Η πρόταση του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης δεν έχει καμία φερεγγυότητα, καθώς δεν συνοδεύεται από μια αξιόπιστη αξιολόγηση του κλαδικού μετασχηματισμού που θα συντελεστεί. Ελοχεύει ο κίνδυνος να συντελεστεί μια προοδευτική μετατόπιση της κατανομής του εισοδήματος υπέρ των κερδών και αύξησης των κινδύνων αστάθειας συνολικά για την οικονομία.
- του Κώστα Μελά για το GEOEUROPE
1.
Η ελληνική οικονομία στα 200 χρόνια ύπαρξης του ελληνικού κράτους έχει πραγματοποιήσει διαχρονικά σημαντική πρόοδο ώστε σήμερα να βρίσκεται, παρά την υπερδεκάχρονη βαθιά κρίση, στις 30 πρώτες αναπτυγμένες χώρες του πλανήτη.
Η ιστορική πορεία της ελληνικής οικονομίας στηρίχθηκε σε ένα ιδιόμορφο παραγωγικό υπόδειγμα, το οποίο ποτέ δεν κατάφερε να ενσωματώσει ουσιαστικά τις μεγάλες τεχνολογικές εξελίξεις που εμφανίστηκαν από την ύπαρξη του ελληνικού κράτους. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι επί της ουσίας «έχασε» τις δύο βιομηχανικές επαναστάσεις του 19ου αιώνα, και την ηλεκτρονική επανάσταση του τέλους του 20ού αιώνα. Στο παραγωγικό της υπόδειγμα ενσωμάτωσε πάντοτε μια μέση και χαμηλή τεχνολογία με ελάχιστες ίσως, κατά καιρούς, νησίδες υψηλότερης τεχνολογίας. Σήμερα βρίσκεται αντιμέτωπη με την επανάσταση της ψηφιακής – τεχνικής νοημοσύνης η οποία ειρήσθω εν παρόδω ήδη έχει ενσωματωθεί σε μεγάλο βαθμό στις προηγμένες οικονομίες.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, με αφορμή τους πόρους που θα εισαχθούν από το Ταμείο Ανάκαμψης επαναφέρει πάλι σε πρώτο πλάνο την αλλαγή του υφιστάμενου παραγωγικού υποδείγματος κυρίως με την ενσωμάτωση της νέας ψηφιακής τεχνολογίας. Η αλλαγή του παραγωγικού υποδείγματος της χώρας είναι μια παλιά συζήτηση η οποία διαρκεί στη χώρα τουλάχιστον από τις αρχές της μετεμφυλιακής περιόδου. Παρά τις προσπάθειες που έγιναν αυτό που συνέβη ήταν ένας «ποσοτικός εκσυγχρονισμός» της οικονομίας που δεν ήταν πάντοτε προς τη σωστή κατεύθυνση. Ως παράδειγμα αναφέρω την υπέρμετρη διόγκωση του τομέα των υπηρεσιών (με ενσωμάτωση χαμηλής τεχνολογίας, π.χ. τουρισμό και εμπόριο). Είναι τουλάχιστον άξιον απορίας από πού απορρέει η υπέρμετρη αισιοδοξία της κυβέρνησης ότι μπορεί να δρομολογήσει τέτοιες αλλαγές που θα θίξουν τα δομικά στοιχεία της ελληνικής οικονομίας που ανιχνεύονται σχεδόν από την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Το ότι ομιλεί για αλλαγή του παραγωγικού υποδείγματος εν έτει 2021 και όχι για εκσυγχρονιστική προσαρμογή σε επιμέρους τομείς και σημεία δείχνει το μέγεθος του εγχειρήματος στο οποίο ενυπάρχουν εξαρχής όλα τα σπέρματα της αποτυχίας. Τι είναι αυτό που κάνει την κυβέρνηση να πιστεύει ότι αυτή τη φορά θα μπορέσουν τα πράγματα να είναι διαφορετικά;
Αν θεωρεί η κυβέρνηση ότι είναι ο όγκος των πόρων που θα έχει στη διάθεσή της θα πρέπει να γνωρίζει ότι και στα τελευταία 70 χρόνια έχουν υπάρξει ανάλογες περιπτώσεις, το σχέδιο Μάρσαλ, τα Μεσογειακά προγράμματα, τα πακέτα Ντελόρ και γενικά τα Κοινοτικά Προγράμματα Στήριξης. Με τα προγράμματα αυτά εισέρευσαν στην ελληνική οικονομία μεγάλα χρηματικά ποσά για να χρηματοδοτήσουν διάφορα εμβληματικά έργα που θα οδηγούσαν στην αλλαγή του παραγωγικού υποδείγματος και τη χώρα σε νέες επιτυχίες. Γνωρίζουμε, εκ του αποτελέσματος, ότι τα μεγάλα αυτά ποσά δεν οδήγησαν στην αλλαγή του παραγωγικού υποδείγματος, τα ονομαζόμενα «δομικά προβλήματα» της ελληνική οικονομίας δεν ξεπεράστηκαν, αλλά, ως εκ θαύματος, η ελληνική οικονομία έκανε σημαντικά βήματα προόδου και πήρε θέση στις πλέον αναπτυγμένες χώρες του πλανήτη. Οι φοβεροί σχεδιασμοί, τα αλλεπάλληλα μεγαλεπήβολα σχέδια επί χάρτου παρέμειναν στα γραφεία όσων τα σχεδίασαν και οι ανάλογες φιλοδοξίες των κυβερνήσεων που παρέμειναν να αιωρούνται στον αέρα της ανυπαρξίας στοιχειώνουν και τη σημερινή κυβέρνηση. Δεν είναι τυχαίο ότι στα τελευταία 70 χρόνια, έχουν νομοθετηθεί 140 «αναπτυξιακά νομοθετήματα»!!!
2.
Στο ελληνικό σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας διαβάζουμε τα παρακάτω: «Το “Ελλάδα 2.0” είναι πλήρως εναρμονισμένο με τους στόχους της ΕΕ για ταχύτερη μετάβαση της ελληνικής οικονομίας προς ένα πράσινο και ψηφιακό μοντέλο ανάπτυξης υπερακοντίζοντας τους στόχους που θέτει ο κανονισμός του Ταμείου και επιτυγχάνοντας 38% και 22% μερίδιο στις αντίστοιχες δράσεις. Το “Ελλάδα 2.0” ικανοποιεί επίσης τις σχετικές ευρωπαϊκές συστάσεις για τη χώρα μας, σε ό,τι αφορά τις προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις και τις αναγκαίες για την έγκαιρη ολοκλήρωσή τους επενδύσεις, και προσθέτει ακόμη πιο φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις, οι οποίες αποτελούν μέρος της στρατηγικής ατζέντας της ελληνικής Κυβέρνησης, πολλές από τις οποίες περιλαμβάνονται και στην έκθεση της Επιτροπής Πισσαρίδη».
Επιβάλλει στα κράτη να λάβουν υπόψη τους το σύνολο των συστάσεων που έχουν σταλεί από το συμβούλιο, ειδικά στους κύκλους του 2019 και του 2020 του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου και να εντάξουν έργα που πρέπει να εξετάσουν, εκτός και αν η Κομισιόν έχει αποτιμήσει ότι έχουνε εκπληρωθεί σε σημαντικό βαθμό.
Σε διαφορετική περίπτωση, όλες οι συστάσεις είναι σχετικές με το Ταμείο Ανάκαμψης. Θα πρέπει το κράτος να παρέχει επαρκή εξήγηση για το αν όλες ή πολύ μεγάλο μέρος από αυτές εντάσσεται αποτελεσματικά στο σχέδιό του.
Το ίδιο ισχύει και για τη διαδικασία μακροοικονομικών ανισορροπιών (στην οποία εντάσσεται και η Ελλάδα). Πριν από την έναρξη της πανδημίας COVID-19, η Διαδικασία Μακροοικονομικών Ανισορροπιών είχε εντοπίσει υπερβολικές μακροοικονομικές ανισορροπίες στην Ελλάδα που σχετίζονται με:
- υψηλό δημόσιο χρέος,
- υψηλή αρνητική καθαρή διεθνή επενδυτική θέση (NIIP),
- υψηλό ποσοστό ανεργίας και
- μεγάλο μερίδιο μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs) στους ισολογισμούς των τραπεζών.
