Υπήρξε μια περίοδος, ειδικά στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, που οι πίνακες της Μάργκαρετ Κιν, (παιδάκια με δυσανάλογα μεγάλα θλιμμένα μάτια), γνώρισαν τεράστια απήχηση και πουλούσαν τρελά. Τα «Μεγάλα Μάτια» ξεκινούν παραθέτοντας μια ατάκα του Άντι Γουόρχολ: «Πιστεύω ότι αυτό που έκανε η Κιν είναι καταπληκτικό. Αν ήταν κακό, δεν θα άρεσε σε τόσους πολλούς ανθρώπους». Καθώς δεν αναγράφεται η χρονολογία της φράσης, είναι πολύ πιθανόν η ατάκα του Γουόρχολ να αναφερόταν στον και όχι στην Κιν, στον Γουόλτερ δηλαδή και όχι στη σύζυγό του Μάργκαρετ, αφού προς τα έξω και τον καιρό της απήχησης αυτής, ως δημιουργός των πινάκων εμφανιζόταν εκείνος. Στην πραγματικότητα εκείνος ήταν ένας ημιαπατεώνας που δεν μπορούσε να ζωγραφίσει τίποτα: τους πίνακες τους δημιουργούσε η γυναίκα του, η οποία υπήρξε εκούσια – ακούσια συνεργός αυτής της απάτης. Όντας χαρισματικός στο επικοινωνιακό και δημοσιοσχετίστικο πεδίο, την έπεισε ότι οι πίνακες θα πουλιούνταν πολύ περισσότερο αν εμφανιζόταν αυτός ως ο ζωγράφος. Και μια από τις βασικές ειρωνείες που εξετάζει η ταινία είναι ότι είχε δίκιο. Γιατί αν δεχθούμε αυτό που λέει ο Γουόρχολ, αν η Κιν ζωγράφιζε καλά επειδή άρεσε σε τόσους πολλούς, τότε ο Γουόλτερ ήταν συνδημιουργός, αν όχι και ο κατ’ εξοχήν ποιοτικός καταλύτης στη ζωγραφική της.
Προσωπικά, όντας κάθε άλλο παρά επαΐων στα της ζωγραφικής, δεν είχα εξ’ αρχής ένα μπούσουλα και μια απόφανση για την ποιότητα των έργων της. Και παρακολουθώντας την ταινία, οι πίνακες που έβλεπα μου άρεσαν. Αν λοιπόν η ταινία ήταν απλώς μια ταινία για την εξαπάτηση, τη ψυχοσύνθεση αυτού που προβάλλεται ως δημιουργός, ενώ δεν είναι κι εκείνης που δέχεται να μην προβληθεί ενώ είναι, αν η ταινία δεν είχε ως θέμα και το τι είναι τέχνη και τι όχι, δεν θα μου χτυπούσε κάτι άσχημα, δεν θα μου φαινόταν κάτι περίεργο. Είναι τόσο σχετικό τελικά το γούστο. Είναι και μαζί δεν είναι: ο κριτικός που υποδύεται ο Τέρενς Σταμπ ή ο γκαλερίστας που υποδύεται ο Τζέισον Σβάρτσμαν ξέρουν ότι αυτό δεν είναι καλή ζωγραφική. Και προφανώς έχουν δίκιο. Είναι κιτς τα παιδάκια με τα μεγάλα μάτια; Ας πούμε ότι είναι. Εμένα μου αρέσουν όμως. Και διαβάζω ότι ο ίδιος ο Τιμ Μπάρτον είναι συλλέκτης μερικών παλιών έργων της Κιν, ότι είχε παλιότερα γράψει κι ένα ποίημα εμπνευσμένο από τους πίνακές της και άρα σε ένα βαθμό κι εκείνου κάτι του λένε. Κάθε άλλο παρά θα αμφισβητήσω τη θέση της κριτικής λοιπόν κι ούτε θα ενστερνιστώ την ατάκα του Γουόρχολ, απλά θα επισημάνω ότι τελικά η κριτική έχει εξ’ ορισμού μια κανονιστική θέση, ορίζοντάς μας τι είναι τι: αυτό άρεσε μεν στον πολύ κόσμο, αλλά καλή ζωγραφική δεν ήταν. Άρα τελικά και η ταινία που βλέπουμε, έχει και αυτή τη διάσταση.
