Εδώ και αρκετό καιρό πολλές αποφάσεις της δικαιοσύνης προκαλούν το κοινό αίσθημα. Από την αθώωση των πιστολέρο της Μανωλάδας και του Κασιδιάρη, μέχρι την –κατ’ ουσίαν– αθώωση Παπακωνσταντίνου και την απαλλαγή του Θέμου Αναστασιάδη, όλα βοούν ότι κάτι δεν πηγαίνει καλά. Βέβαια, για να είμαστε ειλικρινείς, αυτό δεν είναι τωρινό φαινόμενο. Ούτε, βεβαίως, είναι αμιγώς ελληνικό. Δυστυχώς, σχεδόν παντού στον –λεγόμενο– πολιτισμένο κόσμο η δικαιοσύνη είναι άκρως ταξική.
Το νούμερο ένα έγκλημα στις ημέρες μας, το οικονομικό, που συνήθως έχει να κάνει με τις ελίτ και τους παρατρεχάμενούς της, στην πραγματικότητα μένει συστηματικά ατιμώρητο. Θες οι καλοί και ακριβοί δικηγόροι, θες οι «γνωριμίες», θες ο φόβος του δικαστή για τους οικονομικά ισχυρούς, η ουσία είναι ότι οι έχοντες και κατέχοντες εννιά στις δέκα φορές (για να μην πω δέκα στις δέκα) γλιτώνουν τη φυλάκιση.
Και το χειρότερο δεν είναι αυτό, ότι οι πλούσιοι δεν δικάζονται για τα εγκλήματά τους, αλλά ότι οι φτωχοδιάβολοι έχουν την ακριβώς αντίθετη μεταχείριση. Έτσι έχουμε σουρεαλιστικά φαινόμενα όπου κάποιος καταδικάζεται σε πολυετή φυλάκιση γιατί έκλεψε ένα ποδήλατο ή ένα κινητό, και κάποιος που καταχράστηκε εκατομμύρια να εισπράττει ποινή-χάδι και προτροπές να μην το κάνει ξανά (κάτι παρόμοιο είπε ο πρόεδρος του δικαστηρίου στον Παπακωνσταντίνου).
Βέβαια, όσον αφορά τα δικά μας, δεν είναι για να πέφτουμε από τα σύννεφα. Όταν σε έναν τόπο επικρατεί η σήψη και η παρακμή, είναι αυτονόητο ότι η δικαιοσύνη δεν μπορεί να μείνει ανεπηρέαστη. Εδώ, όμως, μιλάμε για κάτι άλλο. Η διαφθορά, η εθελοδουλία, η διάθεση για εξυπηρέτηση του ισχυρού και όχι των νόμων δεν είναι η εξαίρεση αλλά ο κανόνας. Και σ’ αυτό το συμπέρασμα δεν συνηγορούν μόνο οι προκλητικές αποφάσεις της δικαιοσύνης αλλά πλήθος άλλων στοιχείων.
Δυο χαρακτηριστικά παραδείγματα: πρώτον, ο «ψηλός παναθηναϊκάκιας», που σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις αφορά σε γνωστό υψηλόβαθμο στέλεχος της δικαιοσύνης, ο οποίος φέρεται να διεκπεραίωνε υποθέσεις σύμφωνα με τα γούστα των εντολέων του. Δεύτερον, στις υποκλαπείσες συνομιλίες του εφοπλιστή και προέδρου του ολυμπιακού Μαρινάκη, γνωστός δικηγόρος τον ενημερώνει πως έχει έρθει ο «κύριος εισαγγελέας» και θέλει να τον γνωρίσει. Βάλτε τώρα με το νου σας αν και πώς μπορούν αυτοί οι δυο δικαστικοί, να δικάσουν είτε τους εντολείς τους είτε αυτούς που «εκτιμούν και θέλουν να γνωρίσουν».
Σταγόνα στον ωκεανό τα δυο παραδείγματα. Αν ανατρέξουμε στον τύπο θα βρούμε δεκάδες, αν όχι εκατοντάδες, παρόμοια δημοσιεύματα. Παραδικαστικό, σκάνδαλο του χρηματιστηρίου, υπόθεση Siemens, εξοπλιστικά και πλήθος άλλων υποθέσεων κατέληξαν στον κάλαθο των αχρήστων. Τιμώρησαν, όπου δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς και για την έξωθεν καλή μαρτυρία, κάποιους ασήμαντους, και τα μεγάλα ψάρια τα άφησαν να κολυμπούν ελεύθερα στη θάλασσα του χρήματος και της διαφθοράς.
