Σαν σήμερα, 5 Φεβρουαρίου του 1968 συνέρχεται στη Βουδαπέστη η 12η Ευρεία Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, που θα οδηγήσει στη διάσπαση του κόμματος σε ΚΚΕ και ΚΚΕ (εσωτερικού).
- ΠΗΓΗ: ΙΟΣ
ΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΑ ΑΡΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΣΠΑΣΗ ΤΟΥ ΚΚΕ
Η χαμένη άνοιξη του 1968
Σαράντα χρόνια πριν, το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα χωριζόταν σε «αναθεωρητές» και «δογματικούς». Η εκδοχή των πρώτων μπορεί ν’ αναζητηθεί σε συλλογές ντοκουμέντων, σε απομνημονεύματα και στις σελίδες ενός πλούσιου δημόσιου διαλόγου. Για την εκδοχή των δεύτερων, ας είναι καλά τα αποχαρακτηρισμένα αρχεία του πάλαι ποτέ «σοσιαλιστικού στρατοπέδου».
Ήταν αναμφίβολα η θεαματικότερη -και πιο ελπιδοφόρα- κρίση στην ιστορία του ελληνικού αριστερού κινήματος: το πρωί της 17ης Φεβρουαρίου 1968, τρία από τα επτά μέλη του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΕ (Μήτσος Παρτσαλίδης, Πάνος Δημητρίου, Ζήσης Ζωγράφος) κατήγγειλαν μέσω του επίσημου κομματικού ραδιοσταθμού τον Α΄ Γραμματέα Κώστα Κολιγιάννη και τους υποστηρικτές του για “επιστροφή στο ανώμαλο εσωκομματικό καθεστώς του παρελθόντος”.
Η διάσπαση ολοκληρώθηκε τους επόμενους μήνες, με την προσχώρηση του «Γραφείου Εσωτερικού» του ΚΚΕ στους διαφωνούντες και τη συγκρότηση δυο διαφορετικών κομμάτων (ΚΚΕ και ΚΚΕ Εσωτερικού).
Παρουσιάζουμε σήμερα ένα άγνωστο ντοκουμέντο γι’ αυτή την υπόθεση: τις επίσημες ενημερώσεις της ηγεσίας Κολιγιάννη προς το Κ.Κ.Βουλγαρίας. Προέρχεται από τα βουλγαρικά Κεντρικά Κρατικά Αρχεία και συγκεκριμένα απ’ το Αρχείο 1Β («ΚΕ του ΚΚΒ. Διακομματικές συναντήσεις και συνομιλίες»), το προσπελάσιμο τμήμα του οποίου καλύπτει 188 συναντήσεις της βουλγαρικής ηγεσίας με αδελφά κόμματα την οκταετία 1968-1975. Οκτώ απ’ αυτές έγιναν με την ηγεσία του ΚΚΕ: τον πρόεδρο της Κ.Ε. Απόστολο Γκρόζο, τα μέλη του Π.Γ. Λεωνίδα Στρίγκο και Παναγιώτη Υφαντή, καθώς και με τους Α΄ Γραμματείς Κώστα Κολιγιάννη (1968-1972) και Χαρίλαο Φλωράκη (1973-75).
Εδώ θ’ ασχοληθούμε με τις δυο πρώτες συναντήσεις. Η πρώτη έγινε στις 4.3.1968, αμέσως μετά τη διάσπαση. Από το ΚΚΕ συμμετείχαν οι Γκρόζος και Υφαντής, ενώ από το ΚΚΒ ο γραμματέας της ΚΕ Στάνκο Τοντόροφ. Η δεύτερη συνάντηση έγινε ένα χρόνο αργότερα, στις 3.2.1969, μεταξύ Τοντόροφ και Στρίγκου, όταν η διάσπαση είχε πιά ολοκληρωθεί.
Οι ρίζες της κρίσης
Η συνάντηση του 1968 ξεκινά με τον Τοντόροφ να ζητά συγνώμη εκ μέρους του βούλγαρου ηγέτη Τοντόρ Ζίβκοφ, που δεν μπορεί να παραστεί λόγω φόρτου εργασίας. Ακολουθεί σύντομη ενημέρωση των στελεχών του ΚΚΕ για τα συμβάντα στη Συμβουλευτική Συνάντηση των φιλοσοβιετικών Κ.Κ. στη Βουδαπέστη, που μόλις ολοκληρώθηκε. Η συζήτηση εστιάζεται στην αποχώρηση της ρουμάνικης αντιπροσωπείας, μετά από φραστικό επεισόδιο με τους Σύρους για τις σχέσεις Ρουμανίας-Ισραήλ (σ.2-4).
