Σεξουαλική Παρενόχληση – Ήταν ή μήπως δεν ήταν; Γιατί συμβαίνει; Τι το προκάλεσε; Γιατί σε αυτόν και όχι στον άλλον; Γιατί αυτός και όχι εκείνος;
Ας σταματήσουμε να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Τα γεγονότα των τελευταίων ημερών και όσα γράφτηκαν γι’ αυτά, μας ζητούν, ή καλύτερα «μας φωνάζουν» να δούμε πως, παρόλο που τα τελευταία χρόνια το θέμα της σεξουαλικής παρενόχλησης γίνεται συχνότερα αντικείμενο συζήτησης και μελέτης, ο δρόμος για να διακοπεί το νήμα που κρατά το φαινόμενο αποδεκτό, και ελάσσονος σημασίας από ένα μέρος της κοινωνίας, είναι μακρύς. Οι ρίζες του είναι βαθιές, χαραγμένες από τα χέρια και τα μυαλά πολλών γενεών πίσω.
Παίρνοντας τα πράγματα από την αρχή, σύμφωνα με την ψυχολόγο Dr. Burn, ο όρος σεξουαλική παρενόχληση περιγράφει την συνθήκη κατά την οποία ένα άτομο γίνεται στόχος ανεπιθύμητων σεξουαλικών σχολίων, χειρονομιών και δράσεων, ενός άλλου ατόμου, με βασικό κριτήριο το φύλο του, την έκφραση φύλου του ή τον σεξουαλικό του προσανατολισμό. Η σεξουαλική παρενόχληση δεν εντοπίζεται μόνο στην κατά πρόσωπο επικοινωνία, αλλά και στην ηλεκτρονική, τόσο με άμεση, όσο και με έμμεση μορφή.
Στον παρόντα χρόνο, μιλώντας για τα άτομα που εμπλέκονται σε μία σεξουαλική παρενόχληση, χρησιμοποιούμε τους όρους «θύμα» και «θύτης» αντίστοιχα. Η χρήση αυτών των όρων στο δημόσιο λόγο υπήρξε πολύ σημαντικό βήμα για την υποστήριξη του ατόμου που δέχεται την παρενόχληση, καθώς πριν από οποιαδήποτε διαδικασία επί του θέματος, τονίζεται η μειονεκτική θέση του, ως προς τον θύτη. Βέβαια, ουκ ολίγες φορές, σε δημόσια και νομικά πλαίσια βλέπουμε το ίδιο το θύμα να θυματοποιείται ξανά, αυτή την φορά, από την οργάνωση του συστήματος, που ψάχνει να βρει τυχόν συμπεριφορές του που το οδήγησαν στο γεγονός να πέσει θύμα. Τρανταχτό παράδειγμα οι ερωτήσεις όπως: «Τι φόραγες όταν συνέβη το περιστατικό;» .
Ας ξεκαθαρίσουμε, λοιπόν, πως η ταυτότητα του θύματος δεν είναι κάτι που επιδιώκει να επωμιστεί κανείς ως τίτλο, ούτε το προκαλεί με την συμπεριφορά ή την φρασεολογία του.
Το θύμα δεν φταίει!
Σε μία προσπάθεια να μπούμε στη θέση του θύματος, αναγνωρίζουμε πως η σεξουαλική παρενόχληση είναι μία οδυνηρή κατάσταση που προκαλεί πόνο, ψυχικό ή/και σωματικό. Συναισθήματα όπως η ενόχληση, η ανησυχία, ο θυμός προς τον εαυτό και προς τους άλλους, το άγχος και ο φόβος, αλλά και η ντροπή, ο εξευτελισμός, η ενοχή εμφανίζονται ως αντιδράσεις των θυμάτων σεξουαλικής παρενόχλησης. Το συναισθηματικό και φυσιολογικό στρες των θυμάτων, συχνά, οδηγεί σε ψυχολογικές διαταραχές, όπως αγχώδεις διαταραχές και διαταραχές εικόνας του εαυτού, επηρεάζοντας τη ζωή τους σε πολύ μεγάλο βαθμό. Χωρίς αμφιβολία, μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην ζωή των ατόμων, είτε μιλήσουν γι’ αυτό, είτε όχι, είτε όταν συμβεί, είτε όποτε βρουν τη δύναμη να το κάνουν.
