Ελένη Χρυσουλάκη – Γεώργιος Θ. Ζώης
«Εάν μια ταινία μπορεί να φωτίσει τη ζωή άλλων ανθρώπων που μοιράζονται αυτόν τον πλανήτη μαζί μας και να μας δείξει όχι μόνο πόσο διαφορετικοί είναι, αλλά, παρόλα αυτά, μοιράζονται τα ίδια όνειρα και τον πόνο, τότε αξίζει να χαρακτηριστεί σπουδαία.»
Ρότζερ Ίμπερτ
[Κριτικός κιν/φου των Chicago Sun–Times, 1967 – 2013]
Η ταινία «Falling Down», άλλως «Μια ξεχωριστή Μέρα», παραγωγής 1993, διάρκειας 113΄, με τη σκηνοθετική ματιά του Joel Schumacher και το σενάριο της Ebbe Roe Smith, αποτελεί μέχρι σήμερα στολίδι του αμερικανικού κινηματογράφου, ενώ έδωσε στον πρωταγωνιστή της, Michael Douglas, την ευκαιρία να καταθέσει σπουδαία υποκριτική τέχνη. Τα πρώτα λεπτά αποτελούν φόρο τιμής του σκηνοθέτη, Joel Schumacher, στο μνημειώδες άνοιγμα του «8 1/2» του Federico Fellini, μόνο που ο πρωταγωνιστής του δεν βρίσκεται σε όνειρο (βλ. πέταγμα στον ουρανό του ήρωα του Fellini), αλλά σε τραγική πραγματικότητα. Κάπως έτσι κατεβαίνει από το αυτοκίνητό του, και, περπατώντας οδεύει για το «σπίτι» του, μια όχι και τόσο ασφαλής λύση για έναν «λευκό άνδρα» που φορά πουκάμισο και γραβάτα.
Από τις πρώτες ήδη σκηνές η σκηνοθετική καταγραφή της τυπικής καθημερινής στιγμής της κυκλοφοριακής κίνησης προοιωνίζει για τον προκλητικό χαρακτήρα της ταινίας, με τον πρωταγωνιστή William “D-FENS” Foster (Michael Douglas) να εγκαταλείπει καταμεσής του οδικού πλέγματος το αυτοκίνητό του για ν’ αναζητήσει μια διαφορετική δίοδο για το «σπίτι» του (και συγκεκριμένα για να βρει τη μικρή κορούλα του), μακριά από τη δίνη του αποτυχημένου κλιματισμού σε έναν κυκλοφοριακό βρασμό μηχανοποιημένης κοινωνίας. Η ιστορία που αφηγείται εξωλεκτικά ο Michael Douglas περιλαμβάνει βίαιες εκτινάξεις, πάθη, συντριβή, προβληματικές κοινωνικές διαπιστώσεις και μια ρηξικέλευθη αλήθεια, την οποία ο θεατής γεύεται στους τίτλους τέλους.
Είναι ο Φόστερ ψυχικά διαταραγμένος ή προέκυψε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση της κοινωνίας; Στην οθόνη αντικρίζουμε έναν βαθιά απογοητευμένο χαρακτήρα, με κατακερματισμένη ψυχή που στοχεύει να επιβιώσει στην αμερικανική ζούγκλα. Από την ημέρα που αποφασίζει να ανασυρθεί από το τέλμα, εκείνη την «ξεχωριστή ημέρα», ξεκινά μια διαδρομή επίμονου, εμμονικού αγώνα για να φθάσει στο «σπίτι του», ως άλλος Οδυσσέας που αναζητά την «Ιθάκη» του, κατά τη διάρκεια της οποίας βλέπουμε ότι ο πρωταγωνιστής τολμά την αυτοδικία, η οποία από ένα σημείο και μετά γίνεται αυτοσκοπός. Ο Γουίλιαμ Φόστερ εργαζόταν σε μια εταιρεία αμυντικής βιομηχανίας (εξ ου και η πινακίδα του αυτοκινήτου «D-FENS»), για την ασφάλεια της Αμερικής, μέχρι που απολύθηκε καθότι ήταν “υπερεκπαιδευμένος” και “υποειδίκευτος”.
Η Καλιφόρνια πλέον φαντάζει ξένος τόπος για εκείνον, τον «κακομεταχειρισμένο» αυτής. Μια πραγματικότητα που στερείται δίκαιης παραγωγής, αναλογικότητας ανταμοιβής, αυθεντικής επικοινωνίας και προσωπικής εξέλιξης. Στερείται όμως το πιο σημαντικό, της αναγκαιότητας του «ανήκειν», της αγάπης. Εξάλλου, δεν μπορεί να παραβλεφθεί ότι η ταινία γυρίστηκε το έτος 1992, οπόταν ο δήμαρχος του Λος Άντζελες κήρυξε ολόκληρη την πόλη σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, εξαιτίας του κύματος βίας που ξέσπασε μετά την αθώωση τεσσάρων αστυνομικών, οι οποίοι είχαν κατηγορηθεί με αδιάσειστα στοιχεία ότι ξυλοκόπησαν μέχρι θανάτου το Ρόντνεϊ Κιγκ. Με τον κυνισμό και την υπερβολή της 7ης Τέχνης, αναδεικνύεται έντεχνα στην ταινία η καταπίεση που ασκεί ένα επιφανειακό, «εχθρικό» αστικό περιβάλλον, καθώς και το αδιέξοδο και η σύγχυση που γεννά το αίσθημα της κοινωνικής απομόνωσης, το οποίο πρώτη η πόλη θρέφει.
