Του Γιώργου Μαργαρίτη
Αυτό που γίνεται τις ημέρες αυτές στην Εσθονία, δεν είναι ζήτημα φανατικών Εσθονών αλλά η μεθόδευση μιας πολιτικής επιλογής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. O ναζισμός είναι πάντοτε χρήσιμο εργαλείο όταν θέλεις να υποδουλώσεις εργάτες και λαούς.
Στα 1943 ο τότε πρωθυπουργός του ναζιστικού καθεστώτος της Ελληνικής Πολιτείας, ο Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος, αρθρογραφούσε στο περιοδικό Νέα Ευρώπη για τις κοινές ευρωπαϊκές αξίες. Αν και γιατρός –καθηγητής της μαιευτικής– θεωρούσε τον εαυτό του επαρκώς μορφωμένο ώστε να συγγράψει περί των αρχαίων αμφικτυονιών και να θεμελιώσει επ’ αυτών την πεποίθησή του ότι η ναζιστική Νέα Ευρώπη αποτελεί ένα είδος «Κοινού των Ευρωπαίων» προορισμένου να καλλιεργήσει το ευρωπαϊκό πνεύμα και να αναδείξει τις κοινές αξίες του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Το σχετικό του άρθρο κόσμησε τις σελίδες του περιοδικού δίπλα σε διάσημα ονόματα του ναζισμού από όλα σχεδόν τα κράτη της Ευρώπης.
Εκείνο τον καιρό οι θεωρητικοί ταγοί των ευρωπαϊκών αξιών και της συνακόλουθης αντικομμουνιστικής σταυροφορίας φοβόντουσαν μόνο ένα πράγμα: την αποκοπή τους από τις αξίες αυτές και από τον κόσμο τον ευρωπαϊκό μέσα στον οποίο αυτές ανθίζουν. Στις συνεντεύξεις και των τριών ηγετών της Ελληνικής Πολιτείας το σταθερό μοτίβο ήταν ότι η «ελληνική κυβέρνηση» συντάσσεται με την γενική πολιτική της Νέας Ευρώπης σε όλα τα θέματα: στο εβραϊκό ζήτημα, λόγου χάρη. Έσπευδαν δε μετά βδελυγμίας να στιγματίσουν όλες εκείνες τις ενέργειες που θα έδειχναν το «μη ευρωπαϊκό» πρόσωπο των Ελλήνων, που θα πρόβαλλαν την «ιδιαιτερότητα» ετούτης της χώρας με κίνδυνο να την οδηγήσουν στην ευρωπαϊκή απομόνωση. Ενέργειες όπως η αντίσταση του λαού της Κρήτης στην γερμανική αερομεταφερόμενη εισβολή, οι διαδηλώσεις και οι απεργίες των εργαζόμενων, τα χτυπήματα της Αντίστασης, στιγματίστηκαν με τους πλέον οξείς τόνους, διασύρθηκαν μέσα από μαύρη προπαγάνδα και αδίστακτο ψέμα. Στους αγώνες του «δικού τους» λαού οι εγχώριοι ναζί έβλεπαν τρομοκρατία, ακρότητες και εγκλήματα, ανάξια των «ευρωπαϊκών αξιών». Αυτοί, βλέπετε ήταν Ευρωπαίοι…
Πολλά χρόνια αργότερα ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός δείχνει να πέτυχε τον πρώτο από τους δύο κεντρικούς στόχους του ναζιστικού προγράμματος: τη νίκη επί του μπολσεβικισμού. Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής αποκαταστάθηκε στα σοσιαλιστικά κράτη και κυριάρχησε σε όλη την ήπειρο. Ο έτερος των στόχων, «η νίκη επί της πλουτοκρατίας», δηλαδή ενάντια στον αμερικανικό καπιταλισμό δεν επετεύχθη, το αντίθετο μάλιστα. Και έτσι η πολυπόθητη επιστροφή στις πριν το 1917 ή το 1914 εποχές έμεινε ανάπηρη. Δεν υπήρξε μια νέα ευρωπαϊκή Μπελ Επόκ.