Τα δύο πρώτα μεγέθη επιδεινώθηκαν το 2020. Υπολογίζεται ότι ο λόγος του ΔΧ/ΑΕΠ (κατά Μάαστριχτ) από 180,5% θα ανέλθει πάνω από 205% (πρώτη στην ΕΕ), ενώ η Καθαρή Διεθνής Επενδυτική Θέση επίσης επιδεινώθηκε, από -285,8 (2019) σε -292,5 δις ευρώ (2020) (δεύτερη στην ΕΕ). Το ποσοστό ανεργίας εξακολουθεί να είναι το πρώτο με απόσταση από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες όπως και στο ποσοστό των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων.
Οι μακροοικονομικές ανισορροπίες, μπορεί λόγω της πανδημίας COVID-19, να μην βρίσκονται σε πρώτο πλάνο εκ μέρους των ευρωπαίων αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα επανέλθουν δριμύτεροι με την πρώτη ευκαιρία. Άλλωστε και η ελληνική κυβέρνηση διόλου δεν αναφέρεται σε αυτές, απλά αφήνει να εννοηθεί ότι θα επιλυθούν στο προσεχές μέλλον με την αναμενόμενη μεγέθυνση του ΑΕΠ, κάτι που σαφώς δεν πιστεύει ούτε η ίδια. Το ιδεολογικό της πρόσημο, με κύρια έκφραση τις περιοριστικές πολιτικές, θα εμφανισθεί πριν από την πρώτη πίεση των Ευρωπαίων.
Οι ειδικές ανά χώρα συστάσεις (country-specific recommendations, CSRs) του 2019 και 2020 προτρέπουν τη χώρα (την Ελλάδα) να συνεχίσει να εργάζεται στην υλοποίηση μεταρρυθμίσεων σύμφωνα με τις δεσμεύσεις της ενισχυμένης εποπτείας που αναλήφθηκαν στο πλαίσιο της Ευρωομάδας στις 22 Ιουνίου 2018. Οι δεσμεύσεις αυτές, συμπεριλαμβανομένων των δεσμεύσεων που αναλήφθηκαν τον Μάιο του 2020 και που περιέχονται στο Ελληνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, αποτελούν και τον κορμό του. (Αναφέρονται συνοπτικά στο τέλος του άρθρου).
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η ελληνική κυβέρνηση αποδέχτηκε πλήρως τις οδηγίες – εντολές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όσον αφορά τις μεταρρυθμίσεις αλλά και τις επιλογές του πλαισίου δράσης για τα υπόλοιπα έργα. Μάλιστα σε πολλά σημεία υπερακόντισε των εντολών της ΕΕ δεδομένου ότι το ιδεολογικό πρόσημο της πολιτικής της (απόλυτη λειτουργία της αγοράς), υπερβαίνει το αντίστοιχο ευρωπαϊκό. Αναφέρω ως παραδείγματα, τη «μεταρρύθμιση» της επικουρικής ασφάλισης και το νέο νομοσχέδιο του Υπουργείου Εργασίας για τις θεσμικές αλλαγές στην αγορά εργασίας (κατάργηση 8ώρου κτλ).
Όλες αυτές οι «μεταρρυθμίσεις» που περιέχονται και στο λεγόμενο Σχέδιο Πισσαρίδη, όπως σημείωσα είναι πιο «προχωρημένες» από τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές. Η επίθεση προς την κοινωνία είναι εντονότερη και σφοδρότερη. Εδώ θα πρέπει να αναζητηθούν οι πανηγυρισμοί της κυβέρνησης ότι το σχέδιό της είναι από τα πρώτα που γίνεται αποδεκτό από την ΕΕ. Αντίθετα πολλές χώρες, πχ η Ιταλία, παλεύει να διατηρήσει το ασφαλιστικό της σύστημα, σύμφωνα με τα δικά της κριτήρια και δεν δέχεται τις «παραινέσεις» της ΕΕ. Και άλλες χώρες προτάσσουν αντιρρήσεις παρόμοιου είδους. Για το λόγο αυτό τα προγράμματά τους δεν έχουν γίνει πανηγυρικά δεκτά από την ΕΕ, αλλά ακόμη βρίσκονται στο στάδιο της διαπραγμάτευσης.
Κλείνοντας, εκείνο που χρειάζεται να υπογραμμισθεί ώστε να του δοθεί και η δέουσα προσοχή, είναι ότι το ιδεολογικό περιεχόμενο των προτάσεων που διέπουν το Ελληνικό σχέδιο, μάλλον «μυρίζει» μούχλα δεδομένου ότι μετά την οικονομική κρίση και την κρίση του COVID-19 κάτι φαίνεται να μεταβάλλεται σε επίπεδο μακροοικονομικής θεωρίας και σιγά – σιγά και πολιτικής βούλησης. Στην Ελλάδα, όπως όλα τα πράγματα επιχειρούνται να πραγματοποιηθούν με καθυστέρηση 30-40 χρόνων, όταν η συγκυρία θέτει διαφορετικές προτεραιότητες. Για το λόγο αυτό χάνουμε πάντα το τραίνο.
Αναληφθείσες δεσμεύσεις:
- Βελτίωση και εκσυγχρονισμός του πλαισίου για το ατομικό εργατικό δίκαιο (Άξονας 3.1.)
- Νέο πλαίσιο Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης (Άξονας 3.2.)
- Μεταρρύθμιση του πρωτοβάθμιου συστήματος υγειονομικής περίθαλψης και της ηλεκτρονικής υγείας – συμπεριλαμβανομένου ενός ηλεκτρονικού ιατρικού μητρώου και της τηλεϊατρικής (Άξονας 3.3.)
- Υλοποίηση σε εθνικό επίπεδο του υπολογισμού του φόρου ακίνητης περιουσίας βάσει των αγοραίων αξιών και υπολογισμός του ΕΝΦΙΑ και άλλων φόρων σύμφωνα με τις αξίες της αγοράς (Άξονας 4.1.)
- Εφαρμογή της ηλεκτρονικής κατάθεσης νομικών εγγράφων, ολοκλήρωση της φάσης ΙΙ της θέσπισης του συστήματος ηλεκτρονικής δικαιοσύνης (ΟΣΔΥ-ΠΠ) και της υπηρεσίας “JustStat” για συλλογή και επεξεργασία δεδομένων (Άξονας 4.3.)
- Εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που αποσκοπούν στην αποκατάσταση της υγείας του τραπεζικού συστήματος, συμπεριλαμβανομένων των προσπαθειών εξυγίανσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, διασφαλίζοντας τη συνεχή αποτελεσματικότητα του σχετικού νομικού πλαισίου (Άξονας 4.4.)
- Ολοκλήρωση της μεταρρύθμισης της αδειοδότησης επενδύσεων, με την ολοκλήρωση της απλοποίησης των διαδικασιών στους συμφωνημένους υπόλοιπους τομείς και τη νομοθεσία επιθεώρησης και με την ανάπτυξη των σχετικών συστημάτων (Άξονας 4.7.)
- Επιπλέον, το ευρωπαϊκό εξάμηνο 3 του 2020 συστήνει στη χώρα να επισπεύσει ώριμα έργα δημοσίων επενδύσεων και να προωθήσει τις ιδιωτικές επενδύσεις για τη στήριξη της οικονομικής ανάκαμψης. Μαζί με το ευρωπαϊκό εξάμηνο 2 του 2019, συστήνουν η Ελλάδα να επικεντρωθεί στις επενδύσεις στις παρακάτω περιοχές που καλύπτονται στο σύνολό τους από τους ακόλουθους άξονες:
- Ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και έργα διασύνδεσης, και γενικά καθαρή και αποδοτική παραγωγή και χρήση ενέργειας (Άξονας 1.1.)
- Αποδοτική χρήση ενέργειας σε κτίρια και ανάπλαση αστικών περιοχών (Άξονας 1.2.)
