Του Σταύρου Αντύπα
Aφροδύτες γεννούν τις όμορφες λέξεις καθώς διαφεύγουν από την οργή κάποιου Ποσειδώνα. Εκείνοι κι εκείνες δίνουν την αλμύρα στα νοήματα, τα μυστικά κάποιου βυθού, την ασπράδα των κυμάτων. Χύνουν τα μελάνια τους πάνω σε αμόλυντες παρθένες, πετούν με τον ίδιο θόρυβο που κρύβουν κάτω από τα αγνά φτερά τους δυο νεογέννητοι γλάροι. Κι εμείς, εμείς χωρίς εκείνη πια την παιδική χαρά, απλά, προσπαθούμε να κολυμπήσουμε μπας και ξεφύγουμε από εκείνα που πρόδωσε η –κάθε- γενιά μας, ξεπουλώντας φτηνά σε αγορές που αντί για πρόσωπα κραυγάζουν το εμπόρευμα όψεις νομισμάτων.
Όλα καλοπροαίρετα κι όλα καλοδεχούμενα. Οι ρίζες της ανέλιξής μας μυρίζουν την γαλλική απόχρωση ενός γκρι διαφωτισμού, τα κλαδιά μας βουτηγμένα στο αίμα κάποιου περήφανου Οχτώβρη, γέρνουν από το βάρος κατάμαυρων ματαιώσεων. Η αξίνα, το σφυρί και το δρεπάνι, αναπάντεχα ανθεκτικά στον σκώρο μιας μεσίστιας υποστολής, αγγίζουν ακόμη την διάμετρο της κεντρικής μας φλέβας, αφήνοντας όμως ακόμη ελεύθερη την ροή. Η ορμή, με τόνο παράδοξο, σε μια πολυσύλλαβη αναπνοή, παίρνει τον ύπνο της πάνω στην σκληρή επιφάνεια των πιο εύηχων λέξεων, αναμένοντας εκείνη τη στιγμή που από την εχθρική τρίαινα θα αναδυθούν πιο αλμυρές και κόκκινες οι ανάσες.
Με το γαρμπίλι φτιάχτηκε ο κόσμος, με τον σουγιά απελευθερώθηκε το αίμα, με τις φωνές ξεπλύθηκαν τα δάκρυα από τα μάτια. Στα μέτωπα, καλλίγραμμες στάλες από ιδρώτα χορεύουν κυνηγημένες έναν μυστήριο σκοπό. Εμπρός της γης οι κολασμένοι και πίσω των αριθμών οι νικητές. Στο πλάι σκλάβοι της πείνας κι από κάτω τα κάρβουνα που άφησαν τα χνάρια ξυπόλητα, χωρίς παπούτσια τα βήματα αγνοούνται. Ένας μουντός ορίζοντας, μια ξεσκισμένη σημαία, σχοινιά που κρατούν γερά τις αριστερές άκρες μιας πλατείας, σίδερα μπηγμένα στις ψυχές των δρόμων, είναι ο καμβάς που πάνω του ξερικά κι ανέραστα αξιώματα καταδιώκουν άκλιτους και πορφυρούς αφροδύτες.
Αν από τη θάλασσα γεννήθηκε ο ήλιος, έτσι στεγνός κι ανείπωτος, αμέτρητος στο βάρος του, ποτέ δεν θα γυρίσει. Με βουτηγμένες στο ξερό αλάτι τις αχτίδες του, σκληρές και ροζιασμένες τις θηλές αγέννητων ανατολών, εύκολα στρατηλάτες θυρωροί της Ιστορίας κρατούν στην επιφάνεια κάποιου βουβού αιώνα, καθηλωμένες τις βλεφαρίδες της τυφλής ανθρωπότητας. Μα το νερό ακούνητο δεν στέκει, ένας τυχαίος άνεμος θα απαλλάξει τα πρόσωπα από τα μελανά φύκια, μεταξωτοί βυθοί θα αποκαλύψουν ασκούριαστες τις λέξεις από αλμύρα, απ΄ την αντάρα των δύσκολων καιρών, το αφρισμένο κύμα θα φέρει ψυχωμένους στην επιφάνεια, όλης της γης του δύτες. Τη νόστιμη εκείνη μέρα, χαμένοι σύντροφοι θα ερωτευτούν ελεύθεροι στο Γαλαξίδι ή την Γρανάδα.
*άκλιτα (χωρίς γενική κτητική) διακριτικά πλάσματα κάθε γένους, γενιάς, χρόνου, εγκλίσεως ευκτικής, ανυπάκουα στην προστακτική, που ζουν στον αφρισμένο παφλασμό των τάξεων.