Στην ψυχολογική έρευνα ο τρόπος που ορίζουμε την σεξουαλική παρενόχληση είναι καθοριστικός. Η Burn συμπεραίνει, μέσα από έρευνες που έχουν γίνει, πως όταν οι ερωτήσεις για τη σεξουαλική παρενόχληση, για παράδειγμα στον εργασιακό χώρο, είναι πιο γενικές, το ποσοστό των γυναικών που την αναφέρουν είναι πολύ χαμηλότερο, από την περίπτωση που οι ερωτήσεις για την σεξουαλική παρενόχληση περιγράφουν πολύ συγκεκριμένες συμπεριφορέ. Διακρίνεται πως και τα ίδια τα θύματα, ενώ βιώνουν καταστάσεις που τους προκαλούν δυσφορία, διστάσουν να τις κατονομάσουν ως σεξουαλική παρενόχληση, καθώς κοινωνικά ο όρος έχει συνδεθεί με τις περιπτώσεις που περιλαμβάνουν τουλάχιστον άγγιγμα.
Οι Fitzgerald και συνεργάτες, το 1997, ταυτοποίησαν τρεις συμπεριφορικές διαστάσεις που μπορεί να λάβει η σεξουαλική παρενόχληση. Οι τρεις μορφές μπορεί να συμπίπτουν και να περιπλέκονται. Φυσικά, κάθε πράξη απαιτεί ένα συγκεκριμένο πλαίσιο και μια σχέση μεταξύ ατόμων για να λάβει έναν ορισμό. Κάθε μία από τις πράξεις που περιγράφηκαν και θα περιγραφούν δεν σημαίνει ότι αποτελούν από μόνες τους σεξουαλική παρενόχληση, όχι πάντα. Ωστόσο, είναι καίριο να υπογραμμίσουμε πως ως σεξουαλική παρενόχληση αναγνωρίζεται οποιαδήποτε πράξη σεξουαλικού περιεχομένου πραγματοποιείται εις βάρος ενός ατόμου χωρίς την θέληση του και προσβάλλει τα όρια εαυτού του.
Η πρώτη διάσταση, η έμφυλη παρενόχληση, έγκειται σε λεκτικές και μη λεκτικές χυδαίες σεξουαλικές δράσεις ενός ατόμου προς ένα άλλο, με μία εχθρική, προσβλητική, υποτιμητική χροιά ως προς το φύλο, την ταυτότητα και έκφραση φύλου και τον σεξουαλικό προσανατολισμό ενός άλλου ατόμου. Απρεπείς χειρονομίες, επιδείξεις, απεικονίσεις εικόνων, σκέψεων και αντικειμένων, ο σεξιστικός τρόπος ομιλίας και πολύ προσβλητικά αστεία, ζωντανά ή ηλεκτρονικά εμπίπτουν σε αυτή την κατηγορία.
Δεύτερη διάσταση, η ανεπιθύμητη σεξουαλική προσοχή αφορά τον σχολιασμό του σώματος, τα επίμονα ασεβή σεξουαλικά βλέμματα, το διασυρμό και τις σεξουαλικές φήμες ή εικόνες που μπορεί να διαδώσει κανείς για ένα άτομο. Ακόμη, ανεπιθύμητη σεξουαλική προσοχή θεωρούνται τα αγγίγματα οποιασδήποτε μορφής ή σωματική επαφή με τριβή, το να ακολουθείται κανείς ή να του μπλοκάρουν τον δρόμο με ένα σεξουαλική διάθεση, αναζήτηση για πράξεις όπως φιλιά και ραντεβού. Η προσπάθεια για βιασμό και ο βιασμός ανήκουν σε αυτή την κατηγορία επίσης.
Το τρίπτυχο συμπληρώνει ο σεξουαλικός εξαναγκασμός, περίπτωση στην οποία ο θύτης ακολουθεί μία στρατηγική του «δούναι και λαβείν». Το άτομο-εξαναγκαστής απαιτεί σεξουαλική επαφή ή χάρες σεξουαλικού περιεχόμενο με αντάλλαγμα κάτι το οποίο το άτομο που εξαναγκάζεται έχει ανάγκη και μπορεί να λάβει από το πρώτο. Αυτό συναντάται συχνά σε εργασιακά και ακαδημαϊκά περιβάλλοντα και φαίνεται να είναι η κυριότερη και όχι τόσο συχνή μορφή σεξουαλικής παρενόχλησης.
