Του Γιάννη Δημογιάννη
«Μήπως οι απέραντοι κόσμοι που την απετέλουν (ενν. αρμονία) ήσαν το έργο όχι του Θεού, που η εκκλησία θέλει να μας επιβάλλη, αλλά ενός τελείως διαφορετικού, ενός Θεού αλήθεια παντοκράτορος, ενός θεού αλήθεια παντοδύναμου, που υπήρχε μέσα στα ίδια τα έργα του και σε όλα τα κτίσματά του, αποτελούντος ένα με αυτά, και υπάρχοντος παντού αλλ’ αοράτου, όπως είναι υπαρκτή και αόρατος η ενέργεια, όπως είναι υπαρκτόν μα αόρατον το πνεύμα…» (Μέγας Ανατολικός, α’ τόμος, σελ. 108)
Αποκόπτοντας κανείς το συγκεκριμένο απόσπασμα από το μονόλογο της ηρωίδος Υβόννης, ενδεχομένως και ν’ ανακαλούσε μία βαθυστόχαστη θρησκευτική δοκιμή, σχετικά με την έννοια και την υπόσταση του Θείου. Όλα αυτά, βεβαίως, μέχρις ότου η νεανίς τολμήσει να καταθέσει τις δικές της, ρητορικές ερωτήσεις: «Αλήθεια, μήπως αυτά ήσαν ο Θεός, και όχι εκείνος ο ηθικολόγος τύραννος και τιμωρός κριτής – τουτέστιν ένας μεγάλος Άρχων φωτεινός, αυτόφωτος, τελείως άσχετος με τας εννοίας του Καλού και του Κακού; Μήπως εν τη ουσία των πραγμάτων δεν υπήρχε καμία ηθική, ούτε ανάγκη ηθικής, για να διαρθρωθή και υπάρξη ο κόσμος; Μήπως, μα τον Θεόν, ο μόνος Θεός ήτο ένας τεράστιος και παντοδύναμος Ψώλων, και, ουσιαστικώς, υπήρχαν μόνον ηδοναί, δια του πανίσχυρου Πέους του και του υπερπλουσίου σπέρματός του χορηγούμεναι; Και μήπως αι ηδοναί αυταί, τουτέστιν οι ερωτικαί, ήσαν αι πράξεις εκείναι, που πλησίαζαν ασυγκρίτως περισσότερον απ’ οτιδήποτε άλλο τους ανθρώπους προς τον μεγαλοψώλονα Θεόν, τον απόλυτο Πλάστην και Κτήτορα του κόσμου…;»
Όταν με βουλιμία διάβαζα πριν αρκετά χρόνια, παρόμοια σπαρταριστά αποσπάσματα από το εκτενέστερο, Ελληνικό «ερωτογράφημα» – ο όρος «πορνογράφημα» αναιρεί κατ’ εμέ, την ουσία του Μέγα Ανατολικού – αναρωτήθηκα αρχικά το προφανές, για τα Ελληνικά πράγματα: «καλά, με τόσες συνουσίες που θα ζήλευε μέχρι και ο μαρκήσιος Ντε Σαντ, ακόμη δεν έχει κατέβει στο πεζοδρόμιο το Χριστεπώνυμο πλήθος; Ούτε μία διαδήλωση δε διοργανώθηκε ενάντια σε όσους καταλύουν τα θεμέλια της κοινωνίας; Ούτε καν μία συμβολική διαμαρτυρία εις βάρος όσων διαβρώνουν την ψυχή και το σώμα της νεολαίας μας;» Απορίες εύλογες, ιδίως αν αντιπαραβάλλεις τις καταιγιστικές πορνογραφικές εικόνες του Εμπειρίκου, με τις βαθιά εδραιωμένες, συντηρητικές ιδεολογίες, που λιμνάζουν στον τόπο. Κι όμως, αν εξαιρέσει κανείς την ατελέσφορη μήνυση του περιοδικού «Πολιτικά θέματα», μαζί με την καταδίκη του εκδότη της «Ανδριώτικης εβδομάδας» από το τριμελές πλημμελειοδικείου Σύρου (βλ. παράβαση του νόμου «περί ασέμνων»), κατά τα λοιπά, το κολοσσιαίο σε όγκο μυθιστόρημα φάνηκε πως έμεινε αλώβητο στο παρθενικό του ταξίδι. Τουλάχιστον, από τη λογοκρισία και τους πάμπολλους ένθερμους ζηλωτές της. Κατά συνέπεια, ούτε το βιβλίο απορρίφθηκε από το κοινωνικό σώμα, σαν βδελυρό «έργο», ούτε το οικοδόμημά του Ναού καταλύθηκε από τον αγγελιοφόρο της Ηδονής.