- Ασφαλείς και βιώσιμες μεταφορές και εφοδιαστική (logistics) (Άξονες 1.3., 4.6.)
- Περιβαλλοντική προστασία (Άξονας 1.4.)
- Ψηφιακές υποδομές πολύ υψηλής χωρητικότητας (Άξονας 2.1.)
- Αποτελεσματικότητα και ψηφιοποίηση της δημόσιας διοίκησης (Άξονας 2.2.)
- Ψηφιακός μετασχηματισμός των επιχειρήσεων (Άξονας 2.3.)
- Απασχολησιμότητα (Άξονας 3.1.). Οι επενδύσεις στον Άξονα αυτό ευθυγραμμίζονται επίσης με το ευρωπαϊκό εξάμηνο 2 του 2020, που καλεί την Ελλάδα να μετριάσει τις επιπτώσεις της κρίσης λόγω της νόσου COVID-19 στην απασχόληση και την κοινωνία, μεταξύ άλλων με την εφαρμογή μέτρων όπως τα συστήματα μειωμένου ωραρίου εργασίας (short-time work schemes, ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ) και με τη διασφάλιση αποτελεσματικής στήριξης της ενεργού συμμετοχής στον εργασιακό βίο.
- Εκπαίδευση και δεξιότητες, συμπεριλαμβανομένων και των ψηφιακών (Άξονας 3.2.)
3.
Αν ακόμη θεωρεί η κυβέρνηση ότι η οικονομική της ιδεολογία της παρέχει τη δυνατότητα να διαβάζει σωστά την πραγματικότητα και να επεμβαίνει σε αυτή, όλη η τελευταία περίοδος της κρίσης, σε παγκόσμιο περίοδο, έχει δείξει περίτρανα τις αποτυχίες της και μάλιστα σιγά- σιγά έχουν αρχίσει να αναθεωρούνται βασικά της θεωρητικά δόγματα.
Τώρα, δεδομένου των περιορισμών και των κριτηρίων που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τους τρόπους διάθεσης των πόρων ( κυρίως ψηφιακή μετάβαση και πράσινη ανάπτυξη) είναι σαφές ότι συγκεκριμένες επιχειρήσεις είναι αυτές που θα επωφεληθούν. Συγκεκριμένα: Επιχειρήσεις από τον κατασκευαστικό και ενεργειακό κλάδο, την ευρέως νοούμενη τεχνολογία πληροφορικής, την παραγωγή καλωδίων, την παροχή τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, όμιλοι μηχανολογικού, ηλεκτρολογικού και άλλου εξοπλισμού όπως γεωργικών μηχανημάτων, οχημάτων, εναέριων μέσων, οικοδομικών υλικών αλλά και όμιλοι εκπαίδευσης και παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών ακόμα και επιχειρήσεις που ασχολούνται με την κατασκευή δορυφόρων και την ψηφιοποίηση εγγράφων, είναι μεταξύ εκείνων που μπορούν να ωφεληθούν από τα έργα που περιλαμβάνει το σχέδιο ανάκαμψης για την ελληνική οικονομία. Πολύ καλά τα νέα για αυτές τις επιχειρήσεις (πάντα κρατώντας μικρό καλάθι) αλλά ειλικρινά ποιο είναι το ποσοστό τους στο σύνολο των ελληνικών επιχειρήσεων;
Ένα ακόμη σημείο: Η Ελληνική κυβέρνηση προτείνει, να χρησιμοποιήσει τα δάνεια κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, ύψους 12,6 δις ευρώ υπό μορφή δανείων για τη χρηματοδότηση επιχειρηματικών επενδύσεων προτείνοντας ταυτόχρονα πρόσθετες μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις.
Οι προωθούμενες επενδύσεις είναι ιδιωτικές επενδύσεις συγχρηματοδοτούμενες (τουλάχιστον κατά 50%) με τα ίδια κεφάλαια των επενδυτών και δάνεια προερχόμενα από το χρηματοπιστωτικό σύστημα, ή/και ευρωπαϊκούς χρηματοδοτικούς θεσμούς (EIB, EBRD) και αφορούν επιχειρηματικές προτάσεις που προωθούν την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση, καθώς και την καινοτομία, τις οικονομίες κλίμακος και τις υψηλότερες εξαγωγές.
Τα δάνεια αυτά θα λειτουργήσουν πολλαπλασιαστικά, για να φτάσουμε στα 26 δισ. ευρώ συνολικές επενδύσεις. Δηλαδή τα 12,6 δισ. ευρώ των δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης θα αποτελούν ποσοστό μέχρι 50% της επένδυσης, η οποία θα συμπληρώνεται κατά 20% από ίδια κεφάλαια και κατά 30% από δάνεια από τράπεζες.
Η χρησιμοποίηση των δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης, ύψους 12,6 δισ. ευρώ, για τη χρηματοδότηση ιδιωτικών επενδύσεων αποτελούν μια ελληνική «καινοτομία» που χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια για να περάσει τη δοκιμασία της κοινοτικής γραφειοκρατίας.
Σε κάθε περίπτωση, η επιλογή των δανείων, αντί των εγγυήσεων, σημαίνει επιβάρυνση του δημοσίου χρέους, τουλάχιστον προσωρινά, δηλαδή μέχρι την εξόφληση των δανείων. Στον βαθμό που κάποιο δάνειο δεν θα εξοφληθεί, η επιβάρυνση θα είναι μόνιμη.
Σύμφωνα με τον Αναπληρωτή Υπουργό κ Σκυλακάκη « Ουσιαστικά το ρίσκο της επένδυσης θα είναι κατά 100% στο ιδιώτη επενδυτή, αφού το κράτος θα «επιδοτεί» μόνο το σχεδόν μηδενικό επιτόκιο που θα έχει το 50% που θα είναι κοινοτικά δάνεια». Το ερώτημα που προκύπτει είναι ότι, και μετά την κρίση του κορονοϊού, θα υπάρξουν μικρομεσαίες επιχειρήσεις οι οποίες θα ρισκάρουν να επενδύσουν με αυτό το σχήμα; Και αν υπάρχουν με βάση τα υψηλά πιστοδοτικά κριτήρια που θέτουν οι Τράπεζες (μαζί με την πλήρη αδυναμία τους να χρηματοδοτήσουν τις παραγωγικές επενδύσεις) πόσες θα τύχουν του απαραίτητου τραπεζικού δανεισμού σύμφωνα με τον κυβερνητικό σχεδιασμό;
Μήπως, μέσα από τον κυβερνητικό σχεδιασμό, επιδιώκεται ο μεγάλος όγκος των χρημάτων να οδηγηθεί «εξ αντικειμένου» στις μεγάλες και πολύ μεγάλες επιχειρήσεις σε συνεργασία με τις αντίστοιχες επιχειρήσεις των ευρωπαίων; Και οι υπόλοιπες να αναμένουν «να διαχυθεί» προς τα κάτω η ανάπτυξη; Η ιδεολογία της κυβέρνησης πάντως υπέρ αυτού συνηγορεί.
Στη λογική του κυβερνητικού σχεδίου το Ταμείο Ανάκαμψης δεν θα μοιράσει πόρους γενικά σε όλους, αλλά στο πιο σύγχρονο και ισχυρό κομμάτι της ελληνικής οικονομίας. Το υποστηρίζουν σύσσωμη η καθεστηκυία επιχειρηματική αρχηγεσία και οι συνοδοιπόροι της στα ΜΜΕ. Σε τι ποσοστό των ελληνικών επιχειρήσεων αντιστοιχούν αυτές οι σύγχρονες και ισχυρές επιχειρήσεις; Σίγουρα σε ποσοστό κάτω από το 10,0%, ίσως και λιγότερο. Επιχειρείται δηλαδή, με τις εντολές των ευρωπαίων και με την υπερακοντίζουσα σε αυτήν την άποψη ελληνική κυβέρνηση, να δημιουργηθεί μια νησίδα ανάπτυξης εντός ενός υποανάπτυκτου περιβάλλοντος. Μα αυτό αποτελεί τον ορισμό της υποανάπτυξης που έχουν ζήσει οι χώρες του τρίτου κόσμου για δεκαετίες μετά το τέλος της αποικιοκρατίας.
