Η «Ευρώπη» στη μακραίωνη διαδρομή της κατάφερε να αποτελέσει κάτι περισσότερο από μια γεωγραφική ήπειρο: αποτέλεσε σημείο επαφής και συμβολικής συμπύκνωσης των ιστορικών και πολιτικών εμπειριών των κρατών μελών της και μια πυξίδα πολιτισμικών αξιών.
Σήμερα, όμως σε μια εποχή έντονων ευρύτερων οικονομικών και γεωπολιτικών ανακατατάξεων, που κάνει ορισμένους να μιλούν για το τέλος της δύσης και για την άνοδο των ασιατικών οικονομιών η Ευρώπη φαίνεται να αναζητά ακόμα τον προσανατολισμό της αμφιταλαντευόμενη ανάμεσα σε δύο βασικές κατευθύνσεις.
Από τη μία πλευρά, σε ένα δρόμο που προτάσσει την ανταγωνιστικότητα, την εμμονή στη λιτότητα και το μονεταρισμό φέρνοντας τους ευρωπαϊκούς λαούς ενώπιον τετελεσμένων σε βάρος των ασθενέστερων οικονομικά και κοινωνικά στρωμάτων και από την άλλη πλευρά, μιας δημοκρατικής και αλληλέγγυας Ευρώπης: της Ευρώπης που στηρίχθηκε στην ελληνική (η πολιτική προέρχεται από την αρχαία πόλις) και λατινική (civitas) ιστορική κληρονομιά και στα προτάγματα του ευρωπαϊκού διαφωτισμού.
Ειδικότερα, ο πρώτος δρόμος που προτείνεται ως αναπόδραστο όχημα διατήρησης της νομισματικής ένωσης έχει ως επίκεντρο τις πολιτικές λιτότητας και έχει τις ρίζες του στο γερμανικό ορντοφιλελευθερισμό (σχολή του Φράιμπουργκ που οργανώθηκε γύρω από το περιοδικό Ordo και είχε ως κυριότερους εκπροσώπους τον Όικεν και τον Ρέπκε). Κοινή συνισταμένη των πολιτικών λιτότητας και του νεοφιλελευθερισμού αποτελεί η πρόταξη της ανταγωνιστικότητας (η οποία συνδέθηκε με τη μείωση του εργασιακού κόστους και με την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων), καθώς καιη ανάθεση κομβικού ρόλου στις αγορές με την ανάδειξη νέων μορφών ιδιωτικής διακυβέρνησης σε υπερεθνικό επίπεδο, που όντας μη δημοκρατικά ελεγχόμενες επιδιώκουν τη μεταβολή της σχέσης της κοινωνίας με την πολιτική εξουσία και την οικονομία.
Επομένως, κομβικό στοιχείο του γερμανικού οροντοφιλελευθερισμού συνιστά η προσπάθεια εισαγωγής ενός μοντέλου διακυβέρνησης της κοινωνίας ή ορθότερα υποβολής της κοινωνίας στη δυναμική του ανταγωνισμού που αποδίδει κεντρικό ρόλο στη διαρρύθμιση του δημόσιου βίου και στη διαμόρφωση των κοινωνικών δεσμών στην αγορά και στον ανταγωνισμό( βλ. Φουκώ: «Η γέννηση της βιοπολιτικής» ).
Αυτή η δομική μεταλλαγή της σχέσης ιδιωτικού και δημοσίου, πολιτικής και οικονομίας γεννά αναπόφευκτα το ερώτημα περί του τρόπου διασφάλισης της αυτονομίας της κοινωνίας έναντι της ιδιωτικής οικονομίας. Συγκεκριμένα, το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: αν η αγορά είναι εκείνη που διασφαλίζει την αυτονομία της κοινωνίας έναντι της πολιτικής, τι διασφαλίζει την αυτονομία της κοινωνίας έναντι της οικονομίας, δεδομένου ότι η διείσδυση της οικονομίας στην κοινωνία διαστρεβλώνει το νόημα και το σκοπό κοινωνικών πρακτικών και αποδυναμώνει τις παραδοσιακές δομές και δεσμούς αλληλεγγύης που συνέχουν την κοινωνική (βλ. και AdamFerguson: anessayonthehistoryofcivilsocietyγια τους κινδύνους για την κοινωνία και δημοκρατία που γεννούν οι αγορές).
Παράλληλα, υπονομεύει το αίτημα για δημοκρατία μέσω της συρρίκνωσης του κράτους πρόνοιας, δεδομένου ότι το κράτος πρόνοιας αποτελεί πρωτίστως μία γενίκευση των δικαιωμάτων των πολιτών μέσω της ενεργότερης και ουσιαστικότερης ενσωμάτωσης των πολιτών (και ιδιαίτερα των ευπαθών κοινωνικών ομάδων) στη δημοκρατική λειτουργία των θεσμών και στη δημόσια σφαίρα (βλ. LorenzvonSteinπου ήταν ο πρώτος που εισήγαγε σε ακαδημαϊκό πλαίσιο την έννοια του κοινωνικού κινήματος)!!
