«Το βράδυ της Κυριακής, ένας αστυνομικός έστρεψε το όπλο του στο στήθος ενός νεαρού και τον δολοφόνησε εν ψυχρώ στα πλαίσια ενός οδικού ελέγχου.»
Αυτό δεν είναι απόσπασμα άρθρου γαλλικής εφημερίδας από το καλοκαίρι του 2023. Είναι μία δολοφονία που έλαβε χώρα πριν λίγες εβδομάδες, την 9η Ιουνίου, την ίδια μέρα που τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών έβαφαν τη βορειοδυτική Ευρώπη στα χρώματα της ακροδεξιάς. Είναι η 17η κρατική δολοφονία στη Γαλλία το 2024 και ακολούθησαν κι άλλες… Μόνο το 2023, ο αριθμός αυτός ανήλθε σε 37 νεκρούς. Η γαλλική αστυνομία συνεχίζει να σκοτώνει νέα παιδιά, τα ονόματα των οποίων δεν μαθαίνουμε ποτέ. Και θα συνεχίσει να το κάνει γιατί στη Γαλλία υπάρχουν πολίτες δύο κατηγοριών.
Το φθινόπωρο του 2023 κάναμε μία εισήγηση πάνω στη χρονιά που έφτανε στο τέλος της, συγκεκριμένα πάνω στα δύο σημαντικότερα μέχρι τότε γεγονότα της γαλλικής πολιτικής επικαιρότητας: τους αγώνες ενάντια στη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση και την εξέγερση των προαστίων μετά το θάνατο του νεαρού Ναέλ, τον Ιούνιο του 2023. Αποφασίσαμε να δημοσιεύσουμε το κείμενο της εισήγησης που αφορά τα δύο αυτά κινήματα, τα οποία όμως δεν συναντήθηκαν ποτέ – και δεν θα μπορούσαν άλλωστε, καθώς ο ίδιος ο χώρος των πόλεων τα διαχωρίζει. Διότι η Γαλλία είναι μια χώρα όπου το αποικιοκρατικό της παρελθόν δεν φαίνεται μόνο στις πολιτικές και στρατιωτικές επεμβάσεις στον Ειρηνικό ωκεανό αλλά αντικατοπτρίζεται επίσης και στη διαρρύθμιση των πόλεών της, ιδιαίτερα του Παρισιού.
Θεωρούμε ότι το περιεχόμενο της εισήγησης αυτής είναι επίκαιρο ένα χρόνο αργότερα, σε αυτή τη διαφορετική συγκυρία, γιατί αναδεικνύει τις ελλείψεις της αριστεράς και του αναρχικού χώρου για κοινωνική δικτύωση και πολιτική γείωση αλλά και τη σημασία του αντιρατσιστικού και κατ’ επέκταση του αντιφασιστικού αγώνα στην μετα-αποικιακή Γαλλία. Θεωρούμε ότι η αδυναμία συγχρονισμού αντι-αποικιακών και ταξικών αγώνων έρχεται να προστεθεί στις αντιλαϊκές πολιτικές της κυβέρνησης Μακρόν και κυρίως στον τρόπο που πέρασε ο νόμος για το συνταξιοδοτικό, ενισχύοντας ταυτόχρονα το αφήγημα της παρουσίασης του ακροδεξιού κόμματος της Λεπέν ως μίας δήθεν αντισυστημικής δύναμης που μπορεί να σταθεί απέναντι στην υπάρχουσα πολιτική εξουσία ως η μοναδική επιλογή για τους οικονομικά αδύναμους Γάλλους πολίτες. Ένα κόμμα που χρησιμοποιεί ρατσιστικές ρητορικές για να δημιουργήσει αποδιοπομπαίους τράγους στα φυλετικοποιημένα άτομα, χρίζοντάς τα υπαίτια για όλες τις κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές κρίσεις…
Για μας είναι ξεκάθαρο ότι, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των γαλλικών βουλευτικών εκλογών, ο μαχητικός αντιφασιστικός αγώνας θα πρέπει να είναι στο επίκεντρο των πολιτικών δράσεων.