Ακολουθεί η ενημέρωση από τον Γκρόζο για τις εξελίξεις στο ΚΚΕ: «Από τις 5 ως τις 17 Φεβρουαρίου η ΚΕ οργάνωσε ευρεία Ολομέλεια. Εκτός από τα τακτικά μέλη της ΚΕ συμμετείχαν τα αναπληρωματικά μέλη και μέλη της Κεντρικής Επιτροπής Ελέγχου. Είχαν προσκληθεί και οι καθοδηγήσεις των κομματικών οργανώσεων και κάποια κομματικά στελέχη από διάφορες χώρες. Δεν έγινε δυνατό να συμμετάσχουν αντιπρόσωποι από την Ελλάδα. Τα περισσότερα μέλη της Κ.Ε. είναι στη φυλακή, σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και άρρωστοι, εκείνους δε που βρίσκονται στην παρανομία, παρά τις προσπάθειες που καταβάλαμε, δεν κατορθώσαμε να τους βγάλουμε απ’ τη χώρα» (σ.4).
Στην πραγματικότητα, η συμμετοχή εκπροσώπων από το εσωτερικό ήταν ανεπιθύμητη από την ηγετική ομάδα, καθώς θα ανέτρεπε την οριακή πλειοψηφία της στην Κ.Ε. Ο κομματικός ραδιοσταθμός έφτασε ακόμη και ν’ ανακοινώσει ψεύτικες συλλήψεις, προκειμένου να δικαιολογηθεί ο αποκλεισμός τους (Τάκης Μπενάς, «Της δικτατορίας», Αθήνα 2007, σ.79-81). Οι υπόλοιποι δε συμμετέχοντες είχαν επιλεγεί με αποκλειστικό κριτήριο τη νομιμοφροσύνη τους (Γρ. Φαράκος, «Μαρτυρίες και στοχασμοί», σ.181).
«Η Ολομέλεια», εξηγεί ο Γκρόζος, «ασχολήθηκε με δυο βασικά ζητήματα: 1) Τη διεθνή κατάσταση και την κατάσταση στην Ελλάδα. 2) Οργανωτικά ζητήματα». Στο πρώτο σκέλος υπήρξε ομοφωνία. Ψηφίστηκε μια έκκληση προς τις άλλες αντιδικτατορικές δυνάμεις, με ένα προτεινόμενο «μίνιμουμ πρόγραμμα» συνεργασίας. Ελέω ενότητας, κάποια σημεία τριβής με το «μεσαίο χώρο» της εποχής παρακάμφθηκαν: «Δεν θέτουμε π.χ. το ζήτημα της εξόδου της Ελλάδας από το ΝΑΤΟ, γιατί η Ένωση Κέντρου δεν είναι εναντίον της παραμονής της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ» (σ.7).
Το κρίσιμο ήταν, φυσικά, τα «οργανωτικά μέτρα» που οδήγησαν στη διάσπαση. Ο Γκρόζος ξεκινά με τις εξελίξεις των προηγούμενων χρόνων. Η κρίση, διευκρινίζει, συνδέεται με την ηγεμονία της νόμιμης Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (ΕΔΑ) στο αριστερό κίνημα της χώρας και τη συνακόλουθη περιθωριοποίηση της ηγεσίας του ΚΚΕ, που από το 1949 βρισκόταν εκτός Ελλάδας: «Εδώ και 4-5 χρόνια το κίνημά μας στην Ελλάδα κατάφερε μια σειρά επιτυχίες. Χρησιμοποιήθηκαν οι πιο διαφορετικές μορφές, όπως απεργίες, διαδηλώσεις, οργανωμένες μέσω της ΕΔΑ, μέχρι την ανατροπή του Καραμανλή. Σ’ αυτή τη θυελλώδη ανάπτυξη του κινήματος άρχισε να χάνεται το κόμμα. Παρόλο που η δουλειά γινόταν από κομμουνιστές, στο πρώτο πλάνο έβγαινε η ΕΔΑ». Ο Υφαντής διευκρινίζει: «Στις διαδηλώσεις, τις απεργίες κλπ, οι οργανωμένες κομματικές δυνάμεις ήταν μειοψηφία» (σ.8).