Οι λογοκλόποι και γενικότερα οι άνθρωποι που έσπευδαν να οικειοποιηθούν το έργο άλλων, παρουσιάζοντάς το ως δικό τους, ήταν πάντα η κατηγορία ανθρώπων που αδυνατούσα να καταλάβω. Το τυχόν πρακτικό σκέλος μπορώ να το καταλάβω. Το να λογοκλέβεις π.χ για να πάρεις κάποιο πανεπιστημιακό οφίτσιο ή οτιδήποτε. Αλλά τι σόι ψυχοσύνθεση είναι αυτή που αντλεί ικανοποίηση από τα μπράβο και την αποδοχή που αφορά έργο άλλου; Πώς μπορείς να νιώθεις καλά με αυτό; Τι είδους απάλευτα ελλείμματα έχεις; Πώς γίνεται να έχεις τόση ανάγκη το μπράβο, ώστε να το απεξαρτάς από το λόγο για τον οποίο σου δίνεται; Αντίστροφα, μπορώ να καταλάβω πολύ περισσότερο τη Μάργκαρετ Κιν: όταν βλέπεις ότι αυτό που φτιάχνεις έχει τόση μεγάλη αποδοχή, όταν βλέπεις ότι φτιάχνεις κάτι που μιλάει σε τόσο κόσμο, δεν έχεις ήδη ταΐσει το εγώ σου; Αυτή δεν είναι η ουσία; Δεν το έχεις ήδη πιστωθεί; Εσένα δεν αφορά το μπράβο και ο έπαινος; Κι αντίστροφα: όταν βλέπεις να κατεδαφίζεται από την κριτική το έργο σου, εσένα τελικά δεν κατεδαφίζουν;
Στα «Μεγάλα Μάτια» παρακολουθούμε πολύ λιγότερο μια ταινία του Τιμ Μπάρτον και πολύ περισσότερο μια ευπρόσωπη κινηματογράφηση του σεναρίου των Σκοτ Αλεξάντερ και Λάρι Καραζέφσκι (σεναριογράφων που εμπνεύστηκαν και από τη ζωή του Εντ Γουντ στην προηγούμενη συνεργασία τους με τον Μπάρτον, καθώς και από τη ζωή του Λάρι Φλιντ και του Άντι Κάουφμαν στις δύο ταινίες που έκαναν με τον Μίλος Φόρμαν). Επειδή τα θέματα που μπαίνουν είναι ενδιαφέροντα, η ταινία με ενδιαφέρον παρακολουθείται και τροφή για σκέψη σου δίνει. Αλλά με ταινία του Τιμ Μπάρτον πολύ λίγο μοιάζει. Μόνο σε μια σκηνή που η Μάργκαρετ αρχίζει να βλέπει τους ανθρώπους γύρω της σαν να έχουν τα μεγάλα μάτια των πινάκων της, βλέπουμε πώς θα μπορούσε να έχει κάνει την ταινία δική του. Ακόμα κι αν στην τελική της ευθεία η ταινία χάνει (οι σκηνές του δικαστηρίου είναι άνευρες, ξεκούρδιστες, έως κακές), συνολικά η ταινία παρακολουθείται ευχάριστα. Μένει όμως η υποψία ότι είναι προτιμότερο ένας σημαντικός σκηνοθέτης να παραδίδει αποτυχίες, παρά μη αποτυχημένα έργα που τόσο λίγο όμως τον θυμίζουν.