Στη Γαλλία του σήμερα, ο αντιφασισμός είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τον αντι-αποικιακό και αντιρατσιστικό αγώνα άρα και με τους αγώνες των Κανάκ (στην αποικιοκρατούμενη Νέα Καληδονία) αλλά και με εκείνον της απελευθέρωσης της Παλαιστίνης.
Παρά την ενοχική ακινησία των γαλλικών κινημάτων απέναντι στο αποικιακό παρελθόν της χώρας και τις συνέπειές του, υπάρχουν κομμάτια του κινήματος στις γαλλικές μητροπόλεις που συναντιούνται και κουβεντιάζουν (π.χ. η συλλογικότητα των sans papier -χωρίς χαρτιά- με το παριζιάνικο pride). Είναι λοιπόν στοίχημα της αριστεράς, του αναρχικού και του αυτόνομου χώρου στη Γαλλία να αναζητήσουν σχέσεις και να οργανώσουν κοινούς αγώνες.
Επιλέγουμε να ανεβάσουμε αυτό το κείμενο σήμερα, μετά από τον πρώτο γύρο των εκλογών και την πολιτική κρίση που επικρατεί στη χώρα. Τώρα που οι συνέπειες της κανονικοποίησης του ακροδεξιού και φασιστικού λόγου από τα μέινστριμ μίντια και τις δεξιές νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις γίνονται εμφανείς. Τώρα που ο φόβος απέναντι στην ακροδεξιά κορυφώνεται και εργαλειοποιείται. Τώρα που αρχίζουν να γίνονται εμφανείς οι συνέπειες της αποριζοσπαστικοποίησης και απομαζικοποίησης του αντιφασιστικού κινήματος, συνέπειες που θα δούμε πρώτα και κύρια στη ζωή και στον θάνατο των φυλετικοποιημένων και φτωχοποιημένων πληθυσμών των αστικών προαστίων.
Κείμενο εισήγησης, Φθινόπωρο 2023
Το κίνημα για τις συντάξεις: Νίκες, ήττες και όρια
Η μεταρρύθμιση για τις συντάξεις είναι ένα πλαίσιο που ετοιμάζεται από το 2009 και κατεβάζει το γαλλικό λαό στο δρόμο εδώ και πολλά χρόνια. Εκ πρώτης όψεως, πρόκειται για μετακίνηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης από τα 62 στα 64 έτη. Με μια δεύτερη ανάγνωση όμως, γίνεται αντιληπτό πώς πρόκειται για το πρώτο βήμα προς την ιδιωτικοποίηση του συνταξιοδοτικού συστήματος, καθώς οι συντάξεις θα εξαρτώνται από τον εκάστοτε φορέα εργασίας, εν ολίγοις την κάθε εταιρεία. Αν το δούμε ιστορικά λοιπόν, η μαζική αντίσταση σε αυτή τη μεταρρύθμιση δεν είναι παρά ο γαλλικός λαός που ζητάει τα ρέστα για τον σκληρό πόλεμο που έχει κηρύξει καιρό τώρα το κεφάλαιο στα κεκτημένα του Μάη του ’68.
Το κίνημα αποκτά πιο ριζοσπαστικά και μάχιμα χαρακτηριστικά μετά τη 16η Μαρτίου 2023, όπου το νομοσχέδιο περνάει με προεδρικό διάταγμα καθώς ο Μακρόν γνωρίζει ότι δεν θα έχει την πλειοψηφία για να το περάσει διαφορετικά. Ο κόσμος που μαζεύεται αυθόρμητα στην πλατεία Concorde, έξω από το κτήριο της Εθνοσυνέλευσης, ξεσηκώνεται. Παρά το γεγονός ότι οι συγκεντρώσεις και οι πορείες κηρύσσονται αυθημερόν παράνομες, ξεκινούν καθημερινά καλέσματα σε διάφορα μέρη του Παρισιού και οι αυθόρμητες διαδηλώσεις εξαπλώνονται. Το βράδυ της 18ης Μαρτίου μια μεγάλη και δυναμική αυθόρμητη πορεία ανεβαίνει μέχρι και γύρω από τη Βαστίλη. Στις 23 Μαρτίου οι κινητοποιήσεις κορυφώνονται, με 800.000 άτομα να διαδηλώνουν στο βόρειο Παρίσι. Το βασικό σύνθημα που ακούγεται στους δρόμους είναι «Grève, blocage, manif sauvage» (Απεργία, μπλοκάρισμα, αυθόρμητες διαδηλώσεις).
