Το Κοινωνικό Κράτος σε Μετάβαση
Σήμερα το κοινωνικό κράτος βιώνει μια βαθιά δοκιμασία! Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές της λιτότητας σε όλη την Ευρώπη επιχειρούν να αναιρέσουν τις κοινωνικές κατακτήσεις ολόκληρων γενεών (περικοπές σε μισθούς, συντάξεις οικογενειακά επιδόματα, επιδόματα ανεργίας και υποβάθμιση σημαντικών δομών κοινωνικής πρόνοιας όπως η υγεία και η παιδεία) και να ελαστικοποιήσουν τις εργασιακές σχέσεις (ριζική απομάκρυνση από την πολιτική πλήρους απασχόλησης, ευέλικτο ωράριο εργασίας, κατάργηση συλλογικών συμβάσεων εργασίας) οδηγώντας ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας και ιδιαίτερα τη νεολαία στην ανεργία, στην κοινωνική εξαθλίωση και στον κοινωνικό αποκλεισμό.
Στον πυρήνα της νεοφιλελεύθερης πολιτικής βρίσκεται η πρόταξη της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και η συνάρτηση της με τη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους και τη μείωση του εργατικού κόστους. Παράλληλα, οι λύσεις που συχνά προτείνονται για την αντιμετώπιση των κοινωνικών αδικιών και την άρση των κοινωνικών αποκλεισμών είναι συχνά συνυφασμένες με την ενίσχυση του ρόλου του ιδιωτικού τομέα στην μερική ανακούφιση των βιοτικών αναγκών και στην επανένταξη στην αγορά εργασίας των ευπαθών κοινωνικών ομάδων ενσταλάζοντας μια αντίληψη περί φιλανθρωπίας ως υποκατάστατο της κοινωνικής δικαιοσύνης. Υπό αυτό το πρίσμα είναι αναγκαία η εξέταση της ιστορίας του κοινωνικού κράτους (και των σημερινών προκλήσεων που έχει να αντιμετωπίσει) και η πρόταξη ενός κοινωνικού μοντέλου συμβατού με την κοινωνική δικαιοσύνη και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια απέναντι στην οικονομική κρίση.
Έτσι, ενώ σημαντικό ρόλο στην εγκαθίδρυση και λειτουργία δομών κοινωνικής πρόνοιας στο Βυζάντιο (ίδρυση νοσοκομείων από την αγία Ελένη και λειτουργία δομών κοινωνικής πρόνοιας) και εν συνεχεία στη μεσαιωνική Ευρώπη διαδραμάτισε η εκκλησία οι απαρχές του σύγχρονου κοινωνικού κράτους ανάγονται στην Αγγλία και στο λεγόμενο νόμο των φτωχών (Poor Relief Act) το 1601. Ο νόμος αυτός (αποτέλεσμα της απόσχισης της αγγλικανικής εκκλησίας από την καθολική λόγω της ρήξης μεταξύ του Ερρίκου του 8ου και του Πάπα Κλήμη), όπως αργότερα και ο νέος Νόμος των Φτωχών που τον αντικατέστησε κατοχύρωσαν το ρόλο του κράτους ως αρωγού των ευπαθών κοινωνικών ομάδων αλλά συνέδεσαν την παροχή βοήθειας με τη φιλανθρωπία και με τον κοινωνικό στιγματισμό όσων αδυνατούσαν να καλύψουν τις βιοτικές τους ανάγκες με ίδια μέσα (ο δικαιούχος φτωχός έπρεπε να φέρει ειδική στολή και να αποχωριστεί την οικογένεια του για να εισπράξει την οικονομική βοήθεια). Οι ιστορικές αυτές απαρχές του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας στον αγγλοσαξονικό κόσμο (παρά το έργο θεωρητικών όπως ο Μάρσαλ και ο
