Συνέντευξη στον Κώστα Βλαχόποπουλο
Μιλήσαμε με τον συγγραφέα και μεταφραστή Αχιλλέα Κυριακίδη για την «δουλειά» της μετάφρασης, το γράψιμο
και τον Μπόρχες και ταξιδέψαμε για λίγο μαζί του στον κόσμο των γραμμάτων.
1. Κύριε Κυριακίδη, πώς σας προέκυψε η δουλειά του μεταφραστή;
Aπλώς προσέθεσα στον ορισμό που δίνω για τη μετάφραση («δημιουργική ανάγνωση») την καλή γνώση της ελληνικής και δύο-τριών ξένων γλωσσών, την αγάπη σε κάποιους συγγραφείς και σε κάποια βιβλία, και την επιθυμία να μοιραστώ αυτή την αγάπη με άλλους. Για την Ιστορία, το πρώτο βιβλίο που μετέφρασα, επί χούντας (Viva la muerte! του Aραμπάλ), δεν συγκίνησε κανέναν εκδότη, ενώ το πρώτο μου μετάφρασμα που εκδόθηκε (Ρόδινο και Γαλάζιο του Μπόρχες) ήταν και αυτό το οποίο, χάρη στη συγκινητική γενναιοδωρία του εκδότη Θανάση Χαρμάνη (εκδ. Ύψιλον), μου άνοιξε το μαγικό πέρασμα στη μυθολογία του μεγάλου Αργεντινού.
2. Kαι ποια είναι η πιο δύσκολη λέξη που έχετε μεταφράσει; Μπορεί ο μεταφραστής να μεταδώσει ακριβώς τα συναισθήματα, τις ιδέες και την ατμόσφαιρα ενός έργου;
Έχω μεταφράσει εκατοντάδες χιλιάδες λέξεις, αλλά δεν έχω σκεφτεί ποτέ να τις κατατάξω κατά βαθμό δυσκολίας, ακριβώς γιατί θεωρώ όχι μόνο ότι, στη μετάφραση, κάθε λέξη είναι δύσκολη, αλλά και ότι δεν έχει τόση σημασία η σωστή απόδοση μιας λέξης όση ο σεβασμός της ιδέας που είναι πίσω από τις λέξεις του πρωτοτύπου (το εννοιολογικό επίπεδο), καθώς και του ύφους, του ρυθμού της γλώσσας του (το αισθητικό). Έχω δηλώσει σε διάφορες αντίστοιχες ευκαιρίες την ανακούφιση για το γεγονός ότι δεν μου ανατέθηκε ποτέ η μετάφραση της Ιστορίας δύο πόλεων του Ντίκενς, ακριβώς γιατί, όπως και αν την απέδιδα, θα τραυμάτιζα θανάσιμα την ομορφιά, το ρυθμό και τη μουσικότητα της αρκτικής φράσης: “It was the best of times, it was the worst of times”.
3. Τα βιβλία που μεταφράζετε, τα διαβάζετε όταν εκδοθούν;
Ναι, αλλά μετά από καιρό. Τα ανοίγω με φόβο και με πολλή προσοχή, γιατί ξέρω ότι θα πεταχτούν από μέσα όλες οι εσφαλμένες επιλογές μου.
4. Ξέρουμε ότι πολλοί μεταφραστές στην Ελλάδα δεν είναι οι ίδοι συγγραφείς. Πιστεύετε είναι καλύτερο ένας μεταφραστής να γράφει και ο ίδιος δικά του έργα;
Χωρίς ν’ αποκλείω τις απαραίτητες φωτεινές εξαιρέσεις, ναι: μόνο έτσι μπορεί ο μεταφραστής να καταλάβει, σαν τον καλό οδοντίατρο, τι πρέπει να πόνεσε τον ξένο συγγραφέα – και πόσο.
5. Ο Σεπούλβεδα, στο βιβλίο του ‘Χρονικά του Περιθωρίου’, σε ένα κατα την γνώμη μου υπέροχο απόσπασμα ενδεικτικό της λογοτεχνικής του δεινότητας, περιγράφει την επίσκεψή του στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπέργκεν Μπέλσεν. Εκεί, πάνω σε μια πέτρα είδε γραμμένες τις λέξεις «Ήμουν κι εγώ εδώ, μα την δική μου ιστορία δεν θα την πει κανείς» αναγνωρίζοντας την συγκλονιστική δύναμη που μπορεί να έχει ο λόγος. Εσείς πιστεύετε ότι ο λόγος είναι η πιο δυνατή μορφή έκφρασης του ανθρώπου;
Όντας ακόμα υπό την επήρεια της νέας, υπό έκδοσιν νουβέλας μου όπου το σώμα καθαγιάζεται (Σώμα), τολμώ να διαφωνήσω και να αντιπροτείνω ως «πιο δυνατή» αυτήν που ήταν και η πρώτη μορφή έκφρασης του ανθρώπου: το χορό. Αν με πετυχαίνατε πριν από δύο χρόνια, στον αστερισμό της προηγούμενης νουβέλας μου (360), πάλι θα διαφωνούσα, αλλά θα σας πρότεινα, στη θέση του λόγου, τη μουσική. «Αν κάθε άνθρωπος, από καταβολής κόσμου», μπορεί και να διαβάσετε στις μελλοντικές μου Σημειώσεις για μια ιδιωτική θεωρία της λογοτεχνίας ΙΙ, «ήξερε να γράφει μουσική, ίσως να μην υπήρχε η ανάγκη της λογοτεχνίας».