Η αστυνομική βία και καταστολή που είχε ήδη εγκαθιδρυθεί μέσα στο κίνημα των Γιλέκων, βρήκε το έδαφος να εκφραστεί με νέα μέσα: ενεργοποίηση του αντιτρομοκρατικού νόμου για πταίσματα, επιτήρηση και παρακολούθηση με κάμερες, τεχνολογία αναγνώρισης προσώπου ενόψει Ολυμπιακών Αγώνων, δοκιμές πειραματικών όπλων καταστολής, γενικευμένο φακέλωμα και τυχαίες μαζικές προσαγωγές, όλα πρακτικές και πρωτόκολλα που αναβαθμίστηκαν με τον νόμο καθολικής ασφάλειας. Καθ’ όλο το διάστημα των κινητοποιήσεων, η καταστολή είναι σκληρή, με συχνή πρακτική των λεγόμενων «nasse» (παράνομη περικύκλωση διαδηλωτών χωρίς σημείο διαφυγής με σκοπό ελέγχους και συλλήψεις) αλλά και πολύ πιο βίαιες μεθόδους. Ο κόσμος, όμως, συνεχίζει να κατεβαίνει στους δρόμους και το κίνημα δεν εξασθενεί.
Τα γαλλικά μίντια έρχονται για ακόμα μια φορά να ενισχύσουν την αφήγηση περί παράνομης βίας, χρωματίζοντας τους διαδηλωτές ως «μπαχαλάκηδες» και «μπλακ μπλοκ» και συγκαλύπτοντας συστηματικά την αστυνομική βία. Στο κανάλι BFMTV απαγορεύτηκε μέχρι και η χρήση του όρου «αστυνομική βία». Η κοινοβουλευτική αριστερά μάλιστα, συχνά επικυρώνει αυτές τις ρητορικές.
Παρ’ όλ’ αυτά, μετά την εφαρμογή του 49.3 (ο νόμος που επέτρεψε στην κυβέρνηση να περάσει το νομοσχέδιο χωρίς ψηφοφορία), βλέπουμε μια ανοχή στις πιο ριζοσπαστικές πρωτοβουλίες από τον ευρύτερο πληθυσμό αλλά ακόμα και από τα συνδικάτα που μέχρι σήμερα καταδίκαζαν κάθε αυτόνομη πρωτοβουλία που ξέφευγε από τα στενά όρια των οργανωμένων κινητοποιήσεων. Η αντι-βία επικροτείται και ο διαχωρισμός μεταξύ κρατικής-κατασταλτικής και νομιμοποιημένης κινηματικής βίας έχει αρχίσει να αποκρυσταλλώνεται.
Το αντανακλαστικό απεργία-κινητοποίηση είναι διαδεδομένο στη Γαλλία, μετά τα Κίτρινα Γιλέκα όμως, ο κόσμος πλέον πιστεύει ότι τα κινήματα μπορούν πραγματικά να φέρουν πολιτικές αλλαγές. Αυτή η αντίληψη συνοδεύεται από εξέλιξη των κινηματικών πρακτικών με αποκεντρωμένες και συχνά παράλληλες δράσεις, αποτελεσματικές και για την αντιμετώπιση της αστυνομικής καταστολής.
Οι κινητοποιήσεις του 2023 ξεπερνούν κατά πολύ το συνταξιοδοτικό και επεκτείνονται ως αντίσταση ενάντια στο νεοφιλελεύθερο κράτος, πολλές φορές και με ξεκάθαρο αντικαπιταλιστικό χαρακτήρα.
