Συνέντευξη στους Χάρις Γεωργίου και Χρήστο Διαμάντη
Επιμέλεια κειμένου: Χάρις Γεωργίου | Φωτογραφία: Χρήστος Διαμάντης
Αχιλλέας Περσίδης, ένας από τους σημαντικότερους μουσικούς αυτής της χώρας. Με το «Νότιο Ήχο» και μέσα από συνεργασίες με τους Ross Daly, τον Ψαραντώνη και πολλούς άλλους, σε Ελλάδα και εξωτερικό, έχει καταφέρει να αφήσει το δικό του προσωπικό μουσικό στίγμα. Έχει καταφέρει κυρίως να δει και να ζήσει διαφορετικές μουσικές κουλτούρες σε διαφορετικά μέρη αυτού του κόσμου. Από την Αθήνα στην Ισπανία, από εκεί στο Βερολίνο και την Κρήτη κι έπειτα επιστροφή και πάλι στην πρωτεύουσα. Μια μουσική διαδρομή, μέσα από διαφορετικά μουσικά στυλ και επιρροές, που όμως, όπως θα μας πει δε παντρεύονται, γιατί είναι καλύτερα στην αυθεντική εκδοχή τους.
Μας περιμένει στο σπίτι του, κοντά στο σταθμό του μετρό Αττική. Η περιοχή είναι γεμάτη γκρίζες πολυκατοικίες, όμως εκείνος ζει σε μία από τις λίγες προπολεμικές μονοκατοικίες στο τέλος του δρόμου. Ο χώρος μας ταξιδεύει νοσταλγικά σε μία άλλη εποχή, σε μία εποχή που ο ρομαντισμός και η αισθητική ήταν διάχυτα σε κάθε γωνία αυτής της πόλης.
Εδώ μεγάλωσες;
Όχι. Αλλά σε αυτό το σπίτι που υπήρξε πάντα οικογενειακό, έχω πολλές παιδικές αναμνήσεις, όπως και τώρα που είμαι κάτοικος, με επισκέπτονται αγαπημένες οπτασίες του παρελθόντος.
Γλυκές αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας…
Ναι. Είναι πολύ σπουδαίες, πιστεύω, για τον ευαίσθητο παιδικό κόσμο. Έτσι κι αλλιώς, τα παιδιά τα περιμένει μετά η κιμαδομηχανή της κοινωνίας, των νόμων, των νοοτροπιών και τρέχα γύρευε. Πρέπει να έχεις οπλιστεί ασυνείδητα, από την εποχή που είσαι παιδί, με μια αθώα, πλούσια παιδικότητα – το αθώα δεν μου φτάνει, γιατί μετά γίνεται φοβικός κάποιος και ό,τι πέφτει, μένει πάνω του, δεν διαθλάται. Πρέπει να ‘ναι και πλούσια με την έννοια της φαντασίας, με την έννοια του παιχνιδιού. Για αγόρια – κορίτσια, γιατί και τα κορίτσια έχουν ανάγκη από σωματικό παιχνίδι, αν και δεν καλλιεργείται αυτό, κάτι που έχω δει πολύ έντονα στα μαθήματα οργάνων. Ένα πρόβλημα που είδα σε όλες τις ηλικιακές εκδοχές των θηλυκών, ήταν η μεγάλη – έως ανυπέρβλητη κατά περίπτωση – δυσκολία στο να χτυπήσουν με το δεξί χέρι τη χορδή με τρόπο «νευρικό» (aggressive). Υπό την έννοια, της κατανόησης του σώματος, της μυικής δύναμης.
Έχεις ζήσει στην Ισπανία… Με τι αφορμή πήγες;
Η αφορμή ήταν η Ισπανική κιθάρα και έγιναν στη διάρκεια των ετών διάφορες πολύμηνες επισκέψεις.
Ο λόγος που πήγες εκεί και πόσο σε άλλαξε αυτό;
Μου άρεσε αυτό που άκουσα. Και λέω ότι αφού μου αρέσει, θα κάτσω να το μάθω αυτό το είδος. Κάθε μουσική, δάχτυλα και χορδές είναι. Αλλά με τις φόρμες, έχουν γίνει πολλά διαφορετικά στυλ και έχει δημιουργηθεί μια έντονη γεωγραφία των στυλ με τα χρόνια. Από χίλια χιλιόμετρα ακούς έναν ήχο που σου θυμίζει Bob Marley, αυτόματα ταξιδεύεις στη Τζαμάικα, αντίστοιχα και με ήχους προερχόμενους από την Ινδία, Περσία και γενικώς χώρες με έντονο τοπικό ήχο.