Διαπιστώνεται μια νέα προτεινόμενη αντίθεση στην ελληνική κοινωνία – οικονομία, το σύγχρονο vs καθυστερημένο. Να μια ακόμη αντίθεση που θυμίζει έντονα τη σημιτική περίοδο Για επικοινωνιακούς λόγους το καθυστερημένο, το οποίο ειρήσθω εν παρόδω ταυτίζεται με τη φοροδιαφυγή και την αποφυγή πληρωμών στα ασφαλιστικά ταμεία, δεν είναι άλλο από το κοινωνικά παρωχημένο της σημιτικής περιόδου. Το πρώτο ταυτίζεται με τις μεγάλες επιχειρήσεις, το δεύτερο με ότι το ιδιωτικό και μη δημόσιο. Όμως ότι ονομάζεται καθυστερημένο αποτελεί τη μέγιστη πλειοψηφία του ελληνικού επιχειρείν. Ο «οικονομικός ορθολογισμός» του Σχεδίου Ανάκαμψης συγκρούεται με την αδήριτη πραγματικότητα της ελληνικής οικονομίας.
4.
Παράλληλα, έχω την αίσθηση ότι ξαναζούμε, την αλήστου μνήμης εποχή του Σημίτη. Μεγάλα λόγια, υπεραισιόδοξες προβλέψεις, όλα κινούνται προς τη «σωστή» κατεύθυνση. Τίποτε δεν γίνεται λάθος. Τα πάντα διεκπεραιώνονται με τον αποτελεσματικότερο τρόπο. Οι «μεταρρυθμίσεις» νομοθετούνται κατά ριπάς, υπερακοντίζοντας ακόμη και αυτές των υπολοίπων χωρών της ΕΕ, μάλιστα σε μια εποχή που πλέον έχουν σχεδόν όλοι αποδεχτεί τα οδυνηρά αποτελέσματα των σχεδόν σαράντα χρόνων νεοφιλελεύθερης πολιτικής και κάτι επιχειρείται να μεταβληθεί. Όμως στην Ελλάδα η κυβέρνηση εξακολουθεί να παρατηρεί την πραγματικότητα κοιτώντας μέσα από τα κατασκευασμένα γυαλιά με υλικά που της επιτρέπουν να βλέπει μόνο αυτό που επιθυμεί.
Αξίζει, σε αυτό το σημείο, να θυμηθούμε την εποχή των κυβερνήσεων Σημίτη:
- Την 01.01. 2001 η Ελλάδα εισήλθε με πανηγυρικούς τόνους στη ζώνη του ευρώ. Η είσοδος αυτή επιχειρήθηκε να χαρακτηρισθεί ως το μέγιστο βήμα προόδου της ελληνικής οικονομίας τη μεταδιδακτορική πολιτική περίοδο της χώρας. Η ελληνικές κυβερνήσεις του Κ. Σημίτη (1996-2004) στο πλαίσιο του «εκσυγχρονιστικού πειράματος» στην οικονομία όχι μόνο υιοθέτησαν πλήρως τις ευρωπαϊκές επιλογές αλλά και υπερέβαλε πολλάκις υπερακοντίζοντας σε κομπορρημοσύνη και σε ψεύτικες υποσχέσεις. Ο όρος «ισχυρή οικονομία», αποτέλεσε το βασικό επικοινωνιακό σύνθημα της δεύτερης κυβέρνησης Σημίτη. Προέκυψε κυρίως ως προϊόν αλαζονικής έπαρσης, αλλά και ως επιχείρηση πολιτικού αντιπερισπασμού απέναντι στις συγκεκριμένες διεκδικήσεις των κοινωνικών τάξεων κατά την οκταετία 1997-2004…Η κομπορρημοσύνη περί «ισχυρής οικονομίας» κληροδότησε επίσης τους ισχυρισμούς ότι η Ελλάδα εξήλθε από τη χρόνια «ευρωπαϊκή υστέρηση», από την «εργασιακή οπισθοδρόμηση» και τα παραδοσιακά κοινωνικά αδιέξοδα, ότι υλοποίησε επί τέλους την «επαναθεμελίωση» του κοινωνικού κράτους. Οι κυβερνήσεις Καραμανλή ακολούθησαν τον ίδιο τρόπο χάραξης της οικονομικής πολιτικής προτάσσοντας τους ίδιους στόχους και με τη χρησιμοποίηση των ίδιων μέσων. Τα προβλήματα της εισόδου στην ευρωζώνη άρχισαν σιγά -σιγά να εμφανίζονται σκληρά και αδυσώπητα, αφήνοντας πίσω τις πρώτες μέρες ευφορίας. Τα μνημόνια ακολούθησαν ως εύλογη κατάληξη αυτής της απίστευτης άσκησης πολιτικής.
- Όπως έχει δείξει η εμπειρία των τελευταίων χρόνων (2001-2021) η ένταξη στην ευρωζώνη ούτε αποτελεί οικονομική πανάκεια ούτε ισχυροποίησε αυτόματα την Ελλάδα μέσα στην ιδιαίτερη γεωπολιτική της περιφέρεια. Αντιθέτως θα έλεγα, φαίνεται και δια γυμνού οφθαλμού, ότι τα εθνικά προβλήματα έχουν αυξηθεί και η ελληνική οικονομία ακολουθεί μια προδιαγεγραμμένη πορεία χωρίς καμία αναβάθμιση του παραγωγικού υποδείγματος, το οποίο στηρίζεται στον τουρισμό και στο real estate. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη επιχειρηματολογία για να δείξει κανείς τη φθίνουσα πορεία της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με τις απαιτήσεις και τους περιορισμούς που θέτει αμετάκλητα το διεθνές σύγχρονο ανταγωνιστικό περιβάλλον του παγκόσμιου καπιταλισμού. Τα φιλοκυβερνητικά μέσα κατακλύζονται καθημερινά από θετικές ειδήσεις για την οικονομία… Δυστυχώς όλα συνοδεύονται από το μόριο θα και παραπέμπονται στο προσεχές ή μακρύτερο μέλλον. Και το μέλλον δεν είναι τίποτε περισσότερο από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης. Ακριβώς όπως και η είσοδός της χώρας στο ευρώ, που θα έλυνε όλα τα προβλήματα δια μαγείας. Κανένα δεν αναφέρει τα πραγματικά προβλήματα που τη διέπουν. Αναφέρω μόνο ορισμένα που αναφέρονται στην τελευταία έκθεση του Institute for Management Development (IMD) της Ελβετίας, που περιέχει συγκριτικά στοιχεία για 64 χώρες. Η Ελλάδα βρίσκεται αναφορικά με:
- το «Σχηματισμό ακαθάριστων επενδύσεων παγίου κεφαλαίου» στην 63η θέση μεταξύ των 64 χωρών
- το «Χρέος της χώρας ως % του ΑΕΠ»: στην 62η θέση μεταξύ των 64 χωρών,
- την «Πιστοληπτική ικανότητα της χώρας»: στην 57η θέση μεταξύ των 64 χωρών.
Κατά τα άλλα βελτιώνεται ….στην «Προσαρμοστικότητα της κυβερνητικής πολιτικής»: στην 11η θέση μεταξύ των 64 χωρών[1]. Με απλά λόγια προτάσσονται τα εύκολα και αποκρύπτονται τα δύσκολα
5.
Οι βασικοί στόχοι της κυβέρνησης για την επανεκκίνηση και τις μελλοντικές εξελίξεις της ελληνικής οικονομίας είναι οι ακόλουθοι:
1ος Στόχος.
