Ο κορονοϊός (SARS-nCOV2) έχει προκαλέσει αισθητή αύξηση σε θανάτους σε όλο τον κόσμο με σημαντικές διακυμάνσεις μεταξύ χωρών. Μέρος αυτών των διακυμάνσεων μπορεί να εξηγηθεί από τις διαφορές στον τρόπο με τον οποίο οι χώρες αποδίδουν τα αίτια θανάτου. Αυτή η τάση μπορεί να ξεπεραστεί συγκρίνοντας τους υπερβάλλοντες θανάτους κάθε αιτίας, κάτι που αποτελεί πιο αντικειμενική μέτρηση. Επιπλέον, οι εκτιμήσεις των υπερβαλλόντων θανάτων μπορούν να μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε όχι μόνο τους θανάτους που αποδίδονται άμεσα στη νόσο COVID-19, αλλά κι εκείνους που προκύπτουν εμμέσως (παράπλευρες απώλειες).
- The Centre for Evidence-Based Medicine – CEBM
- Μετάφραση: Δώρα Βλάσση
Το άθροισμα της υπερβάλλουσας θνησιμότητας θα εξαρτάται επίσης από την ηλικιακή διάρθρωση ενός πληθυσμού. Χώρες με ηλικιακές διαρθρώσεις ετεροβαρείς υπέρ γηραιότερου πληθυσμού θα αντιμετωπίσουν υψηλότερη θνησιμότητα συγκριτικά με μια χώρα που τείνει προς νεότερο πληθυσμό. Τυποποιώντας τις ηλικιακές διαρθρώσεις, μπορούμε να κάνουμε καταλληλότερες συγκρίσεις.
Αρκετές πρώιμες εκθέσεις που συγκρίνουν τους υπερβάλλοντες θανάτους που προέκυψαν από την πανδημία της COVID-19 δεν έλαβαν υπόψη το μέγεθος του πληθυσμού, την ηλικιακή κατανομή και εστίασαν κυρίως στην πρώτη φάση της πανδημίας. Στην παρούσα, παρέχουμε ενημερωμένες εκτιμήσεις των δεικτών υπερβάλλουσας θνησιμότητας συνολικά για το 2020, τυποποιημένων σε έναν πληθυσμό αναφοράς.
Μέθοδοι.
Εβδομαδιαία δεδομένα θνησιμότητας από 37 χώρες αποκτήθηκαν από τις σειρές δεδομένων Short-Term Mortality Fluctuations (STMF – Βραχυπρόθεσμες Διακυμάνσεις Θνησιμότητας) στη βάση δεδομένων Human Mortality Database (HMD – Βάση Δεδομένων Ανθρώπινης Θνησιμότητας). Υπολογίσαμε την αναμενόμενη θνησιμότητα για κάθε χώρα εξάγοντας τον μέσο όρο των τελευταίων 5 ετών (2015-2019). Υπολογίσαμε τους δείκτες υπερβάλλουσας θνησιμότητας, βάσει φύλου και σταθμισμένων ως προς την ηλικία, μέσω τυποποίησης στον Ευρωπαϊκό Πρότυπο Πληθυσμό (ESP – 2013) χρησιμοποιώντας ηλικιακές ομάδες των (0-14, 15-64, 65-74, 75-84, 85+) ετών.
Τα δεδομένα παρουσιάζονται ως εξής: ολική θνησιμότητα προτυπωμένη κατ’ ηλικία ανά 100.000 άτομα, υπερβάλλουσα ολική θνησιμότητα προτυπωμένη κατ’ ηλικία ανά 100.000 άτομα, και ποσοστό αύξησης θνησιμότητας σταθμισμένο ως προς την ηλικία ανά 100.000 άτομα. Οι σχετικές αυξήσεις είναι χρήσιμες κατά τη σύγκριση χωρών με αισθητές διακυμάνσεις σε ετήσιους δείκτες θνησιμότητας.
Κατασκευάσαμε μια διαδικτυακή εφαρμογή που επιτρέπει στους χρήστες τη σχεδίαση γραφημάτων και ταξινομεί τα στατιστικά υπερβάλλουσας θνησιμότητας για κάθε χώρα χρησιμοποιώντας τον μέσο όρο των δεδομένων των τελευταίων 5 ετών. Στον ακόλουθο πίνακα, συνοψίζουμε τα δεδομένα για τη θνησιμότητα προτυπωμένη κατ’ ηλικία για το 2020 τα οποία υπολογίζουν την αναμενόμενη θνησιμότητα προτυπωμένη κατ’ ηλικία χρησιμοποιώντας τον μέσο όρο των δεδομένων των τελευταίων 5 ετών, όπου είναι δυνατό, και τον μέσο όρο των 4 ετών όπου τα δεδομένα δεν ήταν διαθέσιμα (Χιλή, Γερμανία, και Ελλάδα) χρησιμοποιώντας μία εναλλακτική διαδικτυακή εφαρμογή που κατασκευάσαμε.
