Ο Μούνχαου σημειώνει πως η Γερμανία είναι εκείνη «που χρειάζεται άμεσα μεταρρυθμίσεις κι όχι η ελληνική αγορά προϊόντων». Παράλληλα, ο γερμανικής καταγωγής αρθρογράφος κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την Ευρωζώνη εξαιτίας των τακτικισμών του Βερολίνου. «Τα περισσότερα από αυτά που μπορούσαν να πάνε άσχημα στην Ευρωζώνη, πήγαν, με εξαίρεση τον χρηματοπιστωτικό κλάδο της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος παρέμεινε σταθερός. Αυτό όμως θα αλλάξει σύντομα», υπογραμμίζει.
Ολόκληρο το άρθρο του Βόλφγκανγκ Μούνχαου
«Τα περισσότερα από όσα μπορούσαν να πάνε άσχημα στην ευρωζώνη… πήγαν. Από τα λίγα πράγματα που έμειναν ανέπαφα από τις μεταρρυθμίσεις ήταν ο χρηματοοικονομικός κλάδος της κεντρικής Ευρώπης. Κι αυτό όμως, μπορεί σύντομα να αλλάξει.
Η προφανής σταθερότητα του κλάδου μέχρι κάποιου σημείου προκαλεί έκπληξη. Η Γερμανία, η Ολλανδία και σε λιγότερο βαθμό η Αυστρία καταγράφουν επίμονα μεγάλα πλεονάσματα αποταμιεύσεων, κεφάλαια που επένδυσαν στο εξωτερικό.
Στην Αυστρία, ένας αγωγός για αυτές τις εκροές ήταν η Hypo Alpe Adria, η τράπεζα που κρατικοποιήθηκε το 2007 αφού υπέστη σοβαρές ζημίες στην κεντρική Ευρώπη. Την προηγούμενη εβδομάδα, η bad bank η οποία είχε απορροφήσει όλους τους μη εξυπηρετούμενους τίτλους της, κήρυξε moratorium σε χρέη 11 δισ. ευρώ.
Η Γερμανία έχει τις δικές της επικίνδυνες τράπεζες. Ο πραγματικός κίνδυνος όμως, είναι αλλού: στον κλάδο ασφαλειών ζωής. Ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Moody’s, ήδη προειδοποίησε από τα τέλη του 2013 ότι το περιβάλλον των χαμηλών επιτοκίων θα είναι πολύ επικίνδυνο για τις γερμανικές ασφαλιστικές. Εκείνη την περίοδο, η απόδοση των 10ετών γερμανικών ομολόγων βρίσκονταν στο αξιοπρεπές 2%. Την προηγούμενη Παρασκευή όμως, άγγιξε το 0,34%. Για τα 5ετή ομόλογα, η απόδοση είναι αρνητική.
Η σημερινή εκκίνηση του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μπορεί να οδηγήσει σε περαιτέρω μείωση των επιτοκίων της αγοράς, όσο συνεχίζεται το πρόγραμμα – δηλαδή τουλάχιστον μέχρι το Σεπτέμβριο του 2016. Για να δει κανείς τον αντίκτυπο των χαμηλών επιτοκίων στον ασφαλιστικό κλάδο χρειάζεται να κατανοήσει το επιχειρηματικό του μοντέλο. Αυτές οι επιχειρήσεις πουλούν ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά προϊόντα. Επενδύουν τα χρήματα που παίρνουν από τους ασφαλισμένους σε κρατικά και εταιρικά ομόλογα. Για να λειτουργήσει αυτό, η μέση απόδοση των ομολόγων που έχουν στο χαρτοφυλάκιό τους χρειάζεται να είναι υψηλότερο από την εγγυημένη απόδοση που δίνουν.