Η επίτευξη υψηλών ρυθμών μεγέθυνσης την επόμενη περίοδο 2021-2024, ετησίως και κατά μέσο όρο, πάνω από 4,4%. Πρόκειται για μια φιλόδοξη εκτίμηση που βεβαίως στηρίζεται σε μέγιστο βαθμό στην αναμενόμενη εισροή ύψους 32 δις ευρώ του Ταμείου ανάκαμψης, οι οποίοι θα αποτελέσουν, είτε ως δημόσιες επενδύσεις είτε ως συμμετοχή στις ιδιωτικές επενδύσεις, τον βασικό παράγοντα που θα επιτρέψει την επίτευξη των υψηλών ρυθμών μεγέθυνσης. Αυτό φαίνεται καθαρά από τα στοιχεία που παρουσίασε ο υπουργός, δεδομένου ότι ουσιαστικά οι εκτιμώμενοι ρυθμοί μεγέθυνσης του Ακαθάριστου Σχηματισμού Παγίου Κεφαλαίου την αναφερομένη περίοδο κυμαίνονται, κατά μέσο όρο, ετησίως πάνω από το 15,0%. Το να γίνονται μακροπρόθεσμες εκτιμήσεις εν μέσω υψηλής αβεβαιότητα δεν είναι ότι το καλύτερο αλλά παρ’ όλα αυτά, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τρεις βασικές προϋποθέσεις (υπάρχουν και πολλές άλλες αλλά έχουν ήδη αναφερθεί στη δημόσια συζήτηση, όπως: τα ώριμα έργα, η διοικητική επάρκεια των οργανισμών που θα αναλάβουν την εκτέλεση τους, κατά πόσον η δημόσια διοίκηση μπορεί να ανταποκριθεί, το σύντομο διάστημα του προγράμματος κτλ. Παράλληλα χρειάζεται να υπογραμμιστούν επίσης τρεις βασικότατες προϋποθέσεις:
Για να μπορέσουν οι πόροι του Ταμείου να μπορέσουν να συμβάλλουν τα μέγιστα, θα πρέπει, να υπάρξει ένας πολύ δύσκολος συνδυασμός των εξής σημαντικών προϋποθέσεων:
- Όλοι οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης (και τα 32 δισ. ευρώ) θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν, συμπεριλαμβανομένων των δανείων.
- 0Οι δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές πρέπει να είναι τόσο υψηλοί όσο υποδηλώνουν οι επίσημες εκτιμήσεις, και για να γίνει αυτό θα πρέπει η νομισματική αλλά και η δημοσιονομική πολιτική να παραμείνουν ευνοϊκές για μεγάλο διάστημα ακόμη.
- Οι τράπεζες πρέπει να είναι σε θέση να χρηματοδοτήσουν τις ιδιωτικές επενδύσεις, με τον κίνδυνο αύξησης των πτωχεύσεων των εταιρειών λόγω της πανδημίας, που θα χτυπήσουν τους ισολογισμούς των τραπεζών, να θέτει σημαντικά εμπόδια σε αυτό.
2ος Στόχος.
Η επίτευξη δημοσιονομικής ισορροπίας και ικανοποιητικών πρωτογενών πλεονασμάτων. Δημοσιονομική βελτίωση από το 2022 και ικανοποιητικά, ρεαλιστικά πρωτογενή πλεονάσματα από το 2023. Σημειώνουμε ότι το πρωτογενές έλλειμμα το 2020 έκλεισε περίπου στο 7% του ΑΕΠ και για το 2021 εκτιμάται ότι θα κλείσει περίπου στο 5,5% (το ΔΝΤ εκτιμά ότι θα κλείσει στο 6% του ΑΕΠ, λίγο υψηλότερα από την εκτίμηση της Τραπέζης της Ελλάδος για 5,3% ). Από το 2022 η κυβέρνηση θέλει να επανέλθει σε πρωτογενή πλεονάσματα, μέχρι και 1,0%, και από το 2023 σε πρωτογενή πλεονάσματα γύρω στο 2,0% έτσι ώστε να είναι σε συμφωνία με το απαιτούμενο ύψος που προκύπτει από τον συμφωνημένο τρόπο διαχείριση του δημοσίου χρέους με τους δανειστές. Η δημοσιονομική προσαρμογή γίνεται εμφανής και από την εκτίμηση για μείωση της δημόσια κατανάλωσης, κατά μέσο όρο ετησίως -1,5% την περίοδο 2022=2024.
3ος Στόχος.
Η επίτευξη μονοψήφιου ποσοστού μη εξυπηρετούμενων δανείων («κόκκινα» δάνεια), μέχρι το τέλος του 2022. Πρόκειται επίσης για ένα φιλόδοξο στόχο ο οποίος τίθεται εν αμφιβόλω κυρίως από την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με την οποία:
«Ακόμη και μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος “Ηρακλής” εντός του 2021, εκτιμάται ότι ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων θα υποχωρήσει περίπου στο 25% και ο μέσος δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας σε χαμηλότερα από τα σημερινά επίπεδα με ταυτόχρονη επιδείνωση του ποσοστού της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης στα κεφάλαια των τραπεζών. Σημειώνεται ότι οι ανωτέρω εκτιμήσεις δεν περιλαμβάνουν τα νέα ΜΕΔ που αναμένεται να προστεθούν στον υφιστάμενο όγκο λόγω των επιπτώσεων της υγειονομικής κρίσης. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει προβλέψει ότι η εν λόγω εισροή νέων ΜΕΔ θα κυμανθεί σε περίπου 8-10 δισ. ευρώ,(η κυβέρνηση προβλέπει 4-5 δις ευρώ) ενώ περίπου το 1/3 των δανείων που τελούν σε αναστολή πληρωμών(περίπου 24 δις ευρώ, κατατάσσεται στην κατηγορία δανείων που εμφανίζουν σημαντική αύξηση κινδύνου».
Με βάση τις παραπάνω εκτιμήσεις:
«Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει προτείνει προς την κυβέρνηση τη σύσταση εταιρίας διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού (Asset Management Company – AMC), στην οποία θα μεταβιβαστούν ΜΕΔ στην καθαρή λογιστική τους αξία και στη συνέχεια θα τιτλοποιηθούν σε πραγματικούς όρους αγοράς…. Στην περίπτωση που δεν επιλεγεί τελικά η πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος, θα πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος αντιμετώπισης του προβλήματος των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων, συνεπής με την κείμενη νομοθεσία περί κεφαλαιακών απαιτήσεων».
6.
Μετά την έγκριση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης αρχίζουν τα δύσκολα. Σε πέντε χρόνια η Ελληνική Κυβέρνηση θα πρέπει να απορροφήσει τα επόμενα πέντε χρόνια (μέχρι και το 2026) 30,5 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 17,8 δισ. σε επιχορηγήσεις και 12,7 δισ. ευρώ σε δάνεια.
Υπάρχουν 331 ορόσημα και στόχοι στη διάρκεια αυτής της πενταετίας, που αποτελούν τα απαραίτητα προαπαιτούμενα, κυρίως μεταρρυθμίσεων, για να εγκρίνεται κάθε φορά η εκταμίευση της επόμενης δόσης. Η ΕΕ όχι μόνο δεν χαρίζει επιχορηγήσεις αλλά και τα δάνεια θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν με βάση το σχεδιασμό εξυπηρέτησης των γενικών ευρωπαϊκών συμφερόντων (διάβαζε γερμανικών). Αν εκτελεστεί κατά γράμμα ο σχεδιασμός τότε σύμφωνα με τις υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το ΑΕΠ θα ενισχυθεί κατά 2,1%-3,3% έως το 2026. Παράλληλα υπολογίζεται ότι η τόνωση της μεγέθυνσης από τις μεταρρυθμίσεις, που μπορεί να φτάσει σωρευτικά τις 18 ποσοστιαίες μονάδες, μετά 20 χρόνια!!! Συγνώμη αλλά οι προβλέψεις αυτές κυριολεκτικά βρίσκονται στον αέρα για να μην πω ότι αποτελούν «λόγια του αέρα»[2].
