Τι θ’ απογίνεις, Θε μου, αν πεθάνω ;
Εγώ είμαι το κανάτι σου (αν σπάσω; )
Εγώ είμαι το ποτό σου ( αν πικράνω; )
Εγώ είμαι το έργο σου και το ένδυμά σου, μαζί μου θα χαθεί το νόημά σου.
Ο Ρίλκε, κατά πάσα πιθανότητα, πρέπει να ήταν Σπάρτα Πράγας. Δεν το λέει η Βικιπαίδεια, αλλά είναι φως φανάρι. Αν έπαιζε και μπάλα θα ήταν δεκάρι. Σίγουρα.
Γιατί δεκάρι;
Γιατί το δεκάρι, μπαίνει στο γήπεδο με ψηλά το κεφάλι. Ορίζει. Καθοδηγεί. Μικραίνει και μεγαλώνει τον χώρο κατά πως θέλει και πάλι πίσω. Αποφασίζει. Φέρνει αναρχία. Ανυπακοή.
Το δεκάρι μπαίνει σε πειρασμό, δύναται… κι ο πειρασμός είναι σκέψη που χαμογελά στην φαντασία. Ανάμεσα στην φαντασία και στον προπονητή, το δεκάρι, θα γράψει τον προπονητή στις σόλες του.
Το δεκάρι μας βολοδέρνει, μαζί του, στην συγκίνηση και στο παράπονο. Είναι το επαναστατικό και το απρόβλεπτο, κατά πάσα προβληματική κατάσταση. Είναι εκείνο που παίρνει την δόξα, αλλά κι εκείνο που ρίχνεται στην πυρά, αν η προβληματική κατάσταση επιμένει μέχρι τέλους. Ως το επόμενο μαγικό.
Τα δεκάρια είναι είναι εθισμένα στο χειροκρότημα, είναι ελάχιστα, γι’ αυτό είναι εκ φύσεως πρωταγωνιστές. Γεννιούνται, με το δέκα φυτρωμένο στην πλάτη. Το δεκάρι θυμούνται, όταν περάσουν τα χρόνια.
Για κάθε έναν από αυτούς τους λόγους, τα σιχαίνονται οι στυγνοί τεχνοκράτες. Γι’ αυτό ένας τεράστιος στρατός από τσιράκια πένες προσπαθούν να πείσουν πως δεν χωράνε πλέον στο ποδόσφαιρο. Πως έχουν πεθάνει από καιρό. Πως τρέχουν οι άλλοι για δαύτα. Τα δεκαριά τους χαλάνε τους πίνακες με τους αριθμούς. Στην ψυχρή λογική, τα πάντα πρέπει να κατανοούνται το ίδιο ψυχρά.
Εννοείται θα τρέξει ο άμπαλος, όταν ο άλλος με δέκα βήματα, κάνει ότι εκείνος με εκατό.
Το δεκάρι.
Άλλοι αγαπούν να το μισούν, γιατί στην μίζερη κανονικότητα που έχουν μάθει, τους θυμίζει πως υπάρχουν όμορφοι, μη κανονικοί. Το μισούν γιατί… άνθρωποι είναι. Ταυτίζονται ποικιλοτρόπως. Εδώ ταυτίζονται με το πορτοφόλι του προέδρου.
Υπάρχουν πολλοί που τους αρέσει αυτή η εικόνα. Μια ποδοσφαιρική ομάδα σκαπανέων. Ίσως, στο βάθος, να θεωρούν πως ο στρατός έλειψε από τα πράγματα. Ίσως να λένε, ρε παιδί μου… θέλω να νοιώσω ασφάλεια. Να το λένε τόσο πολύ, που στο μυαλό τους υπάρχει μόνο η λέξη, ασφάλεια. Ούτε, που; Ούτε, πως; Ούτε, από ποιόν; Ασφάλεια. Και αυτή η σκέψη να γλιστράει παντού. Ίσως.
Είπαμε ταύτιση. Δεν χρειάζεται περισσότερο ανάλυση. Θα πληγωθούμε. Δεν γίνεται να πάμε όλοι, με τον καιρό μας. Ευτυχώς υπάρχει ακόμα κόσμος που αγαπάει τους αρτίστες. Ευτυχώς υπάρχει ακόμα μια old school θεώρηση, που όπου υπάρχει υπέρβαση εαυτού, αναγνωρίζει θρησκευτικότητα. Αεράκι είναι αυτή η θρησκευτικότητα.
Σε τελική ανάλυση, μιάμιση ώρα τραγούδι, χαρά, αγωνία, λίγο καζούρα με τούς φίλους και άντε γειά. Αυτό είναι η μπαλίτσα. Κι ας είναι, που σε αυτά τα 90 λεπτά, είμαστε… εμείς.
Τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Υπάρχει το 4 4 2, υπάρχει το δεκάρι και οι άλλοι που κουβαλάνε.
Αιώνες πριν, όταν ήμασταν πιτσιρίκια και γνωριζόμασταν, μετά το όνομα, η δεύτερη ερώτηση ήταν, “ξέρεις μπάλα;”.
Όχι αν παίζουμε. Αν ξέρουμε.
Όποιος δεν έπαιζε, απλά δεν μετρούσε.
Αν εξαιρέσεις κάτι θηριώδεις μπρουτάλ τύπους που γούσταραν να παίζουν πίσω, όλοι οι άλλοι δεκάρια θέλαμε να παίζουμε. Όσοι ξέραμε. Ελάχιστοι έγιναν. Ο τέρμας ήταν άλλη περίπτωση.
Fuck modern football.
Το δεκάρι, είναι ο μάγος της φυλής.