Τα δεδομένα για τον Καναδά φθάνουν έως την 42η εβδομάδα, και για την Ισλανδία και την Ιταλία έως την 44η. Τα δεδομένα για την Σλοβακία φθάνουν έως την 48η εβδομάδα, και για την Ελλάδα και τη Ν. Κορέα έως την 49η. Η Ελβετία και η Τσεχία βασίζονται σε δεδομένα έως την 50η εβδομάδα, και η Ουγγαρία, η Σλοβενία, και οι ΗΠΑ βασίζονται σε δεδομένα έως την 51η.
Παρατηρήσεις.
Η σχετική υπερβάλλουσα θνησιμότητα σε χώρες που εξετάσαμε κυμαίνεται από -4,3% έως 14,4% και συσχετίζεται θετικά, με έντονο τρόπο, με τον καταγεγραμμένο αριθμό θανάτων από COVID-19 (r = 0,8). Η Δανία, η Φιλανδία, η Ισλανδία, η Λετονία και η Νορβηγία παρουσίασαν λιγότερους θανάτους το 2020 σύμφωνα με την ανάλυσή μας. Όπως θα αναμέναμε, αυτές οι χώρες κατέγραψαν χαμηλότερο αριθμό θανάτων από COVID-19 σε σχέση με άλλες χώρες. Για παράδειγμα, η Ισλανδία, η Νορβηγία και η Φιλανδία κατέγραψαν λιγότερους από 12 θανάτους από COVID-19 ανά 100.000 άτομα. Η Δανία και η Λετονία ίσως αποτελούν εξαιρέσεις εν προκειμένω έχοντας καταγράψει η πρώτη 32 θανάτους από COVID-19 ανά 100.000 άτομα και η δεύτερη 54.
Πολλές χώρες της ανατολικής Ευρώπης σημείωσαν λίγους ή καθόλου υπερβάλλοντες θανάτους κατά το πρώτο μισό του έτους, αλλά παρουσίασαν σημαντική υπερβάλλουσα θνησιμότητα στο δεύτερο μισό του 2020. Η Βουλγαρία, η Τσεχία, η Κροατία, η Ουγγαρία, η Λιθουανία, το Λουξεμβούργο, η Πολωνία, η Σλοβακία, και η Σλοβενία παρουσίασαν επίπεδα υπερβάλλουσας θνησιμότητας της ίδιας τάξης μεγέθους με χώρες στο επίκεντρο του πρώτου κύματος (πχ. Ισπανία, Γαλλία, Αγγλία και Ουαλία, Ιταλία).
Οι ΗΠΑ, που αναφέρονται συχνά ως η χειρότερα πληττόμενη χώρα (χρησιμοποιώντας συχνά τον συνολικό αριθμό θανάτων από COVID-19), έχει σχετική υπερβάλλουσα θνησιμότητα της τάξης του 12,9% η οποία, μολονότι είναι από τις υψηλότερες, είναι χαμηλότερη από αντίστοιχες άλλων χωρών όπως η Πολωνία και η Χιλή.
Η σχετική προτυπωμένη υπερβάλλουσα θνησιμότητα είναι μία μέθοδος μέτρησης του αντίκτυπου της πανδημίας του SARS-nCOV2. Είναι ανώτερη της σύγκρισης συνολικών αριθμών θανάτων από COVID-19 και, αναμφίβολα, χρησιμότερη από τη σύγκριση του δείκτη θανάτων από COVID-19 ανά 100.000 άτομα, καθώς ξεπερνά τη μεροληψία των καταγραφών και υπολογίζει τις άμεσες και έμμεσες συνέπειες της πανδημίας. Έχει, όμως, περιορισμούς. Παρατηρήσαμε ότι ο προσδιορισμός του αναμενόμενου αριθμού θανάτων, και κατ’ επέκταση του υπερβάλλοντα δείκτη, μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με το αν χρησιμοποιείται μέσος όρος τεσσάρων ή πέντε ετών. Επιπρόσθετα, η χρήση απλών μέσων όρων από ιστορικά δεδομένα θνησιμότητας θα μπορούσε να υποτιμήσει το ενδεχόμενο σημαντικής πτωτικής τάσης στη θνησιμότητα ή να υπερεκτιμήσει το ενδεχόμενο ανοδικών τάσεων.