Για την ακρίβεια συνέβη μάλλον το αντίθετο. Η συρρίκνωση της συμμετοχής του ευρωπαϊκού καπιταλισμού στο παγκόσμιο στερέωμα, όχι μόνο συνεχίστηκε αλλά και επιταχύνθηκε με ρυθμούς καταστροφικούς. Η διολίσθηση του ευρωπαϊκού μεριδίου στην παγκόσμια οικονομία –σε όρους ΑΕΠ- ανάμεσα στα 1913 και στα 1940 ήταν περίπου 7,2% (από 41,6 σε 34,4%, στοιχεία EUROSTAT). Η οικονομική αυτή δυσπραγία ενός συστήματος που υπήρξε λίκνο της καπιταλιστικής οικονομίας και απόλυτος κυρίαρχός της ως το 1914, έδωσε δύο παγκόσμιους πολέμους και ανάμεσά τους, το σκληρό πολιτικό εργαλείο, τον ναζισμό. Αυτό το εργαλείο θα «θεράπευε την ασθένεια» -τον μπολσεβικισμό- με τρόπο ώστε ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός να μπορέσει να συνθλίψει το κόστος της εργασίας και να γίνει απόλυτα ανταγωνιστικός απέναντι στους αντιπάλους του –ειδικά τις ΗΠΑ.
Η Συνθήκη του Μάαστριχτ και η ενοποίηση του ευρωπαϊκού συστήματος δυνάμεων ως και σε νομισματική βάση, θα αποτελούσε θεωρητικά την αφετηρία μιας αναπτυξιακής έκρηξης που θα βελτίωνε τη θέση της Ευρώπης στον παγκόσμιο οικονομικό χάρτη. Το πρόγραμμα ήταν το ίδιο, όπως και στη δεκαετία του τριάντα: η συρρίκνωση του εργατικού κόστους. Φυσικά στα 1991, δεδομένου ότι δεν υπήρχε πλέον η «ασθένεια» -η απειλή του κομμουνισμού- οι ρυθμοί έντασης της εκμετάλλευσης του ανθρώπινου μόχθου μπορούσαν να είναι πιο ήπιοι απ’ ό,τι στον καιρό του ναζισμού. Ο «καπιταλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο» έγινε το λάβαρο της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας –όπως και του δικού μας ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ/ΣΥΡΙΖΑ. Υπήρχε εξάλλου η δυνατότητα λεηλασίας των πρώην λαϊκών δημοκρατιών και του εργατικού δυναμικού τους που επέτρεπε πιο ήπιους ρυθμούς στην αποξήλωση του «κοινωνικού κράτους» όπως αρέσκονται να το ονομάζουν οι σοσιαλδημοκράτες.
Τα πρώτα αποτελέσματα της μεγάλης αντεπίθεσης που διακηρύχθηκε στο Μάαστριχτ υπήρξαν απογοητευτικά. Την πρώτη δεκαετία από τις υπογραφές της συνθήκης οι επιδόσεις του ευρωπαϊκού καπιταλισμού υπήρξαν καταστροφικές. Η οικονομία της ηπείρου αναπτύχθηκε κατά 12% περίπου ενώ, συγκριτικά η αντίστοιχη των ΗΠΑ αναπτύχθηκε 38% στο ίδιο διάστημα (1991-2001). Την ίδια στιγμή νέοι ανταγωνιστές –η Κίνα πρώτα απ’ όλα- άρχισαν να προβάλλουν στο προσκήνιο.
Τη στασιμότητα την ακολούθησε η ελεύθερη πτώση. Το μερίδιο του ευρωπαϊκού καπιταλισμού (της Ευρώπης των 28) στην παγκόσμια οικονομία συρρικνώθηκε από το 31,4% το 2004 σε 23,8% το 2014 (Στοιχεία EUROSTAT). Η απώλεια 7,6 ποσοστιαίων μονάδων σε διάστημα δεκαετίας αποτελεί εξαιρετικά σπάνιο φαινόμενο στην παγκόσμια οικονομική ιστορία και βρίσκει οπωσδήποτε τη θέση της ανάμεσα στις μεγάλες ανατροπές της ιστορίας. Το πρόβλημα γίνεται ακόμα πιο καταστροφικό όταν συνυπολογιστούν και οι εσωτερικές ανατροπές που επέφερε η πτώση. Η διατήρηση των οικονομικών μεγεθών της βορειοδυτικής ζώνης της ηπείρου γίνεται ολοένα και περισσότερο σε βάρος των χωρών της νότιας ζώνης και, ακόμα περισσότερο, εκείνων της κεντρικής και ανατολικής πλευράς. Αυτό αυξάνει τις εσωτερικές εντάσεις και ξυπνά πολλές εκκρεμότητες του παρελθόντος.