Η ανάκτηση του πολιτικού ελέγχου επέβαλλε τη μεταφορά του καθοδηγητικού κέντρου στο εσωτερικό, με ανασύσταση των οργανώσεων του ΚΚΕ που είχαν διαλυθεί το 1958, όταν η ΕΔΑ αναδείχθηκε αξιωματική αντιπολίτευση. Το επιχείρημα ήταν πως «η ΕΔΑ δεν είχε δυνατότητα να προχωρήσει πέρα από τις κοινοβουλευτικές μορφές πάλης», ενώ «το κόμμα έχει μεγαλύτερες δυνατότητες για ξεδίπλωμα του αγώνα». Έτσι, «μετά το πραξικόπημα του 1965 τέθηκε το ζήτημα πώς θα εμφανιστεί το κόμμα σ’ αυτή τη συγκυρία». Αποφασίστηκε η δημιουργία παράνομων οργανώσεων στο εσωτερικό της ΕΔΑ. Δυο άλλες λύσεις που εξετάστηκαν (η μετατροπή της ίδιας της ΕΔΑ σε μαρξιστικό-λενινιστικό κόμμα και η δημιουργία νέου κόμματος) απορρίφθηκαν – η πρώτη «γιατί η ΕΔΑ θα εγκαταλειπόταν από τους σοσιαλιστές και τους άλλους δημοκράτες», η δεύτερη με τη σκέψη πως «αν διαλύαμε το κόμμα κι ιδρύαμε άλλο με νέα επωνυμία, οι τροτσκιστές και οι οπαδοί της κινέζικης γραμμής θα έπαιρναν το ηρωικό όνομα του ΚΚΕ» (σ.11). Στην απόφαση, ωστόσο, «αντιτάχθηκαν ο Παρτσαλίδης κι ο Δημητρίου», καθώς και πολλά στελέχη του εσωτερικού: «Από την 8η Ολομέλεια [1965] μέχρι την 11η [1967] ασχολούμασταν αδιάκοπα μ’ αυτό το ζήτημα, καθώς υπήρχαν κι άλλα μέλη της ΚΕ στην Ελλάδα που ήταν κατά. Τελικά, με λίγες εξαιρέσεις, συμφώνησαν να δημιουργηθούν κομματικές οργανώσεις ανά εργοστάσια, συνοικίες και χωριά» (σ.9).
Δεύτερο σημείο τριβής προέκυψε από τη διαπίστωση ότι η σοβιετική ηγεσία γνώριζε τις εσωκομματικές διαφωνίες που έπρεπε ν’ αποτελούν μυστικό του Π.Γ. Ο Γκρόζος εξιστορεί εκτενώς τις προσπάθειες του Παρτσαλίδη να ξεκαθαριστεί, μέσα από επίσημη συνάντηση με το ΚΚΣΕ, το ζήτημα αυτής της «παράλληλης ενημέρωσης» (σ.10-12). Τελικά δυο άλλα μέλη του Π.Γ., οι Ζωγράφος και Δημητρίου, ταξίδεψαν το Γενάρη του 1968 στη Μόσχα, χωρίς αποτέλεσμα. «Σαν εμφανίστηκαν εκεί», ενημερώνει ο Γκρόζος το ΚΚΒ με εμφανή ικανοποίηση, «οι σύντροφοι τους ανακοίνωσαν ότι στην Κ.Ε. του ΚΚΣΕ δεν μπορούν να γίνουν δεκτοί. Τότε έγραψαν κι άφησαν ένα γενικό γράμμα, υπογεγραμμένο από τα δυο μέλη του Π.Γ. Δεν είναι προσωπική επιστολή ενός απ’ τους δυο ή χωριστά των δυο, αλλά είναι πιά έργο των 2 μελών του Π.Γ.» (σ.12). Βάσει των κομματικών αρχών, αυτό το τελευταίο είναι και το σοβαρότερο: δυο μέλη του ΚΚΕ, ακόμη και του Π.Γ., δικαιούνται να εκφράζουν ατομικά τις διαφωνίες τους, όχι όμως και συλλογικά – ενέργεια που συνιστά «φραξιονισμό» κι επισύρει κυρώσεις.
Η στιγμή της ρήξης
Οι εξελίξεις είχαν λοιπόν προδιαγραφεί, καθώς συνερχόταν η «ευρεία» 12η Ολομέλεια. Οι διαφωνούντες «επέστρεψαν πολύ χαρούμενοι, λες και τίποτα δεν είχε συμβεί». Όμως «οι συμμετέχοντες στην Ολομέλεια τους δήλωσαν κατηγορηματικά: εσείς, σύντροφοι, μέλη του Π.Γ., θεωρείτε ότι αφ’ ής στιγμής προσήλθατε στην ΚΕ του ΚΚΣΕ κι εκεί δεν σας δέχτηκαν, μπορείτε να είστε μέλη του ΠΓ; Αυτό δεν τους συγκινεί». Με έγγραφα προσπαθούν μάλιστα να υποστηρίξουν τις απόψεις τους, προκαλώντας νέες κατηγορίες σε βάρος τους: «Όταν τους ρωτήσαμε από πού προμηθεύτηκαν εκείνα τα ντοκουμέντα, είπαν: ‘Απ’ το αρχείο του Π.Γ.’ ‘Χωρίς άδεια του Π.Γ.;’ ‘Όσο είμαστε μέλη του Π.Γ., έχουμε δικαίωμα να παίρνουμε ντοκουμέντα’». Τελικά, «η Ολομέλεια ενέκρινε το σχέδιο απόφασης για την αποβολή τους από τη σύνθεση του Π.Γ. Για τον Παρτσαλίδη συγκεκριμένα αποφασίσαμε να μην του δώσουμε κομματική δουλειά ώσπου να συγκληθεί το αντιπροσωπευτικό σώμα του κόμματος, για ν’ αποφασίσει. Τους άλλους δυο τους βγάλαμε από τη σύνθεση του Π.Γ. και τους αφήσαμε ως μέλη της ΚΕ.» (σ.12-3). Αυτό που ο πρόεδρος της ΚΕ δεν παραθέτει, είναι ωστόσο οι συσχετισμοί στη σχετική ψηφοφορία: από τα 24 μέλη της ΚΕ και της ΚΕΕ που συμμετείχαν, υπέρ του αποκλεισμού τάχθηκαν μόνο τα 12. Αν συνυπολογιστεί η μεταγενέστερη στάση των μελών της ΚΕ που ήταν ελεύθερα στο εσωτερικό, η ισορροπία ανατρέπεται σε 18-15 κατά της ηγεσίας.
