Ελένη Χρυσουλάκη – Γεώργιος Θ. Ζώης
Ο ιρλανδικής καταγωγής, Martin McDonagh, θεατρικός συγγραφέας, σεναριογράφος και σκηνοθέτης του κινηματογράφου, απέσπασε με το σκηνοθετικό και σεναριογραφικό του εντυπωσιακό επίτευγμα «Οι Τρεις Πινακίδες Έξω από το Έμπινγκ, στο Μιζούρι» (Three Billboards Outside Ebbing, Missouri, πρώτη προβολή 4 Σεπτεμβρίου 2017), στις 75ες Χρυσές Σφαίρες βραβείο καλύτερης δραματικής ταινίας, Α’ Γυναικείου Ρόλου (Frances Louise McDormand), Β’ Ανδρικού Ρόλου (Sam Rockwell) και σεναρίου, ενώ ήταν υποψήφια στις κατηγορίες σκηνοθέτη και πρωτότυπης μουσικής. Στα 90α Βραβεία Όσκαρ η ταινία ήταν υποψήφια στις κατηγορίες καλύτερης ταινίας, Α’ Γυναικείου Ρόλου (Frances Louise McDormand), Β’ Ανδρικού Ρόλου (Sam Rockwell και Woody Harrelson), σεναρίου, πρωτότυπης μουσικής και μοντάζ, στα βραβεία BAFTA απέσπασε βραβεία καλύτερης ταινίας, βρετανικής ταινίας, Α’ Γυναικείου Ρόλου, Β’ Ανδρικού Ρόλου (Sam Rockwell) και πρωτότυπου σεναρίου, ενώ ήταν υποψήφια για το βραβείο σκηνοθεσίας, Β’ Ανδρικού Ρόλου (Woody Harrelson), μοντάζ και φωτογραφίας. Στις ίδιες κατηγορίες κέρδισε στα Βραβεία Satellite, στα Βραβεία Σωματείου Ηθοποιών, ενώ στο φεστιβάλ της Βενετίας, κέρδισε το βραβείο καλύτερου σεναρίου και ήταν υποψήφια για το Χρυσό Λέοντα.
Η ταινία «Οι Τρεις Πινακίδες Έξω από το Έμπινγκ, στο Μιζούρι» (Three Billboards Outside Ebbing, Missouri) αποτελεί μια ρηξικέλευθη προσέγγιση των παθών της ανθρώπινης φύσης, ένα ηθολογικό ψυχογράφημα που μεταφέρει κάτι βαθύ για την επίγεια απόδοση της δικαιοσύνης, με την έξυπνη σκηνοθεσία και το ευρηματικό της σενάριο. Πρόκειται για ένα κυνικό και ειλικρινές δράμα, ένα μυστήριο ειδεχθούς εγκλήματος που τονίζει το δέσιμο των ανθρώπων με το δίλημμα της αυτοδικίας, εκεί που νόμος δεν βρίσκει εφαρμογή. Δεν αναδεικνύει σύμβολα, αλλά αλήθειες ωμές, ρατσιστικές και μισαλλόδοξες που γεννώνται σε κάθε κοινωνία και εκδηλώνονται με κάθε μορφής βία, ψυχολογική, σωματική ή έμφυλη.
Η ταινία βασίζεται σε αληθινά γεγονότα, τα οποία εντοπίζονται σε κάθε κοινότητα, πέραν του στενού γεωγραφικού κέντρου της Αμερικής, και θίγει σε βάθος τον πυρήνα των κοινωνικών στερεοτύπων. Η αντίστροφη μέτρηση ξεκινά με το βιασμό και τη δολοφονία της νεαρής Άντζελα Χέιζ, κόρης της Μίλντρεντ (η βραβευμένη με Όσκαρ, Frances Louise McDormand). Επί επτά και πλέον μήνες το έγκλημα παραμένει ανεξιχνίαστο. Καθώς ο καιρός περνά, με την οργή να συσσωρεύεται και τη θλίψη να παγώνει κάθε ίχνος συναισθήματος, η Μίλντρεντ, πεπεισμένη ότι η αστυνομία δεν εκτελεί σωστά τα καθήκοντά της, αποφασίζει να δώσει δημοσιότητα στον πόνο της ενοικιάζοντας για έναν χρόνο τρείς πινακίδες σε δρόμο που βρίσκεται έξω από το Έμπινγκ, στο Μιζούρι, οι οποίες θα φέρουν διαδοχικά τις επαγγελματικά σχεδιασμένες φράσεις: «ΒΙΑΣΤΗΚΕ ΕΝΩ ΠΕΘΑΙΝΕ», «ΚΑΙ ΑΚΟΜΑ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΣΥΛΛΗΨΕΙΣ», «ΠΩΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΡΧΗΓΕ WILLOUGHBY». Η τοπική κοινωνία θα αντιδράσει έντονα για την τοποθέτηση αυτών των πινακίδων. Ο Willoughby (ο υποψήφιος για 3 Όσκαρ, Woody Harrelson), από την άλλη, ως ο αρχηγός του αστυνομικού τμήματος της κοινότητας, στον οποίο αποδίδεται εμφανώς η ευθύνη αλλά και η υπόνοια της συκοφαντίας, ενεργεί όπως μπορεί ώστε να βρεθεί ο δράστης, δίχως όμως αποτέλεσμα ελλείψει ταυτοποίησης DNA.
