Αποσπάσματα μαρτυριών προσφύγων από την ανταλλαγή πληθυσμών του 1923, δημοσιευμένες στο βιβλίο του Bruce Clark “Δυο φορές ξένος – Οι μαζικές απελάσεις που διαμόρφωσαν την σύγχρονη Ελλάδα και Τουρκία” (Εκδόσεις ΠΟΤΑΜΟΣ, 2007).
Ο δημοσιογράφος Bruce Clark στο βιβλίο εξετάζει το ιστορικό της υποχρεωτικής ανταλλαγής πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λοζάνης το 1923, τόσο από την επίσημη διοικητική σκοπιά, όσο και από την άποψη των προσώπων που βίωσαν την ανταλλαγή των πληθυσμών ή υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες.
Στο έργο του, που κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 2007, παραθέτει προφορικά και γραπτά τεκμήρια από τα οποία επιλέχθηκαν από τη μία αποσπάσματα από τις μαρτυρίες του Ύπατου Αρμοστή της Κοινωνίας των Εθνών για τους Πρόσφυγες Φρίντγιοφ Νάνσεν και του δημοσιογράφου/λογοτέχνη Έρνεστ Χεμινγουέι για την έξοδο των Ελλήνων από την Ανατολική Θράκη επειδή παρατίθενται μεταφρασμένα στα ελληνικά. Από την άλλη επιλέχθηκαν μαρτυρίες που καταδεικνύουν πόσο διαφορετικές και αποκλίνουσες ήταν οι εμπειρίες των προσφύγων από την υποδοχή που τους επιφύλαξαν οι τοπικές κοινότητες και από τις σχέσεις τους με τους γηγενείς, χριστιανοί και μουσουλμάνοι.
[σ. 69]
Τη νύχτα φτάσαμε στην κορυφή ενός λόφου και νόμισα ότι από κάτω απλωνόταν μία ολόκληρη πόλη με τα χιλιάδες φωτάκια της – ήταν οι φωτιές από τις κατασκηνώσεις που κατέκλυζαν τον κάμπο από άκρη σε άκρη, και οι άνθρωποι κοιμόντουσαν εκεί, πάνω στο χώμα χωρίς καμία προστασία. […] Δεν ξέρουν πού πηγαίνουν και όταν φτάσουν δεν θα βρουν πουθενά καταφύγιο.
[…]
Είκοσι μίλια μήκος έχει η σειρά με τα κάρα που τα σέρνουν αγελάδες, μοσχάρια και βόδια βουτηγμένα στη λάσπη ως τα πλευρά. Γυναίκες, παιδιά και άνδρες που τρεκλίζουν από την εξάντληση έχουν τα κεφάλια σκεπασμένα με κουβέρτες καθώς περπατάνε στα τυφλά μέσα στη βροχή δίπλα στα υπάρχοντά τους. […] Είναι μία σιωπηλή πομπή. Δεν ακούγεται ούτε ένας αναστεναγμός. Φυλάνε όλες τις δυνάμεις τους για να τραβάνε μπροστά.
—
[σ. 157]
Ζούσαμε στο Πανόραμα που σήμερα είναι εύπορο προάστιο αλλά τότε ήταν μία ερημιά. Ο κόσμος περπατούσε πολλά χιλιόμετρα για να βρει δουλειά στο κέντρο της πόλης. Ο τύφος και άλλες επιδημίες θέριζαν τους πρόσφυγες. Αλλά η ζωή συνεχιζόταν, αγόρια και κορίτσια ερωτεύονταν και μπορώ να πω ότι τη γλεντούσαμε τη φτώχια μας.
Λίγο αφότου φτάσαμε στην Ελλάδα μετακομίσαμε στην πόλη της Νάουσας όπου οι δάσκαλοί μου εντυπωσιάστηκαν από τις ικανότητές μου στο διάβασμα και με βάλανε κατευθείαν στην Πέμπτη τάξη. Αλλά η ζωή μας στη Νάουσα ήταν δύσκολη. Οι ντόπιοι κορόιδευαν τη γλώσσα μας και υποψιάζονταν ότι είμαστε κομμουνιστές και σκοπεύαμε να κάνουμε την Ελλάδα κομμουνιστική. Ήταν εντελώς παράλογο όταν τόσοι συμπατριώτες μας Πόντιοι υπέφεραν κάτω από το σοβιετικό καθεστώς.
—
[σ. 170-171]
Το καράβι μας έβγαλε στη Θεσσαλονίκη. Μας πήγανε στον αυλόγυρο του Αγίου Μηνά. Μέσα η εκκλησία ήταν γεμάτη κόσμο… ξημέρωνε του Σταυρού. Καθούμασταν στα μάρμαρα, ούτε κουβέρτα είχαμε ούτε τίποτα. Χτυπούσε δώδεκα η ώρα. Ήρθε κοντά μας ένας κύριος και μας είπε «δεν έχετε τίποτε;» Ύστερα πήγε και μας έφερε δύο κουβέρτες, καινούργιες. «Τη μία να τη στρώσετε, να καθίστε, και με την άλλη να σκεπάστε τα παιδάκια» μας είπε. Ήρθε και την άλλη μέρα. Μας έφερε ρουχαλάκια, ζακέτες δικές μας.