Η πρώτη εκταμίευση θα γίνει με τη μορφή προκαταβολής του 13%, περίπου 4 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 2,3 επιχορηγήσεις και 1,7 δάνεια. Στις Βρυξέλλες ελπίζουν ότι η απαιτούμενη έγκριση από το Ecofin θα δοθεί στη σύνοδό του στις 13 Ιουλίου, ώστε να εκταμιευθεί το ποσόν έως το τέλος Ιουλίου. Από εκεί και πέρα αρχίζει η μάχη των οροσήμων. Εφόσον ικανοποιηθεί η πρώτη δέσμη, του τρίτου τριμήνου του 2021, θα εκταμιευθούν άλλα 3,5 δισ. ευρώ έως το τέλος του χρόνου. Η επιτροπή θα έχει δύο μήνες κάθε φορά για να αξιολογεί την ικανοποίηση των οροσήμων.
Στη συνέχεια προβλέπεται να εκταμιεύονται κάθε 6 μήνες 1,7 δισ. ευρώ με τη μορφή επιχορηγήσεων και κάθε χρόνο 1,8 δισ. ευρώ για δανεισμό. Τα δάνεια θα δίνονται σε ιδιωτικές επιχειρήσεις για επενδύσεις και θα εκταμιεύονται από την Κομισιόν ανάλογα με την απορρόφηση των προηγούμενων δόσεων. Ετσι, προβλέπεται να έχουν χορηγηθεί 586,4 εκατ. ευρώ το 4ο τρίμηνο του 2022, 3,5 δισ. ευρώ το 4ο τρίμηνο του 2023, 5,8 δισ. ευρώ το 4ο τρίμηνο του 2024, 9,3 δισ. ευρώ το 4ο τρίμηνο του 2025 και 11,8 δισ. ευρώ το 2ο τρίμηνο του 2026. Φυσικά, αυτό προϋποθέτει ότι θα υπάρξει και το ανάλογο ενδιαφέρον από τον ιδιωτικό τομέα για την προώθηση επενδύσεων.
Το περιεχόμενο του προγράμματος, που χαρακτηρίστηκε «πλούσιο» σε μεταρρυθμίσεις, σε σύγκριση με άλλες χώρες, είναι σε μεγάλο βαθμό προσανατολισμένο στις προτεραιότητες της Κομισιόν, που αποτελούν όμως και προτεραιότητες της κυβέρνησης: Τα 175 μέτρα του και οι 67 μεταρρυθμίσεις του, όπως τις κατέγραψε η Κομισιόν, αφορούν σε ποσοστό 37,5% την κλιματική αλλαγή και 23,3% την ψηφιακή μετάβαση της χώρας. Ενδεικτικά, στα μέτρα για την κλιματική αλλαγή περιλαμβάνονται η αναβάθμιση του δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας, η ενίσχυση του καθεστώτος στήριξης για τους παραγωγούς ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και η στήριξη ενός εθνικού προγράμματος αναδάσωσης. Σε αυτά για την ψηφιακή μετάβαση περιλαμβάνονται επενδύσεις για δίκτυα 5G και οπτικών ινών, η ψηφιακή μετάβαση της δημόσιας διοίκησης και η ψηφιοποίηση των επιχειρήσεων. «Αποτελεί μια ολοκληρωμένη και επαρκώς ισορροπημένη απάντηση στην οικονομική και κοινωνική κατάσταση της Ελλάδας» τονίζει στην ανακοίνωσή της η Κομισιόν.
Κοινοτική πηγή σημείωσε ότι ενώ η Ελλάδα παραμένει σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας έως τα μέσα του 2022, επωφελείται από τη γενική ρήτρα διαφυγής που θα ισχύσει και τον επόμενο χρόνο. Μεσοπρόθεσμα, όμως, πρέπει να επανέλθει σε όρους βιώσιμης ανάπτυξης, αλλά αυτή είναι μια συζήτηση που θα γίνει στο μέλλον.
Ο κίνδυνος είναι να μην καταφέρουμε να απορροφήσουμε τα κεφάλαια. Τα εμπόδια βρίσκονται στο ίδιο το κράτος, στην ελληνική επιχειρηματικότητα, και στις τράπεζες, που εξακολουθούν να ταλανίζονται από τα κόκκινα δάνεια.
7.
Η Ελλάδα προτείνει, να χρησιμοποιήσει κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας υπό μορφή δανείων, για τη χρηματοδότηση επιχειρηματικών επενδύσεων προτείνοντας ταυτόχρονα πρόσθετες μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις.
Συγκεκριμένα προτείνει πρόσθετες μεταρρυθμίσεις που αποσκοπούν στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και περιλαμβάνουν ένα πρόγραμμα απλοποίησης του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, νέα κίνητρα για αύξηση της παραγωγικότητας και του εξαγωνικού προσανατολισμού των επιχειρήσεων, ένα ολοκληρωμένο σχέδιο για βελτίωση της θέσης της Ελλάδας στον σχετικό δείκτη της Παγκόσμιας Τράπεζας (Ease of doing Business) και σε άλλους δείκτες ανταγωνιστικότητας, την αναδιάρθρωση του νομικού πλαισίου λειτουργίας των ιδιωτικών επιχειρήσεων κ.α.
Οι προωθούμενες επενδύσεις είναι ιδιωτικές επενδύσεις που αφορούν επιχειρηματικές προτάσεις που προωθούν την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση, καθώς και την καινοτομία, τις οικονομίες κλίμακας και τις υψηλότερες εξαγωγές.
Τα δάνεια που προτίθεται να λάβει το ελληνικό δημόσιο θα ανέρχονται στο ποσό των 12,7 δισ. ευρώ, το οποίο θα λειτουργήσει πολλαπλασιαστικά, για να ανέλθει τελικά στα 31,7 δισ. ευρώ επενδύσεις, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της κυβέρνησης. Τα 12,7 δισ. ευρώ των δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης θα αποτελούν ποσοστό μέχρι 50% της επένδυσης, η οποία θα συμπληρώνεται κατά 20% από ίδια κεφάλαια και κατά 30% από δάνεια από τράπεζες. Συνεπώς θα έχουμε 25,4 δις με τον τρόπο αυτό και με περαιτέρω κινητοποίηση 6,3 δις ευρώ θα φθάσουν στα 31,7 δις ευρώ.
Εδώ αναδύεται η πρώτη μεγάλη αβεβαιότητα που αφορά στη διαθεσιμότητα επιχειρήσεων που να έχουν την ικανότητα να αντεπεξέλθουν στα τιθέμενα κριτήρια, αλλά και της σωστής εκτέλεσης του σχεδιασμού με δεδομένο τη στενή επιτήρηση από τις ευρωπαϊκές αρχές προκειμένου να εκταμιεύονται οι πόροι. Για το μέγεθος της αβεβαιότητας συνηγορούν οι παρακάτω αναγκαίες απαιτήσεις:
Οι επενδυτικοί φορείς (δημόσιοι και ιδιωτικοί) πρέπει να μπορούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των έργων
Τα επενδυτικά σχέδια πρέπει να είναι ώριμα. Επίσης πρέπει να σχεδιαστούν με βάση τις πραγματικές δυνατότητες υλοποίησης.
Η συνεργασία με τα εμπλεκόμενα πιστωτικά ιδρύματα αποτελεί κρίσιμο σημείο.
Απαιτείται μηχανισμός παρακολούθησης και μηχανισμός ελέγχου.
Σε κάθε περίπτωση, η επιλογή των δανείων, αντί των εγγυήσεων, σημαίνει επιβάρυνση του δημοσίου χρέους, τουλάχιστον προσωρινά, δηλαδή μέχρι την εξόφληση των δανείων. Στον βαθμό που κάποιο δάνειο δεν θα εξοφληθεί, η επιβάρυνση θα είναι μόνιμη. Η ελληνική πλευρά ευελπιστεί ότι αυτό το ποσοστό δεν θα είναι μεγάλο, δεδομένου ότι οι τράπεζες και οι ιδιώτες επενδυτές θα καλύψουν οι ίδιοι τουλάχιστον το 50% της επένδυσης, οπότε θα είναι προσεκτικοί στις επιλογές τους.
Στο υπουργείο Οικονομικών πιστεύουν ότι τα δάνεια αυτά του Ταμείου Ανάκαμψης θα απαλείψουν το μειονέκτημα του υψηλού κόστους δανεισμού των ελληνικών επιχειρήσεων, που θα συμμετάσχουν.