Η συχνότητα και διάρκεια των κινητοποιήσεων, ο πλουραλισμός των δράσεων από τα κάτω, οι γενικές συνελεύσεις, τα μπλοκάζ, η μαζικότητα αλλά και η εμπλοκή της επαρχίας δείχνουν ότι οι παρακαταθήκες των Κίτρινων Γιλέκων παραμένουν ζωντανές. Η φράση «πρέπει να κάνουμε ό,τι κάνανε και τα Κίτρινα Γιλέκα» αναφέρεται συχνά. Παράλληλα, και παρά το γεγονός ότι το νομοσχέδιο πέρασε, δημιουργήθηκαν και νέες παρακαταθήκες που αποτελούν από μόνες τους μία νίκη. Καθιερώθηκαν μέσα/δράσεις/σχέσεις/μέτωπα αγώνα που δεν είχαν ποτέ πριν εδραιωθεί σε τέτοιο βαθμό: αυθόρμητες και παράνομες πορείες, μπλοκάζ, δια-συνδικαλιστικός συνασπισμός, οριζόντιες διαδικασίες. Οι κλάδοι των υπηρεσιών καθαρισμού και των μηχανοδηγών αποδεικνύονται από τους δυναμικότερους, οργανώνοντας αυτόνομες πρωτοβουλίες από τα κάτω που κατάφεραν και συσπείρωσαν γύρω τους από φοιτητές/τριες, μέχρι φεμινιστικές οργανώσεις. Χαρακτηριστικές και τεράστιας συμβολικής σημασίας δράσεις τους, ήταν η έφοδος στην εταιρία ιδιωτικής συνταξιοδότησης BlackRock μαζί με φεμινιστικές ομάδες, αλλά και η έφοδος στα κτίρια του Χρηματιστηρίου του Παρισιού.
Φαινομενικά, βρισκόμαστε μπροστά σε ένα κινηματικό ζενίθ μετά τον Μάη του 68, με μια πρωτοφανή συσπείρωση των μετώπων του αγώνα, και, παρόλο που δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τη δύναμη που έχουν τα γαλλικά συνδικάτα να συσπειρώνουν, φάνηκε για ακόμα μια φορά ότι δεν τη θέτουν στην υπηρεσία άλλων αγώνων. Οι αντιρατσιστικές και φεμινιστικές πορείες ήταν οι λιγότερο μαζικές εκείνης της περιόδου, με πολλά συνδικάτα να μην καλούν, ενώ στις τεράστιες πορείες των εκατοντάδων χιλιάδων ατόμων που κινητοποιούνται κατά της μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού, κυριαρχεί ο λευκός γαλλικός πληθυσμός. Τα γαλλικά προάστια λείπουν, και γίνεται ξεκάθαρο ότι οι διεκδικήσεις για το συνταξιοδοτικό δεν αφορούν άμεσα τους κατοίκους των προαστίων, καθώς μεγάλα κομμάτια των πληθυσμών αυτών δεν έχουν ούτως ή άλλως πρόσβαση σε νόμιμη/μη-επισφαλή εργασία. Ο κόσμος αυτός θα κατέβαινε στους δρόμους αργότερα μέσα στην ίδια χρονιά, σαν αντίδραση, στο θάνατο.
Η δολοφονία του Ναέλ και η εξέγερση των προαστίων
Στις 27 Ιουνίου 2023, σε έναν από τους δρόμους της γειτονιάς Pablo Picasso, στο δήμο Nanterre, βορειοδυτικά του Παρισιού, ο 17χρονος Ναέλ, Γάλλος με καταγωγή από την Αλγερία, δολοφονείται από αστυνομικά πυρά στα πλαίσια ενός οδικού ελέγχου. Παρά τις προσπάθειες της αστυνομίας για κάλυψη του γεγονότος, βίντεο με το περιστατικό κυκλοφορεί ευρέως στα κοινωνικά δίκτυα. Το βράδυ της ίδιας μέρας η χώρα βρίσκεται σε εξεγερσιακή κατάσταση. Τα βλέμματα όλου του κόσμου στη Γαλλία είναι συγκεντρωμένα στα προάστια και ιδιαίτερα στις λεγόμενες Σιτέ των προαστίων*. Δεκάδες χιλιάδες κόσμος των φυλετικοποιημένων και πολυπολιτισμικών προαστίων εξεγείρεται με εκρηκτική ορμή σε όλη τη χώρα, καταστρέφοντας και πυρπολώντας μέσα σε μόλις πέντε ημέρες περισσότερα κτήρια, αυτοκίνητα, τράπεζες κ.ο.κ., σε σχέση με την εξέγερση των προαστίων του 2005, η οποία κράτησε 21 ημέρες. Ο μέσος όρος ηλικίας των εξεγερμένων είναι 17 χρονών.