Μπεβεριτζ που επιχείρησαν να θεμελιώσουν τα κοινωνικά δικαιώματα στην έννοια της κοινωνικής ιθαγένειας και το the Second Bill of Rights του αμερικανού προέδρου Ρούσβελτ) έμελε να καθορίσουν και την ιστορική συνέχεια του τρόπο λειτουργίας και των θεωρητικών βάσεων του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας στις χώρες αυτές. Συνεπώς, μολονότι το αγγλοσαξονικό μοντέλο τότε όπως και σήμερα παρέχει θεσμικά μέσα για τη μερική ανακούφιση των ευπαθέστερων κοινωνικών ομάδων και για την επανένταξη τους στην αγορά εργασίας συναρτά αυτή τη βοήθεια με έναν υποβιβασμό της προσωπικότητας τους (ηθικός στιγματισμός) ενώ ταυτόχρονα δεδομένων των οικονομικών προκλήσεων αδυνατεί συνήθως στην πράξη να συμβάλει αποφασιστικά (λόγω του ατομοκεντρισμού και της τυφλής πίστης στην αυτορρύθμιση της αγοράς) στην αντιμετώπιση των συστημικών κοινωνικών και οικονομικών αιτίων της φτώχειας (π.χ ταξικοί περιορισμοί στην πρόσβαση στην εκπαίδευση και στην πληροφόρηση και κατοχή του αναγκαίου κοινωνικού και οικονομικού κεφαλαίου από τις άρχουσες τάξεις).
Επιπροσθέτως, οι απαρχές της οικοδόμησης του σύγχρονου κοινωνικού κράτους ανάγονται στη θέσπιση ενός συστήματος κοινωνικής ασφάλισης για πρώτη φορά στη Γερμανία του Βίσμαρκ ως μια μορφής κρατικού πατερναλισμού (βασική επιδίωξη ήταν η αποζημίωση κοινωνικών κινδύνων συνυφασμένων με την παραγωγική διαδικασία και η επιδίωξη νομιμοποίησης της μοναρχίας με την παράλληλη πολιτική απονομιμοποίηση των σοσιαλιστικών κομμάτων). Το σύστημα αυτό άσκησε καθοριστική επίδραση στην οικοδόμηση του ευρωπαϊκού ηπειρωτικού κοινωνικού κράτους θεμέλιο του οποίου αποτελεί η κοινωνική ασφάλιση. Παράλληλα, σημαντικό ρόλο συνέχισε να ασκεί η κοινωνική διδασκαλία της εκκλησίας για την ίδρυση και λειτουργία δομών κοινωνικής προνοίας στην ηπειρωτική Ευρώπη. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η καθιέρωση της χρήσης του όρου κράτος πρόνοιας (πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε στη Γερμανία- sozialstaat) ανάγεται σε έναν Βρετανό αρχιεπίσκοπο: τον William Temple (Christianity and the social order- 1942).
Ωστόσο, πέρα από τις προαναφερθείσες καταβολές του κοινωνικού κράτους ιστορικό σημείο τομής υπήρξαν η γαλλική επανάσταση και η επανάσταση του 1848. Μολονότι πολλές από τις διακηρύξεις της γαλλικής επανάστασης σχετικά με τα κοινωνικά δικαιώματα είχαν απλώς προγραμματικό χαρακτήρα (παραμένοντας νομικά μη δεσμευτικές όπως π.χ η θέσπιση εργατικών συντάξεων, το δικαίωμα στην εργασία και στην κοινωνική πρόνοια) συνέδεσαν την κοινωνική πρόνοια και την κοινωνική μέριμνα του κράτους με το κοινωνικό συμβόλαιο και άνοιξαν το δρόμο για μια αντίληψη των ανθρώπινων δικαιωμάτων ως αδιαίρετων και αλληλοσυμπληρωματικών. Συνεπώς, άσκησαν μια βαθιά πολιτική και κοινωνική επίδραση καταφέρνοντας να τοποθετήσουν τη θεμελιακή βάση του κοινωνικού κράτους στο κοινωνικό συμβόλαιο (ιδιότητα του πολίτη) και στο χρέος εθνικής και κοινωνικής αλληλεγγύης απομακρυνόμενα αποφασιστικά από μια αντίληψη περί πρόνοιας ως μορφή ελεημοσύνης.