Όταν, λοιπόν, πήγα εκεί, ήμουν μισός ηλεκτρικός μισός ακουστικός. Κλασική δεν είχα πιάσει στα χέρια μου ποτέ. Τις θεωρούσα μουγκές. Που να ήξερα ότι μετά όλη μου τη ζωή θα έπαιζα αυτό το όργανο! Λόγω αυτής της υπόθεσης, πήρα και την κλασική.
Υπάρχει και μία κατασκευή φλαμένγκο κιθάρας, που αλλάζει στο εσωτερικό, τα καμάρια. Όλη η τέχνη του ήχου στα όργανα είναι κυρίως η τέχνη που θα βάλει ο μάστορας στη συνολική γεωμετρία και στο καπάκι, κυρίως στο καπάκι. 80% του ήχου προέρχεται από το καπάκι. Αυτό το ξέρει η ανθρωπότητα από περίπου το 1700, που η κιθάρα ήταν ακόμα υπό διαμόρφωση.
Το δυσκολότερο σε κάθε όργανο δεν είναι η καθεμία χορδή να είναι λαμπρή, είναι η συνήχυση. Δηλαδή να χτυπάς μαζί τις χορδές και να συνηχούν. Εκεί μπορεί να γίνονται διακροτήματα, ήχοι του ξύλου, συντονισμοί. Καμιά φορά, όταν παίζεις πολλές ώρες συνεχόμενα, φτάνεις σε ένα σημείο που έχοντας αυξηθεί η παρατήρηση, νιώθεις σαν να είσαι μέσα στην κιθάρα, ακούς ήχους που τρομάζεις. Αυτό στα αγγλικά λέγεται wolf voice, η φωνή του λύκου, όλα τα όργανα το έχουν. Επί τη ευκαιρία, εφόσον μιλάμε για συντονισμό, ας θυμηθούμε και τις τρομπέτες και τα τείχη της Ιεριχούς.
Πώς ξεκίνησες να ασχολείσαι με κιθάρα; Γιατί κιθάρα;
Είναι μία σύμπτωση. Δεν υπήρχε ούτε κάποιος μουσικός στην οικογένεια, ούτε κάποια εικόνα να με οδηγήσει. Κάποιος ξάδερφος άφησε μία κιθάρα στο σπίτι και δεν την πήρε ποτέ. Οπότε, αυτό ήταν. Και επειδή είχα δει και άλλα παιδιά που έπαιζαν σε σχολικές εκδρομές, θυμόμουν ότι αυτό το όργανο υπήρχε στο σπίτι. Οπότε γύρισα στο σπίτι και ξεκίνησα να σκαλίζω, χωρίς να ξέρω τι έκανα βέβαια, καμία ιδέα. Οπότε ξεκίνησα δειλά-δειλά, μετά ο ξάδερφός μου με είδε που ασχολιόμουν και μου χάρισε την κιθάρα. Και βοήθησε φυσικά και η εποχή. Εκεί που έμπαινα στα 11 ξεκινούσαν τα 60’s, που η μουσική ήταν ανερχόμενο είδος κατανάλωσης στον κόσμο. Άρχισαν να πωλούνται πικ απ, σιγά – σιγά. Στην αρχή τα μπομπινόφωνα, μετά ξεκίνησαν να ανοίγουν δισκάδικα – πριν εμφανιστεί το LP, 45άρια σε μικρό χάρτινο φακελάκι, αυτό ήταν ο δίσκος.
Αγόραζες βινύλια; Τι σου άρεσε να ακούς;
Κοίταξε εγώ ήμουν φανατικός με τους Beatles. Έχω ακούσει τα πάντα και έχω τα πάντα. Ό,τι κυκλοφόρησε. Έχουν κυκλοφορήσει κάτι ωραία βινύλια που είναι εκδοχές κομματιών των Beatles που δεν κυκλοφόρησαν με την αρχική εκδοχή, αλλά με την εκδοχή που το μάθαμε, δηλαδή το αρχειακό υλικό από τα στούντιο, το οποίο έκατσαν και το εξέδωσαν σε βινύλια. Οπότε, έχεις το “Strawberry fields” που έχει κάποια στοιχεία από αυτό που ξέρεις, αλλά έχει και όργανα που στο τελικό δεν τα έβαλαν. Ή σε κάποια η εκδοχή είναι πιο slow.