Συγκεκριμένα, όπως σημειώνουν, οι ελληνικές επιχειρήσεις δανείζονται σήμερα με 190 μονάδες βάσης υψηλότερα επιτόκια από τους ανταγωνιστές τους στην Ευρωζώνη. Με τα σχεδόν μηδενικά επιτόκια του Ταμείου Ανάκαμψης, το μέσο κόστος δανεισμού τους θα κατέβει από το 4% περίπου σήμερα, στο 2% περίπου, αφού το Ταμείο θα καλύπτει το μισό περίπου κόστος. Αυτό σημαίνει ότι αποκαθίστανται οι ισότιμοι όροι ανταγωνισμού για το διάστημα κατά το οποίο θα υπάρχει ακόμη «κίνδυνος χώρας».
Η ελληνική πλευρά θεωρεί, επίσης, εξαιρετικά σημαντικό να θέτει η ίδια τα κριτήρια δανεισμού των επιχειρήσεων, ώστε να εξυπηρετηθεί ο στόχος της εξωστρέφειας και της αλλαγής παραγωγικού μοντέλου της χώρας που επιδιώκει η κυβέρνηση.
Στο πλαίσιο της ελληνικής πρότασης, προϋποτίθεται ότι δεν θα υπολογίζεται το δάνειο αυτό στο έλλειμμα της χώρας, παρά μόνον στο χρέος. Η ελληνική πλευρά θεωρεί ότι δεν θα εκληφθεί αυτή η επιβάρυνση αρνητικά από τις αγορές, δεδομένου ότι τα δάνεια θα συμβάλουν στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και στην επιτάχυνση του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας.
Ουσιαστικά το ρίσκο της επένδυσης θα είναι κατά 100% στο ιδιώτη επενδυτή. Το κράτος θα «επιδοτεί» μόνο το σχεδόν μηδενικό επιτόκιο ( ≤ 0,05%) που θα αφορά το 50% των δανείων τα οποία αποτελούν κοινοτικά δάνεια.
Το πρόβλημα που προκύπτει, είναι πόσες μικρομεσαίες επιχειρήσεις θα έχουν το κατάλληλο τραπεζικό προφίλ για να μπορούν να ρισκάρουν. Διότι διαφορετικά θα είναι μόνο οι μεγάλες επιχειρήσεις που θα τηρούν τα πιστοδοτικά κριτήρια αυτές που θα ευνοηθούν από όλες αυτές τις εξελίξεις..
Παράλληλα τα κοινοτικά δάνεια προς το ελληνικό κράτος που θα εγγραφούν στο δημόσιο χρέος θα πρέπει να επιστραφούν σε διάστημα 8-12 έτη.
Είναι σαφές, ότι ο σχεδιασμός έχει γίνει με τέτοιο τρόπο ώστε να επωφεληθούν οι μεγάλες επιχειρήσεις, οι οποίες μάλιστα ετοιμάζονται να συνεργαστούν μεταξύ τους, σε ομοειδείς κλάδους, και με αντίστοιχες ξένες επιχειρήσεις που διαθέτουν την απαιτούμενη τεχνογνωσία. Η αλήθεια είναι ότι έχει ήδη αρχίσει αυτή η διαδικασία. Η Entersoft εισήλθε στην κύρια αγορά του Χρηματιστηρίου τον Φεβρουάριο του 2020, ενώ η SingularLogic εξαγοράστηκε από τις Epsilon Net και Space Hellas έναντι τιμήματος της τάξης των 18 εκατ. ευρώ. Όσον αφορά τις συμμαχίες ελληνικών με ξένες εταιρείες, υπήρξε η πρώτη συνεργασία στο μειοδοτικό διαγωνισμό, ύψους 515 εκατ. ευρώ, για τη δημιουργία των νέων ταυτοτήτων, όπου συμμετέχουν σε κοινά σχήματα με ελληνικές εταιρείες. Ωστόσο, στο πεδίο των νέων ψηφιακών έργων, που πλέον διευρύνεται σημαντικά, δίνει το «παρών», εδώ και πολλά χρόνια, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό, ένας σημαντικός αριθμός ελληνικών εταιρειών, μεταξύ των, ο όμιλος ΟΤΕ και η Intrasoft, θυγατρική του ομίλου Intracom.
Επιστρέφοντας στο ζήτημα των μικρών επιχειρήσεων διατυπώνεται υπό είδος ευχής, η άποψη από την κυβέρνηση θα ενθαρρύνονται με ισχυρά κίνητρα να συνεργαστούν με επιχειρήσεις που έχουν τραπεζικό προφίλ για να υλοποιήσουν κοινές επενδύσεις, που δημιουργούν οικονομίες κλίμακας μέσω δικτυώσεων.
Έχω την εντύπωση ότι με τον τρόπο αυτό επιδιώκεται να λυθεί στην πράξη η άποψη που περιέχεται στην έκθεση Πισσαρίδη περί αυξήσεως του μεγέθους των ελληνικών επιχειρήσεων. Οι συνέπειες μιας τέτοιας προσπάθειας, δεν γνωρίζουμε αν θα είναι επιτυχής, θα είναι δυσμενείς σε μεσοπρόθεσμο διάστημα στο μέτωπο της ανεργίας και της κοινωνικής συνοχής.
Επίσης, ένα άλλο ερώτημα είναι το κατά πόσον η σημερινή κατάσταση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος (υψηλός όγκος μη αποτελεσματικών δανείων, χαμηλή κερδοφορία, η ποιοτική κατάσταση των στοιχείων ενεργητικού, η πλήρης εξάρτησή του από τους δανειστές κτλ) θα επιτρέψει την εύκολη χρηματοδότηση των ελληνικών επιχειρήσεων, ακόμη και εκείνων που διαθέτουν υψηλή πιστοληπτική ικανότητα.
Επίσης οφείλουμε να αναφέρουμε ακόμη ότι στις στρατηγικές κατευθύνσεις του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας αναφέρεται ότι τα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης θα χρησιμοποιηθούν για την προώθηση επενδύσεων βάσει αόριστων αναφορών σε μακροπρόθεσμες, βιώσιμες ιδιωτικές επενδύσεις με προστιθέμενη παραγωγική αξία για την οικονομία, την απασχόληση, τις εξαγωγές, τον ψηφιακό και τον πράσινο μετασχηματισμό. Η πρόταση αυτή δεν έχει καμία φερεγγυότητα, καθώς δεν συνοδεύεται από μια αξιόπιστη αξιολόγηση του κλαδικού μετασχηματισμού που θα συντελεστεί.
Η ενίσχυση της αναπτυξιακής διαδικασίας της οικονομίας είναι σχεδόν αδύνατον να πραγματοποιηθεί μέσω σχεδιασμών που υποθέτουν την αποτελεσματικότητα της αγοράς και την παραγωγική επιχειρηματικότητα και που, ιδεοληπτικά, στοχεύουν σε πολύ συγκεκριμένα θεσμικά εμπόδια (δημόσια διοίκηση, σύστημα δικαιοσύνης, αγορά εργασίας) και στα ρυθμιστικά βάρη που περιορίζουν τη λειτουργία τους. Στοχεύοντας στην αύξησης της κερδοφορίας, σε μια επιχειρηματική τάξη όπως η ελληνική, με βάση τα πρόσφατα –ξεχάστε τα μακρινά- στοιχεία δεν προκύπτει ότι θα λειτουργήσουν με τρόπο που θα επιφέρει τον αναγκαίο τεχνολογικό και παραγωγικό μετασχηματισμό και τη δημιουργία ενός νέου αναπτυξιακού υποδείγματος. Η κατά 27% μείωση του εργατικού κόστους που επήλθε μέσω των μνημονιακών προγραμμάτων, στη μεταποίηση, δεν μεταφράσθηκε ούτε σε μείωση των τιμών ούτε σε αύξηση των επενδύσεων.
8.