Νομικός δεν είμαι, άρα δεν μπορώ να γνωρίζω πώς μπορεί να διορθωθεί αυτό το ρυπαρό φαινόμενο. Πώς, δηλαδή, θα μπορέσει να καθαρίσει η κόπρος του Αυγεία από το δικαστικό σώμα. Διότι το ζήτημα δεν έχει να κάνει μόνο με τη διαφθορά αλλά και με αρκετά ακόμη. Ένα εκ των οποίων είναι ότι το δικαστικό σώμα είναι βαθιά συντηρητικό.
Πλήθος αποφάσεών του όζει σκοταδισμού και οπισθοδρόμησης. Δεν γνωρίζω εάν υπάρχουν έρευνες για το ποιοι, από πού προέρχονται, και γιατί αποφασίζουν να γίνουν δικαστικοί. Πάντως, έχω την αίσθηση ότι μεγάλο του δικαστικού σώματος είναι, αφενός, του δόγματος «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια», αφετέρου, οικογενειακή υπόθεση. Γονείς, θείοι, παιδιά, ανίψια, εγγόνια, φίλοι και γνωστοί όλοι ένα δικαστικό κουβάρι. Κάτι σαν κλειστό επάγγελμα δηλαδή, που, όμως, κανείς δεν ενδιαφέρεται να το ανοίξει.
Μπορεί η κυβέρνηση να αντιμετωπίσει το φαινόμενο; Δύσκολο. Διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η δικαιοσύνη είναι, τουλάχιστον στους τύπους, αυτοδιοίκητη και ανεξάρτητη. Άρα, τουλάχιστον νομότυπα, δεν μπορεί κανείς να επέμβει στα όσα αποφασίζει. Κι αυτό είναι ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα που η κυβέρνηση θα το βρει μπροστά της. Εάν τα δικαστήρια συνεχίσουν να εκδίδουν προκλητικές αποφάσεις, η αντίδραση της κοινής γνώμης δεν μπορεί να προβλεφθεί.
Όχι ότι θα έχουμε επαναστάσεις ή λαϊκά δικαστήρια, αλλά τη δυσαρέσκεια για τις δικαστικές αποφάσεις θα την εισπράξει, θέλοντας και μη, η κυβέρνηση, η οποία, δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι εκλέχθηκε και με τη σημαία της κάθαρσης. Εάν, λοιπόν, οι πολίτες, οι οποίοι υπέφεραν τα πάνδεινα την περίοδο των μνημονίων και ζητούν, δικαίως, να υπάρξει τιμωρία όλων όσοι συνέβαλλαν στην εξαθλίωσή τους, δουν ότι η κυβέρνηση αδυνατεί να υλοποιήσει τις δεσμεύσεις της, οι αντιδράσεις θα είναι και ραγδαίες και αναπόφευκτες.
Κατά την εκτίμησή μου, αυτό είναι ένα από τα δυσκολότερα προβλήματα που θα κληθεί να λύσει η κυβέρνηση. Όμως, επειδή πιστεύω ότι απ’ όλες τις εξουσίες η εκτελεστική είναι η πιο δυνατή, αυτή που έχει τη δύναμη, εάν βεβαίως το θελήσει, να επιβάλλει τις απόψεις της, θα βρεθεί λύση και σ’ αυτό. Σίγουρα όχι απόλυτα και όχι σύντομα. Η κυβέρνηση δεν μπορεί ούτε να αλλάξει, άμεσα, τη σύνθεση του δικαστικού σώματος, ούτε να τους εμφυσήσει εντιμότητα και δημοκρατικά ιδεώδη.
Πάντως, στον ΣΥΡΙΖΑ υπάρχουν άνθρωποι που και εξαιρετικοί νομικοί είναι και γνωρίζουν τι είναι αυτό που πρέπει να κάνουν. Διότι το να γυρίσουμε σελίδα ξεχνώντας όλα όσα έχουν γίνει, κάτι που ζητούν επιτακτικά όλοι όσοι, έμμεσα ή άμεσα, έχουν βουτήξει το δάχτυλο στο βάζο με το μέλι, δεν θα οδηγήσει πουθενά. Ή, για να το πω κι αλλιώς, ακόμη κι αν καταφέρουμε με τη μέθοδο της λήθης να βγούμε από τη στενωπό, πολύ σύντομα, όλοι όσοι έκλεψαν, που δεν τους λες και λίγους, θα μπουν ξανά στον πειρασμό. Και τότε δεν μας σώζει τίποτα…