Ελληνικά; Κρητικά;
Πάρα πολύ αργότερα.
Οι γονείς σου ήταν από την Κρήτη;
Όχι, η Κρήτη δεν είναι γεννέτηρα. Προέκυψε επειδή διορίστηκε η αδερφή μου στα Χανιά, το ’69 ως καθηγήτρια τότε. Οπότε ξεκινήσαμε όλοι να πηγαινοερχόμαστε και φτιάχτηκε μία πρώτη σχέση, στη συνέχεια παντρεύτηκε εκεί, οπότε παγιοποιήθηκε αυτή η επαφή. Ε, και με το ανέβα-κατέβα, τελικά, γούσταρα κι εγώ και έμεινα εκεί, μεταξύ του ’80-’87.
Από μουσική έχεις παίξει κρητικά όργανα; Έχεις ασχοληθεί;
Ναι, γιατί όταν έμεινα εκεί, έμπλεξα με τους κάτω, οπότε και έμαθα λαούτο, το οποίο παίζω έκτοτε. Με τα κρητικά ασχολήθηκα για ένα μεγάλο διάστημα, το οποίο είχε σαν αποτέλεσμα, όταν ήρθε η ώρα να φτιάξω κάτι, με την έννοια της σύνθεσης να μην λειτουργεί καθόλου, όλος ο προτερός βίος, ο προ Κρήτης, που ήταν οι Ισπανίες, τα ροκ και τα μπλουζ.
Η Ισπανία ήταν από το ’69 και μετά σε διάφορες επισκέψεις μηνών, μέχρι και το ’74 ως και αρχές του ‘75, ’75-’80 πήγα Βερολίνο και ’80-’87 Κρήτη.
Φτάνοντας στην Κρήτη, μετά τα Βερολίνα και τις Ισπανίες, ήδη κουβαλούσα ένα κενό μέσα μου, το οποίο είχε δημιουργηθεί, επειδή είχα παίξει πάρα πολλά στυλ μέχρι τότε. Δηλαδή ο ζωγράφος δεν έφτιαχνε ένα ολόκληρο πίνακα – έφτιαχνε ωραία στιγμιότυπα. Είχα, λοιπόν, αυτό το πρόβλημα, το οποίο δεν ήταν σαφές τότε. Η προσγείωση επί Κρητικού εδάφους και η ενασχόληση με το λαούτο και η συνεργασία με τον Ψαραντώνη, αλλά και τον Ross Daly, ξεκίνησε όσο ήμουν επισκέπτης από το Βερολίνο. Όταν έμεινα εκεί, επισημοποιήθηκε η σχέση μου με τα Κρητικά. Στην προσπάθειά μου, να κερδίσω το χαμένο χρόνο, ήμουν αναγκασμένος να παρατήσω την κιθάρα και να παίζω νυχθημερόν λαούτο.
Επίσης, άκουγα πολύ. Άκουγα λαούτο στο κασετόφωνο, έτσι ώστε να φορτώνω τον ήχο που θα με απασχολήσει. Όταν είχα πρόβλημα φώναζα τον Ψαρογιώργη, για να μου εξηγεί τα σημεία που προσπαθούσα να καταλάβω. Μέσα από αυτή τη μονομανία με το λαούτο, αφέθηκε η κιθάρα, για τρία περίπου χρόνια και την έπιανα μόνο όταν δίδασκα. Όταν μετά έφτασε η ώρα να δημιουργήσω, αυτό ήρθε σαν μία ήρεμη λύση στο εσωτερικό κένο που ήδη είχε αποσαφηνιστεί. Ήξερα πλέον ότι αυτό που θα έκανα, έπρεπε να έχει σχέση με το χώρο, τη γεωγραφία και την ιστορία του, γιατί σκεφτόμουν πως «δε μπορεί να γεννιέσαι σε μία χώρα, να βλέπεις το φως για πρώτη φορά εκεί, να ακούς τη γλώσσα για πρώτη φορά και ξαφνικά να έρχεται η ώρα να γράψεις πέντε νότες και να παίζεις μπόσα νόβα, μπλουζ ή οτιδήποτε άλλο».