Εικόνες φτώχειας, αγνωμοσύνης και οικονομικής εκμετάλλευσης που θεριεύουν σ’ ένα κλίμα φυλετικού διχασμού, μισανθρωπίας και άτυπου «ιδιοκτησιακού καθεστώτος» των γκέτο. Όταν ο Φόστερ θα ξεφύγει από την προστατεύουσα γυάλα της αυτοματοποιημένης οικονομικής προσκόλλησης, θα έρθει αντιμέτωπος με τη γυμνή αλήθεια των σαθρών θεμελίων της αμερικανικής κοινωνίας, με τη διαφάνεια της κοινωνικής παθογένειας, κάτι που θα τον οδηγήσει αδιαμφισβήτητα στην τρέλα, μην μπορώντας να προβλέψουμε την επόμενη κίνησή του, και, εν γένει το επόμενο πλάνο. Οι συναντήσεις του ποικίλουν, ενώ περιλαμβάνουν μειονότητες, χαμηλές τάξεις, υπερκαταναλωτικούς ανθρώπους αλλά και Νεοναζί, καθώς και συμμορίες Μεξικανών. Μέσα σε μια χαοτική ιστορία αστικής κόλασης, ο σπαραγμός του πρωταγωνιστή λαμβάνει ορθώς τον αντίκτυπο της κοινωνικής αυτοδικίας, για να τονίσει τις ζωτικής σημασίας ανεπάρκειες του νομικού και πολιτικού συστήματος.
Η κάμερα εστιάζει στο κενό του βλέμμα, που δεν έχει κάτι να περιμένει παρά μια δόση αγάπης από τη μικρή του κορούλα, για την οποία η πρώην σύζυγός του επιτρέπει επαφή διά της δοσολογίας, ένεκα περιοριστικών ασφαλιστικών μέτρων εις βάρος του. Δεν γνωρίζουμε την ύπαρξη διαγνωσμένων διαταραχών στην προσωπικότητα του Φόστερ. Βλέπουμε όμως καθαρά όλους τους επικίνδυνους οικονομικούς και κοινωνικούς δείκτες που μπορούν να καταστήσουν έναν καταρχήν ταλαιπωρημένο και κουρασμένο άνθρωπο, καταληκτικά φρενοβλαβή. Μόνο που μέσα στην προσωπική και πολιτική μοναξιά του, στο ανεξέλεγκτο του συλλογισμού του, αναζητά επίμονα την ασφάλεια, τη δικαιοσύνη, την κάθαρση. Την ενσάρκωση της ύστατης ελπίδας.
Η ταινία «απέσπασε», πέρα από 96 εκατομμύρια δολάρια, διθυραμβικές κριτικές (New York Times, Rolling Stone, Washington Post Hal Hinson). Αμφιλεγόμενη χαρακτηρίστηκε από τους κριτικούς του ξένου Τύπου η αποφυγή θυματοποίησης των μειονοτήτων, προβάλλοντας έντονα την κατάχρηση της απόλαυσης ορισμένων δικαιωμάτων και προνομίων από αυτές. Φυσικά δεν θα μπορούσε να παραβλεφθεί η ερμηνεία του βραβευμένου με Όσκαρ, Robert Duvall, ο οποίος υποδύεται τον λίγο πριν την πρόωρη συνταξιοδότηση αστυνομικό Martin Prendergast, που καλείται να εντοπίσει το Φόστερ το συντομότερο δυνατόν. Ο Prendergast βιώνει, με το δικό του τρόπο, το ίδιο σύνδρομο που βιώνει και ο πρωταγωνιστής, την περιθωριοποίηση και τον εμφανή χλευασμό. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η ταινία αποτέλεσε πηγή μουσικής έμπνευσης για αρκετά καλλιτεχνικά συγκροτήματα, όπως οι Iron Maiden, Foo Fighters, Front Line Assembly και Heart Attack Man. Μάλιστα, το «Man on the Edge», ως ένα single από το άλμπουμ των Iron Maiden (The X Factor) που κυκλοφόρησε το 1995, βασίστηκε στην ταινία «Falling Down».
Το «Falling Down» είναι εύστοχο, σαρκαστικό αλλά κυρίως δραματικό, με έναν τρομακτικά επίκαιρο τρόπο. Ο Michael Douglas δεν ενσαρκώνει έναν ήρωα, αλλά το ατομοκεντρικό δίπολο θύματος και θύτη μιας αξιακά αποτελματωμένης, «ελαττωματικής» κοινωνίας. Κατ’ άλλους, μετουσιώνεται σε μια μελέτη χαρακτήρων για την εύρεση εκείνων των ορίων, που η καταπάτησή τους είναι ικανή να οδηγήσει σε ανεξέλεγκτη κατάσταση φρενίτιδας. Σε κάθε περίπτωση, σενάριο και σκηνοθεσία δεν επιδιώκουν να νομιμοποιήσουν κάθε έκρηξη οργής, ακόμη και δικαιολογημένης, αλλά να διαμορφώσουν μια αυθεντική συγχορδία θορύβων της αμερικανικής κοινωνίας, με τέτοιο τρόπο που ο θεατής να διακρίνει μες το συνονθύλευμα το σωστό και το λάθος. Η απογοήτευση που γεύεται κάποιος από την κοινωνική αδικία αδιαμφισβήτητα δεν αιτιολογεί τη βιαιότητα. Γι’ αυτό ο κοινωνικός ρόλος της Τέχνης οριοθετείται στην ανάδειξη των παθογενειών και μόνο. Για τα υπόλοιπα επιλαμβάνεται το ανθρώπινο χέρι της υπαρκτής πραγματικότητας.
«- I am the bad guy? How did that happened?»
Michael Douglas, Falling Down