Θέμα δήμευσης της περιουσίας του Γερμανικού δημοσίου στην Ελλάδα, και μαζί νέο ταραχώδες κεφάλαιο στις σχέσεις Αθήνας-Βερολίνου, ανοίγει η δήλωση του υπουργού Δικαιοσύνης Νίκου Παρασκευόπουλου για πιθανή ενεργοποίηση της απόφασης του Αρείου Πάγου του 2000 υπέρ των θυμάτων του Διστόμου.
«Η απόφαση του Αρείου Πάγου παραμένει εκτελεστή και προσωπικά είμαι έτοιμος να δώσω την άδεια για την εκτέλεσή της», είπε ο υπουργός Δικαιοσύνης στην ειδική συνεδρίαση της Βουλής για τις γερμανικές αποζημιώσεις, φέρνοντας ξανά στο προσκήνιο μια υπόθεση-σταθμό νομικών και ιστορικών διεκδικήσεων που έχει παγώσει εδώ και 15 χρόνια.
Η απόφαση εκείνη του Αρείου Πάγου δικαίωνε τα θύματα του Διστόμου και τους απογόνους τους, υποχρεώνοντας τη Γερμανία να δώσει αποζημιώσεις, διαφορετικά θα γινόταν συντηρητική κατάσχεση περιουσιακών της στοιχείων στην Ελλάδα και θα ακολουθούσε πλειστηριασμός τους. Ανάμεσα σ’ αυτά τα εν Ελλάδι περιουσιακά στοιχεία της Γερμανίας είναι το Ινστιτούτο Γκαίτε, του γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο και η Γερμανική Σχολή. Για να είναι εκτελεστή όμως η απόφαση πρέπει να φέρει και την υπογραφή του υπουργού Δικαιοσύνης, κάτι που ποτέ δεν έγινε μέχρι σήμερα.
Δεν είναι, πάντως, η πρώτη φορά που ο κ. Παρασκευόπουλος ανοίγει το θέμα της δήμευσης: Ο ίδιος είχε δώσει στίγμα προθέσεων πριν από έναν μήνα, επίσης στη Βουλή στη συζήτηση για τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης. «Θα υπάρξουν διεκδικήσεις των κατοχικών δανείων και των αποζημιώσεων με την εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων», είχε πει τότε.
Χθες, βεβαίως, ο κ. Παρασκευόπουλος επεσήμανε ότι ο «χρόνος εκτέλεσης της διαδικασίας» θα εξαρτηθεί από νομικά πολύπλοκα ζητήματα αλλά και από την «πολιτική διαπραγμάτευση» που θα επιχειρήσει η κυβέρνηση. Δεν είναι καθόλου τυχαία, άλλωστε, η συγκυρία της παρέμβασής του, καθώς έρχεται σε μια κομβική φάση της ευρωπαϊκής διαπραγμάτευσης για το χρέος και την ώρα που η ένταση στις ελληνο-γερμανικές σχέσεις χτυπά «κόκκινο». Όπως είπε και την Τετάρτη στην πρωινή εκπομπή του Mega «περιμένω τον κατάλληλο χρόνο, τη στάθμιση των εθνικών, νομικών και πολιτικών ζητημάτων».
Η ιστορική απόφαση του Αρείου Πάγου
Μια επίσης «ιδιαίτερη» ευρωπαϊκή συγκυρία ήταν εκείνη που είχε αποτρέψει την εκτέλεση της απόφασης το 2000: Ηταν τότε η ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ, επί κυβέρνησης Σημίτη, που απέτρεψε τον υπουργό Δικαιοσύνης Μιχάλη Σταθόπουλο να ανοίξει μέτωπο με το Βερολίνο υπογράφοντας την δήμευση γερμανικών περιουσιακών στοιχείων. Η ιστορία ξεκίνησε το 2000 όταν ο Άρειος Πάγος δικαίωσε το αίτημα για αποζημιώσεις περίπου 9,5 δισ. δραχμών (28 εκ. ευρώ), που είχε υποβάλλει το 1997 ο δικηγόρος Γιάννης Σταμούλης, ως εκπρόσωπος των συγγενών 218 θυμάτων της σφαγής του Διστόμου.
Ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης κ. Σταθόπουλος δεν υπέγραψε την ενεργοποίησή της, συγγενείς των θυμάτων κίνησαν μόνοι τους τις διαδικασίες δήμευσης και δικαστικοί κλητήρες πήγαν στον ινστιτούτο Γκαίτε το καλοκαίρι του 2000 επιδίδοντας τα κατασχετήρια. Η όλη διαδικασία όμως ανακόπηκε από την κυβέρνηση.
Ο Γιάννης Σταμούλης αποφάσισε τότε, πατώντας σε ευρωπαϊκό κανονισμό που επιτρέπει την αναγνώριση της εκτελεστότητας αποφάσεων ενός κράτους μέλους στο έδαφος άλλου, να ζητήσει την κατάσχεση περιουσίας του γερμανικού κράτους στην Ιταλία και συγκεκριμένα τη βίλα Βιγκόνι, στη Φλωρεντία. Η Ιταλία επελέγη προφανώς διότι τα ιταλικά δικαστήρια είχαν αποδεχθεί παρόμοιες αγωγές Ιταλών πολιτών.
Η προσφυγή του Σταμούλη απορρίφθηκε πρωτοδίκως και στο εφετείο, αλλά έγινε δεκτή από το ιταλικό Ανώτατο Δικαστήριο το καλοκαίρι του 2011. Η Γερμανία προσέβαλε την απόφαση αυτή στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης, που στις 3 Φεβρουαρίου 2012, έκανε δεκτή τη γερμανική προσφυγή, η οποία υποστήριζε ότι η Ιταλία παραβίασε την αρχή της ετεροδικίας, με βάση την οποία ένα κράτος δε μπορεί να δικάζεται στα δικαστήρια άλλου κράτους.
Μεταγενέστερη όμως απόφαση του ιταλικού Συνταγματικού Δικαστηρίου στις 22 Οκτωβρίου του 2014 σύμφωνα με την οποία κάθε άνθρωπος έχει το θεμελιώδες δικαίωμα να εισακουστεί από τα δικαστήρια, άνοιξε νέα νομικά δεδομένα και νέες διόδους. Όπως είπε, άλλωστε, χθες στη Βουλή ο κ. Παρασκευόπουλος η απόφαση του Δικαστηρίου της Χάγης περί ετεροδικίας δεν εμποδίζει την εκτέλεση της απόφασης για δήμευση του ελληνικού Αρείου Πάγου, καθώς η προσφυγή της Γερμανίας δεν αφορούσε την συγκεκριμένη υπόθεση.