Αυτή, λοιπόν, η Κρητική επαφή, όταν ήρθε η ώρα να βάλω πέντε νότες στη σειρά, έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Στην ουσία αυτό είναι μία φλέβα ήχου και ένας επηρεασμός, ο οποίος μεταποιήθηκε. Σημασία έχει να βρεις την παλέτα, το δρόμο που θα περπατήσεις, να έχεις εκείνα τα εκφραστικά εργαλεία που θα σε πάνε κοντά στη γεωγραφία και την ιστορία που προαναφέραμε. Επί χρόνια έκατσα σε αυτή τη φόρμα, ξεκίνησα τις πρώτες συνθέσεις γνωρίζοντας τι δεν θα είναι και λιγότερο τι θα είναι. Γιατί ήταν πολύ δύσκολο να απαλλαγώ από όλο το μουσικό παρελθόν.
Το Βερολίνο; Μουσικά;
Το Βερολίνο μουσικά, μου έδωσε επαγγελματική εμπειρία υπό την έννοια του ότι φτιάχναμε διάφορα σχήματα και παίζαμε σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, όπως Ολλανδία, Βέλγιο. Ωστόσο, κάποιος συγκεκριμένος επηρεασμός δεν υπήρξε. Αυτές οι χώρες καταναλώνουν γενικώς μουσική, δεν έχουν όμως μία παραδοσιακή μουσική. Εκτός αν αναφερθούμε στους προπάτορές τους, τους κλασικούς.
Σίγουρα, έχουν κάποια παλαιά εργαστήρια, με μουσικές μεσαιωνικής και προμπαρόκ εποχής, που έχουν διασωθεί από παλιές ταμπλατούρες, που είναι το πρώιμο στάδιο πριν φτιαχτεί το πεντάγραμμο, σαν γλώσσα γραφής, σαν ένας τρόπος να αποτυπώνεται μια μελωδία στο χαρτί. Έχουν σωθεί, κάπως έτσι, κάποια κομμάτια που τα παίζουν ορχήστρες με παλαιού τύπου όργανα, για να διασωθεί το είδος, αλλά αυτό είναι σε σεχταριστικά μεγέθη, δεν έχει περάσει στο λαό. Είναι μια ακαδημαϊκή κατάσταση, στην οποία συμμετέχει συγκεκριμένος αριθμός μουσικών.
Όσον αφορά γενικά το Βερολίνο, είναι κοντά στην τεχνολογία, επειδή ήταν πάντα ένα μεγάλο αστικό κέντρο. Ωστόσο, τότε ήταν και ψυχροπολεμικά, υπήρχε και το τείχος.
Πώς ήταν η κατάσταση τότε;
Χρόνια με διπλά σύνορα, κόκκινα αστέρια, φώτα, ναρκοπέδια, ωστόσο, το Βερολίνο είναι μεγάλο και δε πέφτεις συνεχώς πάνω στο τείχος, για να σου θυμίζει συνέχεια ότι είσαι μέσα στη φάκα. Το ανατολικό τμήμα, ήταν φοβερό, όσον αφορά τους ελέγχους, έπρεπε να είσαι πολύ τυπικός, διαφορετικά επειδή πίστευαν ότι τους μισείς, μόλις έκανες μία κίνηση, σε καθυστερούσαν δύο ώρες.
Εσύ έμενες στο δυτικό…
Στο δυτικό, βέβαια. Δε γινόταν να μείνεις στο ανατολικό. Για να μείνεις στο ανατολικό, θα έπρεπε να είσαι κάποιο προβεβλημένο πρόσωπο, μέλος κομμουνιστικού κόμματος από άλλο κράτος – ορθόδοξου, βέβαια. Φυσικά, κατόπιν πολλής γραφειοκρατίας, μπορούσαν να εισέλθουν και να εξέλθουν και οι έμποροι με σκοπό την ανάπτυξη διμερών εμπορικών σχέσεων. Το ’61, λοιπόν, χωρίστηκαν ανατολικό και δυτικό Βερολίνο, με παρουσία συρματοπλεγμάτων και πολλών στρατιωτών. Και σιγά-σιγά χτίστηκε το γνωστό τείχος. Τα πρώτα χρόνια υπήρξαν πολλοί τρόποι για να την κοπανήσεις και αυτό οδήγησε σταδιακά στην αυξανόμενη επιτηρηση των συνόρων.
