Μάιος, 2021, κάπου στη βορειοανατολική Αγγλία. Οι πελάτες του «super market» γεμίζουν τα καρότσια τους με τα ψώνια της εβδομάδας. Η απαλή, προσποιητά ευδιάθετη μουσική του «background» δεν αφήνει κανένα περιθώριο: Θα καταναλώσουν! Οι ταμίες χτυπούν στο πληκτρολόγιο της μηχανής τους τις ψυχρές αποδείξεις της καθημερινής διαβίωσης. Κι όμως, όλοι φαίνεται να αγνοούν. Να μην γνωρίζουν ότι βρίσκονται πάνω στα απομεινάρια ενός από τα πιο παλιά εργοστάσια του αγγλικού συστήματος εργοστασίων. Μόνο εκείνοι που έφτιαξαν το «market» ξέρουν. Βλέπεις, ανακάλυψαν την «κρυμμένη αλήθεια» κατά τη διάρκεια της κατασκευής του καταστήματος και κάλυψαν όπως όπως το παρελθόν, αφήνοντας μόνο μια καμινάδα από μια μετέπειτα περίοδο της ιστορίας του.
Έχοντας ιδρυθεί το 1690, η επιχείρηση που κατασκεύαζε καρφιά για το ναυτικό και αλυσίδες και σίδερα για το δουλεμπόριο, απασχολούσε τριακόσιους εργάτες. Ανάμεσα στις «άλλες παροχές» της εργοδοσίας προς το προσωπικό ήταν και τα καταλύματα διαμονής του. Καλό αφεντικό, αν μη τι άλλο… Βέβαια, οι σύγχρονοι ιστορικοί μελετητές κάνουν λόγο για μια ακόμη προσπάθεια του επιχειρηματία και ιδιοκτήτη του σιδηρουργείου Κράουλι να ελέγχει όλες τις πλευρές της ζωής των εργαζομένων του. Άλλωστε, τονίζουν οι ίδιοι αναλυτές, ο Κράουλι ήταν ο πρώτος που εφάρμοσε το ρητό του κωμικού Κολούς: « Το μέλλον ανήκει σε εκείνους που έχουν εργάτες που ξυπνάνε νωρίς», αλλά και ο πρώτος που εμπνεύστηκε και εφάρμοσε τους πιο παλιούς και πιο γνωστούς κανόνες των εργοστασίων.
Με πάνω από εκατό ρήτρες να διέπουν την εργασιακή πραγματικότητα εντός της επιχείρησής του, ο Κράουλι- όπως και η πλειοψηφία των κεφαλαιούχων της εποχής- επιχειρούσε να υποτάξει τη νέα εργατική τάξη στον νόμο του εργοστασίου. Δεν είναι τυχαίο ότι στη ρήτρα 103 για παράδειγμα, αφιερώνει πάνω από οχτώ σελίδες στο θέμα της διευθέτησης του εργασιακού χρόνου.
Με τα λόγια του:
«Με την παρούσα σύμβαση, απασχολώ εργάτες με τη μέρα οι οποίο συμφωνούν να εργασθούν για ένα ημερομίσθιο. Δηλώνεται ότι ο σκοπός και το νόημα των ογδόντα ωρών είναι να αφιερώνονται καθαρά στην εργασία και να μην σπαταλούνται σε ταβέρνες, οινοποτεία, καφέ· για πρωινό, δείπνο, για παιχνίδι, για ύπνο, για κάπνισμα, για τραγούδι, για διάβασμα εφημερίδων, για συγκεντρώσεις, διαμάχες και οτιδήποτε άλλο που δεν σχετίζεται με την επιχείρησή μου και δεν ανήκει σε εμένα».
Για να το πούμε απλά, ο Κράουλι, έχοντας φυσικά και το νομικό οπλοστάσιο της εποχής με το μέρος του, μετέφρασε το «δουλεύεις για εμένα» σε «ανήκεις σε εμένα». Η συνέχεια μόνο ως «κλασική» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Ο «μεγάλος» υπενθύμιζε συνεχώς στους υφισταμένους του ότι δεν επιτρέπεται να κάνουν τίποτα άλλο εκτός από το να καταθέτουν κάθε ικμάδα τους για το εργοστάσιο, οι εργάτες υπάκουαν και οι μηχανές δεν σταματούσαν να δουλεύουν. Τώρα, αν κάποιο από τα πειθήνια στρατιωτάκια της ιδιωτικής «συλλογής» του Κράουλι, αποφάσιζε να παραβιάσει τον «ιερό» κατάλογο των εργοδοτικών εντολών, βρισκόταν αυτόματα εκτός επιχείρησης, με τη βούλα του δικαστηρίου.