Στη συνέχεια κάτω από την πίεση των εργατικών αγώνων και την πολιτική πίεση των εργατικών συνδικάτων και σοσιαλιστικών κομμάτων τα κοινωνικά δικαιώματα και η αρχή της κρατικής ευθύνης κατοχυρώθηκαν στα Συντάγματα χωρών όπως η Δανία το 1849, το Μεξικό το 1917, το Σύνταγμα της δημοκρατίας της Βαιμάρης το 1919 κτλ. Καθοριστικό βήμα στην κατοχύρωση του κοινωνικού κράτους στην Ευρώπη υπήρξε η ανάδειξη σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων την περίοδο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (σε μια περίοδο έντονης κοινωνικής ριζοσπαστικοποίησης και πολιτικής πίεσης από τη Σοβιετική Ένωση) που κατοχύρωσαν ένα εθνικό δημόσιο σύστημα υγείας και σημαντικές δομές κοινωνικής πρόνοιας και προστασίας (π.χ Clement Atlee στη Μεγάλη Βρετανία, Ούλοφ Πάλμε στη Σουηδία, Βίλυ Μπραντ στη Γερμανία).
Παρόλα τα σημαντικά αυτά βήματα στην κατεύθυνση της οικοδόμησης ενός κοινωνικού κράτους ως θεμελιώδους παράγοντα κοινωνικής δικαιοσύνης και κοινωνικής συνοχής το κοινωνικό κράτος σήμερα δοκιμάζεται λόγω της παγκοσμιοποίησης και του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού που έχει επικρατήσει σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η παγκοσμιοποίηση, η οποία μπορεί να οριστεί ως «η εντατικοποίηση ενός παγκόσμιου φάσματος κοινωνικών, οικονομικών, τεχνολογικών και πολιτισμικών δικτύων και σχέσεων η οποία απολήγει σε αμοιβαίες αλληλεξαρτήσεις μεταξύ τοπικών γεγονοτήτων και μακρινών γεγονότων» (Anthony Giddens) μολονότι έχει και διαστάσεις που είναι αναπόδραστο προϊόν των τεχνολογικών και επιστημονικών εξελίξεων (διάχυση και παγκόσμια κυκλοφορία της πληροφόρησης και επικοινωνιακών σφαιρών) σε σημαντικό βαθμό είναι εξαρτημένη και αποτελεί προϊόν της παγκόσμιας φιλελευθεροποίησης του εμπορίου και των οικονομικών συναλλαγών (και άρα με τις επιδιώξεις παγκόσμιων οικονομικών ελίτ- ιμπεριαλισμός άλλωστε είναι το ανώτατο στάδιο του ταξικού ανταγωνισμού και της κυριαρχίας των οικονομικών ελίτ).
Η παγκοσμιοποίηση θίγει τα θεμέλια του κοινωνικού κράτους κατά πολλούς τρόπους (η παράθεση εδώ δεν είναι εξαντλητική). Πρώτον, η παγκοσμιοποίηση θίγει τη μακροοικονομική αυτοτέλεια του έθνους κράτους και άρα και την ικανότητα του να διαμορφώσει και να ασκήσει κοινωνική πολιτική (απώλεια παραδοσιακών φορολογικών και νομισματικών εργαλείων όπως π.χ κευνσιανός έλεγχος πολιτικής ζήτησης λόγω του φόβου των αντιδράσεων των οίκων αξιολόγησης και μιας ενδεχόμενης οικονομικής υποτίμησης). Δεύτερον, η παγκοσμιοποίηση έχει οδηγήσει σε μια κατίσχυση του διεθνούς κεφαλαίου και ιδιαίτερα του χρηματοπιστωτικού που εκμεταλλευόμενο τη μεγαλύτερη διαπραγματευτική του δύναμη λόγω της ευχέρειας παγκόσμιας κινητικότητας τους ασκούν σημαντική πίεση στην άρση της κοινωνικής και περιβαλλοντικής προστασίας και στη μείωση του εργατικού κόστους.
