Μόνο μια ρήξη της Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να διασώσει ό,τι αξίζει να διασωθεί από την ευρωπαϊκή κληρονομιά: δημοκρατία, εμπιστοσύνη στο λαό, ισονομία, ισοπολιτεία και αλληλεγγύη.
Του Σλαβόι Ζίζεκ
μετάφραση Νικήτας Φεσσάς
Το χρέος είναι εργαλείο ελέγχου του δανειζόμενου, και ως τέτοιο προσπαθεί να εξαπλωθεί και να αναπαραχθεί.
Οι επικριτές των δημοκρατικών μας θεσμών συχνά παραπονιούνται ότι, κατά κανόνα, οι εκλογές δεν προσφέρουν πραγματική επιλογή. Αυτό που κυρίως μας προσφέρουν είναι η δυνατότητα να επιλέξουμε μεταξύ ενός κεντροδεξιού και ενός κεντροαριστερού κόμματος, των οποίων τα προγράμματα σχεδόν ταυτίζονται. Την επόμενη Κυριακή, στις 25 Ιανουαρίου, δεν θα είναι μια τέτοια περίπτωση, όπως ήταν η 17η Ιουνίου του 2012.
Οι Έλληνες ψηφοφόροι είναι αντιμέτωποι με μια πραγματική επιλογή: από τη μία μεριά το κατεστημένο, και από την άλλη ο ριζοσπαστικός αριστερός συνασπισμός του ΣΥΡΙΖΑ.
Και όπως συμβαίνει συνήθως σε περιπτώσεις όπου παρουσιάζεται πραγματική επιλογή, το καθεστώς πανικοβάλλεται. Σκιαγραφεί μια εικόνα κοινωνικού χάους, φτώχειας και βίας, εάν επικρατήσει η λάθος επιλογή. Και μόνο η πιθανότητα νίκης του ΣΥΡΙΖΑ μεταδίδει κύματα φόβου στις αγορές ανά τον κόσμο, η προσωποποίηση της ιδεολογίας στα ‘καλύτερά’ της: οι αγορές αρχίζουν να «μιλούν», ωσάν να επρόκειτο για ανθρώπους, να εκφράζουν τις ανησυχίες τους για το αν οι εκλογές δεν αναδείξουν κυβέρνηση που θα συνεχίσει να ακολουθεί το πρόγραμμα οικονομικής λιτότητας.
Ένα ιδανικό αναδεικνύεται σταδιακά από την αντίδραση του ευρωπαϊκού κατεστημένου στην απειλή μιας νίκης του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, ένα ιδανικό που βρίσκει την καλύτερη διατύπωσή του στο σχόλιο του Γκίντεον Ράχμαν στους Financial Times: «O αδύναμος κρίκος της Ευρωζώνης είναι οι ψηφοφόροι της».
Στον ιδανικό κόσμο του κατεστημένου, η Ευρώπη ξεφορτώνεται αυτό τον «αδύναμο κρίκο», και οι ειδήμονες αποκτούν την εξουσία να επιβάλλουν απευθείας τα απαραίτητα οικονομικά μέτρα. Εάν γίνονται ποτέ εκλογές, η λειτουργία τους περιορίζεται απλώς στο να επιβεβαιώσουν αυτό που έχουν συμφωνήσει οι επαΐοντες .
Από αυτή την άποψη, οι Ελληνικές εκλογές δεν μπορούν παρά να μοιάζουν σαν εφιάλτης για το κατεστημένο. Τί μπορούν να κάνουν ώστε αυτή η καταστοφή να αποφευχθεί; Μα το προφανές, να επιστρέψουν αυτό τον φόβο—να φοβερίσουν μέχρι θανάτου τους Έλληνες ψηφοφόρους με το μήνυμα «Νομίζετε ότι υποφέρετε τώρα; Δεν έχετε δει τίποτα ακόμα—περιμένετε και άμα νικήσει ο ΣΥΡΙΖΑ θα πεθυμήσετε την ευλογία των πρόσφατων χρόνων».