6. Περιγράφετε σε παλιότερη συνέντευξή σας ότι τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα υπάρχει ένα συγγραφικό boom. H οικονομική κρίση θεωρείτε έπαιξε κάποιο ρόλο;
Δεν μπορώ να το ισχυριστώ αυτό (αν και θα μου ήταν πολύ εύκολο να επικαλεστώ το «πενία τέχνας κατεργάζεται»), για τον απλούστατο λόγο ότι το boom στο οποίο (θυμάστε καλύτερα από μένα ότι) αναφέρθηκα, ουδόλως περιλαμβάνει, κατά την ταπεινή μου γνώμη, το μυθιστόρημα.
7. Ακολουθείτε κάποια συγκεκριμένη μέθοδο όταν μεταφράζετε;
Προσεκτική ανάγνωση του πρωτοτύπου, μεταφραστικό blitzkrieg (επίθεση με όλα τα μέσα κι όποιον πάρει ο Χάρος των μεταφραστών), πρώτο χέρι (συμπλήρωμα γλωσσικών κενών, ήτοι: απόδοση λέξεων ή παραγράφων που έμειναν αμετάφραστες στην πρώτη επίθεση), δεύτερο χέρι (συμπλήρωμα νοηματικών κενών, ήτοι: προσφυγή σε τυχόν άλλες μεταφράσεις του ίδιου έργου σε άλλες γλώσσες, σε τυχόν μελέτες-κριτικές για το υπό μετάφρασιν έργο, σε άλλα έργα του ίδιου συγγραφέα, σε έργα της ίδιας εποχής ή της ίδιας θεματολογίας κ.λπ.), τρίτο χέρι (ξεψάχνισμα όλων των τυχόν πραγματολογικών), τέταρτο –και πιο σημαντικό– χέρι: η γλωσσική ομογενοποίηση του μεταφράσματος, η προσπάθεια προσομοίωσης του αφηγηματικού ρυθμού και του συγγραφικού ύφους του πρωτοτύπου. Κι όλα αυτά, παραμένοντας ευλαβικά πιστός στις δύο κατ’ εμέ σημαντικότερες αρχές που πρέπει να διέπουν τη δουλειά του μεταφραστή: 1. Ο μεταφραστής αναρωτιέται συνεχώς, 2. Ο μεταφραστής δεν παραλλάσσει, δεν «βελτιώνει» κατά το δοκούν του τον συγγραφέα· τον υπηρετεί. Υπάρχει άραγε άλλη μέθοδος;
8. Επιδιώκετε να γνωρίζετε τους συγγραφείς πριν μεταφράσετε ένα έργο τους;
Σε μιαν αντίστοιχη ερώτηση του καλού μου φίλου Μισέλ Φάις («Προτιμάς να μεταφράζεις ζώντες συγγραφείς;») είχα απαντήσει: «Προτιμώ να μεταφράζω ζώντα κείμενα».
9. Έχετε μεταφράσει όλο το συγγραφικό έργο του Μπόρχες και τον έχετε χαρακτηρίσει ως έναν «οικουμενικό συγγραφέα». Θέλετε να μας εξηγήσετε γιατί;
Αυτή η… οικουμενικών διαστάσεων ερώτηση με αναγκάζει να παραθέσω ένα απόσπασμα από τον Πρόλογό μου στη δίτομη έκδοση Απάντων των Πεζών του Μπόρχες (Πατάκης):
«Aς δούμε ποια θέματα ενοικούν αυτόν τον θαυμαστό λαβύρινθο του Μπόρχες που, σε κάθε επίσκεψή μας, δείχνει σαν να ’χει ανανεώσει τις φενάκες του: ο ψευδαισθητικός χαρακτήρας της ανθρώπινης ύπαρξης· το απατηλόν του φυσικού κόσμου· η σχεδόν αναπόφευκτη αυθαιρεσία κάθε ορθολογιστικής σκέψης· το άπειρο και οι άπειρες δυνατότητες· η ιδέα πως ακόμα και το απειροελάχιστο πράγμα ή γεγονός περιλαμβάνει όλο το σύμπαν· πως ό,τι μπορούμε να φανταστούμε, ή έχει ήδη συμβεί ή επίκειται να συμβεί· πως κάθε άνθρωπος είναι ταυτόχρονα κι ένας άλλος, αν όχι και όλοι οι άλλοι άνθρωποι· η ιδέα του κόσμου ως προσωπικής προβολής της βούλησης […] εξού και, συχνά, στο έργο του Μπόρχες, θύμα και θύτης ταυτίζονται· η ιδέα του ανθρώπου ως πλάσματος του ονείρου κάποιου άλλου· η ιδέα μιας θείας χρονικής στιγμής όπου συμπυκνώνεται ή/και