Η διάσπαση ήταν γεγονός. Απέμενε η πανηγυρική δημοσιοποίησή της. Από τη Βουδαπέστη, όπου πραγματοποιούνταν η Ολομέλεια, τα τρία καθαιρεμένα μέλη του Π.Γ. γύρισαν στο Βουκουρέστι. Εκεί, «ο Ζωγράφος, που ήταν υπεύθυνος του Π.Γ. για το ραδιοσταθμό κι είναι γνωστός όλων των συνεργατών και της φρουράς, πήρε μαζί του ανθρώπους προειδοποιημένους εκ των προτέρων απ’ αυτόν και κατέλαβε το ραδιοσταθμό με τις εγκαταστάσεις. Όταν κατά τις 5 η ώρα πήγε η κανονική βάρδια, ο ραδιοσταθμός ήταν κλειστός κι η φρουρά δεν επέτρεψε να μπουν. Η φρουρά είναι ρουμανική. Έτσι το πρωί κατορθώνουν να μεταδώσουν την ανοιχτή επιστολή τους. Κατά το απόγευμα αποφασίσαμε να πάμε να ανακτήσουμε το ραδιοσταθμό. Συνεργάτες της ΚΕ μπαίνουν στο ραδιοσταθμό κι αρπάζουν από εκείνους τις εγκαταστάσεις και τα μηχανήματα». Δεν είχαν όμως μαζί τους ειδικευμένο προσωπικό, κι έτσι ο σταθμός «σταματά τη δραστηριότητά του» (σ.13-4).
Η τελευταία πράξη θα παιχτεί με την άρνηση της ρουμανικής ηγεσίας να παρέμβει για την αποκατάσταση της κομματικής «νομιμότητας». Το νέο Π.Γ. του ΚΚΕ ζητά συνάντηση με την ΚΕ του ΚΚΡ και στις 21.2.68 συναντιέται με τον Νικολάε Τσαουσέσκου και άλλα στελέχη. «Τους εξηγήσαμε ποια είναι η κατάσταση», εξηγεί ο Γκρόζος, και «ζητήσαμε να μας βοηθήσουν για απελευθέρωση του ραδιοσταθμού. Απάντησαν: ‘Δεν μπορούμε να σας εξυπηρετήσουμε με καταναγκαστικά μέτρα. Πηγαίνετε να συνεννοηθείτε μαζί τους’. Εμείς τους είπαμε ότι μια απευθείας συνάντηση μ’ αυτούς μπορεί να οδηγήσει σε δυσάρεστα επεισόδια, μπορεί να βγει κάτι σαν τα γεγονότα της Τασκένδης» του 1955. Πρόβλημα θεωρείται επίσης η προθυμία των Ρουμάνων να μιλήσουν (και) με τους καθαιρεθέντες: «Όταν καταλάβαμε πως θα τους δεχτεί, τσακωθήκαμε με τον Τσαουσέσκου. Του είπαμε: ‘Μην τους δεχτείτε, γιατί θα εκτεθείτε’» (σ.14). Υπήρξαν, άλλωστε, και πρακτικότερες επιπλοκές: «Η ΚΕ του ΚΚΡ μας πήρε τα αυτοκίνητα, αφήνοντάς μας μόνο ένα, που ήταν δικό μας. Στην ΚΕ πήγαμε πεζή. Τους είπα: ‘Παρόλο που κάνει κρύο κι έχει χιόνι, ήρθα πεζός από το γραφείο μέχρι εδώ, επειδή πήρατε τα αυτοκίνητα’. Τότε από το ΚΚΡ μας ξεκαθάρισαν ότι δεν πρόκειται να τους παράσχουν βοήθεια, δεν θα τους επιτρέψουν να εκδίδουν εφημερίδες, αν όμως διακινούν κάποιο κείμενο ανάμεσα στα μέλη του ΚΚΕ, δεν είναι σε θέση να πάρουν μέτρα ενάντια σε τέτοια φραξιονιστική δραστηριότητα» (σ.14).
Τοπίο μετά τη μάχη
Εκτός από το ιστορικό της διάσπασης, τα ντοκουμέντα που εξετάζουμε καταγράφουν επίσης τους ισχυρισμούς της ηγεσίας Κολιγιάννη για το συσχετισμό δύναμης μεταξύ των δυο τάσεων αμέσως μετά τα γεγονότα.