Θα μου πεις, σκονισμένες ιστορίες, καταχωνιασμένες σε κιτρινισμένες σελίδες βιβλίων ή στα σεντούκια των αναμνήσεων παλιών, κάποτε και νικηφόρων, αγώνων. Τι τα θες, ο κόσμος προχωρά, είναι νομοτέλεια. Το ερώτημα όμως είναι προς ποια κατεύθυνση: Μπρος ή πίσω;
Ελλάδα 2.0
Διαβάζοντας «τα ψιλά γράμματα» του εργασιακού νομοσχεδίου που φέρνει η κυβέρνηση, μπορεί εύκολα κανείς να συμπεράνει ότι αν και τα «πανηγύρια» για την είσοδο της χώρας στην εποχή της ψηφιακής «Ελλάδας 2.0» καλά κρατούν, οι εργασιακές συνθήκες που διαμορφώνει το σαρωτικό νομοσχέδιο Χατζηδάκη μάλλον μάς γυρίζουν στην εποχή Κράουλι.
Δεν είναι μόνο οι αλλαγές που έρχονται στο ζήτημα της διευθέτησης του εργασιακού χρόνου που με διάφορα μυαλοφυγόδικα φληναφήματα προπαγανδίζονται ως κάτι θετικό από την πολιτική ηγεσία της Σταδίου 29. Είναι κι ότι η τυπική κατάργηση του οκταώρου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το νέο τοπίο στις υπερωρίες (από 96 στη βιομηχανία και 120 στις υπηρεσίες, σε 150 για όλους με προσαύξηση 40%), αλλά και το νέο καθεστώς για τις καταχρηστικές απολύσεις.
Κοιτώντας τη μεγάλη εικόνα, θα λέγαμε πως το υπουργείο- ντίλερ των εργοδοτικών συμφερόντων επιχειρεί να θεσμοθετήσει σειρά «κανόνων» που διασφαλίζουν την εργοδοτική αυθαιρεσία εις το διηνεκές. Με λίγα λόγια, η κυβέρνηση της ΝΔ βάζει χοντρό χέρι τόσο στην κυριακάτικη αργία και την άδεια άνευ αποδοχών (η οποία μπορεί να προτείνεται από τον εργοδότη ειδικά σε περιπτώσεις επιχειρήσεων με οικονομικά προβλήματα), όσο και στην συνδικαλιστική εκπροσώπηση (συνδικαλιστικό μητρώο), αλλά και στην καρδιά του δικαιώματος στην απεργία. Με τον αστερίσκο της «ελάχιστης παρεχόμενης υπηρεσίας» σε επιχειρήσεις Κοινής Ωφέλειας, η διάταξη κάνει λόγο για τη συνέχιση του «1/3 του παρεχόμενου έργου» κατά την ημέρα κήρυξης της απεργίας, οδηγώντας μας εύλογα στο συμπέρασμα ότι είναι πολύ πιθανό να υπάρξουν περιπτώσεις όπου για να καλυφθεί το εν λόγω ποσοστό θα πρέπει να εργαστούν πολλοί παραπάνω εργαζόμενοι από το 1/3 του συνόλου των εργαζομένων.
Το έκτασης 129 άρθρων νομοθετικό έκτρωμα των Μητσοτάκη- Χατζηδάκη πλαισιώνεται από τη μετατροπή τού ήδη υποβαθμισμένου ΣΕΠΕ σε μια «ουδέτερη» Ανεξάρτητη Αρχή, την ίδια ώρα που η χώρα βυθίζεται όλο και περισσότερο στον οικονομικό βόρβορο της εγκληματικής διαχείρισης της πανδημίας κι όταν, εκ του νομοσχεδίου, είναι βέβαιο ότι θα προκύψουν άμεσα σημαντικές αλλαγές στην λειτουργία της αγοράς εργασίας.
Για τη στήλη, η σφοδρή επίθεση έναντι του κόσμου της εργασίας και των δικαιωμάτων του, δεν μπορεί παρά να ιδωθεί μέσα από το διαχρονικό δίπολο: Κεφάλαιο- Εργασία. Ωστόσο, οι συνθήκες εγκλεισμού και αναστολής βασικών πολιτικών ελευθεριών στο όνομα της αντιμετώπισης της φονικής πανδημίας, βάζουν στην εξίσωση και την περαιτέρω περιστολή των δημοκρατικών, πολιτικών και κοινωνικών ελευθεριών. Εξάλλου είναι ιστορικά αποδεδειγμένο ότι όποτε το κεφάλαιο ήταν διατεθειμένο να επιτεθεί στις δυνάμεις της εργασίας, χωρίς να κάνει παραχωρήσεις δεν δίστασε να επιτεθεί ταυτόχρονα και στην ίδια τη δημοκρατία (αφήνουμε στην άκρη για την ώρα τον φάκελο: «Μεσοπόλεμος»). Από την άλλη, αρκετοί αναλυτές έχουν επισημάνει και παλιότερα ότι η εδραίωση της πολιτικής δημοκρατίας και των θεσμών αντιπροσώπευσης είναι άμεσα συνδεδεμένη με την οικοδόμηση του κοινωνικού κράτους. Τουλάχιστον στην Ευρώπη.
Ατράνταχτα παραδείγματα κατά αυτούς αποτελούν από τη μια η εποχή που διαπερνά τον 19ο αιώνα και φτάνει μέχρι το τέλος του Α’ Π.Π και από την άλλη η περίοδος του «μεγάλου συμβιβασμού» που ακολούθησε το τέλος του αιματοκυλίσματος του Β’ Π.Π μέχρι και την πτώση του «υπαρκτού» τη δεκαετία του 1990.