Τα πράγματα γίνονται χειρότερα, εάν αναλογιστεί κανείς ότι όλα αυτά συμβαίνουν σε μία περίοδο όπου ο ίδιος ο ασφαλιστικός κλάδος αντιμετωπίζει αυστηρότερη εγχώρια και ευρωπαϊκή εποπτεία. Από το 2011, οι γερμανικές ασφαλιστικές εταιρίες πρέπει να έχουν προβλέψεις έναντι της υποχώρησης των ομολογιακών αποδόσεων. Και το νέο ευρωπαϊκό εποπτικό καθεστώς θα επιβάλει αυστηρότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις και κανόνες φερεγγυότητας από το 2016.
Με μηδενικά επιτόκια είναι πολύ δύσκολο για τον κλάδο συνολικά να διατηρήσει τη φερεγγυότητά του. Προβλέποντας τις δυσκολίες ενόψει, οι γερμανικές ασφαλιστικές άρχισαν να διαφοροποιούνται σε άλλες τοποθετήσεις όπως τα ακίνητα και το private equity, αναλαμβάνοντας μεγαλύτερο ρίσκο. Όλα αυτά όμως, είναι μικρής κλίμακας.
Μία από τις καλύτερες αναλύσεις επί του θέματος είναι εκείνη που συνέταξαν δύο στελέχη της Bundesbank. Έκαναν τρία σενάρια προσομοίωσης – βασικό, ήπιου στρες και έντονου στρες. Στο δυσμενές σενάριο, η μέση απόδοση είναι μεταξύ 1% και 2% που είναι υψηλότερη από τα γερμανικά ομόλογα σήμερα.
Βεβαίως, η μέση απόδοση στα χαρτοφυλάκια των ασφαλιστικών είναι υψηλότερη. Κι αυτό επειδή οι ασφαλιστικές έχουν ομόλογα που αγόρασαν πριν πολλά χρόνια, όταν τα επιτόκια ήταν υψηλότερα.
Όσο περνά ο καιρός όμως, το βάρος των ομολόγων με τα χαμηλά επιτόκια στα χαρτοφυλάκια των ασφαλιστικών θα αυξηθεί. Για τις ασφαλιστικές, ο μεγάλος κίνδυνος τώρα είναι το χρονικό διάστημα που θα παραμείνουν χαμηλά τα επιτόκια.
Το αποτέλεσμα αυτής της προσομοίωσης είναι σοκαριστικό. Στο ηπιότερο σενάριο, 12 από τις 85 γερμανικές ασφαλιστικές που ερευνήθηκαν θα χρεοκοπήσουν μέχρι το 2023. Στο δυσμενέστερο σενάριο, ο αριθμός αυξάνεται στις 32 με συνολικό μερίδιο αγοράς 43%. Και αυτό αφορά μόνο τον ασφαλιστικό κλάδο. Πολλές γερμανικές επιχειρήσεις έχουν υποχρηματοδοτούμενα ασφαλιστικά σχήματα, που μπορεί επίσης να αντιμετωπίσουν προβλήματα.
Όταν ακούτε τους Γερμανούς κεντρικούς τραπεζίτες να διαμαρτύρονται για τους χρηματοοικονομικούς κινδύνους που προκύπτουν από τα χαμηλά επιτόκια, αναφέρονται σε αυτό ακριβώς.
Τα χαμηλά επιτόκια δεν είναι βεβαίως η αιτία για αυτό το αργοκίνητο τρένο. Η αιτία είναι, βεβαίως, το ίδιο το τρένο. Εάν υπάρχει κάτι στην Ευρώπη που χρήζει άμεσης μεταρρύθμισης, δεν είναι η ελληνική αγορά προϊόντων, αλλά ο γερμανικός και ο αυστριακός χρηματοοικονομικός κλάδος. Αυτό μπορεί να ακούγεται εντελώς απίθανο για τον περιστασιακό παρατηρητή. Εάν όμως, η Γερμανία συνεχίσει να επιβάλει αυτή την πολιτική αποπληθωριστικής προσαρμογής στην ευρωζώνη και να καταγράφει μεγάλα πλεονάσματα αποταμιεύσεων, χωρίς να έχει μεταρρυθμίσει το δικό της χρηματοοικονομικό κλάδο, τότε θα πρέπει να προετοιμαζόμαστε για την επόμενη μεγάλη χρηματοοικονομική κρίση».