Κατά την πρώτη συνάντηση ΚΚΕ-ΚΚΒ, η κρίση των κομματικών μηχανισμών είναι ακόμη σε εξέλιξη. Οι σχετικές εκτιμήσεις βασίζονται έτσι περισσότερο σ’ ένα μίγμα υποθέσεων και προσδοκιών, παρά σε συγκεκριμένες πληροφορίες. «Στο Βουκουρέστι», αναφέρει ο Γκρόζος, «υπάρχουν γύρω στους 100-200 άνθρωποι, διανοούμενοι και φοιτητές, οι οποίοι συμμερίζονται τις απόψεις» της τάσης Παρτσαλίδη, ενώ στην υπόλοιπη Ρουμανία, «όπου υπάρχουν κομματικές οργανώσεις πολιτικών προσφύγων κι οργανώσεις γενικά, ούτε ένας δεν τους υπερασπίστηκε» (σ.15). Στη Βουλγαρία, πάλι, μετά από συνάντηση των μελών του Π.Γ. «με στελέχη των πολιτικών προσφύγων», τα πράγματα φαίνονται ακόμη χειρότερα για τους διαφωνούντες: «Εκτός από τον Βελισάρη, πρόεδρο της Επιτροπής Ελέγχου, κανείς άλλος δεν εκφράζεται υπέρ τους. Ερωτήματα, ανησυχίες, ταλαντεύσεις υπήρξαν, όμως όλοι συμφώνησαν με την απόφαση του κόμματος».
Βέβαια «το ζήτημα είναι δύσκολο, γιατί αφορά τον παραμερισμό παλιών και γνωστών κομματικών καθοδηγητών», εξαιρετικά εύγλωττοι αποδεικνύονται όμως οι λόγοι της αισιοδοξίας για το μέλλον: «Έχουμε μια ακόμη εγγύηση: το ότι όλα τα αδελφά κόμματα και πάνω απ’ όλα το ΚΚΣΕ εγκρίνουν την απόφασή μας. Ο Δημητρίου μετά την Ολομέλεια πήγε στη Γαλλία, αλλά δεν έγινε δεκτός από την ΚΕ του Γαλλικού ΚΚ. Οι εφημερίδες ‘Ουνιτά’ [του Ιταλικού Κ.Κ.] και ‘Ουμανιτέ’ [του Κ.Κ. Γαλλίας] δημοσίευσαν τις αποφάσεις μας. Αυτό μας βοηθάει, μας εμπνέει εμπιστοσύνη ότι θα μπορέσουμε να τα καταφέρουμε, έστω κι αν θα είναι δύσκολο» (σ.16).
Διαφωτιστικότερος είναι στην ίδια συνάντηση ο Υφαντής: «Η φραξιονιστική ομάδα δρούσε και πριν από την Ολομέλεια και κατόρθωσε να τοποθετήσει ανθρώπους της σε θέσεις κλειδιά και στις Λαϊκές Δημοκρατίες και στη Δύση. Έτσι π.χ. η κομματική επιτροπή της οργάνωσης στη Λ.Δ. Τσεχοσλοβακίας, η οποία καθοδηγούνταν και παρακολουθούνταν απ’ τον Παρτσαλίδη, τάχθηκε κατά των μέτρων που πήρε η ΚΕ. Καλό αποτέλεσμα είχαμε στην Τασκένδη, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, την Ουγγαρία και σχετικά καλό στη ΓΛΔ, όπου έχουμε λίγα μέλη του κόμματος. Για την Πολωνία δεν έχουμε ακόμα στοιχεία. Στις δυτικές χώρες θα συναντήσουμε πραγματικές δυσκολίες και ειδικότερα στη διανόηση. Γεγονός είναι πως οι οπαδοί της φράξιας είναι μικροαστικά στοιχεία. Στο Παρίσι έχουμε τρεις οργανώσεις: μια της διανόησης, μια των φοιτητών και μια των εργατών. Αυτή των εργατών είναι με την ΚΕ. Στο Παρίσι γενικά έχουν συγκεντρωθεί άνθρωποι που ξέφυγαν μετά το πραξικόπημα από την Ελλάδα, με τις πιο ποικίλες πολιτικές τάσεις – και μηδενιστές και απορτουνιστές κλπ, που ανακατώνουν γενικά τις κομματικές αρχές» (σ. 21-2).