Οι κυρίαρχες αστικές ελίτ της Ευρώπης, σχεδόν σε κατάσταση πανικού, στρέφονται σε ολοένα και πιο σκληρές πολιτικές για να εξορκίσουν το αδιέξοδο. Οι πολιτικές αυτές συνοψίζονται στις πολύ γνωστές πρακτικές του καπιταλισμού, όταν βρίσκεται σε κρίση: συγκέντρωση κεφαλαίου σε όφελος μονοπωλιακών επιχειρηματικών σχημάτων (σε βάρος στο κοινωνικό πεδίο των μεσοστρωμάτων και, στο γεωγραφικό, των λιγότερο ισχυρών κρατών) και ένταση της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης (καταστροφή όλων των δικαιωμάτων της εργατικής τάξης).
Στο ιδεολογικό, στο θεωρητικό –και «νομιμοποιητικό»- πεδίο, όλα τα παραπάνω προαπαιτούν την αναθεώρηση της ευρωπαϊκής ιστορίας. Ο ναζισμός πρέπει να αποκατασταθεί, πόσο μάλλον όταν στον καιρό του κλήθηκε να απαντήσει σε προβλήματα του ευρωπαϊκού καπιταλισμού που μπορούν να θεωρηθούν «πρόδρομα» των αντίστοιχων σημερινών. Εξάλλου ο ναζισμός είναι πάντοτε χρήσιμο εργαλείο όταν θέλεις να υποδουλώσεις εργάτες και λαούς. Το ουσιαστικό στοιχείο που προσφέρει η ναζιστική πολιτική πρόταση ήταν και είναι η άρνηση του «ρωμαϊκού δικαίου», δηλαδή η δυνατότητα αποβολής από το νομικό σύστημα –και τη συνακόλουθη προστασία- τεράστιων τμημάτων του πληθυσμού με φυλετικά, πολιτικά ή άλλα κριτήρια. Η από αέρος θανάτωση 2.000.000 ανθρώπων στα τελευταία χρόνια στο όνομα των πολέμων κατά της τρομοκρατίας θεωρείται έτσι ότι ανήκει στα θεμιτά των «ευρωπαϊκών –δυτικών- αξιών» στο όνομα των πολέμων «κατά της τρομοκρατίας» (και των χημικών όπλων, προπαντός!). Η κατηγοριοποίηση του νεοφερμένου εργατικού δυναμικού ως «λαθρομετανάστες» -δηλαδή χωρίς χαρτιά και νομιμοποίηση- τον ίδιο στόχο υπηρετεί.
Στις ευρωπαϊκές αξίες λοιπόν πρέπει να συμπεριληφθεί ο ναζισμός. Αυτό που γίνεται τις ημέρες αυτές στην Εσθονία, δεν είναι ζήτημα φανατικών Εσθονών αλλά η μεθόδευση μιας πολιτικής επιλογής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Εσθονία –που μπορεί να παρουσιαστεί ως θύμα της σοβιετικής εποχής- προσφέρεται για ετούτη την αναβάθμιση. Το γεγονός ότι η άρχουσα τάξη της Εσθονίας (αριστοκράτες και αστοί) υπήρξε μια από τις πλέον αιματοβαμένες της σύγχρονης ιστορίας –με απίστευτα εγκληματικές επιδόσεις στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο- μάλλον προσόν θεωρείται στην σημερινή συγκυρία, παρά μειονέκτημα.
Η προεδρία της Εσθονίας είναι η από καιρό επιζητούμενη ευκαιρία για αλλαγή κλίμακας και τόνου στη νέα αντικομμουνιστική σταυροφορία. Το γεγονός ότι από την γενική καταδίκη των «ολοκληρωτισμών» η βασική εκδήλωση έχει ως θέμα την «Κληρονομιά στον 21ο αιώνα των εγκλημάτων που διαπράχτηκαν από τα κομμουνιστικά καθεστώτα», οδηγεί στο επόμενο βήμα. Ο ναζισμός βγαίνει από το κάδρο και μοναδικός στόχος απομένει ο κομμουνισμός. Η θεωρία των «δύο άκρων» φαίνεται πως πλέον έχει ξεπεραστεί.