Στις στρατηγικές κατευθύνσεις του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας αναφέρεται ότι τα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης θα χρησιμοποιηθούν για την προώθηση επενδύσεων βάσει αόριστων αναφορών σε μακροπρόθεσμες, βιώσιμες ιδιωτικές επενδύσεις με προστιθέμενη παραγωγική αξία για την οικονομία, την απασχόληση, τις εξαγωγές, τον ψηφιακό και τον πράσινο μετασχηματισμό. Η πρόταση αυτή δεν έχει καμία φερεγγυότητα, καθώς δεν συνοδεύεται από μια αξιόπιστη αξιολόγηση του κλαδικού μετασχηματισμού που θα συντελεστεί.
Μίκρο-κίνητρα αύξησης της κερδοφορίας, σε ένα αναπτυξιακό περιβάλλον όπου δεν υπάρχει εξειδικευμένη κλαδική και βιομηχανική στρατηγική και πολιτική, ακόμη και αν είχαν μια θετική επίδραση στις παραγωγικές επενδύσεις, είναι αβέβαιο αν θα επέφεραν τον αναγκαίο τεχνολογικό και παραγωγικό μετασχηματισμό για τη διατηρησιμότητα του νέου αναπτυξιακού υποδείγματος.
Επιπλέον ανακύπτει ένα ερώτημα κρίσιμης σημασίας που προχωρά πέρα από τις παραπάνω ενστάσεις. Το ερώτημα που τίθεται είναι το ακόλουθο: είναι αρκετή μόνο η αύξηση των επενδύσεων για να είναι επιτυχής μια διατηρήσιμη μεγέθυνση της οικονομίας; Ποιες πρέπει να είναι οι προϋποθέσεις;
Σε μια οικονομία που βρίσκεται κάτω από το επίπεδο της πλήρους απασχόλησης σίγουρα πρέπει να υπάρχει φυσικό κεφάλαιο μη χρησιμοποιούμενο. Μάλιστα σε μια οικονομία σε κρίση αυτό ισχύει στο μέγιστο βαθμό.
Με άλλους όρους, εάν η ζήτηση είναι πολύ κατώτερη από τη συνολική παραγωγική δυνατότητα, σημαντικό μέρος του φυσικού κεφαλαίου μένει αχρησιμοποίητο ή υποαπασχολούμενο στην παραγωγή.
Η αύξηση της επένδυσης, δεν είναι σε θέση να αποτρέψει, εκτός με τρόπο συγκυριακό, τη συσσώρευση των παραγόντων που οδηγούν σε κρίση. Πράγματι, εάν η αύξηση της επένδυσης αναμένεται να αυξήσει σίγουρα τη συνολική ζήτηση των αγαθών βραχυπρόθεσμα, αυτό θα αυξήσει και τη μακροπρόθεσμη παραγωγική δυνατότητα της οικονομίας, αντισταθμίζοντας (ολοκληρωτικά ή μέρος) την αρχική μείωση του χάσματος μεταξύ δυνητικής και τρέχουσας παραγωγής. Δεδομένου ότι, στη συνέχεια, οι επενδύσεις μπορούν να αυξήσουν την παραγωγικότητα (γεγονός με υψηλή πιθανότητα όταν εμπεριέχουν τεχνολογικές καινοτομίες), αυτό το χάσμα θα μπορούσε αντιθέτως να αυξηθεί, αυξάνοντας το βαθμό της μη χρησιμοποίησης της παραγωγικής δυναμικότητας/κεφαλαίου και τους κινδύνους της επανεμφάνισης της κρίσης.
Το αποτέλεσμα είναι μια προοδευτική μετατόπιση της κατανομής του εισοδήματος υπέρ των κερδών και αύξησης των κινδύνων αστάθειας συνολικά για την οικονομία.
Αυτό το παράδοξο μπορεί να ξεπεραστεί, σε βάθος χρόνου, μέσω ενός ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης χαμηλότερου από το ρυθμό αύξησης της ζήτησης των αγαθών. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί, με αμετάβλητα τα μεγέθη της ροπής προς κατανάλωση και του πληθυσμού, μόνο με μια σημαντική ανακατανομή του εισοδήματος υπέρ των μισθών, ικανού να αυξήσει την κατανάλωση των νοικοκυριών με ρυθμό υψηλότερο από τον αντίστοιχο της αύξησης των επενδύσεων (επιχειρήσεων και δημοσίου)[3].
Η ψηφιακή και πράσινη μετάβαση, για τις οποίες προορίζεται συνολικά το 58% -αντίστοιχα το 38% (περίπου6,2 δις ευρώ) και το 20% ( περίπου 3,5 δις ευρώ) – του συνόλου των επιχορηγήσεων (περίπου 17,8 δις ευρώ) στην κυριολεξία στηρίζεται σε εισαγόμενη τεχνολογία και εισαγόμενες εισροές (inputs) στην παραγωγική διαδικασία. Η τεχνολογική εξάρτηση θα συνεχιστεί και το εμπορικό ισοζύγιο θα επιβαρυνθεί (βεβαίως και το αντίστοιχο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών). Η χώρα, «θα εισέλθει», για ακόμη μια φορά αργοπορούσα ως καταναλωτής τεχνολογίας στη νέα εποχή. Η κυβέρνηση θα ομιλεί για επιτυχίες επειδή θα έχει προχωρήσει αργά και βασανιστικά η «ψηφιοποίηση των λειτουργιών του Δημοσίου» και των μεγάλων επιχειρήσεων, αλλά η παραγωγική βάση θα εξακολουθήσει να είναι η ίδια, απλά θα είναι «μερικώς ενδεδυμένη» με την ψηφιακή τεχνολογία.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Σχετικά με τα ζητήματα αυτά δες: Κ. Μελάς, “Teacher’s pet” της ευρωπαϊκής τάξης o Μητσοτάκης, https://slpress.gr/oikonomia/quot-teacher-s-pet-quot-tis-eyropaikis-taxis-o-mitsotakis/
[2] Η εκτίμηση έγινε στο πλαίσιο ενός Δυναμικού Στοχαστικού Υποδείγματος Γενικής Ισορροπίας (Dynamic Stochastic General Equilibrium model – DSGE). Το παρόν υπόδειγμα έχει δεχθεί, παρότι χρησιμοποιείται από τις ΚΤ των αναπτυγμένων χωρών του πλανήτη και από τους Διεθνείς Πολυμερείς Οργανισμούς – η ΕΚΤ και η ΕΕ χρησιμοποιεί τέτοιου είδους υποδείγματα- έντονη κριτική στο εμπειρικό επίπεδο, ειδικά με την αδυναμία του να προβλέψει την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση 2007-2008 , αλλά και σφοδρή κριτική στο θεωρητικό επίπεδο δεδομένου ότι ενσωματώνει όλο το οπλοστάσιο της Νέας Κλασικής Μακροοικονομία και σημεία της Νεοκεϋνσιανής θεωρίας (ειδικά εκείνης που υποστηρίζει την απαραίτητη Μικροθεμελίωση των Μακροοικονομικών μεγεθών). Συνεπώς οι προβλέψεις της ΕΕ (αλλά και της ΤτΕ) τις οποίες ενσωματώνει αυτούσιες το Υπουργείο Οικονομικών – υπερακοντίζοντας μάλιστα προς το θετικότερο αναφορικά με την ποσοτικοποίηση των επιδράσεων των μεταρρυθμίσεων- κινούνται σε καθεστώς αβεβαιότητας, γεγονός που θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη. Για όλα αυτά δες: Nikiforos, M. and G. Zezza. 2017. ‘Stock-Flow Consistent macroeconomic models: a survey.’ Levy Economics Institute of Bard College, May 2017, WP 891.Επίσης και στο : Rosa Canelli, Giuseppe Fontana, Riccardo Realfonzo & Marco Veronese Passarella Are EU Policies Effective to Tackle the Covid-19 Crisis? The Case of Italy, Review of Political Economy Volume 33, 2021 – Issue 3 , Pages 432-461 | Received 01 May 2020, Accepted 13 Jan 2021, Published online: 09 Mar 2021
[3] Δες: Κ. Μελάς, Μήπως η αύξηση των επενδύσεων δεν είναι αρκετή; https://www.kostasmelas.gr/2021/04/mipos-i-ayxisi-ton-ependyseon-den-einai-arketi/