Ένα χρόνο αργότερα, τα στοιχεία που καταθέτει ο Στρίγκος είναι πιο συγκεκριμένα: «Στη Δυτική Ευρώπη (Γερμανία, Ιταλία, Γαλλία) το 90% των κομματικών οργανώσεων είναι με τη 12η Ολομέλεια. Στις σοσιαλιστικές χώρες το 85% είναι με την ΚΕ» (σ.13). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η κατάσταση στην Τσεχοσλοβακία, όπου την άνοιξη της Πράγας διαδέχθηκε μετά τη σοβιετική εισβολή της 21ης Αυγούστου 1968 η βίαιη «ομαλοποίηση» της κοινωνίας – των ελλήνων πολιτικών προσφύγων συμπεριλαμβανομένων: «Εξαιτίας των γεγονότων και της κατάστασης, αρχικά η φράξια είχε πάρει την καθοδήγηση στα χέρια της, η πλειοψηφία ήταν με την πλευρά της. Τώρα σιγά σιγά διαπιστώνεται διαφοροποίηση κι επιστροφή. Θέσαμε το ζήτημα να οργανωθεί νέα συνδιάσκεψη και διαλύσαμε τη φραξιονιστική επιτροπή. Πήραμε επαφή με τους τσεχοσλοβάκους συντρόφους, ήρθαμε σ’ επαφή με το σ. Μπίλακ κι υποσχέθηκαν ότι θα μας βοηθήσουν. Καταλαβαίνουμε ότι κι αυτοί έχουν δυσκολίες».
Οι συσχετισμοί στο εσωτερικό
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον οι Βούλγαροι δείχνουν, φυσικά, για τις κομματικές ισορροπίες στο εσωτερικό της Ελλάδας. Το Μάρτιο του 1968 ο Γκρόζος περιορίζεται στην εκτίμηση «ότι οι αποφάσεις της Ολομέλειας θα εγκριθούν και στην Ελλάδα» (σ.16), με βασικό επιχείρημα ότι εκεί «η νέα γενιά ξέρει τον Παρτσαλίδη σαν άνθρωπο ο οποίος πρόδωσε το κίνημα, παραδίδοντας τον οπλισμό στους Άγγλους» με τη συμφωνία της Βάρκιζας, έστω κι αν «το φταίξιμο γι’ αυτό δεν είναι εξ ολοκλήρου δικό του» (σ.25). Λιγότερο κατηγορηματικός, ο Υφαντής στην ίδια συνάντηση δεν αποκλείει «κάποια στελέχη στην Ελλάδα να συμμερίζονται τις απόψεις» του Παρτσαλίδη και ξεκαθαρίζει ότι «το ζήτημα τώρα είναι να δημιουργήσουμε κομματικές οργανώσεις, να στείλουμε ανθρώπους παράνομα στη χώρα, οι οποίοι να βοηθήσουν». Όπως προκύπτει από την ενημέρωση του Στρίγκου την επόμενη χρονιά, «από το Φλεβάρη μέχρι τον Οκτώβρη» του 1968 η ηγεσία Κολιγιάννη «δεν είχε την παραμικρή σύνδεση» με τους κομμουνιστές του εσωτερικού (σ.8).
Στις αρχές του 1969, οι ισορροπίες έχουν πιά αποσαφηνιστεί. Κατά τον Στρίγκο, «στην Αθήνα όλες σχεδόν οι κομματικές οργανώσεις είναι με την ΚΕ, με τη 12η Ολομέλεια. Έχουν μικρές οργανώσεις, έχουν στήριξη στη διανόηση, τη νεολαία και τις γυναίκες» (σ.13). Οι «κολιγιαννικοί» διαθέτουν επίσης «μικρές οργανώσεις στην Πελοπόννησο, την Κρήτη, τη Θεσσαλία, τα νησιά του Αγαίου και του Ιονίου και σε κάποια μικρά βιομηχανικά κέντρα», ενώ «δεν είναι καλή η κατάσταση στη Μακεδονία» (σ.9). Απουσιάζει ωστόσο οποιαδήποτε πληροφορία για την απήχηση της άλλης πλευράς, που στο μεταξύ έχει συστήσει μια «Ενωτική Κ.Ε.» στο εξωτερικό κι έχει κερδίσει την υποστήριξη των ελεύθερων μελών του «Γραφείου Εσωτερικού».
Οι ενημερώσεις προς το ΚΚΒ κλείνουν με συγκεκριμένα αιτήματα βοήθειας. Το κυριότερο αφορά την πιθανή επαναλειτουργία του κομματικού ραδιοσταθμού σε βουλγαρικό έδαφος, με «τήρηση του μυστικού» (σ.18). Απείρως σοβαρότερη είναι όμως η απαίτηση διοικητικής καταστολής των αντιφρονούντων: «Οι φραξιονιστές», ξεκαθαρίζει ο Υφαντής, «θα προσπαθήσουν να συνδεθούν με τα αδελφά κόμματα. Παρακαλούμε να μην τους δεχθείτε. Οι Ρουμάνοι τους δίνουν διαβατήρια να βγαίνουν έξω. Εμείς παρακαλούμε να μη δοθεί η δυνατότητα στον Βελισάρη, που ζει στη Βουλγαρία, να βγει απ’ τη χώρα και να μη θεωρείται πιά αντιπρόσωπος της Κεντρικής μας Επιτροπής» (σ. 22).