Απέναντι σε αυτό το δρόμο που προβλήθηκε ως μονόδρομος και ως ο μόνος που εξυπηρετεί το ευρωπαϊκό ιδεώδες, οι κοινωνικοί αγώνες κατάφεραν να διανοίξουν ένα νέο θεσμικό ορίζοντα και ένα νέο πλαίσιο πολιτικής επιδρώντας με πολιτειακούς θεσμούς και φέρνοντας στο προσκήνιο το αίτημα για περιορισμό της διείσδυσης της αγοράς ως μέσου ρύθμισης σε κοινωνικές πρακτικές και θεσμούς μέσω της δημόσιας δημοκρατικής διαβούλευσης που συνδέει τη δικαιοσύνη με τον προσδιορισμό του δημόσιου αγαθού και την πολιτική αρετή (βλ. και Michael Sandel).
Σημείο εκκίνησης μιας τέτοιας ανάλυσης αποτελεί η έννοια των counterpublics, των παράλληλων δημοσίων σφαιρών που επιδιώκουν τη διεύρυνση της κατά Χάμπερμας δημόσιας σφαίρας (η οποία όμως παραδοσιακά είχε γεννήσει μια σειρά από αποκλεισμούς π.χ δικαίωμα ψήφου γυναικών και την οποία ο Χάμπερμας είχε εξιδανικεύσει). (ο Χάμπερμας στο γνωστό έργο του «Η μετατροπή της δημόσιας σφαίρας» και η οποία ορίζεται ως η σφαίρα εκείνη η οποία μεσολαβεί μεταξύ της κοινωνίας και του κράτους και στην οποία οι άμεσα πληττόμενοι από τις πολιτικές αποφάσεις συμμετέχουν στη λήψη των αποφάσεων διαμορφώνοντας μια κοινή γνώμη βασισμένη σε έναν ορθολογικό διάλογο που αναδεικνύει μια συναντίληψη κοινού συμφέροντος). Ειδικότερα, η Nancy Fraser προχωρώντας τις ιδέες του Χάμπερμας για τη δημόσια σφαίρα έλεγε ότι:
«Ενώ οι ισχυρές δημόσιες σφαίρες περιορίζουν τη δημόσια ατζέντα, ώστε να καταστήσουν τις γρήγορες και αποτελεσματικές αποφάσεις εφικτές, οι (αδύναμες δημόσιες σφαίρες) λειτουργούν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να διατηρήσουν τη δημόσια διαβούλευση ανοιχτή και να αναθεωρήσουν μέσα από την επικοινωνιακή και ηθική τους επιρροή τις αποφάσεις που έχουν ήδη ληφθεί. Η αδύναμη δημόσια σφαίρα μεταβάλλει τους πολιτικούς και διοικητικούς μηχανισμούς της ισχυρής δημόσιας σφαίρας δημιουργώντας μία νέα δημόσια σφαίρα με την οποία οι πολιτειακοί θεσμοί αναγκάζονται να επιδράσουν. Η δημοκρατική ανανέωση εξαρτάται από αυτή τη διαδικασία της δημιουργίας νέων δημοσίων σφαιρών, που εν συνεχεία οργανώνουν και οργανώνονται μέσα από τους διαβουλευτικούς θεσμούς τους οποίους συγκροτούν και δημιουργούν».
Το πλεονέκτημα αυτής της αντίληψης περί δημόσιας σφαίρας είναι ότι συνδέει την αξιοπρέπεια και το κοινό αγαθό όχι πια με το άτομο, αλλά με την ίδια την κοινωνία και το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο το άτομο τοποθετείται, ενώ ταυτόχρονα εναρμονίζεται με την τον αδιαίρετο χαρακτήρα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αφού τα κοινωνικά δικαιώματα συνδέονται αναπόσπαστα με τη δημόσια σφαίρα και τη δυνατότητα συμμετοχής σε αυτήν όλων των πολιτών. Παράλληλα, η αντίληψη αυτή φέρνει στο προσκήνιο την κατά το aftervirtueτου AlasdairMacIntyre αντίληψη του Αριστοτέλη περί πολιτικής αρετής και κοινού αγαθού που μόνο στο πλαίσιο της πόλις, της δημοκρατίας και του δημόσιου βίου μπορεί να υπάρξει.
Γι αυτό απέναντι στο μονόδρομο της λιτότητας και του γερμανικού νεοφιλελευθερισμού, η Ευρώπη μπορεί να βρει ξανά το βηματισμό της μόνο αν θυμηθεί την αξία και την ορθότητα της ευρωπαϊκής ιδέας που συνδέεται αναπόσπαστα και με την ελληνική παράδοση και ιστορική σκέψη περί δημοκρατίας (συμμετοχή στο δημόσιο βίο, περιορισμός των αγορών μέσω του προσδιορισμού του δημόσιου αγαθού μέσω της δημόσιας δημοκρατικής διαβούλευσης). Κεντρικό ρόλο σε αυτή την κατεύθυνση καλούνται να διαδραματίσουν τα κοινωνικά κινήματα. Η πολιτική είναι ζήτημα αρχών!