Ο παράγοντας αυτός πρέπει να συνδυαστεί με τη μείωση της διαπραγματευτικής και κοινωνικής δύναμης και επιρροής των εργατικών συνδικάτων (προϊόν εν μέρει και της υψηλής γραφειοκρατικοποίησης τους, της έλλειψης ριζοσπαστικών πολιτικών αντιπροτάσεων και της μέχρι στιγμής αδυναμίας ουσιαστικής διεθνικής συγκρότησης και πίεσης των εργατικών αγώνων) καθώς και με την κρίση ταυτότητας της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας (που μετά τον τρίτο δρόμο έχει εγκαταλείψει το πεδίο των κοινωνικών αγώνων προσχωρώντας στο άρμα της μονεταριστικής πολιτικής). Τέλος, η φιλελευθεροποίηση του παγκόσμιου εμπορίου και η νεοφιλελεύθερη εμμονή στην αυτορρύθμιση της αγοράς (ακόμα και σε περιόδους οικονομικής κρίσης) και στην πρόταξη της ανταγωνιστικότητας με όποιο κοινωνικό κόστος έχει οδηγήσει στη σταδιακή διείσδυση και τελικά υποκατάσταση της πολιτικής από την οικονομία.
Παράλληλα, σε ευρωπαϊκό επίπεδο η ευρωπαϊκή ενοποίηση στηρίχτηκε εξαρχής στην πρόταξη της ανταγωνιστικότητας της αγοράς ως βασικής αρχής του νεοφιλελευθερισμού (σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 3 της ΣΕΕ το οικονομικό σύνταγμα της ΕΕ είναι στηριγμένο στην «άκρως ανταγωνιστική κοινωνική οικονομία της αγοράς») και παρά το γεγονός ότι επιδιώκει πλέον (μετά τη συνθήκη της Λισαβόνας) και κοινωνικούς στόχους (άρθρο 3 παρ. 3 ΣΕΕ, άρθρα 145- 164 ΣΛΕΕ και Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων άρθρα 27 – 38) θέτοντας την οικονομική ενοποίηση ως μέσο για την επίτευξη μιας Ευρώπης στηριγμένης στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, στη δημοκρατία και στα ανθρώπινα δικαιώματα (άρθρο 2 ΣΕΕ) στην πράξη διαφαίνεται ότι συχνά υποτάσσει τους κοινωνικούς στόχους στις οικονομικές επιδιώξεις ενός μονεταριστικού οικονομικού μοντέλου (βλέπε π.χ υποθέσεις Viking, Laval).
Οι κανόνες περί ανταγωνισμού και η επίκληση της ελευθερίας μετακίνησης αγαθών και υπηρεσιών έχουν συχνά χρησιμοποιηθεί ως βάσεις για την αμφισβήτηση εθνικών ρυθμίσεων που προστατεύουν κοινωνικά δικαιώματα (π.χ της νομοθεσίας για τις ώρες εργασίας, για την οργάνωση της εργασίας και για το μονοπώλιο των εργατικών ενώσεων, για τη ρύθμιση των τιμών κτλ). Εξάλλου, σε αντίθεση με άλλα θεμελιώδη δικαιώματα (π.χ απαγόρευση των διακρίσεων που συνδέεται με την ελευθερία μετακίνησης) τα κοινωνικά δικαιώματα δε φαίνεται να αποτελούν θεμελιώδεις αρχές της κοινής συνταγματικής παράδοσης των κρατών μελών και άρα να συνιστούν θεμελιώδεις αρχές του ευρωπαϊκού δικαίου. Η κατοχύρωση της δικαιοκρατικής αρχής δε συνοδεύεται από την κατοχύρωση της αρχής του κοινωνικού κράτους (αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου, βλέπε το κεφαλαιώδους σημασίας έργο του Χάμπερμας για τη συμφιλίωση των αρχών αυτών).