Και η πρώτη συνάντηση μετά τη διάσπαση έκλεισε με αστειάκια για το χαμηλό επίπεδο των κομμουνιστών της Κούβας, που διατηρούσαν (ακόμη) την ανεξαρτησία τους απέναντι στο «ορθόδοξο» φιλοσοβιετικό κίνημα…
Λες και ήταν χθες…
Ποιες ήταν οι ουσιαστικές πολιτικές διαφορές των δύο πλευρών της διάσπασης του 1968;
Οι επίσημες ενημερώσεις των «κολιγιαννικών» προς το Κ.Κ. Βουλγαρίας επικεντρώνονται σε τρία σημεία, στα οποία συμφωνούν -με το δικό τους σκεπτικό- και οι αφηγήσεις της άλλης πλευράς.
- Οι σχέσεις του ΚΚΕ με το ΚΚΣΕ. «Στα ζητήματα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος», εξηγεί ο Υφαντής το 1968, οι απόψεις των διαφωνούντων «στην πραγματικότητα στέκονται στις θέσεις των Ρουμάνων», επιζητώντας μια πιο ανεξάρτητη σχέση με τη Μόσχα. (Η Ρουμανία είχε αποχωρήσει το 1966 από το στρατιωτικό σκέλος του Συμφώνου της Βαρσοβίας). «Οι προσπάθειές τους, στο ζήτημα των σχέσεών μας με την Κ.Ε. του ΚΚΣΕ, σκοπεύουν να δημιουργήσουν την πεποίθηση ότι η Κ.Ε. του ΚΚΣΕ αναμιγνύεται στις εσωτερικές υποθέσεις των άλλων κομμάτων» (σ. 20).
Καταλύτης της διαφοροποίησης θα είναι, ωστόσο, η καταδίκη της σοβιετικής εισβολής στην Τσεχοσλοβακία από την «Ενωτική Κ.Ε.» και το Γραφείο Εσωτερικού. «Το απορύφωμα της πολιτικής τής φράξιας», τονίζει το 1969 ο Στρίγκος, «ήταν η άποψή τους για τα γεγονότα της Τσεχοσλοβακίας. Ο Παρτσαλίδης εξίσωσε τη βοήθεια των σοσιαλιστικών χωρών προς την Τσεχοσλοβακία με την αντεπανάσταση και τον αμερικανικό πόλεμο στο Βιετνάμ» (σ. 12).
Η ηγεσία Κολιγιάννη, αντίθετα, χαιρέτισε ενθουσιωδώς την «αδελφική βοήθεια» των σοβιετικών τανκς προς τον «τσεχοσλοβακικό λαό». - Οι μορφές πάλης. Μπορεί ο Γκρόζος να θεωρεί ότι για την ανατροπή της χούντας «δεν είναι αρκετές μόνο οι ειρηνικές μορφές πάλης, αλλά χρειάζεται να προετοιμαστούμε για ένοπλο αγώνα» (σ. 7), αποδίδοντας αυτή την εκτίμηση στη 12η Ολομέλεια, ο Υφαντής όμως φροντίζει να διευκρινίσει πως κι εδώ υπήρξαν «διαφωνίες με τον Παρτσαλίδη. Το Π.Γ. κι η Κ.Ε. θεωρούν ότι τώρα δεν πρέπει να καταφύγουμε στην ένοπλη αντίσταση. Ο Παρτσαλίδης πρότεινε π.χ. να δημιουργηθούν ένοπλες ομάδες για τρομοκρατικές ενέργειες – να κάνουν σαμποτάζ, να σκοτώνουν καταδότες κ.λπ. Η Κ.Ε. θεωρεί ότι για το τωρινό στάδιο τέτοιες εκδηλώσεις θα είναι προς το συμφέρον της χούντας και θα απομονώσουν το κόμμα. Εμείς πρέπει να ρίξουμε τις βασικές δυνάμεις του κόμματος για την ανάπτυξη του κινήματος για ικανοποίηση των αναγκών και των αιτημάτων των εργαζομένων» (σ. 18-19).
Το 1969 ο Στρίγκος είναι εξίσου σαφής: «Εμείς δεν υποστηρίζουμε κάποιες μορφές που χρησιμοποιούνται στην Ελλάδα: ρίψη βομβών, πυροβολισμούς κ.λπ. Η κατάσταση του κινήματός μας στην Ελλάδα δεν είναι τέτοια που να μπορούμε να ξεκινήσουμε και να διεξάγουμε ένοπλη πάλη» (σ. 6). Υποστηρίζει ωστόσο τη στρατιωτική εκπαίδευση των πολιτικών προσφύγων – για την τόνωση, προφανώς, της εσωκομματικής πειθαρχίας (σ. 5).
- Οι εσωκομματικές λειτουργίες. «Ο Παρτσαλίδης», εξηγεί ο Υφαντής, «έχει τη γνώμη να γίνονται δεκτοί στις κομματικές οργανώσεις κι εκείνοι που έχουν αντίθετες απόψεις από το κόμμα, ακόμη κι εκείνοι που έχουν μηδενιστικές αντιλήψεις για τα κομματικά ζητήματα. Ετσι η Ολομέλεια φτάνει στο συμπέρασμα ότι αυτή η ομάδα στόχευε να μετατρέψει το κόμμα σε λέσχη συζητήσεων» (σ. 20).