Οι εναλλακτικές είναι να εγκαταλείψει ο ΣΥΡΙΖΑ (ή να πεταχτεί έξω από) το ευρωπαϊκό πρότζεκτ, κάτι που θα έχει απρόβλεπτες συνέπειες, ή ένας «τσαπατσούλικος συμβιβασμός», όπου και οι δύο πλευρές μετριάζουν τις απαιτήσεις τους. Κάτι που εγείρει έναν άλλο φόβο: όχι τον φόβο για μια παράλογη συμπεριφορά του ΣΥΡΙΖΑ μετά τη νίκη του, αλλά, τουναντίον, τον φόβο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα δεχτεί έναν ορθολογικό τσαπατσούλικο συμβιβασμό που θα απογοητεύσει τους ψηφοφόρους, κάτι που θα διαιωνίσει τη δυσαρέσκεια, αλλά αυτή τη φορά μια δυσαρέσκεια που δεν θα ελέγχεται ή μετριάζεται από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Τί περιθώρια ελιγμού θα έχει μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ; Παραφράζοντας τον Τζορτζ Μπους τον νεώτερο, δεν πρέπει κανείς να υποτιμά την καταστροφική δύναμη του διεθνούς κεφαλαίου, ειδικά όταν αυτό συνδυάζεται με την διεφθαρμένη και πελατειακή ελληνική γραφειοκρατία.
Κάτω από τέτοιες συνθήκες, μπορεί μια νέα κυβέρνηση να επιβάλλει ριζοσπαστικές αλλαγές; Η παγίδα που ελλοχεύει εδώ διακρίνεται ξεκάθαρα στο έργο του Thomas Piketty, Κεφάλαιο στον 21ο αιώνα. Για τον Πικετί, ο καπιταλισμός πρέπει να γίνει αποδεκτός ως το μοναδικό παιχνίδι στην πόλη, έτσι ώστε η μοναδική εφικτή εναλλακτική είναι να επιτραπεί στους καπιταλιστικούς μηχανισμούς να κάνουν τη δουλειά τους στην ορθή τους σφαίρα, και να επιβάλλουν ισονομία πολιτικά, μέσω μιας δημοκρατικής εξουσίας που ρυθμίζει το οικονομικό σύστημα και επιβάλλει αναδιανομή του πλούτου.
Μια τέτοια λύση είναι ουτοπική με την αυστηρή έννοια του όρου. Ο Piketty γνωρίζει πολύ καλά ότι το μοντέλο που προτείνει μπορεί να δουλέψει μόνο αν εφαρμοστεί σε παγκόσμιο επίπεδο, πέρα από τους περιορισμούς των εθνών-κρατών (ειδάλλως το κεφάλαιο θα ‘δραπετεύσει’ προς τα κράτη με τη χαμηλότερη φορολογία).
Ένα τέτοιο παγκόσμιο μέτρο χρειάζεται μια προϋπάρχουσα παγκόσμια εξουσία με τη δύναμη και τη δικαιοδοσία να το εφαρμόσει. Ωστόσο, μια τέτοια παγκόσμια εξουσία είναι αδιανόητη εντός των περιορισμών που επιβάλλει ο σημερινός παγκόσμιος καπιταλισμός και οι πολιτικοί μηχανισμοί που αυτός συνεπάγεται. Εν ολίγοις, εάν μια τέτοια εξουσία μπορούσε να υπάρξει, το βασικό πρόβλημα θα είχε ήδη λυθεί.
Επιπλέον, ποια περαιτέρω μέτρα θα καθιστούσε απαραίτητα μια τέτοια παγκόσμια επιβολή υψηλών φόρων κατά τον Πικετί; Φυσικά η μόνη έξοδος από αυτόν τον φαύλο κύκλο θα ήταν απλά να κόψει κανείς τον Γόρδιο δεσμό και να δράσει/πράξει. Δεν υπάρχουν ποτέ ιδανικές συνθήκες για μια πράξη/δράση [φιλοσοφικός όρος]—καθότι αυτή έρχεται πάντοτε νωρίς εξορισμού. Άλλα πρέπει να αρχίσει κανείς από κάπου, με μια συγκεκριμένη παρέμβαση. Και κάποιος πρέπει να έχει στο μυαλό του τις περεταίρω περιπλοκές στις οποίες αυτή θα οδηγήσει.
Και τί θα γίνει με το τεράστιο χρέος; Η ευρωπαϊκή πολιτική απέναντι σε χώρες με μεγάλο χρέος όπως η Ελλάδα έχει τη μορφή της «παράτασης και της υποκρισίας» (παρατείνουμε την περίοδο αποπληρωμής, και υποκρινόμαστε ότι όλα τα χρέη στο τέλος θα αποπληρωθούν). Γιατί λοιπόν ο μύθος της αποπληρωμής είναι τόσο επίμονος; Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι ο μύθος καθιστά την παράταση αποπληρωμής πιο εύκολα αποδεκτή στους Γερμανούς ψηφοφόρους. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι μια διαγραφή χρέους μπορεί να πυροδοτήσει ανάλογες απαιτήσεις εκ μέρους της Ιρλανδίας και της Ισπανίας. Είναι κυρίως ότι αυτοί που κατέχουν την εξουσία στην πραγματικότητα δεν επιθυμούν την αποπληρωμή του χρέους.