Αν και η οικογένεια του Ναέλ καλεί τον κόσμο να ηρεμήσει και ζητάει να τιμωρηθεί ο αστυνομικός που διέπραξε τον φόνο, έχοντας την υποστήριξη και κομματιών της αριστεράς αλλά και ορισμένων κατοίκων, ο θυμός είναι μεγάλος. Όσο η εξέγερση μαίνεται, κινητοποιείται κατασταλτικός μηχανισμός 40.000 αστυνομικών (αστυνομία, χωροφυλακή, μονάδες αποκατάστασης της τάξης, στρατιωτική αστυνομία, ειδικές αντιτρομοκρατικές μονάδες, ελικόπτερα, drones κ.α.) για την καταστολή της. Γίνονται πάνω από 3500 συλλήψεις μέσα σε μία εβδομάδα. Ο Μακρόν στοχοποιεί τους γονείς των παιδιών και κατηγορεί τα κοινωνικά δίκτυα, ιδιαίτερα το Τwitter και το Snapchat. Ταυτόχρονα, ομάδες νεοφασιστών και νεοναζιστών επιτίθενται στον εξεγερμένο κόσμο, ιδιαίτερα στη Lyon. Συνδικάτα αστυνομικών ζητάνε δημόσια από τον Μακρόν να τους «λύσει τα χέρια», προκειμένου να αντιμετωπίσουν τον εξεγερμένο κόσμο, λέγοντας πως όλο αυτό που γίνεται είναι «πόλεμος».
Εκατοντάδες μέλη της αστυνομίας υποστηρίζουν στα κοινωνικά δίκτυα την εκστρατεία συγκέντρωσης χρημάτων για τον μπάτσο που δολοφόνησε το παιδί. Το ταμείο οικονομικής στήριξης του δολοφόνου ξεπερνάει το ενάμιση εκατομμύριο ευρώ με συνεισφορές από όλη τη χώρα. Τις επόμενες ημέρες και αφότου έχει επέλθει το εξεγερτικό κύμα, ο Ευρωπαίος επίτροπος Thierry Bréton αναφέρει πως από τις 25 Αυγούστου 2023, όπου και θα ισχύσουν οι νέοι κανόνες για την λογοκρισία των κοινωνικών δικτύων στην ΕΕ, θα λογοκρίνονται όλα τα «καλέσματα για εξέγερση» στη Γαλλία.
Ο κόσμος όμως που βρέθηκε στους δρόμους των γαλλικών προαστίων μετά τη ρατσιστική, κρατική δολοφονία δεν ήταν εκείνος που κατέκλυζε τις πόλεις για το συνταξιοδοτικό. Ο Ναέλ δεν ήταν απλώς ένας ανήλικος Γάλλος. Ήταν Γάλλος με καταγωγή από την Αλγερία (4ης γενιάς), με το παρουσιαστικό του να προδίδει ότι δεν είναι «αυθεντικός», ευκατάστατος Γάλλος, και γι’ αυτό έγινε στόχος μίας ακόμα κρατικής δολοφονίας από έναν ρατσιστή αστυνομικό που εκπροσωπεί και προστατεύει ένα εξίσου ρατσιστικό κράτος. Στο Παρίσι, η εξέγερση των προαστίων, σε αντιδιαστολή με τις κινητοποιήσεις για το συνταξιοδοτικό, προδίδει τον βαθιά διαχωρισμένο χαρακτήρα των γαλλικών λαϊκών στρωμάτων, ένα διαχωρισμό που έχει τις ρίζες του στην μετα-αποικιακή Γαλλία του 20ου αιώνα.
Παρίσι – πως προέκυψε ο χωρικός και ταξικός διαχωρισμός
Η κοινωνική κατοικία στη Γαλλία είναι ένας θεσμός που ξεκίνησε στα πλαίσια της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης, πάνω στη λογική της «αγοράς που δεν μπορεί να καλύψει τις ανάγκες των πληθυσμών για στέγαση». Έτσι, από τη δεκαετία του 1950 και φτάνοντας σε κρεσέντο τη δεκαετία του 1980, η Γαλλία στεγάζει μαζικά άστεγους πληθυσμούς, μεταναστευτικές ροές από τα αποικιακά της εδάφη (τότε αποκαλούμενα Franceafrique) και ιδιαίτερα από την Αλγερία.
