Ένα κείμενο αφιερωμένο στα θύματα της τραγωδίας της 8ης Φεβρουαρίου 1981, όταν 21 άνθρωποι έχασαν την ζωή τους στα σκαλιά της Θύρας 7.
Τα χαμένα παιδιά, φτάνουν εδώ, με τον ηλεκτρικό και φυσάνε δαχτυλίδια καπνού, μάγκικα και λιμανίσια.
Όλα μακριά από δω, είναι άχρηστα μέρη.
Ό τόπος απλώνεται γυμνός μπροστά τους. Δεν αλλάζει ποτέ. Σαν μαρμαρωμένο παραμύθι.
Ακούνε μόνο ένα καλωσόρισμα.
Οι άνθρωποι, γύρω τους κινούνται σε ρυθμούς που δεν ορίζουν.
Μερικές φορές δεν υπήρχαν άνθρωποι.Παρόλα αυτά, τα μάτια τους αστράφτουν, σ αυτούς τους δρόμους.
Προσπαθούν να αφήσουν την μνήμη τους, να τους αγκαλιάσει. Ερυθρόλευκα.Στα πιο καλά τους όνειρα, έχουν το χρώμα κόκκινο, από τον ήλιο του καλοκαιριού και ακούνε άλλη μία φορά τον χρόνο να περνάει, σαν πάντα, στο παλιό ρολόι του Πειραιά. Μένουν νέοι για πάντα.
Γυρίζουν στα ίδια άχνα μονοπάτια, πάντα σε μια αχνή ημερομηνία, σέρνοντας κάτι από την ένταση, με την ίδια φωνή, “έλα πάμε τρέχοντας…”, σαν ερωτικό κάλεσμα και από τον λαιμό τους ξεκινάνε τα πιο όμορφα ονόματα κι ας είναι, απλά, ονόματα ποδοσφαιριστών.
Ύστερα ο θάνατος.
Το σκοτεινό πηγάδι και η στιγμή, που την διαβάζεις μόνο με τα δάχτυλα.
Τα κρεβάτια που θα μείνουν άδεια, τα κάδρα που δεν θα κρεμαστούν και το, “συγνώμη που άργησα”, που δεν θα ειπωθεί.
Εικοσιμία φορές.
Τα χαμένα παιδιά, έχουν στα μάτια τους χαιτες αλόγων και έναν κήπο πάντα ανθισμένο, με ανάποδες πατημασιές στην σειρά.
Θυμούνται και θέλουν ένα χάδι στα μαλλιά, στην τελευταία ματιά στο εκκρεμές, στην ερώτηση…
“Που θα πας απόψε;”
“Στην 7. Στον θρύλο μου.”