Φυσικά, κάθε πράξη απαιτεί ένα συγκεκριμένο πλαίσιο και μια σχέση μεταξύ ατόμων για να λάβει έναν ορισμό…
Ωστόσο, είναι καίριο να υπογραμμίσουμε πως ως σεξουαλική παρενόχληση αναγνωρίζεται οποιαδήποτε πράξη σεξουαλικού περιεχομένου πραγματοποιείται εις βάρος ενός ατόμου χωρίς την θέληση του.
Γιατί συμβαίνει η σεξουαλική παρενόχληση;
Από μία κοινωνικοπολιτισμική οπτική των φύλων, η σεξουαλική παρενόχληση καθίσταται ως το αποτέλεσμα του τρόπου δόμησης των φύλων μέσα στην κοινωνία με σκοπό την διατήρηση της ισχυρής μορφής του άνδρα και της σεξουαλικής αντικειμενοποίησης της γυναίκας, τη μείωση των γυναικών που δεν ενστερνίζονται τα γυναικεία χαρακτηριστικά και την αποδοχή της βίας κατά των γυναικών. Αποδεδειγμένα, οι πεποιθήσεις και οι προσδοκίες των ανδρών για τον ανδρισμό αποτελούν ισχυρούς προβλεπτικούς παράγοντες σεξουαλικής βίας.
Απλούστερα, ο τρόπος που έχουν δομηθεί κοινωνικά τα χαρακτηριστικά των φύλων, δηλαδή η κυρίαρχη φύση της αρρενωπότητας, με αποδεκτή βία προς τις γυναίκες, επικράτηση ισχύος, περιφρόνηση της ομοφυλοφιλίας και την έννοια της σεξουαλικής κατάκτησης συντελούν στην εμφάνιση περιστατικών σεξουαλικής παρενόχλησης. Οι ρίζες της σεξουαλικής παρενόχλησης εντοπίζονται στους πατροπαράδοτους άγραφους κανόνες για τα φύλα και τους ρόλους των φύλων. Το φαινόμενο προκύπτει και ενθαρρύνει μία ιεραρχία όπου οι άνδρες έχουν περισσότερη ισχύ και προνόμια, κοινώς, το πατριαρχικό σύστημα. Στην ουσία, γίνεται λόγος για μια λούπα, όπου το σύστημα τροφοδοτεί την δράση και η δράση το σύστημα. Με αυτόν τον τρόπο εξηγείται και η άνιση κατανομή των φύλων στις κατηγορίες του «θύτη» και του «θύματος».
Σημαντική και πιο συμπεριληπτική, είναι η «θεωρία του ευάλωτου θύματος», η οποία προτείνει πως τα άτομα με χαμηλότερη κοινωνικοοικονομική και πολιτισμική ισχύ και θέση, είναι πολύ πιθανότερο να πέσουν θύματα σεξουαλικής παρενόχλησης. Φυτρώνει εκεί όπου υπάρχει σχέση εξουσίας. Έχοντας αυτό ως αφετηρία, είναι σωστότερο να εντάξουμε την θεωρία που αναφέρθηκε παραπάνω, εφόσον οι γυναίκες κοινωνικά ανατρέφονται ως το αδύναμο φύλο και έτσι οι άνδρες είναι πιθανότερο να λάβουν το ρόλο του θύτη. Για παράδειγμα, η σεξουαλική παρενόχληση προκύπτει, σε μεγάλο βαθμό, σε περιβάλλοντα εργασίας ανδροκρατούμενα με σκοπό η διττή «εξουσία», με εργασιακό και έμφυλο πρόσημο, να διατηρήσει την θέση της και να δυσκολέψει την «άνοδο» των μέχρι χτες κατώτερων στην ιεραρχία.