Για τους φτωχότερους πληθυσμούς, η κοινωνική κατοικία φέρνει μία νέα μορφή αποκλεισμού. Αρχικά, οι κοινωνικές κατοικίες κατασκευάζονται δίπλα σε βιομηχανικά συγκροτήματα, με το μολυσμένο περιβάλλον να κάνει τους οικισμούς να θυμίζουν παραπήγματα του 19ου αιώνα. Με την επικράτηση, όμως, του μοντερνισμού στην αρχιτεκτονική, τα νέα πολεοδομικά συγκροτήματα τοποθετούνται σε μεγάλες αποστάσεις από τις βιομηχανικές περιοχές και από τα κέντρα των πόλεων. Μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού των λαϊκών τάξεων, με τα οποία οι αστοί δεν θέλουν να αναμειχθούν, αναγκάζονται να στραφούν σε αυτές τις κατοικίες, ανάγκη που τους εξοβελίζει από τη ζωή στην πόλη. Η απουσία υπηρεσιών και κοινοτικής ζωής καθώς και οι τεράστιες αποστάσεις από την πόλη και από τους χώρους εργασίας καθιστούν βασανιστική την καθημερινότητα των κατοίκων. Πολλοί στρέφονται στην παρανομία ή άλλες διεξόδους για να εξασφαλίσουν τα προς το ζην. Βασική προϋπόθεση για την ενσωμάτωση των μεταναστευτικών πληθυσμών στη γαλλική κοινωνία και την αναγνώρισή τους ως «Γάλλοι πολίτες» είναι η στέρηση της ταυτότητάς τους. Η απομόνωσή τους όμως σε τεράστια μπλοκ κατοικιών σημαίνει ότι ακόμα και εκείνοι και εκείνες που καταφέρνουν να αφήσουν πίσω τις ταυτότητές τους δεν έχουν καμία ελπίδα για ενσωμάτωση.
Όλα αυτά συμβαίνουν σε μια εποχή όπου το γαλλικό κοινωνικό κράτος είναι ακόμα κραταιό. Από το 1980 και έπειτα, τα πράγματα αλλάζουν. Η αδυναμία συντήρησης ενός κοινωνικού συστήματος στέγασης οδήγησε σε ένα νέο κύμα δημιουργικής καταστροφής, αφού το κτηριακό απόθεμα δεν κρίνεται άξιο διατήρησης. Τα μεγάλα μπλοκ κατοικιών, που έχουν πλέον μετατραπεί σε σύμβολα φτωχοποίησης και γκετοποίησης, κατεδαφίζονται μαζικά προκειμένου να μεταφερθούν οι κάτοικοι σε νέες κατοικίες, λιγότερο μαζικές και ποιοτικά αναβαθμισμένες καθότι νεότερες. Στη πραγματικότητα οι λαϊκές περιοχές εξευγενίζονται, οι φτωχότεροι πληθυσμοί γκετοποιούνται και πετιούνται εκτός πόλης ή σε ακόμα πιο μακρινά προάστια.
«Ο καπιταλισμός ποτέ δεν ξεπερνάει τις κρίσεις του, απλώς τις μετακινεί γεωγραφικά στον χώρο».
Στην επιπλέον απομόνωση του μεταναστευτικού πληθυσμού οδήγησε και η λεγόμενη λαϊσιτέ (διαχωρισμός του κράτους από οποιοδήποτε θρησκευτικό δόγμα). Το 1989, με πρωτοφανή μιντιακή κάλυψη για την εποχή, αναδεικνύεται στη Γαλλία το ζήτημα των θρησκευτικών συμβόλων στο δημόσιο χώρο και κυρίως στα σχολεία.
