Ο Θανάσης Καμπαγιάννης φιλοξενεί σε ανάρτηση του στο facebook την τοποθέτηση του νομικού Βασίλη Τσιγαρίδα, συμβούλου του Διοικητικού Συμβούλιου του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, οποίος ως ένας από τους καλύτερους διοικητικολόγους της νέας γενιάς νομικών, ξεκαθαρίζει γιατί η κυβέρνηση υπεκφεύγει στο θέμα του Δημήτρη Κουφοντίνα, “πετώντας τη μπάλα” στη δικαιοσύνη, αφού πρώτα έχει υπονομεύσει κάθε τελεσφόρηση ενός τέτοιου διαβήματος.
“Η, εκ μέρους της κυβέρνησης, στοχοποίηση της συνηγόρου του κρατούμενου απεργού πείνας ΔΚ για τις ενέργειες και τις (φερόμενες ως) παραλείψεις της είναι προβληματική από πολλές απόψεις, που έχουν επισημανθεί επανειλημμένα από αξιόλογους νομικούς.
Καταρχήν, αποτελεί κοινό τόπο (που φαίνεται να λησμονείται με προκλητική ευκολία) ότι η υποχρέωση συμμόρφωσης της διοίκησης στην αρχή της νομιμότητας δεν εξαρτάται από την δυνατότητα του εκάστοτε ενδιαφερομένου να προσφύγει στην δικαιοσύνη. Η αντίληψη αυτή είναι απολύτως αποδοκιμαστέα σε κάθε επίπεδο και, για το ελληνικό διοικητικό δίκαιο, αποτελεί μία παλιά όσο και ανοιχτή πληγή, που ταλαιπωρεί τόσο τους ενδιαφερόμενους όσο και τα δικαστήρια. Η διοίκηση που σέβεται στοιχειωδώς τον εαυτό της ανακαλεί τις παράνομες πράξεις της και θεραπεύει τις πλημμέλειές της. Αυτός, εξάλλου, είναι ο πυρήνας κάθε μεταρρυθμιστικής πρότασης για τη βελτίωση της διοικητικής λειτουργίας και την αποσυμφόρηση της δικαιοσύνης.
Σε αμιγώς δικονομικό επίπεδο, τώρα, η επίμαχη προσέγγιση προσπερνά αβασάνιστα τόσο το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο όσο και τη νομολογία του ανώτατου διοικητικού δικαστηρίου. Διότι, καταπώς φαίνεται, η προσβολή της απόφασης μεταγωγής, ως έχουν τα πράγματα [είτε με προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου Εκτέλεσης Ποινών, κατ’ άρθρο 9.4 ν. 2776/1999, είτε με αίτηση ακύρωσης ενώπιον του ΣτΕ (ενόψει του τεκμηρίου ακυρωτικής αρμοδιότητας υπέρ του Δικαστηρίου που κατοχυρώνεται στο άρθρο 95.1 Συντάγματος)] είναι εξαρχής υπονομευμένη και η κυβέρνηση γνωρίζει καλά ότι πετάει την μπάλα στην εξέδρα.
Στην πρώτη περίπτωση, ο Σωφρονιστικός Κώδικας επιφυλάσσει την ενεργοποίηση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου Εκτέλεσης Ποινών στις περιπτώσεις που αίτημα μεταγωγής κρατουμένου απορριφθεί για ουσιαστικούς λόγους δύο φορές και όχι όταν η μεταγωγή γίνεται αυτεπαγγέλτως.
Στην δεύτερη περίπτωση, και εξ όσων μπορεί να δει κανείς, υπάρχουν τουλάχιστον δύο αποφάσεις του ΣτΕ (ΟλΣτΕ 453/1973, ΣτΕ 1486/1950) που απορρίπτουν αιτήσεις ακύρωσης κατά αποφάσεων μεταγωγής ως απαράδεκτες διότι δεν στρέφονται κατά εκτελεστών πράξεων με τη λειτουργική έννοια του όρου. Με άλλες λέξεις, και εφόσον ακολουθούσε τη νομολογία του (κάτι που μπορεί να πιθανολογηθεί σφόδρα ανεξαρτήτως του χρόνου έκδοσης των παλαιότερων αποφάσεων), το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο δεν θα εξέταζε καν τη βασιμότητα των λόγων ακύρωσης αλλά θα απέρριπτε το ένδικο βοήθημα σε πρώτο χρόνο, στο στάδιο του παραδεκτού.
Εν τέλει:
Αφενός η δυνατότητα άσκησης ένδικου βοηθήματος δεν αναιρεί τη συνταγματική υποχρέωση της διοίκησης να κινείται εντός των ορίων του νόμου. Η αντίθετη (κυνική) άποψη δεν τιμά κανέναν.
Αφετέρου η «παραπομπή» της υπόθεσης στην δικαιοσύνη -όταν δεν φαίνεται να υπάρχει δρόμος για την τελεσφόρηση ένδικου βοηθήματος- αποτελεί, τουλάχιστον, έναν εμπαιγμό, ένα τεχνητό αδιέξοδο. Και αν θυμάμαι καλά, η δημοκρατία δεν έχει αδιέξοδα. Και σίγουρα, φυσικά, δεν πρέπει να τα δημιουργεί η ίδια.”