Προσθέτει μάλιστα πως «η φραξιονιστική ομάδα τώρα συνδέεται με τα άλλα αντικομματικά στοιχεία, όπως οι οπαδοί του Ζαχαριάδη. Ορισμένοι απ’ αυτούς προτείνουν ακόμη και να αποκατασταθεί ο Ζαχαριάδης στο κόμμα» (σ. 21).
Αναλυτικότερος θα είναι ο Στρίγκος: «Η φράξια ήθελε να αναθεωρήσει την πολιτική σε σχέση με την ουσία και το χαρακτήρα του κόμματος, δηλαδή θέλουν να δημιουργηθεί όχι κόμμα μαρξιστικού-λενινιστικού τύπου αλλά σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. […] Τώρα χτίζουν εδώ κι εκεί κομματικές οργανώσεις, συγκεντρώνοντας τους ώς τώρα αποκλεισμένους από το κόμμα οπαδούς του Ζαχαριάδη, ηθικά χαλασμένους τύπους» (σ. 10). Κι όχι μόνο αυτούς:
«Από τους 130 ανθρώπους» που μετείχαν στην εκλογή αντιπροσώπων από τη Βραΐλα της Ρουμανίας για την ιδρυτική «ενωτική ολομέλεια» του ΚΚΕ (Εσωτερικού), «18 είχαν πεταχτεί από το κόμμα επειδή δεν πλήρωσαν τις συνδρομές τους, γενικά ηθικά χαλασμένοι άνθρωποι. 80 άνθρωποι ήταν συνεργάτες του Μάρκου, οι δε άλλοι εξωκομματικοί» (σ. 10-11).
Φως φανάρι ότι το νέο κόμμα, διεκδικώντας την ιστορική συνέχειά του με το ΚΚΕ εξελισσόταν ταυτόχρονα σε πόλο συσπείρωσης όσων είχαν κατά καιρούς βιώσει στο πετσί τους τη σταλινική μεθοδολογία του εξοστρακισμού των εκάστοτε διαφωνούντων.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ
Πάνος Δημητρίου (επιμ.)
«Η διάσπαση του ΚΚΕ» (2 τ., Αθήνα 1978, εκδ. «Θεμέλιο»).
Συλλογή ντοκουμέντων για την εσωκομματική πάλη γραμμών, από το τέλος του εμφυλίου μέχρι την ολοκλήρωση της διάσπασης. Η προσωπική μαρτυρία του Δημητρίου κατατίθεται στα μεταγενέστερα απομνημονεύματά του («Εκ βαθέων», Αθήνα 1997, εκδ. Θεμέλιο).
Τάσος Βουρνάς
«Η διάσπαση του ΚΚΕ» (Αθήνα 1983, εκδ. Αφών Τολίδη).
Συνοπτική εξιστόρηση της πορείας προς τη ρήξη του 1968, από την πλευρά της ηγετικής ομάδας του ΚΚΕ Εσωτερικού.
Γρηγόρης Φαράκος
«Μαρτυρίες και στοχασμοί» (Αθήνα 1993, εκδ. «Προσκήνιο»).
Απομνημονεύματα ενός στελέχους που τάχθηκε με την πλειοψηφία του Π.Γ. Δημοσιευμένη μετά την απομάκρυνσή του από το ΚΚΕ (1991), συνδυάζει την υποστήριξη των τότε επιλογών του με στοιχεία αυτοκριτικής.
Λεωνίδας Στρίγκος
«Η πάλη κατά της δεξιάς διαλυτικής γραμμής και της φραξιονιστικής δράσης της αντικομματικής ομάδας» (περιοδικό «Νέος Κόσμος», 3/1968).
Η επίσημη δημόσια θέση της τάσης Κολιγιάννη στη 12η Ολομέλεια, από τον εισηγητή των «οργανωτικών μέτρων» κατά των διαφωνούντων.
Νίκος Καρράς
«Το ελληνικό ’68» (περιοδικό «Σχολιαστής», τχ. 60 [5.2.1988], σ. 5-10).
Η μαρτυρία ενός ηγετικού στελέχους του Γραφείου Εσωτερικού της Κ.Ε. του ΚΚΕ, με κριτικό απολογισμό της πορείας των επόμενων χρόνων.
Νίνα Σμιρνόβα κ.ά.
«Οι σχέσεις ΚΚΕ και Κ.Κ. Σοβιετικής Ενωσης στο διάστημα 1953-1977» (Θεσσαλονίκη 1999, εκδ. «Παρατηρητής»).
Συλλογή εγγράφων από τα αρχεία του ΚΚΣΕ. Περιλαμβάνει ενδιαφέρουσες εκθέσεις της σοβιετικής πρεσβείας της Αθήνας για τις επαφές της με στελέχη των δύο πλευρών μετά τη διάσπαση (1969-74).