by anatol knotek
The world is a game.
– Jean Baudrillard
Ετυμολογικά οι λέξεις παιδαγωγία, παιδεία, παίγμα, παίγνια, παίδες έχουν τις ρίζες τους στο ρήμα παίζω, γεγονός που υποδηλώνει οτι ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός συνέδεσε τις έννοιες μεταξύ παιχνιδιού και μάθησης πριν από χιλιάδες χρόνια (ενημερωτικά, το συνανταμε για πρώτη φορά στην Οδύσσεια του Ομήρου). Παράλληλα, στην Πολιτεια ο Πλάτων υποστηρίζει ότι το παιχνίδι προάγει την ανακάλυψη και την κατανόηση της αλήθειας. Αναρωτηθήκατε όμως ποτέ ποιά αλήθεια ακριβώς διδασκόμαστε μέσα από τα παιχνίδια που συνήθιζαμε να παίζουμε όταν είμασταν παιδιά; Τι πιστεύετε οτι μάθαμε περί αρετών και δημοκρατικών θεωρήσεων των πραγμάτων;
Σε ένα πρώτο γκεστάλτ, μία ομοια με την προαναφερθείσα προσέγγιση, συνέβη αιώνες πριν μεταξύ Νεπαλ και Β.Ινδιας, με σκοπό τη σύνδεση του παιχνιδιού με τη θρησκεία και τις πολιτιστικές αξίες. Πρόκειται για τη συμβολική συνένωση που δημιούργησε ένα από τα γνωστότερα παιχνίδια, το Φιδάκι. Στο πεδίο του χρόνου, είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς πώς ένα συνηθισμένο παιδικό παιχνίδι όπως αυτό, κατάφερε να επιωβιώσει, να καθιερωθεί μέσα από διαφορετικές ονομασίες, επιρροές και λάιτ αλλαγές της αρχικής βερσιόν στην γενιά που πρωτοεμφανίστηκε. Μιλάμε για έναν βασικό σχεδιασμό αποτελούμενο από μία δυσδιάστατη καναβοποιημένη επιφάνεια με περίπου εκατό τετράγωνα, χρώματα και απεικονίσεις που κάποτε ήταν ικανή να διηγηθεί μία ιστορία για αρετές και πάθη.
Μέσα στα πλάισια του παιχνιδιού, θυμάμαι ακόμη αυτή την αβέβαιη και ευχάριστη χαρά που μου προσέφερε η αγωνία της νίκης. Σε μία ακολουθία κινήσεων με διάφορες πιθανές εκβάσεις που θυμίζει την Μαρκοβιανή Αλυσίδα, με τους κανόνες που όριζε ξεκινούσα καθε φορά για την κατάκτηση της κορυφής με υποθέσεις, στατηγικές κινήσεις, νοθεμένες ζαριές. Ενώ ταυτόχρονα ενυπάρχει και διαφαίνεται η υποψία ότι πρόκειται για ενα πολύμορφο παιχνίδι του οποίου έχει παρέλθει η ρομαντική έννοια της δημιουργίας του μέσα από ιστορικές, θρησκευτικές, πολιτιστικές και συμβολικές συνθήκες, τίθεται το ερώτημα έαν τελικά η ασυνείδητη ανάγκη για τη νίκη και τόνωση του γοήτρου ειναι η βασική ιδεολογία που θα χαρακτηριζε το παιχνίδι, ετσι όπως το μάθαμε στη δική μας γενιά.
Για τον Baudrillard, το παιχνίδι αποτελεί μία μορφή δημοκρατίας με τους παίκτες να αντιπροσωπεύουν μία μορφή κοινωνικοποίησης (homo fractalis) που ‘μέσω της δίκαιης εφαρμογής των κανόνων τους, αναπτύσσεται σε στέρεη βαση ο λογισμός και το αίσθημα’ (Πλάτων) του καθενός. Σήμερα η κοινωνία και ο νόμος έχουν αντικατασταθεί από ένα συμβολικό σύμφωνο με κανόνες – με μια σειρά υποχρεώσεων και διαπραγματευσεων μέσα από την τέχνη της διαλεκτικής. Σε κάθε περίπτωση, είναι σαφής η ανάγκη για την ύπαρξη κανόνων. Πολύ απλά, φανταστείτε πως οι κανόνες ενός παιχνιδιού είναι ανάλογοι με αυτούς της γλώσσας· έτσι λέγοντας κάτι σε μία γλώσσα είναι αντίστοιχο μίας κίνησης στο παιχνίδι. Αυτύ την αναλογία μεταξύ τους, δείχνει ότι οι λέξεις έχουν μία έννοια/ερμηνεία που εξαρτάται από τους ποικίλους τρόπους που θα χρησιμοποιηθούν και το πολύμορφο νόημα που θα ορίσουν. Όσον αφορά το σημερινό τοπίο, θα έλεγε κανείς πως οι παίκτες είναι μεταξύ ‘των κατοίκων της transpolitical – πολιτικά αδιάφορα και αδιαφοροποίητα όντα’ (Baudrillard) και αυτών που ορίστηκαν πολιτικοί παράγοντες – άνθρωποι ενός πολιτικού κόσμου, οι οποίοι αδιάκοπα πιστεύουν σε αυτό το παιχνίδι, χωρίς απαραίτητα να πιστεύουν στους κανόνες.
Δεδομένου ότι κανένας από εμάς δεν ξέρει τους κανόνες του ‘παιχνιδιού’ σήμερα, η αδιαφορία και η αμφιθυμία μπορούν εύκολα να γίνουν στρατηγικά εδάφη για έναν gamer/player. Ενα διπολικό σχήμα που συνδέεται με τον τρόπο βλέπουμε τα πράγματα, όπως αναφέρει στο έργο του ‘Philosophical Investigations’ ο Ludwig Wittgenstein. Ξεπερνώντας τις αναρίθμητες ήττες μου, αναρωτιέμαι εάν όλο αυτό το παιχνίδι ήταν/είναι μάταιο. Ή εάν υπήρχαν πολλά λιγότερα να ειπωθούν από ό,τι θα σκεφτόταν κανείς. Αλλα ‘νομίζω τώρα πως αρκετά παίξαμε αυτό το παιχνίδι μας με τους λόγους’ (Σωκράτης).