Στα πλαίσια λοιπόν της λαϊσιτέ και με τη συμφωνία της κοινής γνώμης, τα θρησκευτικά σύμβολα απαγορεύονται στα δημόσια κτήρια και υπηρεσίες. Η ανανεωμένη δεξιά και ακροδεξιά χρησιμοποιούν τη λαϊσιτέ και τον αντικληρικαλισμό της γαλλικής εργατικής παράδοσης ως διάκριση ανάμεσα στη λευκή εργατική και μεσαία τάξη (που διατηρεί ακόμα μία καθολική ηθική και αισθητική) και τις φυλετικοποιημένες μουσουλμάνες Γαλλίδες ή μετανάστριες. Με αυτό τον τρόπο σπάνε οι δεσμοί αλληλεγγύης μεταξύ των λαϊκών στρωμάτων διαφορετικών καταβολών. Έτσι, οι μουσουλμάνες (μαύρες ή μιγάδες) μαθήτριες που φορούν χιτζάμπ στα σχολεία θεωρούνται υποδεέστερες και λιγότερο ελεύθερες από τις λευκές (καθολικές) μαθήτριες, οι μετανάστες της βόρειας Αφρικής υποδεέστεροι από τους Γάλλους ή «γαλλοποιημένους» υπηκόους κ.ο.κ. Αυτή η αντιστροφή του πνεύματος της λαϊσιτέ (ισότητα ανεξαρτήτως θρησκείας, φύλου φυλής, απέναντι στο κράτος και τον νόμο) ξεπερνάει τα στεγανά της δεξιάς, και πιάνει, εκείνη την εποχή, όλο το ιδεολογικό, πολιτικό και κομματικό φάσμα, ενώ χρησιμοποιείται ως όπλο της λευκής άρχουσας τάξης για τη διατήρηση του status quo στο σημερινό μετα-αποικιακό σύστημα.
Η νεοαποικιακή Γαλλία «νιώθει» λιγότερο σημαντική από τη Γαλλία του Charles de Gaulle.
Η αλγερινή επανάσταση, τραύμα στην αναπαράσταση μιας δυνατής και ακμαίας σοβινιστικής Γαλλίας, αποτελεί μέχρι και σήμερα ένα θέμα ταμπού για τον μέσο Γάλλο πολίτη. Εν μέσω της σύγκρουσης του ΝΑΤΟ με τη Ρωσία (και του βάθους με την Κίνα), η Γαλλία επιλέγει την περαιτέρω στρατιωτικοποίησή της. Η οικονομική δυσχέρεια της Γερμανίας λόγω του πολέμου φαίνεται να βάζει τον Μακρόν και τη Γαλλία σε πιο προνομιακή θέση ως «ανανεωτή» και καθοδηγητή της ΕΕ, μια εικόνα που η γαλλική αστική τάξη θέλει να πουλήσει στους λευκούς της υπηκόους.
Αυτή η μετατροπή των ταξικών αγώνων σε «πόλεμο πολιτισμών» αποτέλεσε το κύριο αφήγημα πάνω στο οποίο στηρίχτηκε η άνοδος της ακροδεξιάς στη Γαλλία, αλλά σε μεγάλο βαθμό και το κόμμα του Μακρόν. Η στρατιωτικοποιημένη αστυνομία βλέπει την φυλετικοποιημένη εργατική τάξη ως τον εσωτερικό εχθρό στη Γαλλία, σε μια λογική μιας μεταμοντέρνας συνέχειας του «πολέμου στην Αλγερία» ή των πολέμων «ενάντια στη τρομοκρατία». Νεοφασίστες και νεοναζί κάνουν πορείες με την ανοχή ή και επικρότηση της αστυνομίας, ενώ παράλληλα διάφοροι στρατιωτικοί καλούν σε παρέμβαση των κατασταλτικών μηχανισμών στα «απολίτιστα» προάστια και τις απομονωμένες Σιτέ. Το αφήγημα που κυριαρχεί αφορά τη «σωτηρία» των (λευκών) Γάλλων από τους «άλλους», οι οποίοι έχουν ταυτιστεί με τη φτώχεια, το περιθώριο και την εγκληματικότητα. Η ενδοταξική αλληλεγγύη προς τα φυλετικοποιημένα άτομα γίνεται στόχος από τη κυβέρνηση του Μακρόν και τον υπουργό εσωτερικών Gérard Darmanin ως ισλαμοαριστερισμός.
