ερωτήσεις τις οποίες απαντούσε ο ίδιος, με ύφος διδακτικό. Ναι δεν έπρεπε να τον διακόψει. “Γιατί έχουμε προτεραιότητα κύριε διοικητά;” η έρωτηση έμοιαζε να αιωρείται πάνω από το γραφείο.
“Γιατί είμαστε διαφορετικοί Καραντίδη. Είμαστε διαφορετικοί από όλους τους υπόλοιπους. Γιατί τολμάμε εκεί που οι άλλοι δειλιάζουν. Κοίτα τους. Κοίτα τους την επόμενη φορά που θα βρεθείς σε κάποια ουρά αναμονής. Σε κάποια τράπεζα, σε κάποια δημόσια υπηρεσία, σε κάποιο κατάστημα. Κοίτα τους στα μάτια. Δημόσιοι και ιδιωτικοί υπάλληλοι, συνταξιούχοι, φοιτητές, ελεύθεροι επαγγελματίες, άνεργοι. Καταλαβαίνεις τί σου λέω; Δεν είμαστε ίδιοι με όλους αυτούς. Και όταν στις γιορτές, τα Χριστούγεννα, το Πάσχα, το Καλοκαίρι, πάμε να δούμε τις οικογένειες μας στο χωριό, βγάζουμε τη στολή και κατηφορίζουμε στο καφενείο, οι ίδιοι άνθρωποι είναι που μας κοιτούν και μας καλωσορίζουν με ένα πλατύ χαμόγελο. Γιατί ξέρουν. Ξέρουν ποιοι είμαστε και τί μπορούμε να κάνουμε. Ξέρουν ότι το παρελθόν μας δεν έχει καμία σημασία. Αυτό που έχει σημασία είναι το παρόν μας. Μας έχουν ανάγκη. Και πολύ περισσότερο δε μας θέλουν απέναντι τους. Δεν τολμάνε να ανταλλάξουν μαζί μας ούτε μια κακή κουβέντα. Μπορεί και να το θέλουν. Αλλά δεν το τολμάνε. Η στολή δίνει την εξουσία, αλλά η στολή έχει και την ευθύνη. Η υπηρεσία είναι ευθύνη. Είμαστε οι γιοί αγροτών, εργατών, ψαράδων, κτηνοτρόφων. Αλλά το χρέος μας πάει πέρα απ’όλους αυτούς. Όταν βάζουμε τη στολή όλα αυτά τα αφήνουμε πίσω μας. Όταν βάζουμε τη στολή, η αποστολή μας ξεπερνάει τους γονείς μας, τους συγγενείς και τους φίλους μας. Όταν βάζουμε τη στολή, αφήνουμε πίσω τις οικογένειες μας και εισερχόμαστε σε μια νέα οικογένεια. Την οικογένεια της κρατικής παρουσίας. Γιατί όταν περπατάμε με τη στολή στο δρόμο, όλοι αυτοί δε βλέπουν τα πρόσωπα μας. Βλέπουν την εξουσία του κράτους. Και το εθνόσημο μπορεί να πάρει στην αγκαλιά του όλα τα τέκνα της πατρίδας. Δεν κάνει διακρίσεις ή ερωτήσεις. Δε ψάχνει δικαιολογίες για να απορρίψει. Σ’αυτή την αγκαλιά χωράμε όλοι. Σ’αυτή την αγκαλιά γινόμαστε όλοι ένα”
Δεν απάντησε παρά μόνο έμεινε να τον κοιτάζει. Ένιωθε πως θα καταρρεύσει από την καρέκλα και θα αναγκάζονταν να τον σηκώσουν από το πάτωμα του γραφείου. Ο διοικητής του αναστέναξε και έπειτα του χάρισε ένα πλατύ χαμόγελο. Έσπρωξε την καρέκλα με τα ροδάκια μέχρι που ακούμπησε τον τοίχο πίσω από το γραφείο του. Στο βάθος η Λεωφόρος Κατεχάκη ήταν έρημη. Πλησίαζε η ώρα της καθολικής απαγόρευσης μετακινήσεων. Ο διοικητής του σηκώθηκε και ήρθε από πίσω του ακουμπώντας το στιβαρό του χέρι στον ώμο του.