Πάραυτα, αλώβητο δεν έμεινε το έργο από τις ετερόκλητες και αμφίρροπες κριτικές. Γιατί μπορεί, μεν, οι τρεις πρώτοι τόμοι από τους 8, συνολικά, να έγιναν ασμένως αποδεκτοί από το αναγνωστικό κοινό, κατά την κυκλοφορία τους (1990-2), εντούτοις, η αποδοχή της αναμενόμενης έκδοσης από την φιλολογική κοινότητα (μελετητές, κριτικοί, ακαδημαϊκοί κτλ), δεν ήταν και τόσο εγκωμιαστική… «Δεν είναι καν λογοτεχνία», ήταν η βασικότερη από τις ενστάσεις των επικριτών. «Δεν υπάρχει κανένας μύθος, καμία αφηγηματική κλιμάκωση, καμία πρωτοτυπία». «Αυτό-ακυρώνεται σε μία προβλέψιμη επανάληψη». «Όσο για τις 2647 χειρόγραφες σελίδες (τελική έκδοση) θυμίζουν ολόκληρο Έπος, που ανακυκλώνει φλύαρες πορνογραφικές εμμονές». Αντιδράσεις, εν πολλοίς, προβλέψιμες και αναμενόμενες, ιδίως αν αναλογιστείς πως η εγχώρια κριτική, συχνά έχει αποδειχθεί αδύναμη να χωρέσει ή, έστω, να ερμηνεύσει έργα, τα οποία υπερβαίνουν με τη νεωτερικότητά τους, τις οριοθετημένες νόρμες. Αυτός, προφανώς, ήταν και ο μείζων λόγος, που ο Μέγας Ανατολικός δεν έγινε ευρέως αποδεχτός, όταν εκδόθηκε μετά το θάνατο του συγγραφέα. Γιατί εισήγαγε πρωτοφανείς, για τα Ελληνικά δρώμενα, ανατρεπτικές εκδοχές του Μύθου και της αφήγησης, καταφέρνοντας έτσι να σπείρει «καινά δαιμόνια» στην, εν πολλοίς, τελματωμένη λογοτεχνική κοινότητα.
Η σύγκρουση, βέβαια, του συγγραφέα με την κοινότητα της καθεστηκυίας διανόησης κρύβει σίγουρα, μακρύ παρελθόν. Τόσο οι αρνήσεις, όσο και η σφοδρή απαξιωτική ρητορική σε βάρος του εκτονώθηκαν με σφοδρότητα, κυρίως εν μέσω της καθημαγμένης εποχής, στην οποία γράφτηκε το «μέγα Ανοσιούργημα». Με μία, όμως, σημαντική διαφορά. Ο Εμπειρίκος, σαν ο κατεξοχήν εκπρόσωπος της ψυχανάλυσης και του υπερρεαλιστικού κινήματος στην Ελληνική ενδοχώρα, κατάφερε κυριολεκτικά ν’ εγκλωβιστεί στο μάτι του κυκλώνα, τόσο από τη συντηρητική – αστική διανόηση, όσο και από την αριστερή – ριζοσπαστική. Για, μεν, τους πρώτους υπήρξε ο αποδιοπομπαίος απόγονος του Πανός, ένας Σάτυρος που αποπειράθηκε με τις ελευθεριάζουσες ιδέες του να ταράξει τα στεκάμενα νερά της παράδοσης και της στερεοτυπικής τέχνης. Ενώ, για τους εκπρόσωπους του μαρξιστικού χώρου, αποβλήθηκε εγκαίρως από την «τάξη» των εκλεκτών, σαν εκείνος ο απείθαρχος μαθητής, που αρνήθηκε με τους αλλοπρόσαλλους πειραματισμούς του, αυτή καθεαυτή την επαναστατική δυναμική της στρατευμένης τέχνης. Εξάλλου, στο δεύτερο πολιτικό στρατόπεδο, η Ιστορία λειτουργεί σαν τραγικός αυτόπτης μάρτυρας, αφού είναι γνωστό πως ο Εμπειρίκος συνελήφθη στα Δεκεμβριανά από την ΌΠΛΑ, η οποία τον κράτησε όμηρο στα Κρώρα Βιωτίας, για λόγους ευνόητους (εκπρόσωπος της αστικής τάξης και αρνητής του Μαρξισμού). Απόρριψη, όπως καταλαβαίνουμε, διπλή, που φανερώνει πως, στην εποχή του, ο Εμπειρίκος – ίσως και ο συνοδοιπόρος, αλλά και επιστήθιος φίλος του, Ο. Ελύτης – χρεώθηκε με τη αξεπέραστη ρετσινιά του αιθεροβάμονα ∙ στιγματίστηκε, δηλαδή, σαν ο «ανέπαφος χορηγός» μίας ελπίδας, που έτσι ή αλλιώς είναι καταδικασμένη σε τούτο τον τόπο να στενάζει ανάμεσα σε δύο μαύρες Συμπληγάδες.