Τέλος, το γεγονός ότι τα όρια μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού χώρου καθίστανται όλο και περισσότερο δυσδιάκριτα (με την προώθηση των πολιτικών ιδιωτικοποίησης και με την άρνηση από το ΔΕΚ του δικαιώματος του κράτους να διατηρήσει την εποπτεία ιδιωτικοποιημένων επιχειρήσεων μέσω της διατήρησης χρυσών μετοχών βλ. χαρακτηριστικά την ανάλυση του Maduro: “The chameleon state: EU law and the blurring of the private/public distinction in the market) μπορεί να οδηγήσει στον αποκλεισμό ευπαθών κοινωνικών ομάδων από την πρόσβαση σε δημόσια ζωτικά βιοτικά αγαθά.
Μπροστά σε αυτά τα προβλήματα οι απαντήσεις δεν είναι εύκολες και διέρχονται από την ριζοσπαστική ανανοηματοδότηση του περιεχομένου και των μέσων διασφάλισης των κοινωνικών δικαιωμάτων σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο και από την ανακατάληψη του ιδιωτικού χαρακτήρα της οικονομίας από τον δημόσιο χαρακτήρα της δημόσιας δημοκρατικής διαβούλευσης και της πολιτικής χειραφετικής δύναμης των κοινωνικών και εργατικών αγώνων των ευρωπαϊκών λαών (και δη των λαών του ευρωπαϊκού νότου). Οι δυνάμεις της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης αντιστρατεύονται τις βαθιές πολιτισμικές και δημοκρατικές ρίζες του κοινωνικού κράτους και της κοινωνικής δικαιοσύνης που ανάγονται στο γαλλικό διαφωτισμό και στην έννοια του κοινωνικού συμβολαίου.
Έρχονται όμως παράλληλα και σε αντίθεση με την ιστορική πορεία διαμόρφωσης του κοινωνικού κράτους δικαίου ως αποτύπωσης του αδιαίρετου χαρακτήρα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πιο συγκεκριμένα του αιτήματος του διαφωτισμού για ελευθερία και ισότητα (liberte, egalite, fraternite) (βλ. τις «δύο έννοιες της ελευθερίας» του Μπέρλιν και το «Ισότητα και Ελευθερία» του Μπόμπιο). Η εργατική κινητοποίηση και οι δημοκρατικοί κοινωνικοί αγώνες μπορούν να παράγουν πολιτισμικές αξίες θεμελιωτικές ενός προτύπου κοινωνικής δικαιοσύνης που θα υπερνικήσει τη νεοφιλελεύθερη πρόταξη της ανταγωνιστικότητας με κάθε κοινωνικό κόστος ως μιας ιδέας αντίθετης στις πνευματικές ρίζες του διαφωτισμού.
Έτσι, η ενδυνάμωση των εργατικών αγώνων σε διεθνικό επίπεδο και η οικοδόμηση μιας συναντίληψης κοινού δημόσιου (κοινωνικού) συμφέροντος από τους ευρωπαικούς λαούς από κοινού με μια διάκριση μεταξύ παραγωγικού και χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου (το οποίο θα πρέπει να υπόκειται σε αυστηρή ρύθμιση και έλεγχο) μπορούν να διανοίξουν το δρόμο για μια δημοκρατική λογοδοσία του διεθνούς κεφαλαίου. Η προσπάθεια των Ηνωμένων Εθνών να υποβάλλουν σε έλεγχο διεθνείς επιχειρήσεις για την τήρηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (www.unglobalcompact.com) χρειάζεται να ενισχυθεί και να αποκτήσει δεσμευτικό χαρακτήρα μέσα από διαύλους και μηχανισμούς ουσιαστικού δημοκρατικού ελέγχου. Παράλληλα, η ανταγωνιστικότητα θα πρέπει να αποσυνδεθεί από το εργασιακό κόστος και να συναρτηθεί με την καινοτομία, την παραγωγικότητα και την υψηλή εξειδίκευση (με τη διασφάλιση όμως της δημόσιας πρόσβασης στην εκπαίδευση και την προστασία όλων των τμημάτων του πληθυσμού) και να ενισχυθεί ο ρόλος και τα μέσα ελέγχου της Διεθνούς Επιτροπής Κοινωνικών και Οικονομικών Δικαιωμάτων.