Ιδιαίτερο στοιχείο στην ιστορία διαδραματίζει η ασθένεια του αρχηγού Willoughby, καθώς και ο τρόπος που θα τη διαχειριστεί, αλλάζοντας εκ θεμελίων τη ζωή των πρωταγωνιστών. Η πρόζα του Woody Harrelson στο κομβικό αυτό σημείο είναι ευφυής, εκρηκτική και συγκινητική. Ωστόσο τα κομμάτια του παζλ θα συνθέσει ο αστυνόμος Τζέισον Ντίξον (τον οποίο υποδύεται ο βραβευμένος με Όσκαρ, Sam Rockwell), ένας ρατσιστής, τεμπέλης, βίαιος, πλην βαθιά πληγωμένος, άνθρωπος, που ζει με τη μητέρα του. Ο Sam Rockwell υποδύεται έναν χαρακτήρα με πολλά ψεγάδια, σχεδόν καρικατούρα, μα πολύπλοκο, ο οποίος μετά από ένα σημαντικό γεγονός θα μεταστραφεί. Μπορεί άραγε να αλλάξει ο άνθρωπος ουσιωδώς ή απλώς μεταπείθει τον εαυτό του ότι άλλαξε; Αυτός είναι ένας από τους προβληματισμούς που ακολουθεί τον θεατή και μετά το πέρας της ταινίας.
Από την άλλη μεριά, η Μίλντρεντ είναι μια γυναίκα αξιοπρεπής και επικίνδυνη, που στρέφεται ενάντια στο κοινωνικό, πατριαρχικό σύστημα, ενάντια στην επαρχιώτικη νοοτροπία και ενεργεί κατά βούληση και κρίση, με τις πράξεις της να νομιμοποιούνται από τα δεινά της. Τα πρόσωπα της ιστορίας είναι άνθρωποι καταπιεσμένοι, που ο καθένας τους τελεί τον προσωπικό του επώδυνο αγώνα, παλεύοντας εξαντλητικά με τον ίδιο του τον εαυτό, φωτίζοντας με σαρκασμό ακόμη και τις πιο σκοτεινές ώρες. Το σενάριο της ταινίας είναι πλήρες, σπιρτόζικο και αποκαλυπτικό. Εκμεταλλεύεται και σχολιάζει απλόχερα το στοιχείο της παραδοσιακής «βαθιάς Αμερικής»: το ρατσισμό, το σεξισμό και την ωμή βία. Δεν ξετυλίγει απλώς το μυστήριο μιας δολοφονίας, αλλά εμμένει στις συνέπειες που έχουν οι επιλογές, οι πράξεις και τα λόγια βαθιά πληγωμένων ανθρώπων, αλλοιωμένων από το θυμό, την καταπίεση, την απελπισία, την αδικία της ζωής.
Σε μια πραγματικότητα που η γραπτή επικοινωνία αποτελεί όρο εκ των ων ουκ άνευ για την ανθρώπινη ζωή, κάποιος επιλέγει να απευθύνει δημόσια και γραπτά το λόγο για να βρει τις απαντήσεις που αναζητά, ή μήπως όχι; Ίσως και να θίγει το δίπολο της ηθικά και νομικά κατακριτέας φύσης της εκδίκησης. Ένα είναι το σίγουρο: οι ενέργειες της πρωταγωνίστριας δημιουργούν ρήξεις σε μια απενοχοποιημένη της κτηνωδίας της κοινωνία, που επιμένει να χαρακτηρίζει τις βαναυσότητες «μεμονωμένο και τυχαίο συμβάν». Η ταινία ανατρέπει μια θεμελιώδη πλάνη και καταδεικνύει εμμέσως το δρόμο για την αποδόμηση των πολυσχιδών φαινομένων κοινωνικής βίας. Μέσα από τη λεπτομέρεια, σπέρνει στην κρίση το σπόρο της αλληλεγγύης και της συμπόνιας, ιδίως στις ζοφερές περιστάσεις του πόνου και της απελπισίας, ανατρέποντας κάθε προσδοκία, μετατρέποντας τον εχθρό σε φίλο. Τέλος, μέσα από τους προβληματισμούς στα λόγια των πρωταγωνιστών αναδεικνύει τη μεγάλη παγίδα της αυτοδικίας: τη σύγχυση της δικαιοσύνης με την εκδίκηση, ιδίως όταν αυτή προβάλλεται ως αρετή.
*του Martin McDonagh