Από τον Δημήτρη Κούλαλη
Τα τελευταία οκτώ χρόνια η κατάσταση στη χώρα μας καταδεικνύει, με τον πλέον εμφατικό τρόπο, ότι η κρίση που βιώνουμε είναι κυρίως ανθρωπιστική.
Τα μεσαία στρώματα εξαφανίζονται και προλεταριοποιούνται, ενώ όλα τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, καρποί αγώνων μέσα στο διάβα των αιώνων, όπως η περίθαλψη, η διατροφή, η στέγαση, το δικαίωμα στην εργασία, το οκτάωρο, η κοινωνική ασφάλιση κ.λπ., θεωρούνται απαρχαιωμένα και καταργούνται.
Ετσι, γυρίζουμε πίσω, στη μεσαιωνική εποχή, όταν η ζωή των φτωχών δεν είχε καμία αξία και νόμος ήταν το δίκαιο του ισχυρού.
Είναι, λοιπόν, ηλίου φαεινότερον ότι η επικράτηση της μονεταριστικής συνταγής του ευρωενωσιακού «απαρατισμού» στοχεύει στην απίσχνανση του κοινωνικού ιστού και τον ολικό εκβαρβαρισμό του ανθρώπου.
Οι συνέπειες του δόγματος των Reaganomics και των Thachernomics χαράζονται καθημερινά στις ψυχές των ανθρώπων.
Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, που δημοσιεύθηκαν πρόσφατα, είναι ενδεικτικά της τραγικής κατάστασης του λαού μας, που εδώ και 6 χρόνια πνίγεται μέρα με τη μέρα, όλο και περισσότερο, από τα απόνερα της καπιταλιστικής Στυγός.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, το 2014 μειώθηκε κατά 0,7% (< 2009) το ποσοστό των ανθρώπων που δηλώνουν καλή/πολύ καλή υγεία και αυξήθηκε (9,6%) εκείνο των ανθρώπων που δηλώνουν μέτρια υγεία. Το πλέον ανησυχητικό, όμως, είναι ότι το 4,7% του πληθυσμού παραδέχεται ότι πάσχει από κατάθλιψη [+80% >2009 (2,6%], 3/10 άνδρες – 7/10 γυναίκες, ενώ, τέλος, στο ερώτημα «αν θα ήταν καλύτερα να μη ζει κάποιος ή να βλάψει τον εαυτό του» το 3,3% των συμμετεχόντων απάντησε θετικά.
Αν προσθέσουμε σε αυτά τη γενικότερη εικόνα της Ευρώπης, με το 10% των εργαζομένων να έχει κατάθλιψη και την πώληση των αντικαταθλιπτικών να βρίσκεται στα ύψη, θα διαπιστώσουμε ότι η ήπειρός μας είναι ένας απέραντος ερειπιώνας νεκροζώντανων σκλάβων, όπου οι ταλαντεύσεις των «spreads» δικαιολογούν τη συστηματική εκπαραθύρωση των από «κάτω» απ’ τον πίνακα της ζωής, καθώς και οποιουδήποτε πράγματος εν γένει δεν συνάδει με τα κριτήρια της «ανταγωνιστικότητας» και της «παραγωγικότητας».
Ενα απέραντο μπουλούκι θεατρίνων -δεύτερης κατηγορίας- το «κοινό ευρωπαϊκό σπίτι μας», με τους εκπροσώπους του: ηγέτες-μαριονέτες, βιομηχάνους, τραπεζίτες, μάνατζερ και golden boys, από τη μία να κηρύσσουν ανηλεή πόλεμο στη διαφθορά, την αναξιοκρατία και τη «φούσκα» των δανείων, και από την άλλη να μετέρχονται μέσα που διογκώνουν όλα τα παραπάνω, καλώντας τους μικρομεσαίους να χάσουν την αξιοπρέπειά τους στο όνομα μιας ακαθόριστης και άνευ περιεχομένου «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης».
Απέναντι στον κοινωνικό κανιβαλισμό και τα κελεύσματα των «δυνατών» -κόντρα στην ντε φάκτο υποταγή στην κυριαρχία της αγοράς- το πρόταγμα της εποχής μας, το διάπυρο έναυσμα για το πέρασμα από τους δρόμους του σκότους στην έκρηξη του ηφαιστείου της δημιουργίας, θα έρθει -μπορεί να έρθει- μέσα από τον συνεταιρισμό, με βάση πάντα τη μαρξική θέση περί αλληλουχίας μεταξύ της πάλης για τον κοινωνικό μετασχηματισμό και της οικονομίας.
Ενας συνεταιρισμός, απαλλαγμένος απ’ το μεγάλο κόστος των πολυεθνικών, εξασφαλίζοντας στα μέλη του μια αξιοπρεπή διαβίωση, άνευ golden boys και λοιπών «αρπακτικών», μετατρέπει την εργασία από ατομική σε συλλογική υπόθεση μέσα στα πλαίσια μιας μικρής «κοινωνίας» όπου η ελεύθερη ανάπτυξη του ενός είναι η ικανή και αναγκαία συνθήκη για την ανάπτυξη των υπολοίπων.
Φυσικά, κάτι τέτοιο απαιτεί συνείδηση, και ως γνωστόν η αφύπνιση των συνειδήσεων είναι επίπονη διαδικασία.
Ισως, όμως, αν ξαναγυρίσουμε σε όσα μας χάρισαν μια εξαιρετική κληρονομιά στο πέρασμα του χρόνου, τη λογοτεχνία, τη φιλοσοφία, την επιστημονική έρευνα, την καλή μουσική, σε όσα τώρα η κυρίαρχη ιδεολογία, στο «όνομα ενός αποκλειστικά οικονομικού συμφέροντος, προοδευτικά δολοφονεί»*, να ξαναβρίσκαμε την αυτοπεποίθηση για δημιουργία, τη διάθεση για νοητική περιπλάνηση, τη φαντασία, την κριτική σκέψη, «τον πολιτιστικό ορίζοντα που θα έπρεπε να εμπνέει κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα»*· όλα τα… «ανθρώπινα» που απαιτούνται για την αφύπνιση των συνειδήσεων, το νόημα των οποίων οι «κατασκευαστές της συναίνεσης» υποβαθμίζουν καθημερινά προσπαθώντας να μας πείσουν για τη μη «χρησιμότητά τους».
Γιατί άραγε;
Γιατί, όπως έλεγε και ο Ιονέσκο, «αν δεν καταλάβουμε τη χρησιμότητα του άχρηστου, δεν θα καταλάβουμε την τέχνη· και μια χώρα που δεν καταλαβαίνει την τέχνη είναι μια χώρα σκλάβων […] δυστυχισμένων ανθρώπων που δεν γελούν […] μια χώρα χωρίς πνεύμα· όπου δεν υπάρχει χιούμορ […] υπάρχει οργή και μίσος.
Ας τους χαλάσουμε λοιπόν τη «δουλειά» και ας επιστρατεύσουμε όλες τις δυνάμεις μας στους υψηλούς σκοπούς.
Τα ψυχοφάρμακα βρίσκονται καθημερινά και δίπλα και γύρω μας, όχι μόνο στα φαρμακεία.
* Nuccio Ordine, «Η χρησιμότητα του άχρηστου», εκδ. Αγρα, 2014.