Οι δανειστές κατηγορούν τις χρεωμένες χώρες ότι δεν νιώθουν αρκετά ένοχες—τις κατηγορούν ότι νιώθουν αθώες. Αυτή η πίεση ταιριάζει τέλεια με αυτό που η ψυχανάλυση ονομάζει Υπερεγώ. Το παράδοξο με το Υπερεγώ είναι, όπως ο Φρόιντ το είχε δει ξεκάραρα, ότι όσο περισότερο υπακούμε στις επιταγές του, τόσο περισσότερο ένοχους μάς κάνει να νιώθουμε.
Φανταστείτε έναν κακιασμένο δάσκαλο που αναθέτει στους μαθητές του προβλήματα που δεν έχουν λύση, και μετά σαδιστικά τους αποδοκιμάζει όταν βλέπει την αγωνία και τον πανικό τους. Ο πραγματικός στόχος του να δανείζεις χρήματα δεν είναι να τα πάρεις πίσω με τόκο, αλλά η διαιώνιση του χρέους που κρατά τον δανειζόμενο σε μόνιμη κατάσταση εξάρτησης και υποτέλειας.
Ας πάρουμε το παράδειγμα της Αργεντινής. Μια δεκαετία πριν, η χώρα αποφάσισε να αποπληρώσει το δάνειό της στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο πριν την ώρα του (με την οικονομική βοήθεια της Βενεζουέλας), και η αντίδραση του ΔΝΤ ήταν απρόσμενη: αντί να χαρούν που πήραν τα λεφτά τους πίσω, οι εκπρόσωποι του εξέφρασαν την ανησυχία τους ότι η Αργεντινή θα χρησιμοποιήσει αυτή την νεοαποκτηθείσα ελευθερία και οικονομική ανεξαρτησία από τα διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα για να εγκαταλείψει τις συντηρητικές οικονομικές πολιτικές και να αρχίσει να ξοδεύει αλόγιστα.
Το χρέος είναι εργαλείο ελέγχου του δανειζόμενου, και ως τέτοιο προσπαθεί να εξαπλωθεί και να αναπαραχθεί.
Κατά συνέπεια η μόνη πραγματική λύση είναι ξεκάθαρη: εφόσον όλοι ξέρουν ότι η Ελλάδα δεν πρόκειται να αποπληρώσει το χρέος της, πρέπει να βρουν το σθένος να το διαγράψουν. Το οικονομικό κόστος δεν θα είναι μεγάλο, αυτό που απαιτείται είναι η πολιτική βούληση. Τέτοιες πράξεις θα σπάσουν τον φαύλο κύκλο των ψυχρών Βρυξελλών της νεοφιλελεύθερης τεχνοκρατίας και των ψευδεπίγραφων αντι-μεταναστευτικών αισθημάτων. Εάν δεν δράσουμε, άλλοι, όπως η Χρυσή Αυγή και το UKIP θα το κάνουν.
Στο έργο του Σημειώσεις προς έναν Ορισμό της Κουλτούρας, ο μέγας συντηρητικός T.S. Eliot σημείωνε ότι υπάρχουν στιγμές όπου η μόνη επιλογή είναι μεταξύ αίρεσης και μη-πίστης, τουτέστιν, ο μόνος τρόπος για να διατηρηθεί μια θρησκεία ζωντανή είναι μέσω μιας σεχταριστικής ρήξης με το κυρίως σώμα. Και αυτή είναι η θέση μας σήμερα σε σχέση με την Ευρώπη: μόνο μια καινούργια αίρεση (την οποία σε αυτή τη χρονική στιγμή αντιπροσωπεύει ο ΣΥΡΙΖΑ), μια ρήξη της Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, μπορεί να διασώσει ό,τι αξίζει να διασωθεί από την ευρωπαϊκή κληρονομιά: δημοκρατία, εμπιστοσύνη στο λαό, ισονομία, ισοπολιτεία και αλληλεγγύη.
*Ο Σλαβόι Ζίζεκ είναι φιλόσοφος και ψυχαναλυτής. Διδάσκει σε μερικά από τα μεγαλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου και είναι συγγραφέας πολλών βιβλίων, μεταξύ των οποίων το Living in the End Times, First As Tragedy, Then As Farce, The Fragile Absolute και το Did Somebody Say Totalitarianism? Ζει στο Λονδίνο.