“Η πατρίδα είναι αντιμέτωπη με μια ασύμμετρη απειλή. Και θα πάμε όπου χρειαστεί. Σε σχολεία, νοσοκομεία, λεωφορεία. Θα κάνουμε υπερβάσεις. Θα καλύψουμε κενά. Θα βάλουμε πλάτη. Είναι χρέος μας Καραντίδη”.
Ο διοικητής του μιλούσε για πρώτη φορά εκτός υπηρεσιακού πρωτοκόλλου. Του μιλούσε σαν πατέρας. Η φωνή του είχε μαλακώσει· και έπειτα έσκυψε στο αυτί του σα να ήθελε να του εκμυστηρευθεί κάτι το οποίο κανείς άλλος δεν ήξερε.
“Κάνε λιγάκι υπομονή. Στη μάχη απέναντι στην πανδημία ο Υπουργός ανακοίνωσε σήμερα άλλες πέντε χιλιάδες προσλήψεις αστυνομικών. Κάνε λιγάκι υπομονή παλικάρι μου και θα νικήσουμε”
Με ένα μικρό χτύπημα στην πλάτη ο διοικητής έμοιαζε να του δείχνει πως η συνάντηση τους είχε πλέον τελειώσει. Έπρεπε να σηκωθεί, να βαρέσει προσοχή, να κάνει μεταβολή και να εξέλθει. Του είχε πει όσα είχε να του πει. Λόγια παρηγοριάς, λόγια υπηρεσιακής ψευτοκατανόησης. Βρήκε τη δύναμη να σηκωθεί χωρίς να κοιτάξει τον διοικητή του στα μάτια, έκανε μεταβολή και ακούμπησε το πόμολο της πόρτας.
“Καραντίδης” η φωνή του διοικητή του ακούστηκε και πάλι πίσω από την πλάτη του
“Μάλιστα κύριε διοικητά” αποκρίθηκε
“Από συναρτήσεις, πώς τα πάς;” ο διοικητής είχε επιστρέψει πίσω από το γραφείο του. Παρέμενε όρθιος ενώ πήρε έναν γαλάζιο φάκελο στα χέρια του
“Δεν έχω ιδέα κύριε διοικητά” απάντησε χωρίς να μετανιώσει για το γεγονός ότι παρέμενε ειλικρινής απέναντι στους ανωτέρους του
Ο διοικητής του άνοιξε τον φάκελο και κοίταξε για μία στιγμή στο εσωτερικό του. Έπειτα σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε στα μάτια.
“Από την άλλη εβδομάδα σε μεταθέτω στο Δεύτερο Λύκειο Ηλιουπόλεως. Υπάρχει ένα κενό σε διδακτικές ώρες. Θα κάνεις μαθηματικά κατεύθυνσης σε μαθητές της Τρίτης Λυκείου. Φρόντισε να προετοιμαστείς κατάλληλα το Σαββατοκύριακο για τις διαλέξεις σου και κοίτα να μην με εκθέσεις”
Το αυστηρό υπηρεσιακό ύφος του διοικητή είχε επανέλθει στο πρόσωπο του.
“Σας ευχαριστώ πολύ κύριε διοικητά”
Το κοφτό νεύμα του διοικητή ήταν η τελευταία εικόνα που είχε στα μάτια του όταν έκλεινε πίσω του την πόρτα του γραφείου. Κατέβηκε τα σκαλιά του διοικητηρίου και όταν βγήκε στον προαύλιο χώρο ο αέρας είχε αποκτήσει μια ασυνήθιστη φρεσκάδα. Ο ουρανός είχε πάρει ένα βαθύ μπλε χρώμα,το φως του έμενε σαν ανάμνηση που χανόταν στον ορίζοντα, ενώ οι πρώτες λάμπες από τους πυλώνες άναβαν φωτίζοντας από τη νησίδα την έρημη λεωφόρο Κατεχάκη. Από την άλλη εβδομάδα όλα θα ήταν διαφορετικά.