Η διαφορά της σύστασης του κόσμου στις κινητοποιήσεις για το συνταξιοδοτικό και σε εκείνες για τον Ναέλ, δείχνει ότι υπάρχει μία διάσπαση των εργατικών και λαϊκών τάξεων που δεν είναι μόνο κοινωνική. Ο ίδιος ο χώρος παρεμβάλλεται προκειμένου να την καταστήσει αποτελεσματικότερη και αυτό είναι εμφανές στο Παρίσι. Στη γενική εικόνα, η μεγάλη διαφορά μεταξύ των φυλετικοποιημένων και πολυπολιτισμικών προαστίων με το όλο και πιο εξευγενισμένο κέντρο είναι πασιφανής. Στις κινητοποιήσεις ενάντια στον νόμο για το συνταξιοδοτικό κινητοποιήθηκαν κυρίως οι λευκοί πληθυσμοί, με τα προάστια να παραμένουν «αμέτοχα». Ο κόσμος που κινητοποιήθηκε βρίσκεται σε μία πιο προνομιακή θέση συγκριτικά με τις εργατικές τάξεις των προαστίων (λευκές και φυλετικοποιημένες), που μαστίζονται από την ανεργία, από την πλήρη επισφάλεια, από την αστυνομική βία και τον θάνατο και πιθανόν να μην πάρουν ποτέ σύνταξη.
Αντίθετα, στις κινητοποιήσεις για τη δολοφονία του Ναέλ, ο φυλετικοποιημένος κόσμος λαμβάνει ελάχιστη υποστήριξη. Οι αποστάσεις και η έλλειψη κοινωνικών δεσμών μαρτυρούν την επικράτηση ενός ατομικισμού που περιφράσσει τις κοινωνικές σχέσεις, με τη συμβολή φυσικά του χωρικού διαχωρισμού. Ο Ναέλ «δεν ήταν ένας από εμάς» γιατί άμα είσαι λευκός/ή και μένεις στο Παρίσι είναι πάρα πολύ πιθανόν να μην συναντιέσαι ποτέ με φυλετικοποιημένα άτομα των λαϊκών τάξεων.
Οι κάτοικοι των προαστίων βρίσκονται υπό το διαρκές βλέμμα της κοινωνίας, του «μέσου Γάλλου» αλλά και κάθε λογής επιστημόνων ή καλλιτεχνών. Είναι αντικείμενο κοινωνιολογικής μελέτης, ταινιών ή βιβλίων. Κρίνονται για το αν είναι άτομα αρκετά επαναστατικά ή όχι, αν είναι αρκετά εξισλαμισμένα ή όχι, αν ανταποκρίνονται στα κριτήρια μιας χειραφετητικής προοπτικής ή όχι, αν οι θηλυκότητες, οι γυναίκες ή οι φεμινίστριες είναι αρκετά ριζοσπαστικές ή όχι, αν είναι εύκολο να έχει πρόσβαση κανείς (λευκός) στους χώρους τους ή όχι κ.ο.κ.
Αντίστοιχα, για τον μέσο λάιφσταϊλ αναρχικό, για την αριστερά που πασχίζει ακόμα να εξαργυρώσει το πολιτισμικό της κεφάλαιο, χωρίς όμως να ξεφεύγει από τα στεγανά των πανεπιστημίων, τα προάστια, και πιο συγκεκριμένα η εξέγερση των προαστίων, αποτελούν και αποτελούσαν ανέκαθεν αντικείμενο ηδονοβλεψίας. Σε αυτό συνεισφέρει βέβαια και η φετιχοποίηση και εξωτικοποίησή των προαστίων από αποτυχημένους κινηματογραφιστές της κάθε εποχής. Αντί για αυτό, θα ήταν πιο συνετό να βρει κανείς τους τρόπους για να χτιστούν νέες σχέσεις και πραγματικοί κοινωνικοί δεσμοί.
Φυλετικοποιημένος* – από τον γαλλικό όρο racisé, ο οποίος χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει άτομα που υπόκεινται ρατσισμό βάσει εμφανισιακών, πολιτισμικών ή θρησκευτικών χαρακτηριστικών τους
Cité de banlieue* – Αστική περιοχή της εργατικής τάξης που κατοικείται κυρίως από πληθυσμό με οικονομικές δυσκολίες και πρόσφατη μεταναστευτική καταγωγή