Οι γέφυρες χωρίζονταν, τα ποτάμια, επίσης. Σε κάποιο τέτοιο σύνορο – που υπάρχει και μια ουδέτερη ζώνη – δυο παιδιά τα είχε παρασύρει το ποτάμι και πνίγονταν, αλλά λόγω της ουδετερότητας του σημείου δεν μπορούσαν εκατέρωθεν να επέμβουν, για να μη δημιουργηθεί διπλωματικό επεισόδιο, με αποτέλεσμα τον πνιγμό των παιδιών
Όλα αυτά ακούγονται πολύ ξένα, για κάποιον που δε τα έχει βιώσει…
Κοίταξε, το Βερολίνο με την ύψωση του τείχους οδήγησε τις οικογένειες σε χωρισμό και απομόνωση. Ο μόνος τρόπος να ειδωθούν, ήταν να ανεβούν σε υψηλά κτίρια ή λόφους εκατέρωθεν του τείχους. Όλο αυτό κράτησε μία δεκαετία, μέχρι τη στιγμή που ο Βίλλυ Μπράντ, πολιτικά σοσιαλιστής, ουμανιστής και ιδιαίτερα μορφωμένος, με πολύ καλό όνομα – κοινώς αποδεκτή προσωπικότητα – έκανε διαπραγματεύσεις με τους απέναντι και με τους Αμερικάνους και άνοιξαν τα σύνορα μονομερώς, έτσι ώστε να υπάρχει ημερήσια βίζα, χωρίς διανυκτέρευση.
Εγώ δε το ξέρω το Βερολίνο ενωμένο. Εγώ ξέρω την παλιά εικόνα. Και μου έλεγαν μετά οι Βερολινέζοι – επειδή είναι πολύ γρήγορα παιδιά, με αυξημένη οργάνωση, υψηλό το αίσθημα του προτεσταντισμού και δε διακατέχονται από συναισθηματισμούς – οι παλιοί, ότι μετά από δεκαέξι μέρες ενθουσιασμού, έβαλαν τα λάβαρα του ενθουσιασμού στο συρτάρι και κοίταξαν κατάματα το δια ταύτα.
Μιας και αναφέρθηκα στον προτεσταντισμό, θα ήθελα να μείνω λίγο σε αυτό. Οι προτεστάντες παιδιά είναι το πρόβλημα, δεν είναι μόνο οι καθολικοί.
Για να επιστρέψουμε, όμως, στους Βερολινέζους, όταν καταλάγιασε το πράγμα και πήρε το Βερολίνο την τρέχουσα μορφή, οι άνθρωποι που ζούσαν στην δυτική πλευρά έχασαν την ησυχία τους. Ήταν μια νησίδα το Βερολίνο. Η διεθνοποίηση της πτώσης του τείχους και η τρομερή αναβάθμιση του πρώην ανατολικού τμήματος, έφερε τρομερές ροές επισκεπτών, όπως και πολλούς κατοίκους πρώην ανατολικών καθεστώτων. Αυτό μαζί με την εν γένει φασαρία, προκάλεσε αύξηση της παραβατικότητας.
Με τι ασχολήθηκες εκεί πέρα;
Εκεί προσπάθησα να δικτυωθώ. Στην αρχή ξεκίνησα παίζοντας μόνος μου στις μουσικές σκηνές που υπήρχαν ήδη πριν από το ’75. Δεν υπήρχαν μαγαζιά, όπως εδώ στην Πλάκα, που είχαμε τις μπουάτ που μπαίναμε σεζόν με τραγουδιστές 25 Σεπτεμβρίου και βγαίναμε Κυριακή των Βαΐων.