Η ανοχή της σεξουαλικής παρενόχλησης στην κοινωνία, την οικογένεια, τον εργασιακό χώρο αποδεικνύει την ισχύ της εξουσιαστικής μορφής του άνδρα και των προνομίων που έχει συσσωρεύσει κατά τους αιώνες, ενώ ο χρόνος παραγραφής αυτών αδικημάτων δείχνει την βαρύτητα που τους έχει δώσει η κοινωνία.
Βέβαια, η «θεωρία του ευάλωτου θύματος» μπορεί να εξηγήσει και για ποιον λόγο γενικότερα άτομα που ανήκουν σε μειονοτικές ομάδες (μετανάστες, τρανς άτομα, γυναίκες και παιδιά σε περίοδο πολέμου, άτομα με εθισμό ή ψυχικές διαταραχές, εργαζόμενοι στο χώρο του σεξ, και φυσικά άτομα που έχουν υποστεί στο παρελθόν σεξουαλική παρενόχληση) πέφτουν θύματα σεξουαλικής παρενόχλησης. Το πατριαρχικό καθεστώς αποτελεί το πιο πρωτόγονο πρωτόκολλο σεξουαλικής παρενόχλησης, τις αρχές του οποίου κατανοούμε και δεχόμαστε όλοι, καθώς στις περιπτώσεις που οι θύτες είναι γυναίκες ή παιδιά, η θέση ισχύος που κρατεί ο θύτης απέναντι στο θύμα αποτελεί μία επίδειξη ενός μαθητή που έχει μάθει καλά το εγχειρίδιο της ιεραρχίας και το εκτελεί, ακόμη κι αν δεν είναι άνδρας.
Η σεξουαλική παρενόχληση είναι ένα θέμα που αφορά όλους.
Ωστόσο, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε πως αποδεδειγμένα τα θύματα είναι κατά κύριο λόγο γυναίκες και άτομα που ανήκουν σε μειονοτικές ομάδες, ενώ οι θύτες είναι κυρίως άνδρες. Θεωρώντας την σεξουαλική παρενόχληση, συχνά, ένα σύμπτωμα των κοινωνικών ανισοτήτων, σε όλες της τις μορφές, εντοπίζονται πίσω και μέσα στις εκφάνσεις της ταξικά, σεξιστικά και ρατσιστικά στοιχεία.
Γιατί όμως δεν προβαίνουν όλοι σε σεξουαλική παρενόχληση;
Η απάντηση βρίσκεται σε μία προσέγγιση που εξετάζει την σχέση του ατόμου ως προσωπικότητα επί το περιβάλλον του μέσα στο χρόνο. Η κοινωνικογνωστική προσέγγιση της προσωπικότητας μας δίνει την εξήγηση της αμοιβαίας αιτιότητας, σύμφωνα με την οποία το άτομο, η συμπεριφορά και το περιβάλλον επηρεάζουν αμφίδρομα και μόνιμα το ένα το άλλο.
Τα χαρακτηριστικά προσωπικότητας είναι ιδιότητες που, συνήθως, έχουν όλοι οι άνθρωποι σε μεγαλύτερο ή σε μικρότερο βαθμό, με τα οποία περιγράφονται και αλληλεπιδρούν στην κοινωνική πραγματικότητα. Άτομα που παρενοχλούν σεξουαλικά φαίνεται να κατέχουν σε μεγαλύτερο βαθμό «την σκοτεινή τριάδα», τα χαρακτηριστικά της οποίας είναι ο ναρκισσισμός, ο μακιαβελισμός και ο ψυχωτισμός. Με απλά λόγια, διακατέχονται από εγωκεντρισμό, αίσθηση αξίας εαυτού μεγαλύτερης των άλλων, και δη, ατόμων κοινωνικά κατώτερων από αυτούς, τείνουν να χειρίζονται και να χρησιμοποιούν τους άλλους, να είναι κυνικοί και αναίσθητοι.
Kατά την ανατροφή και καθ’ όλη την διάρκεια της ζωής, δημιουργούνται γνωστικά σχήματα τα οποία μας βοηθούν να κατηγοριοποιούμε τον κόσμο, και προέρχονται από τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις στις οποίες εμπλέκεται το άτομο.