Η κατάσταση, δυστυχώς, δε θα μπορούσε να έχει διαφορετική έκβαση για την περίπτωση του μεγάλου αιρετικού, πόσον μάλλον σε μία διχαστική κοινωνία σαν την μετεμφυλιακή Ελλάδα. Η βαθύτερη, όμως, αιτία που πυροδότησε, κατά τη γνώμη μου, αυτή την απορριπτική στάση, δεν ήταν άλλη από την ιδιαιτερότητα της ιδεολογίας, που ο Εμπειρίκος αποπειράθηκε να μεταλαμπαδεύσει, πρωτίστως στους αναγνώστες του. Διότι, στην ουσία της, η ιδεολογία του υπηρετούσε την ανάγκη ν’ απελευθερωθούν τα υποκείμενα, από εκείνους τους μηχανισμούς, που καθηλώνουν και, ενίοτε, ματαιώνουν την ανθρώπινη φύση. Η απελευθέρωση αυτή όμως, δε θα μπορούσε να επιτευχθεί διαφορετικά, παρά μόνον μέσα από την ολοκληρωτική απελευθέρωση της σεξουαλικότητας. Επομένως, σύμφωνα με την ψυχαναλυτική θεώρηση της ζωής, ο Μέγας Ανατολικός ήταν το πρώτο και κύριο συμβολικό έργο, που ευαγγελίστηκε και υπηρέτησε πιστά, αυτό το όραμα: την αποδοχή της σεξουαλικότητας, και, εν συνεχεία, την αδιαπραγμάτευτη ικανοποίηση όλων των ερωτικών επιθυμιών, δίχως τον παραμικρό ενδοιασμό, φόβο ή ενοχή. Γι’ αυτό και ο Ο. Ελύτης – διακρίνοντας εύστοχα πως το έργο του Εμπειρίκου «ναυπηγήθηκε με τα υλικά του ψυχαναλυτή, στις δεξαμενές ενός οραματιστή και προφήτη» – δε σταμάτησε, από την πρώτη κιόλας στιγμή, να επισημαίνει το διδακτικό του χαρακτήρα. Υπ’ αυτή την έννοια, ο πλους του γιγάντιου υπερωκεάνιου λειτουργεί ως ένα «μυθιστόρημα ερωτικής παιδεύσεως και αισθηματικής αγωγής, ένα κείμενο ερωτικής μυήσεως».
Η διαπίστωση φαντάζει, τελικά, αποθαρρυντική. Παρά, τις όποιες επίμονες, αποσπασματικές απόπειρες κάποιων μεμονωμένων «ανοιχτόμυαλων» μελετητών, ελάχιστοι ήταν οι διανοητές που συνέδεσαν τον Μέγα Ανατολικό, με το όραμα μίας ερωτικής και πολιτικής ουτοπίας. Και τούτο, γιατί ελάχιστοι αναγνώρισαν σ’ αυτό το ατελείωτο ταξίδι της ηδονής, «το μεσσιανικό όραμα για μία μέλλουσα ανθρωπότητα». Εξάλλου, ελάχιστοι είναι και οι εναπομείναντες ονειροπόλοι, που εξακολουθούν να προσβλέπουν στην «ιμερική πολιτεία του πανελεύθερου έρωτα, χωρίς εκμετάλλευση και χωρίς τάξεις»; Τις καλύτερες εξηγήσεις, πάντως, για να κατανοήσουμε καλύτερα, τι έφταιξε και ματαιώθηκε αυτή η εξωπραγματική, η σχεδόν ρομαντική ουτοπία, θα τις εντοπίσουμε, μάλλον, στο μονόλογο της καβλο-πυρέσσουσας ηρωίδας. Οι θλιμμένες της διαπιστώσεις αποκαλύπτουν πόσο βαθιά έχουμε παρανοήσει τη φύση του Έρωτα:
«Μήπως δε φταίει καθόλου, μα καθόλου ο έρως – εξακολούθησε να σκέπτεται με αιμάσσουσαν καρδιάν η Υβόννη. Μήπως φταίει ο τρόπος με τον οποίον αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι τον έρωτα, τόσον εις το ατομικόν, όσον και εις το κοινωνικόν επίπεδον; Μήπως, αν δεν έμπαινε στη μέση το λεγόμενον «αίσθημα» και η λεγόμενη «Ηθική», θα ημπορούσε τότε μόνον να είναι ο έρωτας τέλειος και απλός και εύκολος, επ’ άπειρον πανήδονος και απολύτως παντοδύναμος – όλο χαρά (μόνο χαρά), όλο γλύκα (μόνον γλύκα), χωρίς απαγορεύσεις, στερήσεις, πικρίες, διάφορα «μούπες-σούπα» και άλλα αηδή και ακατανόητα, όπως η αποκλειστικότης, η εντός του γάμου αγνότης και όλη η σχετική με αυτόν απέραντη όσο και μάταια ηθικολογία και φιλολογία;» (Μ. Ανατολικός, σελ. 107)
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο ένθετο του Νόστιμον Ήμαρ στον “Δρόμο”, τo Σάββατο 16.9.2017