[…]
Μόλις μας είδαν μαγείρεψαν σούπα με κρέας και μας μοίρασαν. Όποιος είχε τενεκεδάκι, πιάτο, κουβά, έπαιρνε και ψωμί και πήγαινε στους δικούς του. Όποιος δεν είχε, έτρωγε εκεί δα. Ύστερα μας πήραν όλο τον κόσμο με τα κάρα και μας πήγαν στα Χανιά. Όλους όσους βγήκαμε από το καράβι. […] Έγινε μία επιτροπή από γυναίκες και άνδρες και μας μοίρασαν, μας στέγασαν, όπου υπήρχε άδειος τόπος. Εμάς τους πατριώτες και τους συγγενείς όλους μας βάλανε σ’ ένα καφενείο του μπιλιάρδου. Ήταν μιανού πού ‘χε φύγει στην Αμερική και το επίταξαν. Εκεί πια θαρρείς πως ήμαστε μικρά παιδιά και παίζαμε σπιτάκια. Η μία έπιασε τη μία γωνιά, τη χώρισε με καρέκλες, η άλλη την άλλη, η άλλη την άλλη, κι άλλη πήρε το τραπέζι του μπιλιάρδου και τόκανε κρεβάτι. Μία γειτόνισσα μας έφερνε σφουγγαρόπανο και κουβά να καθαρίσουμε, μας πήρε στο σπίτι της να λουστούμε.
—
[σ. 173]
Χειμώνας καιρός. Χριστουγεννιάτικα. Τι σπουδαίοι άνθρωποι κι εκείνοι! Άπονοι, πολύ άπονοι άνθρωποι οι Πατριναίοι. Πεινασμένοι, κουρασμένοι και ταλαιπωρημένοι από το δρόμο, ακούσαμε να μας καλωσορίζουν. «Τι θέλετε στον τόπο μας, Τουρκόσποροι; Να πάτε στο Βενιζέλο σας».
—
[σ. 209]
Προτού φύγουμε, περίπου πενήντα-εξήντα σπίτια στο χωριό μας καταλήφθηκαν από νεοαφιχθέντες Ρωμιούς (ελληνορθόδοξοι υπήκοοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας). Η οικογένεια που εγκαταστάθηκε στο σπίτι μας μιλούσε τα τούρκικα καλύτερα από εμάς. Πήραν δύο δωμάτια και εμείς – οι γονείς μου, η γιαγιά μου, η αδελφή μου και εγώ – μείναμε στα υπόλοιπα δύο, επομένως υπήρχε χώρος για όλους. Η Ρωμιά γιαγιά τα πήγαινε πολύ καλά με τη δική μου γιαγιά που ήταν μουσουλμάνα και είχε χάσει τον άνδρα της από τους Βουλγάρους. Η Ρωμιά γιαγιά μας παρότρυνε να εγκατασταθούμε στο Γιερμπολού [μια πόλη στην ακτή της ανατολικής Θράκης] όπου παλαιότερα εκείνη και η οικογένειά της ζούσαν αρκετά καλά. Τουλάχιστον για ένα μικρό διάστημα, η Ρωμιά γιαγιά δεν είχε προβλήματα μαζί μας – αλλά η αλήθεια είναι ότι ανησυχούσε πολύ για ορισμένους χριστιανούς πρόσφυγες που είχαν εγκατασταθεί εκεί γύρω γιατί ορισμένοι μιλούσαν ρώσικα και όχι τούρκικα. Θα πρέπει να ήταν Έλληνες του Πόντου που είχαν ζήσει πολλά χρόνια στη Ρωσία.
Συγκριτικά, για την γυναίκα από το Γιερμπολού ήταν πιο εύκολο να μιλά μαζί μας παρά με τους Πόντιους. Θυμάμαι όμως επίσης ότι άκουσα μία από τις γιαγιάδες να λέει νοσταλγικά: «ο δικός σας ο Μουσταφά Κεμάλ είναι πολεμιστής και βαστάει ένα σπαθί στο κάθε χέρι και ένα σπαθί στο κάθε πόδι…» Για ένα εξάχρονο παιδί αυτή ήταν πολύ εντυπωσιακή κουβέντα και παρά τα ογδόντα-έξι μου χρόνια τα λόγια της αντηχούν ακόμα στα αυτιά μου.
—
[σ. 266]
Οι πρόσφυγες που ήλθαν στο χωριό μας φάνηκαν στην αρχή πολύ παράξενοι. Μιλούσαν τούρκικα, ή μία ελληνική διάλεκτο που δεν καταλαβαίναμε και το φαγητό, τα ρούχα κι οι συνήθειές τους ήταν διαφορετικές από τις δικές μας. Εμείς είμασταν βουνήσιοι βοσκοί, εκείνοι είχαν μοσχάρια και παρασκεύαζαν γιαούρτι. Έφτιαξαν μποστάνια και καλλιεργούσαν ντομάτες και πιπεριές και κάθε είδους λαχανικά και μας έμαθαν άλλους τρόπους μαγειρικής. Τελικά όμως ήταν Έλληνες σαν εμάς, είχαμε υποχρέωση να τους βοηθήσουμε και έτσι δεχόμασταν ο ένας τον άλλον. Ύστερα από μία γενιά εμείς οι ντόπιοι αρχίσαμε να παντρευόμαστε με τους πρόσφυγες. Όσο για τους μουσουλμάνους που έφυγαν, είναι άλλη ιστορία. Ήταν Τούρκοι, και έπρεπε να φύγουν.