Πώς ήταν αυτή η εποχή στην Πλάκα;
Ήταν οι πρώτες επαγγελματικές εμπειρίες στην αρχή. Παίζαμε με ένα φίλο μου, τον Βασίλη τον Ρακόπουλο. Δυο φωνές, δυο κιθάρες σε ρεπερτόριο μπλουζ, Beatles, Dylan. Είχα και το κλασικό σιδεράκι με τη φυσαρμόνικα. Ε, και μετά από αυτό, γνωρίζεσαι με κάποια μαγαζιά, με κάποιους τραγουδιστές. Τότε ήταν της μόδας τα ντουέτα. Από τα πιο γνωστά ντουέτα ήταν ο Βαγγέλης Γερμανός με το Βασίλη το Ζαρούλια και τους έλεγαν Διόσκουρους, οι Δάμων και Φιντίας… Όλοι αυτοί παίζαμε πάνω κάτω το ίδιο ρεπερτόριο και πάντοτε με δύο κιθάρες. Μετά από εκεί, συνεχίσαμε να παίζουμε και κάπως έτσι, άρχισα να δουλεύω σαν κιθαρίστας σε τέτοιες δουλειές. Μέχρι που πήγα Βερολίνο, Κρήτη και μετά επέστρεψα και πάλι.
Τώρα με τι ασχολείσαι;
Τώρα έχω επιστρέψει και στον παλιό μου εαυτό, δηλαδή φτιάχνω κομμάτια με την κιθάρα (δυτικότροπα), αλλά και η κρητική επιρροή (λαούτα, λύρες, βιολιά) συνεχίζεται.
Αυτά δε μπορούν να παντρευτούν;
Τα πάντα μπορούν να γίνουν, αλλά τα αποφεύγω αυτά. Κοίταξε να δεις, είμαι λάτρης των στυλ. Μου αρέσει να ακούω ένα στυλ και να αισθάνομαι τη γεωγραφία του. Στο διάβα της ιστορίας, η αξία των στυλ είναι μεγάλη. Το στυλ έχει μια αρτιότητα, εάν θες να το παίξεις, πρέπει να το τηρήσεις. Δε μπορείς να παίρνεις λάτιν και τσάμικο και να φτιάχνεις μουσική – κολάζ.
Έχεις ακούσει διασκευές που να σου άρεσαν;
Κοίτα, όταν έχουμε αγαπήσει κάτι στην πρώτη εκτέλεση, όλοι μας έχουμε αντίρρηση με τη διασκευή, πριν καν την ακούσουμε. Στατιστικώς παρατηρείται ότι σπάνια μία διασκευή είναι ισάξια του πρωτότυπου ή καλύτερη. Ωστόσο, μου αρέσουν πολύ οι διασκευές του Ray Charles. Είναι συγκλονιστικές. Μερικές φορές φτάνουν στο σημείο να εκμηδενίζουν και το πρωτότυπο.
Θα ήθελα να μας πεις τη γνώμη σου για την ταχεία διάδοση της πληροφορίας, η οποία έχει ως αποτέλεσμα το να μην υπάρχει γνώση. Πιστεύεις, έχει παίξει ρόλο το διαδίκτυο;
Κοίτα, το διαδίκτυο είναι κάτι το θετικό, αλλά το εύκολο στο μέσο άνθρωπο είναι να κλικάρει και να πάρει μία πληροφορία. Αρχίζει, λοιπόν, η αποθράσυνση του μέτριου. Ο μέτριος, όμως, πάντοτε ήταν επικίνδυνος, ακριβώς επειδή είναι μέτριος.
Η ημιμάθεια…
Και αμάθεια. Σίγουρα, η ημιμάθεια κάνει κάποιον να κραυγάζει, γιατί πήρε κάτι, αλλά το έχει πάρει θολά, στραβά. Εδώ γίνεται ο συνδυασμός μεταξύ της επικινδυνότητας του αμαθούς και του ημιμαθούς με την εξαφάνιση της σεμνότητας, που είχαν άλλοτε οι άνθρωποι αυτοί. Η φυσική λαϊκή αυτή σεμνότητα λειτουργούσε ρυθμιστικά και δεν είχαμε το σημερινό φαινόμενο της κραυγαλέας κιτσαρίας.
Και το κακό μας το χάλι αντικατοπτρίζεται στην εικόνα των πολιτικών μας. Γιατί αν ήταν καλύτερο το πόπολο, σίγουρα αυτοί θα ήταν αναγκασμένοι να είναι καλύτεροι. Όχι, ότι θα ήταν εύκολο, αλλά δε θα μπορούσαν να κάνουν κι αλλιώς. Θα διάβαζαν, θα μορφωνόντουσαν, θα μιλούσαν γλώσσες. Βέβαια, ισχύει αυτό που λένε για το κεφάλι, το ψάρι και το σώμα. Γιατί η κοινωνική δικαιοσύνη και η ισότητα από πάνω διδάσκονται. Να δει ο κόσμος ότι αναγνωρίζεται το φως και στηλιτεύεται το σκότος. Να μη νιώθει ο άλλος ότι τον κυνηγάει η μήτρα που τον γέννησε, η ίδια του η χώρα.