Ο ιεραρχικός τρόπος δόμησης της κοινωνίας ανάλογα με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, όπως το φύλο, μαθαίνει στα άτομα να εσωτερικεύουν σχήματα ανισότητας που περιλαμβάνουν «οδηγίες» για την αλληλεπίδραση με τα άτομα, τον τρόπο αντίδρασης σε συγκεκριμένες καταστάσεις, την διεκδίκηση επιθυμιών σε σχέση με τα «κατώτερα» μέλη της κοινωνίας σύμφωνα με τα σχήματα κλπ.
Έτσι, για παράδειγμα ένα αγόρι βλέποντας τους άνδρες της ζωής του να συμπεριφέρονται και να απευθύνονται με ένα συγκεκριμένο τρόπο στις γυναίκες, βλέποντας συμπεριφορές δικές του προς το γυναικείο φύλο να επιβραβεύονται ή να αποδοκιμάζονται, ή άλλες συμπεριφορές να γίνονται αποδεκτές για τα ίδια, αλλά όχι για κορίτσια της ηλικίας του, διαμορφώνει ένα σχήμα με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ανδρισμού, κατά το οποίο ο άνδρας είναι κυρίαρχος της γυναίκας.
Αντίστοιχα, ένα κορίτσι δέχεται ερεθίσματα αντίστοιχα με τις αναπαραστάσεις του ανδρικού και του γυναικείου προτύπου, πως εκείνη «πρέπει» να τους αντιμετωπίζεται και πως η ίδια «πρέπει» να αντιμετωπίζεται αυτούς. Αδιαμφισβήτητα, έχει υπάρξει τεράστια πρόοδος και αλλαγή στον τρόπο που οι άνδρες και οι γυναίκες εσωτερικεύουν πλέον τις φιγούρες των φύλων, ωστόσο τα κατάλοιπα των παλαιότερων εποχών είναι εμφανή και έχουν ακόμη σημαντική επιρροή, διαφορετικά δεν θα μιλούσαμε για αυτά τώρα.
Οι παραπάνω παράγοντες αλληλοεξαρτώνται και αλληλοεπηρεάζονται, σε συνδυασμό με το εκάστοτε περιβάλλον στο οποίο εμφανίζονται. Αν το πλαίσιο ταιριάζει στα σχήματα και τα επιβεβαιώνει η συμπεριφορά του ατόμου που βασίζεται στα σχήματα εκδηλώνεται πιο αβίαστα. Συν τοις άλλοις, η κατάλληλη προσωπικότητα διευκολύνει την συμπεριφορά να εμφανιστεί σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο.
Το πλαίσιο χτίζει στερεωμένα θεμέλια μέσα από τη διαχρονική επίδραση συγκεκριμένων σχημάτων και συμπεριφορών. Τα τελευταία, για τον εσωτερικευμένο σχηματισμό τους, τρέφονται με τα ερεθίσματα του πλαισίου.
Πως διασπώνται οι δεσμοί; Εφόσον έχουν γίνει συνειδητές οι αναπαραστάσεις και ο τρόπος που υπάρχουν και επηρεάζουν, διεισδύοντας στη διαδικασία μεταφοράς από γενιά σε γενιά, η μετατροπή των προτύπων πραγματώνεται, ορίζοντας και “δείχνοντας” τα σχήματα, μιλώντας για αυτά και αντικαθιστώντας τα με νέα, που ταιριάζουν ομορφότερα με τις ηθικές μας αξίες. Πρόκειται για μία μακρόχρονη και δύσκολη διαδικασία, καθώς δεν αλλάζουμε «πλακάκια μπάνιου», αλλά τροποποιούμε κοινωνικές αναπαραστάσεις που πλέον «δεν συμφέρουν» τον τρόπο που επιθυμούμε με να ζούμε.
Υπομονή, ειδικά στις περιπτώσεις που οι ρίζες του σχήματος είναι βαθύτερες. Επιμονή, ώστε η προσαρμογή, αρχικά, και η κοινωνική μονιμοποίηση των σχημάτων, αργότερα, να λάβει χώρα χωρίς να παραλείψουμε υπόγεια κομμάτια, που ίσως δεν φαίνονται αλλά εξακολουθούν να συντηρούν το φαινόμενο.