Στην πρώτη περίπτωση, εποχή πλήρους κυριαρχίας του οικονομικού φιλελευθερισμού, με την δημοκρατία, έστω στην αστική της εκδοχή, εν πολλοίς απούσα, ο «βούρδουλας» του επιστάτη δεν σταματούσε στην είσοδο του εργοστασίου, αλλά διαφέντευε την ευρύτερη κοινωνική ζωή των εργατών, αφού οι περισσότεροι εξ αυτών στερούνταν στοιχειωδών πολιτικών δικαιωμάτων.
Στον αντίποδα, με την κόκκινη σημαία της ΕΣΣΔ να κυματίζει και να εμπνέει, όντας καρφωμένη στην καρδιά του ναζιστικού κτήνους, αλλά και με τον κόσμο να σιγοβράζει στο καζάνι του Ψυχρού Πολέμου, οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ της Ευρώπης σύναψαν ανακωχή με τον κόσμο της εργασίας, εφαρμόζοντας πολιτικές που συνδέθηκαν με τη δημιουργία του κράτους πρόνοιας, το κεϊνσιανό μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης, τη φορολόγηση του πλούτου, αλλά και την ταυτόχρονη προώθηση των αντιπροσωπευτικών θεσμών.
Και μετά; Μετά ήρθε το τέλος της Ιστορίας, η οικονομική κρίση του 2008 και η αναγωγή της έννοιας του οικονομικού ανταγωνισμού σε παγκόσμια «ιερή αγελάδα», τουλάχιστον για τους ανά τη γη «φονταμενταλιστές» της μεγιστοποίησης του κέρδους και τους πολιτικούς τους υπηρέτες. Κι από κοντά η κρατική και παρακρατική βία. Σε μια προσπάθεια να συνδέσει το ιστορικό νήμα της σχέσης εργασιακών και δημοκρατικών δικαιωμάτων, μ’ αφορμή το εργασιακό ν/σχ, ο ακαδημαϊκός Αλέξανδρος Κεσσόπουλος εξηγούσε πρόσφατα πως:
«η σύγχρονη διεθνής τάση παραπέμπει στον 19ο αιώνα, με το κεφάλαιο να επιχειρεί να αποδεσμευτεί από το σύνολο των περιορισμών που του επέβαλλαν οι εργατικές κατακτήσεις των τελευταίων εκατό χρόνων. (…) Από την άλλη, θυμίζει εν μέρει τον Μεσοπόλεμο- καθώς- η όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και η αποδιάρθρωση του κοινωνικού κράτους έχουν συντελέσει στην απονομιμοποίηση των αντιπροσωπευτικών θεσμών, στην ενίσχυση του αντικοινοβουλευτικού λόγου και στην ανάπτυξη ακροδεξιών- νεοφασιστικών πολιτικών δυνάμεων»
Σε κάθε περίπτωση, το νομοσχέδιο της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας γυρίζει τον τόπο και τους εργαζομένους αιώνες πίσω. Γι’ αυτό, μόνο ως απλό «σύνθημα» αγωνιστικής τόνωσης δεν μπορεί να θεωρηθεί η φράση που λέει ότι η υπεράσπιση των δημοκρατικών μας ελευθεριών περνά (και) μέσα από την υπεράσπιση του βιοτικού επιπέδου και του ελεύθερου χρόνου· μέσα από την υπεράσπιση των παραχωρήσεων που κερδήθηκαν με αίμα. Φτάνει όμως μόνο αυτό για το αναγκαίο όσο ποτέ άλλοτε πέρασμα από την κοινωνία της ιδιώτευσης στην κοινωνία των «συνεταιρισμένων παραγωγών»; Κάποιοι, βλέπουν «αχτίδες αισιοδοξίας» στην πρόσφατη «στροφή» του αμερικανικού δημοκρατικού κόμματος και στο ψέλλισμα θέσεων υπέρ της ενίσχυσης του κοινωνικού κράτους.
Ο γράφων πάλι, σταθερά απέναντι στη θέση που θέλει τον δημοσιογράφο απλό «ρεπόρτερ» της πραγματικότητας, ξεφυλλίζει εκ νέου το «Δικαίωμα στην Τεμπελιά» κι έρχεται να θυμίσει τα λόγια του Λαφάργκ: «…Όταν η εργασία που κάνει κάποιος, δεν του προσφέρει καμιά χαρά, καμιά απόλαυση και κανένα νόημα στη ζωή του, κι αυτό ισχύει για την τεράστια πλειοψηφία των εργαζομένων, τότε πρόκειται για μια (…) άρρωστη κατάσταση. Σ’ αυτή την περίπτωση, το μόνο πράγμα που μπορεί να απαλύνει τουλάχιστον αυτή την απαλλοτρίωση, είναι να έχει πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού του την προοπτική της ανατροπής του καπιταλιστικού συστήματος»…