Και αυτοί που βλέπουμε είναι γρανάζια, άλλοι κινούν τα νήματα. Ωστόσο, ο κόσμος δε μπορεί να είναι ακέφαλος, δε το αντέχει ψυχολογικά. Γι’ αυτό και έχουμε τόσο αυξημένες τάσεις αυτοκτονίας, μεγάλη χρήση ψυχοφαρμάκων, μεγάλη συχνότητα καταθλίψεων.
Έχω τη γνώμη πως οι ατασθαλείες των καιρών, έχουν προξενήσει στους λαούς την ανάγκη να κοιτάξουν προς τα πίσω και εκεί που κοιτάνε βλέπουν το κράτος έθνος που τόσο έχει κυνηγηθεί στις μέρες μας. Τα λάθη μικροαστών προοδευτικών πάσης φύσεως αριστερής προέλευσης συν το προηγούμενο, δημιουργούν τις τάσεις του σήμερα.
Έπειτα, θεωρώ πως ένα άλλο πράγμα που μας έχει κοστίσει είναι η συντηρητική υπόσταση μας που δεν μπόρεσε να συνοδοιπορευτεί με τον χρόνο, που μας οδήγησε στο να υιοθετήσουμε μια μοιρολατρική αντίληψη και θεώρηση των πραγμάτων. Μας έχει κοστίσει το αρχαίο κλέος, με απαύγασμα τη λάθος θεώρηση σωστών πραγμάτων φτάνοντας στην πιο χυδαία εκδοχή που είναι η φράση «Όταν οι άλλοι ήταν στα δέντρα, εμείς φτιάχναμε Παρθενώνες.» Αυτή είναι η Βίβλος του Γραικυλισμού, εκείνων που είναι κατά τη γέννα Έλληνες, αλλά δεν αντελήφθησαν τίποτα από την έννοια της Ελλάδας, της Ελλάδας που ήταν δεν ήταν αυτοί εκεί, αυτή θα εξακολουθούσε να υπάρχει.
Αναφέρθηκες στο μικροαστό, ανέλυσέ το μας… Δεν είναι ο μικροαστισμός ένα από τα κύρια προβλήματά μας;
Η χρήση της λέξης μικροαστός ήταν τρομερά επίκαιρη τη δεκαετία του ’60 και χρησιμοποιείτο υποτιμητικά. Ως μικροαστό ορίζαμε τον ανθρωπάκο που κάτι οσμίζεται, δε θέλει να βρέξει τον κώλο του πουθενά, σιγά-σιγά έχει γνώμη, ενώ δε θα ‘πρεπε. Εάν δει κάτι που εξέχει αντί να τεντωθεί να το φτάσει, το κουρεύει διά της μεθόδου του Προκρούστη, για να αισθανθεί ότι ψήλωσε αυτός˙ είναι φοβικός, δε μπαίνει θαρραλέα στις καταστάσεις. Δε συμμετείχε σε διαδηλώσεις, αλλά δεν ήξερε και γιατί γίνεται διαδήλωση. Δε του άρεσε η αναρχία στο δρόμο, αλλά δε του άρεσε και που οι μπάτσοι απεθρασύνθησαν με τους διαδηλωτές. Βασικό στοιχείο του μικροαστού, δε παίρνει θέση, διότι δε μπορεί ως μέτριος, γιατί δεν έχει εργαλεία προσέγγισης στο τι γίνεται στην πραγματικότητα. Αλλά κάποτε υπήρχε τουλάχιστον μία κοινωνική σεμνότητα, όπου κάποιος παραδεχόταν την άγνοιά του.
Θα ήθελα να σταθώ για λίγο στο μύθο του Προκρούστη. Το κρεβάτι του προκρούστη είναι η κοινωνική νόρμα συμπεριφορών και νοοτροπιών, ο Προκρούστης είναι η ίδια η κοινωνία ως ζώσα και ο άνθρωπος που θα τον τοποθετήσουμε πάνω στο κρεβάτι, είναι ο αιρετικός της κοινωνικής νόρμας. Αυτό αισθάνομαι μεταξύ μύθου και σημερινής Ελλάδας.