δικαιώνεται μια ολόκληρη ζωή· η ιδέα του κόσμου ως βιβλιοθήκης όπου παραδέρνουμε όλοι αναζητώντας ένα αδιανόητο ευρετήριο των ευρετηρίων στο οποίο μπορεί και να έχει αποδελτιωθεί το νόημα-σχεδία· η ιδέα ότι τα πάντα έχουν γραφτεί κι ότι εμείς δεν κάνουμε άλλο απ’ το να μηρυκάζουμε τα γεγραμμένα – άποψη που, με την αιρετική απαισιοδοξία της, οδήγησε αρκετούς στο να θεωρήσουν πως ο Μπόρχες, στην ουσία, με τον πληθωρικό εναγκαλισμό της παγκόσμιας λογοτεχνίας την οδηγεί στην ασφυξία· η –συγγενής– ιδέα ότι μια λογοτεχνία διαφέρει από την άλλη ως προς τον τρόπο με τον οποίο διαβάζεται, εξού και το σκανδαλώδες “Κάθε συγγραφέας δημιουργεί τους προδρόμους του”· η –επίσης συγγενής– ιδέα ότι ο συγγραφέας δεν εκφράζει την πραγματικότητα στην οποία γράφει, αλλά επινοεί την πραγματικότητα στην οποία εκφράζεται· η ιδέα ότι η λογοτεχνία είναι ένα παιχνίδι με αντιμέτωπους καθρέφτες όπου οι μυθοπλασίες αντικρίζονται σε μια ιλιγγιώδη επανάληψη, κι ότι αυτό το παιχνίδι επιδέχεται (αν δεν απαιτεί ή επιβάλλει) εμπνευσμένες παραλλαγές, όπως, π.χ., την παρείσφρηση της ίδιας της μυθοπλασίας στον εαυτό της, σαν να της μεταγγίζεται το ίδιο της το αίμα· τέλος(;), η σύγχυση των ορίων και το θολό μεταίχμιο ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο, σε διηγήματα όπου ο ήρωας είναι νεκρός και δεν το ξέρει, ή ξαναγεννιέται για να πεθάνει “όπως πρέπει”.»
10. Να περάσουμε στα της συγγραφής. Σε παλαιότερη συνέντευξή σας έχετε πει ότι προτιμάτε να γράφετε διηγήματα. Υπάρχει η άποψη ότι σε εμάς τους Έλληνες ταιριάζει περισσότερο αυτή η μικρή φόρμα του λόγου. Είναι έτσι;
Δεν προσυπογράφω τόσο ενθέρμως την άποψη ότι «δεν μας ταιριάζει» όσο αυτήν που αποδίδει την απουσία σχετικής παράδοσης (ή σχολής) στο γεγονός ότι η χώρα μας δεν «έζησε» Διαφωτισμό, ταξικές επαναστάσεις, άνοδο αστικής τάξης, βιομηχανική επανάσταση, ό,τι δηλαδή γέννησε το μεγάλο αστικό μυθιστόρημα στη Γαλλία, στην Αγγλία και σε άλλες δυτικές χώρες. Εξαιρέσεις, όπως πάντα, υπάρχουν – τόσο φωτεινές όσο και μεμονωμένες· τόσο πριν όσο και μετά τον Πόλεμο.
11. Σας αρέσει να γράφετε εκτός σπιτιού, όπως επίσης έχετε δηλώσει ότι δεν έχετε ρουτίνα κατά την διαδικασία του γραψίματος. Σας βοηθάει να έχετε επαφή με κόσμο;
Μα πώς μπορεί να υπάρχει ρουτίνα στο γράψιμο; Ποτέ μου δεν μπόρεσα να καταλάβω κάποιους συγγραφείς που ομολογούν τι ώρα ξυπνάνε, τι ώρα κάθονται να γράψουν με τον πρώτο καφέ, τι ώρα πέφτουν για τη σιέστα, τι ώρα ξανακάθονται να γράψουν, τι ώρα «αφήνουν κάτω το μολύβι» όπως διέταζαν παλιά οι καθηγητές στο σχολείο. Όσο για το λόγο για τον οποίο μ’ αρέσει (ή δεν μπορώ παρά) να γράφω έξω –σε πολύβουα cafés, κατά προτίμηση–, αυτός δεν είναι άλλος από το ότι τρέφομαι, ζωογονούμαι, εμπνέομαι από την παρουσία γύρω μου ανθρώπων, που η φωνή τους, η φούρια και το χνότο τους κάθε άλλο παρά με ενοχλούν.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο ένθετο του Νόστιμον Ήμαρ στον “Δρόμο”, τo Σάββατο 11.11.2017