Παράλληλα, η απώλεια θεμελιωδών μηχανισμών διαμόρφωσης μακροοικονομικών πολιτικών σε εθνικό επίπεδο μπορεί και πρέπει να αναπληρωθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο με την κατοχύρωση της αρχής του κοινωνικού κράτους. Παρά τις υπαρκτές διαφορές στην ιστορία και στον τρόπο κατοχύρωσης των κοινωνικών πολιτικών στα ευρωπαϊκά κράτη η απόκρουση της νεοφιλελεύθερης επίθεσης εναντίον των εργατικών κατακτήσεων και κοινωνικών δικαιωμάτων και η πίστη στις αξίες του διαφωτισμού μπορεί να οδηγήσει σε μια θεμελίωση κοινωνικών δικαιωμάτων σε ευρωπαικό επίπεδο.
Αυτό θα μπορούσε να γίνει με μια διεύρυνση του περιεχομένου και των δικαιωμάτων που απορρέουν από την ευρωπαϊκή κοινωνική ιθαγένεια από κοινού με την κατοχύρωση ενός ισότιμου status των κοινωνικών δικαιωμάτων (ενδεχομένως και με την προσχώρηση στον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη), καθώς και με την ενίσχυση της δημοκρατικής νομιμοποίησης των αποφάσεων μέσω ενός αποφασιστικότερου (και ενισχυμένου θεσμικά) ρόλου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και την έμπρακτη επιδίωξη του στόχου της κοινωνικής και οικονομικής συνοχής (που εισήγαγε ο Jacques Delors- κοινωνική νομιμοποίηση ως θεμέλιο της δημοκρατικής νομιμοποίησης). Η Ευρωπαϊκή κοινωνική πολιτική χρειάζεται να θεμελιωθεί ρητώς σε γενικές συντακτικές αρχές που να απορρέουν από κοινές κοινωνικές αξίες και οι οποίες να λαμβάνουν προτεραιότητα έναντι της ελευθερίας μετακίνησης και των αρχών του ανταγωνισμού και αυτό προϋποθέτει με τη σειρά το άνοιγμα ενός ουσιαστικού διαλόγου για την κοινωνική ταυτότητα της Ευρώπης και για τις δημοκρατικές αρχές στις οποίες είναι βασισμένη. Τέλος, θα πρέπει να ενισχυθεί ο ρόλος των κοινωνικών εταίρων και της συλλογικής αυτονομίας σε επίπεδο τόσο κρατών μελών όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η επαναθεμελίωση του κράτους πρόνοιας προϋποθέτει και απαιτεί μια σειρά από τομές που θα έχουν βασική πυξίδα τη δημοκρατική κινητοποίηση των ευρωπαϊκών λαών κατά των νεοφιλελεύθερων πολιτικών λιτότητας και την επαναδιεκδίκηση των ιδεωδών του ευρωπαϊκού διαφωτισμού. Παραφράζοντας τη ρήση του Πασκάλ «η καρδιά έχει τους λόγους της που η λογική δεν καταλαβαίνει» πρέπει να τολμήσουμε να πούμε ότι «η κοινωνική δικαιοσύνη έχει τους λόγους της που η στυγνή τεχνοκρατική νεοφιλελεύθερη λογική δεν καταλαβαίνει (και ίσως δε θέλει να καταλάβει)»! Αλλά η κοινωνική ευαισθησία και η αλληλεγγύη είναι ριζωμένες στις παραδόσεις, στους αγώνες και στην πολιτισμική κληρονομιά κάθε ευρωπαϊκού λαού και αρκεί μια σπίθα για να ανάψει η άσβεστη φλόγα ενός αγώνα για κοινωνική δικαιοσύνη και ανθρώπινη αξιοπρέπεια που θα τοποθετεί τον άνθρωπο πάνω από το κέρδος των επιχειρήσεων και του κεφαλαίου.