Στον δικό μας τον καιρό, στην χώρα μας η άρχουσα τάξη φαίνεται πως προοδευτικά επιστρέφει στις «ευρωπαϊκές αξίες» του 1943. Στην ελληνική πολιτική σκηνή οι σοβαρές αυτές εξελίξεις συρρικνώθηκαν στο επίπεδο σκυλοκαυγά ανάμεσα σε εκπροσώπους και φορείς της ίδιας και της αυτής πολιτικής πρότασης. Η επιλογή της αστικής τάξης και του ελληνικού καπιταλισμού δείχνει να παραμένει σταθερή και αναλλοίωτη από τον καιρό της όχι και τόσο απόμακρης στο χρόνο Ελληνικής Πολιτείας. Μένουμε στη δύση, μένουμε στο ευρωπαϊκό καπιταλιστικό σύστημα ανεξάρτητα από την ποιότητα, την πολιτική και τη μορφή του τελευταίου: το ίδιο όταν ήταν ναζιστικό, το ίδιο όταν ήταν αποικιοκρατικό, το ίδιο όταν ήταν ιμπεριαλιστικό, το ίδιο όταν ήταν ρατσιστικό, το ίδιο και σήμερα που βουλιάζει αναθυμούμενο τις ναζιστικές δόξες του παρελθόντος του.
Η ελληνική άρχουσα τάξη ενδιαφέρεται μόνο για το πώς θα δείξει πιστή στη «δύση». Πώς δεν θα εκτεθεί με «μικρότητες» που θα δυσαρεστούσαν τους ισχυρούς τοκογλύφους μας. Πώς θα δείξει υπάκουη και πιστή στους ισχυρούς ακόμα και στα δύσκολά τους. Για να το πετύχει αυτό κάθε μέσο είναι θεμιτό. Τα χρόνια του μνημονίου καθημερινά το αποδεικνύουν. Ολόκληρη η χώρα σε υποθήκη, ολόκληρος ο λαός της σε εκποίηση. Και το θράσος να περισσεύει. Η Νέα Δημοκρατία θεωρεί ότι η μη συμμετοχή στις εσθονικές φιέστες «προσβάλλει τους Έλληνες πολίτες» και ότι αποτελεί «ελληνική ιδιαιτερότητα που μας οδηγεί σε μια ιδιότυπη ευρωπαϊκή και διεθνή απομόνωση». Ο Ευάγγελος Βενιζέλος συμπληρώνει ότι πρόκειται για «διαφοροποίηση της χώρας μας από το πλαίσιο –αξιακό και ιστορικό» της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι γραφικοί του «Ποταμιού» προχωρούν ακόμα πιο πέρα. Αυτά σε μια χώρα και σε ένα λαό που το μόνο στοιχείο αξιοπρέπειας που τους έχει απομείνει είναι ο ασυμβίβαστος αγώνας ενάντια στον ναζισμό και τον φασισμό, σε όλες τις εκδοχές τους. Λόγια ραγιάδων, αντάξια ραγιάδων, ανάξια της ιστορίας του τόπου μας.
Όσο για τον κο Κοντονή ψυχανεμιζόμαστε ότι ο ίδιος και το κόμμα του, ο ΣΥΡΙΖΑ, πολύ θα ήθελαν να βρεθούν με τα υπόλοιπα μέλη της ευρωπαϊκής οικογένειας στο Ταλίν και από κοινού να υμνήσουν τις «ευρωπαϊκές αξίες» που με επιμονή διαφημίζουν και εφαρμόζουν στα χρόνια της εξουσίας τους. Γνωρίζουν όμως ότι υπάρχει ένας ελληνικός λαός, ότι υπάρχουν εργαζόμενοι στη χώρα μας, που έχουν ακόμα τη θέληση και τη δύναμη να αντιδράσουν σε όσα τους συμβαίνουν. Τον φοβούνται αυτόν τον λαό, είναι το μόνο που φοβούνται.
Για το λόγο αυτό δεν πάνε στο Ταλίν. Περιορίζονται στο να δηλώσουν απολογούμενοι ότι μετέχουν και αυτοί της αντικομμουνιστικής σταυροφορίας καθότι το 1968 καταδίκασαν τους Σοβιετικούς στην υπόθεση της Πράγας. Ίσως το δικό τους διπλό πρόσωπο να δείχνει πιο θλιβερό από το άλλο, των άλλων ομολόγων τους της δύσης. Οι άλλοι βλέπετε, δε χρειάζεται να προσποιούνται και να υποκρίνονται. Μπορούν πλέον να διακηρύξουν ανοικτά την πίστη τους στις «ευρωπαϊκές αξίες»…